Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ
Καθηγητής Λαογραφίας – Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Κοσμήτωρ της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών
Άρχων Προστάτης των Γραμμάτων της Μ.τ.Χ.Ε.
ΦΑΝΑΡΙΩΤΙΚΗΣ ΛΟΓΙΟΣΥΝΗΣ ΦΩΤΕΙΝΑ ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ: ΟΙ «ΕΝΘΥΜΙΟΙ ΛΟΓΟΙ» ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΡΙΓΚΗΠΟΝΝΗΣΩΝ κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Πριν λίγο καιρό έφτασε στα χέρια μου, ως ευγενική προσφορά αγάπης του συγγραφέα του, ένα εξαιρετικό βιβλίο. Πρόκειται για τον τόμο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γέροντος Πριγκηποννήσων Κυρίου Δημητρίου Κομματά, υπό τον εύγλωττο τίτλο «Ενθύμιοι Λόγοι» (Πρίγκηπος 2021, σελ. 246). Το γεγονός με χαροποίησε, αλλά δεν με εξέπληξε, δεδομένου ότι ο Σεβασμιώτατος είναι δεινός χειριστής του λόγου και μας έχει χαρίσει στο παρελθόν και άλλους εύχυμους καρπούς της γραφίδος του. Θυμίζω πρόχειρα το βιβλίο του «Ο Πατριάρχης Δημήτριος εν μνήμη» (Θεσσαλονίκη 2013), το οποίο μάλιστα είχα την τιμή και τη χαρά να παρουσιάσω στο περιοδικό Εκκλησιαστικός Φάρος [85-86 (2014-2015), σ. 402]. Θυμίζω ακόμη τον επιβλητικό τόμο του με τίτλο «Η πατριαρχική και συνοδική πράξις του 1928 παρακωλυομένη τοις όροις» (Θεσσαλονίκη 2006), πολυσέλιδο προϊόν πολύμοχθης αρχειακής και βιβλιογραφικής έρευνας, που αποτελεί έργο αναφοράς για τους μελετητές της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας μας.
Το νέο αυτό βιβλίο του Σεβασμιωτάτου κυρίου Δημητρίου περιλαμβάνει συγκεντρωμένα και καταταγμένα κείμενά του, που κατά κανόνα εκφωνήθηκαν ως λόγοι σε διάφορες περιστάσεις, και εν πολλοίς είναι ανέκδοτα. Πρόκειται για εξαιρετική έκδοση, τόσο από πλευράς τυπογραφικής καλαισθησίας και εκδοτικής αισθητικής, όσο και ως προς το περιεχόμενό της. Μετά τα προλογικά (σ. 11), η κυρίως ύλη του βιβλίου ταξινομείται σε τρία μέρη. Το πρώτο έχει τίτλο «Ενθύμιοι Λόγοι» (σ. 15 κ.εξ.) και περιλαμβάνει τριάντα λόγους και κηρύγματα του λογίου ιεράρχου του Οικουμενικού Θρόνου, που εκφωνήθηκαν σε διάφορες εκκλησιαστικές και εορτολογικές περιστάσεις. Προηγούνται λόγοι για την Παναγία, ορισμένες εορτές και θεομητορικά προσκυνήματα στην Πόλη (Βλαχερνίτισσα, Βαλουκλιώτισσα) και αλλού (Βέροια, Καλαμάτα), για τον Τίμιο Σταυρό (σ. 57) και για τους Πρωτοκορυφαίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο (σ. 63). Ακολουθούν τρεις λόγοι (σ. 67) σε αντίστοιχες Θρονικές Εορτές του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1998, 2005, 2008), ένας λόγος για τους Τρεις Ιεράρχες (σ. 83), ένας στη λήξη του Δωδεκαημέρου (σ. 89), πέντε λόγοι σε αντίστοιχες ευαγγελικές περικοπές Κυριακών του ευαγγελιστή Λουκά (σ. 93), ένας λόγος στην ιστ΄ Κυριακή του Ματθαίου και τον άγιο Βουκόλο (σ. 121), και λόγοι για την Κυριακή της Ορθοδοξίας (σ. 115), την Κυριακή της Σαμαρείτιδος και τη μνήμη των αγίων Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως (σ. 127), την Κυριακή του Τυφλού (σ. 133), την Κυριακή των αγίων Πατέρων και την αγία Ευφημία (σ. 137), τους αγίους Δημήτριο, Αικατερίνη και Λουκά τον Στειριώτη (σ. 143) και ο τελευταίος λόγος του μέρους αυτού έχει εκφωνηθεί κατά τον εσπερινό στη λήξη του Συνεδρίου αγιοκατατάξεως των οικογενειών του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (σ. 155).
