23.8 C
Athens
Τρίτη, 16 Απριλίου, 2024

Πέτρος Βασιλειάδης: Η κουλτούρα της βίας στη νεώτερη Ορθοδοξία και ιδιαίτερα τη Ρωσική

Η Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης (OAK) και το Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών ¨Μητρ. Παντελεήμων Παπαγεωργίου” (CEMES) διοργάνωσαν, την Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022, διαδικτυακή ημερίδα με θέμα: “Μπορούν τα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου να αντιμετωπίσουν το σύγχρονο φαινόμενο της κοινωνικής βίας;”, τιμώντας την 6η επέτειο της σύγκλησης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας.

Παραθέτουμε στη συνέχεια την απομαγνητοφωνημένη παρέμβαση του ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Πέτρου Βασιλειάδη, με θέμα:

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΤΗΣ ΒΙΑΣ ΣΤΗΝ ΝΕΩΤΕΡΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΤΗΝ ΡΩΣΙΚΗ

«Αναλύοντας τα επίσημα κείμενα της ΑΜΣΟΕ, αλλά και όσα δημοσιοποιούνται καθημερινά για τις εξελίξεις στο Ουκρανικό, αβίαστα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα για το ποια είναι τα βαθύτερα αίτια αυτής της ταπεινωτικής κατάστασης για την Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της, υπαιτιότητι του Πατριαρχείου Μόσχας, με αφορμή ασφαλώς την Ουκρανική αυτοκεφαλία – ή καλύτερα εξαιτίας αυτής.

Τόσο η απουσία της Ρωσικής Εκκλησίας από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του 2016, όσο και το βέτο της για την ολοκλήρωση του περί αυτοκεφαλίας προσυνοδικού κειμένου, ένα και μοναδικό σκοπό, ή μάλλον δύο, είχαν: σε ιδεολογικό και γεωπολιτικό επίπεδο την αποτροπή της απώλειας της Ουκρανίας – κάτι που θα αποδυνάμωνε την καινοφανή θεωρία της Ρωσικής ηγεσίας (πολιτικής και εκκλησιαστικής) περί Russkii Mir (Ρωσικού λαού), άρα την ηγεμονία της στους βόρειους, και κατ’ επέκταση και στους νότιους Σλάβους – και σε θεολογικό επίπεδο την αμφισβήτηση με πλήθος παράξενες θεωρίες, που όμως όλες προσέκρουαν στην ισχύουσα κανονική παράδοση της Ορθοδοξίας, ενάντια στο πρωτείο του Οικουμενικού Πατριάρχου Κων/πόλεως. Κάτι που σταδιακά θα οδηγούσε, όπως από αιώνων ονειρεύονταν, και στην ηγεμονία της Ρωσικής Εκκλησίας επί του συνόλου της Ορθοδοξίας, όχι με βάση την περί ενότητας της Εκκλησίας χριστιανική αντίληψη (δηλαδή την αδήριτη αναγκαιότητα ύπαρξης Πρώτου και σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως συμβαίνει σε ενοριακό, επισκοπικό, μητροπολιτικό, περιφερειακό), αλλά με βάση την ισχύ, την αριθμητική υπεροχή. Ίσως ακόμη και την θεωρία, ότι το Πατριαρχείο Μόσχας τυχαίνει να είναι την εποχή μας η επισκοπή κυρίαρχης αυτοκρατορικής δύναμης, όπως το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν κατά την αρχαία Ρωμαϊκή. Μια εκδοχή δηλαδή της παλαιότερης περί “Τρίτης Ρώμης” θεωρίας. Αυτές τις απόψεις δεν φαίνεται να συμμερίζεται η Ουκρανική Ορθοδοξία, ακόμη και η μέχρι σήμερα υπό το Πατριαρχείο Μόσχας, που όπως διεφάνη από τις πρόσφατες εξελίξεις επιχειρεί την πλήρη απομάκρυνση από το Πατριαρχείο Μόσχας.

