Μαρία Δήμου
Εκπαιδευτικός
Στην Απολλωνιάδα της Βιθυνίας
Τι μένει πίσω, όταν οι άνθρωποι φεύγουν; Όταν η ζωή οδηγεί τα βήματά τους μακριά, σε νέους τόπους, σε νέες πατρίδες; Ποιοι πατούν στα σημάδια που άφησαν πίσω; Τα σβήνουν, τα βαθαίνουν, τα καλύπτουν; Ξέρουν να τα διαβάζουν, μπορούν να τα μετρήσουν; Θέλουν να γνωρίσουν το βάθος τους και να σηκώσουν το βάρος τους; Είναι οι ώμοι τους έτοιμοι για το φορτίο που έμελλε να τους αποθέσει η ιστορία;
Τέλος Ιουλίου και η αρχαία Βιθυνία καίγεται κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού. Από τις ακτές του ανατολικού Αιγαίου στις ακτές της Θάλασσας του Μαρμαρά οι πλαγιές καλύπτονται από λιόδεντρα. Χιλιάδες στρέμματα ελαιώνων αλλά και χωράφια με πλατύφυλλες συκιές. Κι εκεί ανάμεσα κρυμμένα τα σημάδια των ανθρώπων που πέρασαν από εδώ, ρίζωσαν για αιώνες και εκδιώχθηκαν μετά από ένα πόλεμο και μια συμφωνία. Πρώτη στάση στην επιστροφή μας για την Πόλη το Gölyazı, η αρχαία Απολλωνιάς. Εδώ είναι λες και η φύση έκανε χάρη στους ανθρώπους και τους προίκισε με ένα επίγειο παράδεισο. Μια μικρή απόληξη της όχθης στη λίμνη Ulubat σχηματίζει μία στρόγγυλη χερσόνησο που μοιάζει με νησάκι. Καταπράσινο τοπίο που καθρεπτίζεται στα νερά και στη μέση το Gölyazı, το χωριό που είναι κτισμένο σ΄ αυτήν τη μικρή λωρίδα γης. Απομεινάρια από τα αρχαία και ρωμαϊκά χρόνια μαρτυρούν την παρουσία ανθρώπων εδώ. Το ρωμαϊκό τείχος περικλείει τον οικισμό της χερσονήσου χτισμένο πάνω στην όχθη.
Η επιβλητική ορθόδοξη εκκλησία όμως πάνω στον κεντρικό δρόμο υπενθυμίζει σε ντόπιους και περαστικούς αυτούς που μέχρι πριν από 100 χρόνια ζούσαν εδώ. Αφιερωμένη στον Άγιο Παντελεήμονα, μοιάζει παράταιρα μεγαλόπρεπη με τα γύρω οικοδομήματα. Ο Δήμος του Nülifer την έχει ανακαινίσει και την έχει μετατρέψει σε πολιτιστικό κέντρο. Συχνά όμως δίνονται άδειες και τελούνται ακολουθίες με την παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Όλα τα υπόλοιπα κτίσματα δυστυχώς δεν είχαν την τύχη του ναού. Εγκατάλειψη, βρωμιά, σκουπίδια, άσχημη οσμή, φτώχια, στον τόπο αυτό που θα μπορούσε να είναι υπόδειγμα παραλίμνιου οικισμού. Σπίτια που κάποτε ορθώνονταν στις όχθες ή στο εσωτερικό της χερσονήσου, σπίτια που φιλοξένησαν ρωμαίικες οικογένειες, χτισμένα με μεράκι και φροντίδα, τώρα μοιάζουν να παραπαίουν, να στέκονται λαβωμένα και να περιμένουν τη χαριστική βολή του χρόνου για να σωριαστούν. Ελάχιστα αυτά που δέχθηκαν επιδιορθώσεις και διατηρούν την ομορφιά τους υπενθυμίζοντας τα παλιά μεγαλεία και τις δόξες τους ανάμεσα σε κακόγουστες καινούριες, φτηνιάρικες κατασκευές. Οι άνθρωποι έφυγαν, τα σπίτια και οι ναοί τους έμειναν. Άλλοι τα ανέλαβαν, άλλοι τα κατέχουν. Κάποιοι για άλλη μια φορά τα εγκατέλειψαν κι άλλοι απλά τα κατοικούν. Μοιάζει κανείς να μην τα αγάπησε, να μην τα πόνεσε, να μην τα αποδέχτηκε.
