16.3 C
Athens
Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου, 2024

Το Κανονικό Δίκαιο και η σαφήνεια των όρων του

Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος

Δικηγόρος

Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.

Αγαπητοί φίλοι, το παρόν άρθρο μου δεν αφορά σε κάποιο πρόβλημα Κανονικού Δικαίου αλλά σε ένα πρόβλημα του Κανονικού Δικαίου, που έχω διαπιστώσει τα χρόνια της ενασχολήσεως μου με αυτό το γνωστικό αντικείμενο. Το πρόβλημα αυτό είναι η πολλάκις παρατηρούμενη «προσβολή» όρων ή θεσμών του, η οποία οφείλεται είτε στην μη ακριβή απόδοσή τους είτε στην δημιουργία αντιπάλου δέους νεοφανών όρων χάριν νεολογισμού.

Στη συνέχεια θα γίνω πιο σαφής, δίδοντας μερικά παραδείγματα, τα οποία βεβαίως δεν συνιστούν και τα μόνα, που μπορεί κανείς να φέρει.

Πρώτο παράδειγμα, η αναφορά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Είναι συχνό το φαινόμενο, κληρικοί και λαϊκοί, επαΐοντες ή μη το Κανονικού Δικαίου, όταν αναφέρονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, να χρησιμοποιούν τον όρο «Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως» ή την πιο εμπλουτισμένη μορφή αυτού «Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως».

Να ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, τα πράγματα. Από το 582 και εξής, οπότε και ο εκάστοτε επικεφαλής της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως έλαβε τον τίτλο του Οικουμενικού, όταν αναφερόμαστε στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, χρησιμοποιούμε μόνο και αποκλειστικώς τον όρο «Οικουμενικό Πατριαρχείο», διότι:

α) από το 582 υφίσταται μόνο Οικουμενικό Πατριαρχείο και όχι Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

β) το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι ένα και μοναδικό και εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη. Δεν υπάρχει άλλο, για να δημιουργηθεί σύγχυση ή κάποια παρεξήγηση, οπότε είναι περιττή η προσθήκη της λέξεως «Κωνσταντινουπόλεως».

Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, όταν αναφερόμαστε στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, χρησιμοποιούμε μόνο τον όρο «Οικουμενικό Πατριαρχείο» και όταν αναφερόμαστε στον Προκαθήμενο της, μόνο τον όρο «Οικουμενικός Πατριάρχης». Εάν βεβαίως θέλουμε να εκφραζόμαστε νομοκανονικώς κατ’ ορθόν τρόπο.

               Δεύτερο παράδειγμα, το σύστημα διοικήσεως του αυτοκεφάλου καθεστώτος, το οποίο έχει περισσότερες παραμέτρους. Ειδικότερα:

α) Τι είναι τα αυτοκέφαλο καθεστώς.

Όταν προσδιορίζουμε, τι είναι αυτοκέφαλο καθεστώς, εννοούμε εκείνο το σύστημα διοικήσεως μίας εκκλησιαστικής περιφέρειας, που έχει δύο κύρια χαρακτηριστικά. Την αυτονομία στην εκλογή του «Πρώτου» της, δηλαδή του Προέδρου τής συνόδου της και την αυτονομία στην λήψη των αποφάσεων επί των θεμάτων, που την αφορούν. Σε καμία περίπτωση το αυτοκέφαλο καθεστώς δεν αποτελεί κριτήριο διαπιστώσεως της διαφορετικότητας δύο εκκλησιαστικών περιφερειών, αφού το ίδιο εξ ορισμού συνεπάγεται την δημιουργία νέας εκκλησιαστικής περιφέρειας. Άρα, ισχυρισμοί που θεωρούν το αυτοκέφαλο καθεστώς ως κριτήριο διαφορετικότητας θέτουν σε λάθος βάση τον ορισμό του αυτοκεφάλου, το οποίο συνιστά σύστημα διοικήσεως και όχι θεωρητικό σύστημα.

β) Αυτοκέφαλο και αρχή των εθνοτήτων.