Ένα ελαφρυντικό σ’ αυτήν την εμμονή της Ρωσικής Εκκλησίας μπορεί να υπάρχει, παντελώς βέβαια αδικαιολόγητο: Επειδή έζησαν έντονα στην ιστορία τους και δημιούργησαν μια εσφαλμένη θρησκευτική ταυτότητα από την αντιπαλότητα και διαμάχη τους με την Καθολική Εκκλησία εξαιτίας της στάσης των ελληνόρρυθμων Καθολικών κοινοτήτων (UGCC), συνεχίζουν ακόμη και στην εποχή της οικουμενικής συμφιλίωσης να θεωρούν τους εαυτούς τους υπέρμαχους της αυθεντικής (Ορθόδοξης) χριστιανικής διδασκαλίας και την ελληνική Ορθοδοξία υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπερβολικά ανεκτική, και κυρίως ανοιχτή στον οικουμενικό διάλογο. Γι’ αυτό και ήταν πάντα τροχοπέδη στην προώθηση του θεολογικού διαλόγου με την Καθολική Εκκλησία με αιχμή του δόρατος πάντα την «Ουνία» (δαιμονοποιημένη) και την ύπαρξη «πρωτείου» στην δήθεν αυθεντική Ορθόδοξη θεολογία σε αντίθεση με τη Δυτική.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός, ότι το αφήγημα του «Ορθόδοξου λαού» έχει ως συστατικό του την αντιπαράθεση προς την «διεφθαρμένη» Δύση, στην οποία έμμεσα εντάσσουν ορισμένοι και την Ελληνόφωνη Ορθοδοξία. Όντας υπέρμαχος της ενότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως βέβαια και της ανά την οικουμένην χριστιανικής Εκκλησίας, αν και διαφωνώ πλήρως – ιεραποστολικά και θεολογικά – με αυτές τις απόψεις, πιστεύω ότι είναι αναγκαίος όσο ποτέ ένας γνήσιος και ειλικρινής θεολογικός διάλογος με τις ρωσικές απόψεις γνησίων Ορθοδόξων, όπως επί παραδείγματι της διασποράς, τα έργα των οποίων ακραίοι εκφραστές της έριχνα στην πυρά (εξ’ ού και το πρόγραμμα του CEMES UORP), με δεδομένο μάλιστα ότι για το πανορθοδόξως εγκριθέν στην Κρήτη ιεραποστολικό κείμενο η Ρωσική Εκκλησία έχει – κατά δήλωσή της – τις περισσότερες επιφυλάξεις.

Για τα αίτια αυτής της αντίθετης με το φιλειρηνικό μήνυμα το ευαγγελίου θεολογικής εκτροπής, είναι καιρός να προβληματιστούμε για τις συνέπειες της ακούσιας, άνευ όρων εν τοις πράγμασι, παράδοσης της Εκκλησίας της ειρήνης και της δικαιοσύνης στις πολιτικές επιλογές των εθνικών κοσμικών καθεστώτων, ενίοτε μάλιστα πολέμου και βίας, ή τουλάχιστον ακούσιας αποδοχής και θεολογικής μερικές φορές νομιμοποίησης της «έννομης βίας».

Όλοι θυμόμαστε την διαμάχη μεταξύ δημοκρατών και φιλοβασιλικών που ξέσπασε, μετά την κατάργηση της βασιλευόμενης δημοκρατίας στη χώρα μας, αν θα πρέπει το απολυτίκιο “Σώσον Κύριε τον λαόν Σου” να προσαρμοστεί με τις συνθήκες της εποχής μας, και το “νίκας τοις βασιλεύσι” να αντικατασταθεί από κάτι πιο ουδέτερο, “νίκας τοις ευσεβέσι”. Τελικά, επικράτησε, και μάλιστα με συνοδική απόφαση, εντός της εκκλησίας να ψάλλεται το παραδοσιακό, προφανώς γιατί η παραδοσιακή υμνολογία θα πρέπει να παραμείνει…αναλλοίωτη. Αρχή αντίθετη με την ιδέα και το πρόγραμμα της λειτουργικής αναγέννησης, που αργότερα η ίδια η επίσημη ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος θεσμοθέτησε με την ίδρυση Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Λειτουργικής Αναγεννήσεως.

