17.4 C
Athens
Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου, 2024

Η στάση του Πατριαρχείου Μόσχας έναντι του Πατριαρχείου  Αλεξανδρείας υπό το πρίσμα των ιερών κανόνων

Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος

Δικηγόρος – Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.

Άκουσα μετά προσοχής τη συνέντευξη, που παραχώρησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περιστερίου κ. Γρηγόριος με θέμα τις αποφάσεις και κινήσεις του Πατριαρχείου Μόσχας σε σχέση με την εισπήδηση του τελευταίου στο Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.

Επειδή, έχω διαφορετική – επί επιστημονικής πάντοτε βάσεως – άποψη, σε κάποια από τα θέματα που θίχτηκαν, θα διατυπώσω την άποψη αυτή στο παρόν άρθρο, ως ευκαιρία για γόνιμο αντίλογο. Και πάντοτε – τονίζω – επί επιστημονικής βάσεως.

Πρώτο θέμα: Μπορεί να ταυτιστεί η διάσπαση της Εκκλησίας του 1054 με την τωρινή κατάσταση στην Ορθόδοξη Εκκλησία, λόγω της διαφωνίας του Πατριαρχείου Μόσχας στο ζήτημα του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ουκρανίας;

Τέτοια ταύτιση δεν μπορεί να γίνει, διότι:

α) η διάσπαση του 1054, γνωστή ως «Σχίσμα», έγινε λόγω υπαρκτής και εκπεφρασμένης με ισχυρισμούς διαφωνίας της Εκκλησίας της Ρώμης για περισσότερα του ενός θέματα, μεταξύ των οποίων υπήρχε και το δογματικής φύσεως ζήτημα του «filioque», ενώ η διαφωνία της Ρωσικής Εκκλησίας διατυπώθηκε για ένα ζήτημα (παραχώρηση αυτοκεφάλου), για το οποίο δεν υφίσταται διαφωνία, καθόσον η παραχώρηση αυτοκεφάλου δεν τίθεται κανονικώς υπό διαδικασία αναγνωρίσεως.

β) η διακοπή κοινωνίας μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως ήταν αμοιβαία, ενώ στην περίπτωση της διαφωνίας επί του «Ουκρανικού», η διακοπή κοινωνίας είναι μονομερής από την πλευρά της Ρωσικής Εκκλησίας. Θυμίζω, ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης αλλά και όλοι οι Προκαθήμενοι των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών μνημονεύουν αλλήλους (συμεριλαμβανομένου του Πατριάρχη Μόσχας) και μόνον ο Πατριάρχης Μόσχας, μόνος αυτός, δεν μνημονεύει ορισμένους εξ αυτών.

γ)  η Εκκλησία της Ρώμης, λόγω της πληθώρας των θεμάτων, που την διαφοροποιούν από την Ορθόδοξη Εκκλησία, συνιστά πλέον διαφορετικό θρήσκευμα και συνεπώς μπορεί να ιδρύει επαρχίες και τοπικές εκκλησίες εντός της κανονικής δικαιοδοσίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών, μη θεωρουμένης της τακτικής αυτής ως εισπηδήσεως. Διότι τονίζω, είναι άλλη θρησκεία και δεν δεσμεύεται από το Κανονικό Δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Από την άλλη πλευρά, η διαφοροποίηση της Ρωσικής Εκκλησίας βασίζεται επί ενός και μόνον θέματος, μη υπαρκτού από κανονικής βάσεως, αλλά αυτή η διαφοροποίηση δεν οδήγησε στον αποχαρακτηρισμό της Ρωσικής Εκκλησίας ως Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει, ότι η Ρωσική Εκκλησία παραμένει στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και να συνεχίζει να διέπεται και να δεσμεύεται από το Κανονικό Δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με αποτέλεσμα η υλοποίηση της αποφάσεώς της για ίδρυση Εξαρχίας στο έδαφος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας να συνιστά εισπήδηση.

Το μόνο κοινό σημείο των δύο ανωτέρω περιπτώσεων, της διασπάσεως του 1054 και της διαφωνίας του Πατριαρχείου Μόσχας επί του ουκρανικού αυτοκεφάλου, είναι ότι αμφότερες δεν συνιστούν από κανονικής πλευράς Σχίσμα, όπως θα εξηγήσω περί αυτού παρακάτω.