Η ομορφιά του τοπίου σε πλήρη αντίθεση με τον σύγχρονο ανθρώπινο παράγοντα. Απομακρυνθήκαμε από την πανέμορφη πλατεία με τα τεράστια πλατάνια μπροστά στο τζαμί για να αποφύγουμε την απαίσια οσμή που αναδύονταν. Προτιμήσαμε ένα γκιοζλέμ από τα ψάρια της λίμνης που μας πρότειναν για γεύμα και καθίσαμε στα απομακρισμένα τραπεζάκια στην όχθη απολαμβάνοντας το δροσερό αεράκι και σεργιανώντας τις βάρκες που έκαναν βόλτα τους επισκέπτες στη λίμνη.
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής και πάλι μάλλον απογοητευμένοι. Επόμενη στάση το Dereköy στο δρόμο προς την Τρίγλια.
Στην Ποταμιά και στην Τρίγλια
Οι μέρες του καλοκαιριού έχουν διάρκεια και σ’ αυτές χωρούν διαδρομές χιλιομέτρων και περιηγήσεις τόπων. Με τελικό προορισμό τα Μουδανιά πήραμε την επαρχιακή οδό που περνούσε από το χωριό Dere και κατόπιν από την Τρίγλια. Δρόμος στενός, κακοσυντηρημένος, με κίνηση αγροτικών οχημάτων κατά κύριο λόγο. Οι καινούριοι εθνικοί δρόμοι, που κάνουν γρήγορο και εύκολο το ταξίδι, απορροφούν την κυκλοφορία όλων των υπόλοιπων οχημάτων. Στη βλάστηση συνέχισαν να κυριαρχούν οι ελιές και οι συκιές αλλά προστίθονταν σταδιακά και τα πεύκα. Μια ανοδική πορεία προς το βορρά και τις νότιες ακτές της Θάλασσας του Μαρμαρά, που περνούσε μέσα από χωριά με έντονο μεσογειακό χρώμα.
Το Dereköy δικαιολογούσε απόλυτα το όνομά του, που στα ελληνικά αναφέρεται ως ποταμιά. Χτισμένο σε ρεματιά, μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο. Οι πληροφορίες μιλούσαν για μια εκκλησία που απέμεινε εδώ. Η τεχνολογία βοηθά πια να βρει κανείς ό,τι ψάχνει σε άγνωστους τόπους αλλά εδώ υπάρχουν και οι πρόθυμοι να βοηθήσουν έναν ξένο δείχνοντάς του το σωστό δρόμο.
Ο ναός ή μάλλον τα ερείπιά του ξεχώριζαν πάνω από τις στέγες των σπιτιών στην ανατολική πλαγιά του χωριού. Ανάμεσα από τα σπίτια ενός μάλλον μικρού και φτωχού χωριού αναδυόταν η πρόσοψη ενός μεγάλου κτιρίου, κάποτε λαμπρού και περίτεχνου, όπως άφηναν να εννοηθεί τα απομεινάρια της τοιχοποιίας του. Πήραμε την ανηφόρα για να τον ανταμώσουμε και μαζί του να αναζητήσουμε τις μνήμες που τον συνόδευαν. Μόνο έκπληξη και θαυμασμό μπορεί να νιώσει κανείς αρχικά αντικρύζοντας την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στο Dere. Σ’ αυτό το μικρό χωριό, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την ιστορική Προύσα και τα Μουδανιά, οι Ρωμιοί κάτοικοί του φρόντισαν να το στολίσουν με έναν μεγαλοπρεπή ναό. Η ιστορία λέει πως το 1857 οι κάτοικοι ζήτησαν, μέσω του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από την Υψηλή Πύλη την άδεια να αναγείρουν έναν καινούριο ναό καθώς ο παλιός είχε υποστεί ζημιές από σεισμό και ήταν πια μικρός για το εκκλησίασμα. Η άδεια δόθηκε και για να συγκεντρωθούν τα χρήματα συνεισέφεραν όχι μόνο οι χριστιανοί αλλά και οι Εβραίοι και οι μουσουλμάνοι κάτοικοι με μορφή δανείου. Αρχιτέκτονας ήταν ο Αβραάμ Ιωαννίδης, που ήρθε από το Βουκουρέστι. Ο ναός μετά την ανταλλαγή χρησιμοποιήθηκε ως τζαμί μέχρι το 1972, οπότε και εγκαταλείφθηκε. Η φθορά είναι τεράστια. Η σκεπή έχει πέσει και η βλάστηση έχει εισβάλει σε όλον τον χώρο του ναού. Το τελευταίο χνάρι των Ρωμιών και στο χωριό αυτό χάνεται αργά και βασανιστικά.