Πρόσφατα, έγιναν πολλές ιστορικές αναλύσεις, που υπογράμμισαν πως ο Σταυρός από σύμβολο παγκόσμιας σωτηρίας μετατράπηκε τον 7ο μ.Χ. αι. σε «όπλο της αυτοκρατορικής πολιτικής», μετά την εκστρατεία του Αυτοκράτορα Ηρακλείου κατά των Περσών και την επιστροφή στα Ιεροσόλυμα του Τιμίου Σταυρού (υπάρχει φωτογραφία στο Μουσείο του Λούβρου, με εμφανή τη χρήση βίας), και μάλιστα με σταδιακή μετατροπή – αυτοκρατορική επιταγή προφανώς ή τουλάχιστον πιέσει – και της εκκλησιαστικής υμνολογίας, κορύφωση της οποίας αποτελεί το απολυτίκιο της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού «Σώσον Κύριε τον λαόν Σου».

Έτσι, σταδιακά ο Σταυρός από “φύλαξ πάσης της οικουμένης, ωραιότης της Εκκλησίας, πιστών το στήριγμα, αγγέλων η δόξα και των δαιμόνων το τραύμα” μετατρέπεται και σε “Βασιλέων το κραταίωμα”, και οι πιστοί αιτούνται (κατά το κοντάκιο της εορτής) “εύφρανον εν τη δυνάμει σου τους πιστούς βασιλείς ημών, νίκας χορηγών αυτοίς κατά των πολεμίων”. Και φυσικά, “…νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος”.

Ο πατριάρχης Σέργιος, που αυτός ήταν ουσιαστικά που ενθάρρυνε τον Ηράκλειο για την εκστρατεία του στην Περσική αυτοκρατορία, φάνηκε σε εκκλησιαστικό και λειτουργικό επίπεδο αρκετά ενδοτικός. Άλλωστε, ο Ηράκλειος χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στην Δύση, αν και εκκλησιαστικά θεωρείται αιρετικός, αφού ως γνωστόν αποπειράθηκε για πολιτικούς λόγους να επιβάλει τον οικουμενικά καταδικασθέντα μονοθελητισμό. Χαρακτηριζόμενος μάλιστα και ως ο πρώτος… σταυροφόρος. Και ο περιβόητος ιστορικός Εδουάρδος Γίββων αναφέρει γι’ αυτόν: “Από την εποχή του Σκιπίωνα και του Αννίβα καμιά τολμηρότερη επιχείρηση για την διάσωση της αυτοκρατορίας από εκείνην του Ηράκλειου δεν ανελήφθη με επιτυχία.”

Η απόσταση πλέον από τον εθνικισμό, που με το αιτιολογικό μιας κακώς νοούμενης και στρεβλώς ερμηνευόμενης αυτοκεφαλίας μετέτρεψε σχεδόν όλες τις Ορθόδοξες τοπικές Εκκλησίες σε…εθνικές, με εθνικιστικές μάλιστα απολήξεις, ήταν μικρή. Παρά την επίσημη συνοδική καταδίκη του εθνοφυλετισμού από το τέλος του 19ου μ.Χ. αι. Και ασφαλώς, η δημιουργία εθνοφυλετικών αφηγημάτων, όπως η Russkyi Mir, φαντάζει σε ορισμένους φυσιολογική εξέλιξη. Και στην πατρίδα μας το βιώσαμε με την άνοδο του Κόμματος της Χρυσής Αυγής – ένα νεοφασιστικό κίνημα που εξαπολύει την ξενοφοβική ιδεολογία του κάτω από το λάβαρο της Ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως. Η προώθηση βέβαια από την Ρωσική εκκλησία της αντίληψης περί Ρωσικού λαού (RusskiiMir) μπορεί να είναι περισσότερο εξωφρενική από εκείνην του καταδικασθέντος ως τρομοκρατικής οργάνωσης ελληνικού κόμματος, είναι όμως παράγωγο, κατά τον Δημακόπουλο, ενός πολιτικού οράματος του Ευσεβίου, που προϋποθέτει μια άμεση σύνδεση μεταξύ της πολιτικής και θρησκευτικής κουλτούρας. Και ακριβώς επειδή ύμνοι, όπως το ‘Σώσον Κύριε τον λαόν Σου’, συμβάλλουν στη διατήρηση μιας αυτοκρατορικής και στρατιωτικοποιημένης εκδοχής του Ορθοδόξου χριστιανισμού, είναι πολύ δύσκολο για το απλό πιστό να καταλάβει και για την Εκκλησία μας να προλάβει τα λάθη αυτού του είδους εθνικιστικής ατζέντας.