Συνεπώς, η ταύτιση των δύο αυτών εκκλησιαστικών γεγονότων έχω την αίσθηση, ότι δεν είναι επιτυχής ούτε βάσιμη.  

                Δεύτερο θέμα:  Διαφωνώντας η Ρωσική Εκκλησία επί του ουκρανικού αυτοκεφάλου διαπράττει Σχίσμα;

Σε καμία περίπτωση, διότι συμφώνως προς τους ιερούς κανόνες (13ο, 14ο και 15ο της Πρωτοδευτέρας) το κανονικό παράπτωμα του Σχίσματος, προϋποθέτει ότι αυτός που το διαπράττει, πρέπει να τελεί σε σχέση ιεραρχίας προς τον επίσκοπο του. Συνεπώς, το παράπτωμα του Σχίσματος δύνανται να τελέσουν μόνον κληρικοί μέχρι τον βαθμό του πρεσβυτέρου έναντι του Επισκόπου τους (13ος κανόνας), επίσκοποι έναντι του Μητροπολίτη τους (14ος κανόνας) και Μητροπολίτες έναντι του Πατριάρχη τους (15ος).

Πατριάρχης έναντι άλλου Πατριάρχη ή αρχηγού εν γένει Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν νοείται να τελέσει το παράπτωμα του Σχίσματος, διότι άπαντες είναι ομοταγείς και δεν συνδέονται με σχέση ιεραρχίας ή υπαγωγής ο ένας στον άλλον.

Εάν στα παραπάνω συνυπολογισθεί το γεγονός, ότι η παραχώρηση αυτοκεφάλου στην Ουκρανική Εκκλησίας – αν έγινε συμφώνως προς το Κανονικό Δίκαιο, δηλαδή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και με την προβλεπόμενη διαδικασία – ισχύει αυτεπαγγέλτως και δεν υπόκειται σε έγκριση από καμία Αυτοκέφαλη Εκκλησία, τότε γίνεται έτι σαφέστερο το αθεμελίωτο του ισχυρισμού περί σχισματικής Ρωσικής Εκκλησίας. Και τούτο, διότι δεν υφίσταται όχι μόνον η σχέση ιεραρχίας αλλά και αυτό το ίδιο το γεγονός της διαφωνίας.

Τρίτο θέμα: Πατριαρχείο Μόσχας ή Πατριαρχείο Ρωσίας;

Ως προς την επωνυμία τους, οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες διακρίνονται σε δύο ομάδες, ας μου επιτραπεί η έκφραση.

Στην πρώτη ομάδα ανήκουν οι Εκκλησίες, που φέρουν ως όνομα, το όνομα της πόλεως που είναι ιστορικώς η έδρα τους. Αυτές είναι τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων.

Στην δεύτερη ομάδα ανήκουν οι Εκκλησίες, που φέρουν το όνομα της χώρας, στην οποία βρίσκεται η έδρα τους (Πατριαρχείο Σερβίας, Πατριαρχείο Ρουμανίας, Πατριαρχείο Βουλγαρίας, Πατριαρχείο Γεωργίας, Εκκλησία Κύπρου, Εκκλησία Ελλάδος, Εκκλησία Πολωνίας Εκκλησία Αλβανίας, Εκκλησία Τσεχίας και Σλοβακίας, Εκκλησία Ουκρανίας).

Και το ερώτημα, που τίθεται, σε τι συνίσταται αυτή η διαφοροποίηση; Η απάντηση κατά την άποψη μου είναι απλή και οφείλεται σε πρακτικούς εντελώς λόγους.

Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, που η κανονική δικαιοδοσία τους εκτείνεται σε γεωγραφικά όρια πέραν του ενός κράτους, φέρουν το όνομα της πόλεως που εδρεύουν. Τέτοια είναι τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.

Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, των οποίων τα γεωγραφικά όρια της κανονικής δικαιοδοσίας τους ταυτίζονται με τα αντίστοιχα γεωγραφικά όρια ενός μόνον κράτους, φέρουν ως επωνυμία το όνομα του κράτους αυτού (Πατριαρχείο Σερβίας, Πατριαρχείο Ρουμανίας, Πατριαρχείο Βουλγαρίας, Πατριαρχείο Γεωργίας, Εκκλησία Κύπρου, Εκκλησία Ελλάδος, Εκκλησία Πολωνίας Εκκλησία Αλβανίας, Εκκλησία Τσεχίας και Σλοβακίας, Εκκλησία Ουκρανίας).

Εξαίρεση συνιστούν:

α) το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ως μοναδικό και γνωστό παγκοσμίως, αν και έχει κανονική δικαιοδοσία, που εκτείνεται σε περισσότερα του ενός κράτη, δεν υπάγεται σε καμία από τις δύο ομάδες.

β) το Πατριαρχείο Ρωσίας, το οποίο, αν και έχει υπό την κανονική δικαιοδοσία του περισσότερα του ενός κρατών, οπότε θα έπρεπε να φέρει ως επωνυμία τον όνομα της πόλεως που εδρεύει, είναι καταχωρημένο στην επίσημη ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως Πατριαρχείο Ρωσίας. Κανονικώς και για τον προαναφερθέντα λόγο, θα έπρεπε να αποκαλείται Πατριαρχείο Μόσχας, χωρίς όμως αυτό να θεωρείται ως αφετηρία, που υποκρύπτει επεκτατικά σχέδια του και επί άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Συνεπώς, το ορθότερο θα ήταν η Εκκλησία αυτή να αποκαλείται Πατριαρχείο Μόσχας και όχι Πατριαρχείο Ρωσίας, αν και στην πράξη χρησιμοποιούνται και οι δύο όροι, σηματοδοτώντας όμως αμφότεροι το ίδιο πράγμα, την Ρωσική Εκκλησία.

Τέταρτο θέμα: Είναι δυνατή η ορισμένου χρόνου ανάκληση του αυτοκεφάλου καθεστώτος του Πατριαρχείου Μόσχας;

Τα δεδομένα περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος είναι τα εξής:

α) η παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος γίνεται εις το διηνεκές και όχι για ορισμένο χρόνο.

β) όπως προκύπτει από τα μέχρι σήμερα παραχωρηθένται αυτοκέφαλα, αυτά παραχωρούνται μετά από αίτημα είτε των πιστών είτε της Εκκλησίας είτε της Πολιτειακής Αρχής ενός κράτους είτε κατόπιν συνδυαστικής δράσεως των ανωτέρω.

γ) το παραχωρούμενο αυτοκέφαλο δημιουργεί και εδραιώνει στην νέα Εκκλησία ένα νέο περιβάλλον διοικήσεως, το οποίο της παρέχει το δικαίωμα να εκλέγει τον δικό της Προκαθήμενο και να επιμελείται των δικών της υποθέσεων.

δ) το παραχωρούμενο αυτοκέφαλο δεν δίδεται υπό προϋποθέσεις, ιδίως υπό την προϋπόθεση τηρήσεως από την νέα Εκκλησία των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας της. Εάν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε υπό την αυτή έννοια το κάθε αυτοκέφαλο καθεστώς παραχωρείται υπό πολλές προϋποθέσεις, όπως ότι θα εκλέγεται νομίμως η Ιερά Σύνοδος της νέας Εκκλησίας, ότι θα μνημονεύονται όλοι οι Προκαθήμενοι, ότι θα εκλέγεται νομίμως ο Προκαθήμενός της, ότι θα αποφασίζει η σύνοδος της μόνο για τα θέματα που την αφορούν. Όμως αυτές οι «προϋποθέσεις» συνιστούν τις αναγκαίες συνθήκες για την ομαλή λειτουργία της νέας Εκκλησίας, και η ομαλή λειτουργία είναι εσωτερική υπόθεση της κάθε Εκκλησίας και αποτελεί συστατικό στοιχείο της ανεξαρτησίας της.  Και μόνον, αν η ίδια η Εκκλησία, διαπιστώνοντας την αδυναμία ομαλής λειτουργίας της, ζητήσει την παρέμβαση της Μητέρας Εκκλησίας, τότε αυτή θα παρέμβει συμφώνως προς τις ισχύουσες κανονικές διατάξεις, προκειμένου να συμβάλλει στην άρση της δυσλειτουργίας. Πάντοτε, όμως, σεβόμενο την ανεξαρτησία της αιτούσης την βοήθεια Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Και υπάρχουν μύρια όσα παραδείγματα στον βίο της Εκκλησίας, που αποδεικνύουν την άποψη αυτή, με χαρακτηριστικότερο την Εκκλησία της Κύπρου, η οποία χρειάσθηκε σε ευάριθμες περιπτώσεις την παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία ήταν υποστηρικτική του αυτοκεφάλου καθεστώτος της.