Οι λόγοι αυτοί αποτελούν έξοχα παραδείγματα της σύγχρονης φαναριώτικης εκκλησιαστικής γραμματείας. Δεδομένου ότι η πληρέστερη κατανόηση των σπουδαίων και καλλιεπέστατων αυτών δειγμάτων της σύγχρονής μας εκκλησιαστικής ρητορικής απαιτεί την ένταξή τους στην κωνσταντινουπολίτικη ομιλητική παράδοση, καλό είναι αυτά να διαβάζονται στο πλαίσιο που τα δημιούργησε και τα εξέθρεψε πνευματικά και εκκλησιαστικά. Πρόκειται για την παράδοση της ορθόδοξης κηρυγματικής, που χαρακτηρίζεται από τη χρήση της δημώδους γλώσσας με λόγιες καταβολές και αναφορές, αλλά και από την προσπάθεια καλλιέργειας ενός κοινού που θα λειτουργεί ως αποδέκτης του κηρύγματος, στα πλαίσια της προσπάθειας για την πνευματική και ηθική αναγέννηση του Γένους, αλλά και για την παράλληλη ηθική διαπαιδαγώγησή του. Η προσπάθεια αυτή, που αποτελεί την ουσιαστική βάση της κηρυγματικής παράδοσης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, στην οποία εντάσσεται και το έργο που εδώ παρουσιάζουμε, υπηρετείται από εκκλησιαστικούς ρήτορες, όπως ο Σεβασμιώτατος Γέρων Μητροπολίτης Πριγκηπονήσων κύριος Δημήτριος, οι οποίοι είναι, κατά την διατύπωση του Βασιλείου Τατάκη «ταυτόχρονα συνεχιστές του Βυζαντίου και φορείς νέου πνεύματος».
Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα, με αναλόγου περιεχομένου δημοσιεύματα, από τα οποία θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα βιβλία των Μιχαήλ Γαλανού, Πολύκαρπου Συνοδινού, Δημ. Κουιμουτσόπουλου, Κων. και Δημ. Καλλίνικου και Ιω. Παναγιωτίδη. Τα έργα και οι λόγοι τους διαμορφώνουν το πλαίσιο ανάπτυξης της σύγχρονής μας εκκλησιαστικής ρητορικής, η οποία στην ουσία είναι η συνέχεια της μακραίωνης παράδοσης που παραπάνω αναφέρθηκε, υπό την σκέπη πάντοτε του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Μιας κηρυγματικής παράδοσης η οποία μέσα από τα υποδείγματα δράσης και σκέψης που προσφέρει, μέσα από τη συμπυκνωμένη ηθική της διδασκαλία, μας παρέχει ένα πρότυπο δράσης το οποίο, όσον αφορά στο εκκλησίασμα, δρα κανονιστικά για νοοτροπίες και συμπεριφορές, απέναντι στο συνάνθρωπο και απέναντι στο θείον.
Στα πλαίσια αυτά πρέπει να ενταχθούν, για να γίνουν πλήρως κατανοητά, όσα γράφει και κυρίως όπως τα γράφει ο Σεβασμιώτατος στο πυκνό αυτό καλλιεπέστατο και περιεκτικότατο βιβλίο του.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου επιγράφεται «Ευγνώμων οφειλή εις μνήμην του Πατριάρχου Δημητρίου» (σ. 161) και περιλαμβάνει τέσσερεις λόγους για τον μακαριστό Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο Α΄, του οποίου ο γράφων Αρχιερεύς υπήρξε όχι μόνο πνευματικό ανάστημα και χειροτονία, αλλά και στενότατος συνεργάτης. Εδώ διακρίνουμε την ευγνωμοσύνη του ευεργετηθέντος, την αγάπη του πνευματικού τέκνου αλλά και την ορθοκρισία του ψύχραιμου χρονογράφου.