Κατά τη γνώμη του, «ο πραγματικός κίνδυνος είναι ότι το μοντέλο του Ευσεβίου είναι ώριμο για εκμετάλλευση από πρόσωπα όπως ο Βλαδίμηρος Πούτιν, του οποίου η προώθηση αυτού που ονομάζει παραδοσιακές Ορθόδοξες αξίες είναι πάντα αυτοδύναμη και σπάνια αντανακλά τις γνήσιες χριστιανικές αρχές. Αν και θα ήταν αναχρονιστική και αφελής η σκέψη ότι οι πρώτοι χριστιανοί ήταν ειρηνιστές με τη σύγχρονη έννοια, υπήρξε μια σειρά χριστιανών συγγραφέων (Ελλήνων, Λατίνων και Σύρων) από τον τρίτο έως τον έβδομο αιώνα, οι οποίοι προσέφεραν στοχαστικές σκέψεις για το πώς ένας χριστιανός μπορεί να ακολουθήσει μια ζωή μη βίαιης πολιτείας, συγκράτησης και μετάνοιας σε έναν κόσμο γεμάτο βία.

Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί έχουμε την ευκαιρία να ανατρέψουμε τις αμαρτίες του παρελθόντος και να τις χρησιμεύσουμε ως όχημα για συλλογική διόρθωση. Έχουμε την ευκαιρία να διερευνήσουμε με μεγαλύτερη προσοχή αυτούς τους συγγραφείς όπως ο Άγιος Αμβρόσιος του Μιλάνου και ο Μέγας Βασίλειος Καισάρειας, που αντιστάθηκαν τόσο έντονα στο πολιτικό όραμα του Ευσεβίου, που ενέκρινε την αυτοκρατορική βία για λογαριασμό της χριστιανικής κοινότητας. Και έχουμε όλοι την ευκαιρία να επιδιώξουμε έναν «ασκητισμό της αυτοκριτικής». Μέσω της αυτοκριτικής, ο χριστιανός έρχεται να καταλάβει πληρέστερα πώς να είναι πραγματικά ανθρώπινος και να βρίσκει το θάρρος να μεταμορφώνει την βία του κόσμου μας. Εάν έχουμε κάποια ελπίδα να αντιμετωπίσουμε τις πρωτοφανείς προκλήσεις που βρίσκονται μπροστά μας – τρομοκρατία, πρόσφυγες, φτώχεια, οικολογική καταστροφή – ο δρόμος προς τα εμπρός δεν μπορεί παρά να είναι η χριστιανική ενότητα. και – για την Ορθόδοξη πλευρά των πραγμάτων – αυτό μπορεί να ξεκινήσει μόνο αν έχουμε το θάρρος της πίστης να ξεφορτωθούμε το αφελές τεκμήριο ότι η Βυζαντινή Εκκλησία ποτέ δεν έκανε λάθη. Οι Βυζαντινοί γνώριζαν ότι διαφορετικοί χρόνοι απαιτούσαν διαφορετικούς ύμνους – γι ‘αυτό παρήγαγαν συνεχώς νέους ύμνους που μιλούσαν στις ανάγκες τους. Είναι καιρός να κάνουμε κι εμείς το ίδιο».

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