Υπό αυτό λοιπόν το πρίσμα, δεν χωρεί αυτεπάγγελτη παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα εσωτερικά του Πατριαρχείου Μόσχας, πολλώ δε μάλλον όταν δεν υφίστανται τέτοια εσωτερικά ζητήματα δυσλειτουργίας της Ρωσικής Εκκλησίας. Άρα η πρόταση περί ανακλήσεως για ορισμένο χρόνο του αυτοκεφάλου καθεστώτος του Πατριαρχείου Μόσχας, ας μου επιτραπεί να πώ, ότι στερείται όχι μόνον κανονικής βασιμότητας αλλά οδηγεί και σε παραβίαση αντιστοίχων κανονικών διατάξεων που προβλέπουν την διαδικασία μετακλήσεως επισκόπων από άλλη τοπική Εκκλησία, χωρίς να υπολογισθεί και το αδύνατον της εφαρμογής της στην πράξη.

Αν πάλι υποτεθεί, ότι είναι κανονικώς παραδεκτή μία τέτοια απόφαση, το πρώτο ερώτημα που αναφύεται είναι η διάρκεια της αναστολής του αυτοκεφάλου καθεστώτος. Γιατί να είναι πέντε χρόνια και να μην είναι τρία ή έξι;

Το δεύτερο ερώτημα, και το πιο κρίσιμο, είναι, ποια από τις Πράξεις, που αφορούν στο αυτοκέφαλο του Πατριαρχείου Μόσχας, θα ανακληθεί για ορισμένο χρόνο;

 1. Η επιτοπίως (στην Μόσχα) το 1589 από τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ αναγόρευση του Αρχιεπισκόπου Μόσχας Ιώβ σε Πατριάρχη, η χειροτονία του σε Πατριάρχη και η κατάταξή του στην πέμπτη θέση των Διπτύχων της Ορθόδοξης Εκκλησίας,

2. Το Συνοδικό Χρυσόβουλλο του 1590 ή Τόμος ανυψώσεως του Μητροπολίτη Μόσχας σε Πατριάρχη Ανατολής, δια του οποίου επικυρώθηκαν τα συμφωνηθέντα το 1589 στην Μόσχα, προστιθεμένης και της αναγνωρίσεως στη σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας του δικαιώματος εκλογής του Πατριάρχη Μόσχας ή

3. ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1593, διά του οποίου επικυρώθηκαν τα προηγουμένως συμφωνηθέντα, προστιθεμένων πλέον:

α. των ορίων ασκήσεως κανονικής δικαιδοσίας της Ρωσικής Εκκλησίας επί της Ρωσίας και των υπεροβορείων χωρών και

β. της προσφωνήσεως του Προκαθημένου της Ρωσικής Εκκλησίας ως Πατριάρχη Μοσκόβου και πάσης Ρωσίας και των υπερβορείων μερών;

Βλέπετε, λοιπόν, ότι η ανωτέρω πρόταση, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί, ότι έχει κανονική βασιμότητα, είναι πολύ περίπλοκη η εφαρμογή της.

                Χαίρομαι, διότι μου δόθηκε η ευκαιρία ενός γόνιμου επιστημονικού αντιλόγου, ο οποίος μόνο θετικό πρόσημο μπορεί να βάλει στο σημαντικό ζήτημα, που ανέκυψε με την στάση του Πατριαρχείου Μόσχας απέναντι στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