Παραλλήλως δε, ευδιάκριτο είναι το προσωπικό ύφος του λόγιου ιεράρχη, που δίνει τον ιδιαίτερο τόνο σε κάθε σελίδα και παράγραφο. Την ίδια ώρα δε, ο παράγων του ιδιαίτερου προσωπικού ύφους διαφοροποιεί τα επιμέρους κείμενα, κάνοντάς μας, με την προσεκτική μελέτη τους, να μπορούμε να διακρίνουμε τον «οξυγράφο» κάλαμο του λογίου αρχιερέως. Όσα αποτυπώνει εδώ αποτελούν ταυτοχρόνως βιωματικό αλλά και ιστορικό υλικό, είναι ενθυμήσεις αλλά και πηγές για τον ιστορικό του μέλλοντος, μέσω των οποίων ο αναγνώστης μπορεί να γνωρίσει τον μακαριστό Πατριάρχη Δημήτριο μέσα από τα μάτια της ψυχής και τις μνήμες ενός στενού συνεργάτη του. Και καταφέρνει ο Σεβασμιώτατος να μεταδώσει στον αναγνώστη του τον σεβασμό, την αγάπη, τον θαυμασμό και την αγαθή μνήμη του για τον πνευματικό πατέρα του.
Τέλος, το τρίτο μέρος επιγράφεται «Ευμνήμονες Λόγοι» (σ. 199) και σε αυτό περιλαμβάνονται λόγοι που αναφέρονται διαδοχικά στους αοιδίμους Αρχιερείς της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας Χαλκηδόνος Μελίτωνα (σ. 199), Σταυρουπόλεως Μάξιμο (σ. 205), Σχολάρχη της Ιεράς θεολογικής Σχολής της Χάλκης, Αυστραλίας Στυλιανό (σ. 213) και Τράλλεων Ισίδωρο (σ. 223). Επίσης λόγοι για τον Άρχοντα Πρωτοψάλτη της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας Βασίλειο Νικολαΐδη (σ. 227), καθώς και επικήδειοι λόγοι των Ελένης Σαμαρά (σ. 237), Αθηνάς Καφετζή (σ. 239) και Κωνσταντίνου Καρά (σ. 241), συγγενών και στενών συνεργατών επιφανών ιεραρχών και πολυτίμων στελεχών του Οικουμενικού Θρόνου.
Και εδώ πρέπει νομίζω να επισημανθεί ότι τα κείμενα αυτά συμπυκνώνουν πληροφορίες και γεγονότα, εκτιμήσεις και μνήμες που διασώζουν ανθρώπους, παρουσίες, έργα, προσφορές, ζωές ολόκληρες αφοσιωμένες στην διακονία του Γένους και της Εκκλησίας. Και υπό την έννοια αυτή έχουν εξαγιαστεί από την φλόγα της προσφοράς και της ολοκληρωτικής κένωσης των εκάστοτε αναφερομένων προσώπων, που στην ολότητά τους συνδιαμορφώνουν βέβαια την σύγχρονή μας ιστορία του λαμπρού και ολόφωτου Φαναρίου.
Ο τόμος ολοκληρώνεται με σύντομο επίλογο (σ. 243), ενώ κοσμείται και με διακριτικό, ενδεικτικό και σημαντικό φωτογραφικό υλικό. Πρόκειται αφενός μεν για μια έκδοση που συνεχίζει την ιδιαίτερη φαναριώτικη κηρυγματική και ομιλητική παράδοση, αφετέρου δε προσφέρει σημαντικά στοιχεία και για τον εκκλησιαστικό ιστορικό του μέλλοντος. Διαμορφώνει έτσι τη συλλογική συνείδηση σχετικά με το θρησκευτικό φαινόμενο, και αποτελεί παράγοντα που καθορίζει την εκδήλωση και τη μορφή της λαϊκής θρησκευτικότητας και της παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς σε έναν τόπο ή σε μια κοινότητα, στον τόπο και στον χρόνο.
