Ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος ἐσυνέχισε καί σήμερον, 27ην Φεβρουαρίου 2024, τάς ἐργασίας αὐτῆς, ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, θεωρήσασα ἅπαντα τά ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει ἀναγεγραμμένα θέματα, ἐφ᾿ ὧν καί ἐλήφθησαν αἱ προσήκουσαι ἀποφάσεις.
Κατ᾿ αὐτήν, μεταξύ ἄλλων, ἐμελέτησε:
α) ἔκθεσιν τῶν Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν Κανονικῆς καί ἐπί τῶν ἐν τῷ Ἐξωτερικῷ Ἐπαρχιῶν τοῦ Θρόνου περί τοῦ σχεδίου Συντάγματος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, ὑποβληθέντος ὑπό τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Μακαρίου, συνταχθέντος ὑπό ἐπιτροπῆς κανονολόγων καθηγητῶν, ὑπό τήν ἡγεσίαν αὐτοῦ, ἐγκεκριμένου δέ ὑπό τῶν ἐν Αὐστραλίᾳ διακονούντων Ἐπισκόπων, τῶν μελῶν τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ Συμβουλίου, καθώς καί ὑπό τῆς εἰδικῆς πρός τοῦτο συσταθείσης Νομικῆς Ἐπιτροπῆς, οὕτως ὥστε νά πληρῶνται ὑπ᾽ αὐτοῦ αἱ τεθεῖσαι ὑπό τοῦ Αὐστραλιανοῦ κράτους σχετικαί νομικαί προϋποθέσεις.
Μετά τάς γενομένας συζητήσεις, ἀπεφασίσθη ὅπως: 1) ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Αὐστραλίας διοικῆται ἀπό τοῦδε καί εἰς τό ἑξῆς ἐπί τῇ βάσει Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, προεδρευομένης ὑπό τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί ἐχούσης μέλη τούς βοηθούς Ἐπισκόπους αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι μετονομάζονται εἰς «χωρεπισκόπους», διατηροῦντες τούς οὕς κατέχουν τίτλους, καί 2) αἱ δύο ἁρμόδιαι Συνοδικαί Ἐπιτροπαί συνεχίσουν τό ἔργον των μέ τήν κατ᾽ ἄρθρον μελέτην τοῦ σχεδίου Συντάγματος, ἐπί τῇ βάσει τῆς ὡς ἄνω Συνοδικῆς ἀποφάσεως, ὑποβάλλουσαι τήν τελικήν ἔκθεσιν αὐτῶν τῇ Ἁγίᾳ καί Ἱερᾷ Συνόδῳ περί τό Πάσχα, καί
β) τήν περίπτωσιν τοῦ Αἰδεσιμολ. Πρωθιερέως Alexey Uminskiy, τέως κληρικοῦ τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὑποβάλλοντος ἔκκλητον προσφυγήν τῷ Παναγιωτάτῳ Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Πατριάρχης ἡμῶν, ἀποκλειστικῶς ἔχων, ἔκ τε τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων (θ’ καί ιζ’ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου) καί ἐκ τῆς καθηγιασμένης πράξεως τῆς Ἐκκλησίας, καί τήν τῆς ἐκκλήτου εὐθύνην, ἀπεδέξατο τό ὑποβληθέν αἴτημα.
Μετά ἀπό ἐνδελεχῆ μελέτην τῆς ὑπό κρίσιν περιπτώσεως, διεπιστώθη ἀφ᾽ ἑνός μέν ὅτι αὕτη εἶχε τελεσιδικήσει ἐνώπιον τῆς ἐπιβαλούσης τήν ποινήν ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ ὅτι οἱ λόγοι δι᾽ οὕς ἐπεβλήθη αὕτη οὐδόλως ὀφείλονται εἰς κριτήρια ἐκκλησιαστικά, ἀλλά εἰς τήν δικαίαν ἐναντίωσιν τοῦ εἰρημένου κληρικοῦ εἰς τόν πόλεμον τῆς Οὐκρανίας˙ διό καί ὁ Παναγιώτατος, κρίνας ἀμετακλήτως τήν ἔκκλητον αὐτήν προσφυγήν, εἰσηγήθη τῇ περί Αὐτόν Ἁγίᾳ καί Ἱερᾷ Συνόδῳ τήν ἄρσιν τῆς ἐπ᾽ αὐτόν ἐπιβληθείσης ἀπό τῆς ἱερωσύνης καθαιρέσεως καί τήν ἀποκατάστασίν του εἰς τόν ὅν ἔφερεν ἐκκλησιαστικόν βαθμόν, ὅπερ καί ὁμοφώνως ἀπεφασίσθη.