Φύγαμε ακολουθώντας την ίδια πορεία προς βορρά με μία πικρή γεύση στο στόμα. Ο δρόμος ακόμα πιο δύσκολος, αρχικά ανηφορικός και μετά το πλάτωμα, που χάριζε μια πανοραμική θέα στη Θάλασσα του Μαρμαρά, συνεχόμενα κατηφορικός μέχρι τη ακτή και την Τρίγλια.
Εδώ όλα αλλάζουνε. Ο οικισμός μοιάζει να είναι ένα ταξίδι στο χρόνο. Σκηνικό πολλών δεκαετιών πίσω που παραμένει ζωντανό, χωρίς να είναι επιτηδευμένο και παραμορφωμένο για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του τουρισμού και των παραθεριστών. Ο κεντρικός δρόμος που οδηγεί από τα υψώματα στην παραλία κατάφυτος από αιωνόβια πλατάνια που τον κάνουν σκιερό στο μεγαλύτερο κομμάτι της διαδρομής. Κονάκια κι αρχοντικά, εκκλησίες και σχολεία, χαμηλά σπίτια και καταστήματα άλλα συντηρημένα κι άλλα με τη φθορά του χρόνου βαριά πάνω τους κάνουν την Τρίγλια μοναδικά όμορφη.
Ξεκινήσαμε από το σημερινό Πολιτιστικό Κέντρο, τον ναό του Αγίου Βασιλείου. Τον πετύχαμε ανοιχτό καθώς συνεργείο φρόντιζε για την καθαριότητα του χώρου. Τουλάχιστον διατηρήθηκε σε άριστη κατάσταση και είναι ένας ζωντανός χώρος. Ανεβήκαμε στο Taş Mektep, στο ρωμαίικο σχολείο, που και σ’ αυτό πρόσφατα έγιναν έργα αποκατάστασης. Είναι πια ένα νέο εντυπωσιακό οικοδόμημα στην καρδιά του οικισμού. Κι από εκεί στο Dündar Evi, στο ναό του Αγίου Ιωάννη. Τριώροφο οικοδόμημα, ιδιόκτητο από την ανταλλαγή ακόμα, χρησιμοποιήθηκε σαν κατοικία και προορίζεται για Butik Hotel για το μέλλον. Κάποιοι λένε πως υπήρξε και σχολείο, κάποιοι κατοικία ιερέα. Ποιος ξέρει…
Στην Παναγία Παντοβασίλισσα στην κορυφή του υψώματος μας περίμενε ο φίλος ενός φίλου, γιατί πάντα έτσι ανοίγουν οι πόρτες, και μας οδήγησε στο εσωτερικό του ναού. Η Kemer Kilisesi, η εκκλησία με τις καμάρες, πήρε το όνομά της από τις κυκλικές αντηρίδες που υπήρχαν γύρω από τα εξωτερικά τοιχώματα. Σήμερα μόνο τα ερείπια του ναού σώζονται ανάμεσα σε χόρτα και δέντρα που ξεφυτρώνουν ανάμεσα από τις χαμένες πλάκες του πατώματος. Αγιογραφίες, που αποσπασματικά ξεπροβάλλουν κάτω από επιχρίσματα που πέφτουν, ξεθωριάζουν και χάνονται από τις αδυσώπητες ηλιακές ακτίνες και τις βροχές. Απομακρυνθήκαμε και κλείσαμε πίσω μας την παλιά σιδερένια πόρτα από το φόβο πιθανής κατάρρευσης.
Η άπλα της θάλασσας κάτω από τα πόδια μας στο μπαλκόνι που διαμορφώνονταν στην άκρη του δρόμου πήρε λίγη από τη θλίψη μας. Το βλέμμα ταξίδεψε για άλλη μια φορά και έφτασε στην απέναντι ακτή, στις παρυφές της Πόλης. Ο ήλιος άρχισε να γέρνει, η ζέστη έσπαγε από τον άνεμο που δυνάμωνε κι η θάλασσα άσπριζε από τα κύματα που πύκνωναν. Τα σοκάκια γέμιζαν με καρέκλες έξω από τις αυλόπορτες και οι κουβέντες των γειτόνων στήνονταν. Το βράδυ αυτό προβλέπονταν δροσερό.