Νομίζω ότι τα κείμενα του τόμου αυτού έχουν έντονες τις επιδράσεις από τα κηρύγματα του μακαριστού Γέροντος Μητροπολίτου Χαλκηδόνος κυρού Μελίτωνος Χατζή, τα οποία δημιούργησαν ιδιαίτερη παράδοση σύγχρονης κηρυγματικής, εκφράζοντας και αποτυπώνοντας έναν νέο, μέσα στην παράδοση αλλά ταυτοχρόνως και εκσυγχρονισμένο, κωνσταντινουπολίτικο εκκλησιαστικό ρητορικό λόγο. Άριστη χρήση της γλώσσας και γνώση της προγενέστερης εκκλησιαστικής γραμματείας, κυρίως δε του πατερικού λόγου, καλλιέπεια και ορθοέπεια, άψογος σχεδιασμός των μερών και των επιμέρους τμημάτων του λόγου, στοχοθεσία των επιδιωκομένων συμπερασμάτων και πνευματικών αποτελεσμάτων, ανάπτυξη επιχειρημάτων και απολύτως λογική δόμηση του λόγου, συνιστούν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των εντύπων πλέον κηρυγμάτων.
Αν για παράδειγμα συγκρίνουμε τα κηρύγματα και τους λόγους του Σεβασμιωτάτου κυρίου Δημητρίου προς εκείνα του προαναφερθέντος μακαριστού Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, θα διαπιστώσουμε ότι στηρίζονται και τα δύο σε μια κοινή βάση εκκλησιαστικής ρητορικής παραδόσεως, η οποία διαφαίνεται πίσω από τις λέξεις και τις αράδες, στον τρόπο του γόνιμου και κριτικού χειρισμού του παλαιότερου κηρυγματικού υλικού, αλλά και στην ίδια ευρηματική χρήση της ελληνικής γλώσσας, με άλλα λόγια στην ίδια λόγια εκκλησιαστική κωνσταντινουπολίτικη παράδοση. Παραλλήλως όμως ο Πριγκηποννήσων Δημήτριος, με βάση την μόρφωση, την μελέτη και την εκκλησιαστική πορεία, ανατροφή και εξέχουσα προσωπικότητά του, διαμορφώνει το δικό του ξεχωριστό ύφος, παράλληλο, σύμβιο και ομόζυγο του ύφους των κηρυγμάτων αυτών, αλλά ταυτοχρόνως και διακριτό, πρωτότυπο, αξιόλογο, αξιομίμητο, αξιομελέτητο, λαμπρό.
Ακολουθώντας την κηρυγματική παράδοση της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας ο Σεβασμιώτατος Γέρων Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων κύριος Δημήτριος μεταχειρίζεται λαϊκή μεν, έντεχνη όμως και «άλατι ηρτυμένην» γλώσσα, ενώ ανάγεται από τα επιμέρους στα καθόλον, από τα παραδείγματα στα επαγωγικώς προκύπτοντα πνευματικά και κοινωνικά συμπεράσματα, από τον σαφή και σοφό ευαγγελικό λόγο στην περιπλοκότητα των ανθρώπινων εφαρμογών του.
Το βιβλίο αυτό αξίζει να γίνει κτήμα κοινό, να διαβαστεί και ΝΑ αποτελέσει πηγή έμπνευσης για λογίους, ιεροκήρυκες, δοκιμιογράφους και εκκλησιαστικούς ιστορικούς. Εντάσσεται επαξίως στην ανάλογη λόγια παράδοση της φαναριώτικης και κωνσταντινουπολίτικης λογιοσύνης, την οποία όχι μόνο συνεχίζει, αλλά και ανανεώνει επάξια. Ευχόμαστε λοιπόν ο λόγιος ιεράρχης συγγραφέας του να είναι πολύχρονος, να τον χαρίζει ο Κύριος στην Εκκλησία και το ποίμνιό του υγιή, μακροημερεύοντα, ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας, πνευματικό πατέρα και ποιμένα, ώστε να μας χαρίζει ανάλογα εύοσμα άνθη της πνευματοφόρου και καλλιεπούς γραφίδος του.