Πρός τούτοις, καί μετά τήν οὑτωσί γενομένην ἀποκατάστασιν, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐδέχθη, κατόπιν αἰτήματός του, ὑπό τό σεπτόν ὠμοφόριον Αὐτοῦ τόν διαληφθέντα κληρικόν, λαβών ὑπ᾽ ὄψιν τά ὑπέρ τοῦ Θρόνου Αὐτοῦ παραδεδομένα, ὡς ἄλλως ταῦτα ἐνδεικτικῶς καταγράφονται καί εἰς τήν τοῦ Θεοδώρου τοῦ Βαλσαμῶνος ἑρμηνείαν εἴς τε τούς ιζ’ καί ιη΄ Κανόνας τῆς ἐν Τρούλλῳ ἀλλά καί εἰς τόν ι’ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῶν Συνόδων («Ἀπὸ δὲ τοῦ παρόντος κανόνος σημείωσαι ἐν ῥητῷ, ὅτι μόνῳ τῷ πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως ἐφεῖται κληρικοὺς ἀλλοτρίους δέχεσθαι, καὶ δίχα ἀπολυτικῆς γραφῆς τοῦ χειροτονήσαντος αὐτοὺς»).
Ἐν τῷ τέλει τῆς συνεδρίας, ἀντηλλάγησαν μεταξύ τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Βρυούλων κ. Παντελεήμονος, ἐκ μέρους τῶν ἀποχωρούντων ἕξ μελῶν τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, καί τῆς Α. Θ. Παναγιότητος προσφωνήσεις καί ἀντιφωνήσεις ἐπί τῇ λήξει τῆς παρούσης συνοδικῆς περιόδου.
Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου
КОММЮНИКЕ (27.02.2024)
Священный Синод продолжил свою работу сегодня, 27 февраля 2024 года, под председательством Его Всесвятейшества, рассмотрев все вопросы, перечисленные в повестке дня, и приняв соответствующие решения.
Среди прочего, было рассмотренно дело протоиерея Алексея Уминского, бывшего клирика Московского Патриархата, о подаче апелляции Его Всесвятейшеству Вселенскому Патриарху Константинопольскому.
Патриарх, исключительно имея из Божественных и Священных Канонов (9 и 17 IV Вселенского Собора) и освященной практике Церкви ответственность приема апелляций, принял поданное прошение.
После тщательного изучения рассматриваемого дела было установлено, с одной стороны, что был вынесен окончательный приговор церковной властью, а с другой стороны, что причины, по которым он был вынесен, были обусловлены не церковными критериями, а в связи со справедливым несогласием данного клирика с войной в Украине. Его Всесвятейшество, рассмотрев апелляцию во всей ее полноте, вынес на рассмотрение Священному Синоду снятие наложенного извержения из священного сана и восстановления клирика в прежнем церковном сане, что и было единогласно решено.
После проведенного восстановления Вселенский Патриарх, по просьбе клирика, принял его под свой омофор, принимая во внимание издревле признанные привилегии Его Престола, как это показательно зафиксировано в толковании Феодора Вальсамона канонов 17 и 18 Трулльского и 10 VII Вселенских Соборов ( «Из этого правила следует, что только Константинопольский Патриарх имеет право принимать священнослужителей из других церквей, даже если они не получили отпускной граммоты от епископа, который их рукоположил»).