Η παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος δεν συνδέεται με την αρχή των εθνοτήτων αλλά με την αρχή της ταυτίσεως των γεωγραφικών ορίων πολιτικών – πολιτειακών και εκκλησιαστικών περιφερειών (38ος της Πενθέκτης). Άρα, το αυτοκέφαλο καθεστώς είναι ζήτημα γεωγραφικών ορίων και όχι εθνοτήτων. Πέραν αυτού, εάν η συνδέαμε αυτοκέφαλο καθεστώς με εθνότητες, τότε:

i. θα είχαμε πρόβλημα σε σχέση με την καταδίκη του εθνοφυλετισμού από την Ορθόδοξη Εκκλησία με την σύνοδο του 1872.

ii. τι θα κάναμε με τις Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, που έχουν περισσότερα από ένα έθνη εντός των ορίων της κανονικής δικαιοδοσίας τους.

γ) Οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.

Οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες.

Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει εκείνες τις εκκλησιαστικές περιφέρειες, οι οποίες δημιουργήθηκαν:

1. είτε εν τοις πράγμασι (de facto), λόγω της προέχουσας θέσεως, την οποία κατείχαν οι πρωτεύουσες τους στον οικονομικό, κοινωνικό, στρατιωτικό, διοικητικό, συγκοινωνιακό κ.λ.π. τομέα. Η πραγματική αυτή κατάσταση, ως επισυμβαίνουσα κατ’ ενιαίο και ομοιόμορφο τρόπο για μακρό χρονικό διάστημα, δημιούργησε έθιμο, δηλαδή δίκαιο ισόκυρο προς κανονική διάταξη. Προς επιβεβαίωση, μάλιστα, η Α΄ Οικουμενική σύνοδος κατοχύρωσε και επιβεβαίωσε το ούτω πως δίκαιο και με αντίστοιχες κανονικές διατάξεις, τους γνωστούς 6ο και 7ο κανόνες της για τις Εκκλησίες Ρώμης Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.

2. είτε λόγω αποδοχής ως «κανονικών» αντιστοίχων πολιτικών κριτηρίων, όπως της ιδιότητας της έδρας της εκκλησιαστικής περιφέρειας ως πρωτεύουσας του κράτους, όπως αποφάσισε η Β΄ Οικουμενική σύνοδος με τον 3ο κανόνα της για την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.

3. είτε λόγω άμεσης κατοχυρώσεως εθιμικού δικαίου, όπως έπραξε η Γ΄ Οικουμενική σύνοδος με τον 8ο κανόνα της, με τον οποίο κατοχύρωσε την κατ’ έθος χειροτονία των επισκόπων της τοπικής αυτής Εκκλησίας από τους επισκόπους αυτής.

     Ο παραπάνω περιπτώσεις έχουν τα εξής κοινά χαρακτηριστικά:

α) πρόκειται για εκκλησιαστικές επαρχίες, οι οποίες υφίστανται αυτοτελώς και πρωτογενώς και όχι κατόπιν αποκοπής από μείζονα εκκλησιαστική περιφέρεια και

β) η κατοχύρωση του καθεστώτος τους εδράζεται σε αποφάσεις Οικουμενικών συνόδων.

Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται και η Εκκλησία της Γεωργίας, η οποία ήταν ήταν παλαιόθεν αυτοδιοίκητη και είχε δική της οργάνωση και διοίκηση, όπως άλλωστε μαρτυρείται και στον οικείο Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο. Και το Οικουμενικό Πατριαρχείο ικανοποιώντας σχετικό αίτημα της Εκκλησίας της Γεωργίας, αποφάσισε την κατοχύρωση του αυτοδιοίκητου καθεστώτος της «ἐπ’ ἀναφορᾷ» προς την Αγία Οικουμενική σύνοδο, δηλαδή, αποδεχόμενο εμμέσως πλην σαφώς ότι η Εκκλησία της Γεωργίας υπάγεται στο ίδιο καθεστώς αναγνωρίσεως του αυτοκεφάλου της με τις ήδη αναφερθείσες πρωτογενώς και αυτοτελώς υφιστάμενες Εκκλησίες  Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Κύπρου.

Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις υπόλοιπες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι οποίες απέκτησαν την διοικητική ανεξαρτησία τους με Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο, που εξέδωσε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου βάσει των κανόνων 12ο της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου και 38ο της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου και με διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε σταθερώς και ομοιομόρφως επι μακρόν για όλες τις Εκκλησίες, πλην της Εκκλησίας της Ρωσίας, και συνεπώς συνιστά έθιμο, δηλαδή κανόνα δικαίου και αναπόσπαστο τμήμα του Κανονικού Δικαίου.

Άρα, όλα τα αυτοκέφαλα καθεστώτα, είτε των Εκκλησιών της πρώτης κατηγορίας είτε των Εκκλησιών της δεύτερης, έχουν ως κοινό υπόβαθρο την μετουσίωση εθίμου σε κανόνα δικαίου.

δ) Το «ατελές» των αυτοκεφάλων καθεστώτων

Υπάρχει η θεωρία, ότι τα παραχωρηθέντα αυτοκέφαλα είναι «ατελή» και ότι σε μία μέλλουσα να συγκληθεί Οικουμενική σύνοδο, δηλαδή και με την συμμετοχή της Εκκλησίας της Ρώμης, θα τεθεί ζήτημα, διότι η Εκκλησία της Ρώμης θα προβάλλει αντιρρήσεις περί αυτών.  

Καταρχήν, σας διαβεβαιώνω, μετά λόγου γνώσεως, ότι πλήν της περιπτώσεως της Εκκλησίας της Γεωργίας η οποία όμως επιβεβαιώνει τον κανόνα, δεν υπάρχει ούτε ένας Τόμος, που να αφήνει έστω και ως υπονοούμενο, το ενδεχόμενο να είναι το παραχωρούμενο καθεστώς αυτοκεφάλου ατελές και να υπόκειται σε έγκριση μελλοντικής Αγίας και Οικουμενικής συνόδου. Διότι φράσεις όπως «…ὑπάρχῃ τοῦ λοιποῦ κανονικῶς αὐτοκέφαλος, ἀνεξάρτητος καί αὐτοδικοίκητος,…», «ὑπάρχῃ καί λέγῃται καί παρά πάντων γνωρίζηται άνεξάρτητος καί αὐτοκέφαλος…», «διοικῇ καὶ διέπῃ τὰ κατ’ αὐτὴν ἀνεξαρτήτως καὶ αὐτοκεφάλως…», «…ὑπάρχῃ τοῦ λοιποῦ κανονικῶς  αὐτοκέφαλος, καὶ διοικοῦσαν τὰ τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς κανόνας ἐλευθέρως καὶ ἀκωλύτως ἀπὸ πάσης κοσμικῆς  ἐπεμβάσεως», «…διοικῇ ἐφεξῆς καὶ διέπῃ τὰ κατ᾿ αὐτὴν ἀνεξαρτήτως καὶ αὐτοκεφάλως,…», «…διέπῃ καὶ διοικῇ ἐφεξῆς τὰ ἑαυτῆς ἀνεξαρτήτως καὶ αὐτοκεφάλως,…», δεν καταλείπουν αμφιβολία, ότι το παραχωρούμενο καθεστώς αυτοκεφαλίας είναι πλήρες και τέλειο, μη υποκείμενο σε καμία έγκριση ή αναβλητική αίρεση.

Η προβολή ενός τέτοιου ισχυρισμού συνεπάγεται και το ατελές των αποφάσεων των συνοδικών οργάνων όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και εν τέλει σημαίνει, ότι όλο το σύστημα της διοικητικής διαρθρώσεως της Ορθόδοξης Εκκλησίας τελεί υπό την αίρεση της εγκρίσεώς του από μια μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Οικουμενική σύνοδο. Και μέχρι τυχόν η Αγία και Οικουμενική σύνοδος συγκληθεί, όλη η Ορθόδοξη Εκκλησία θα τελεί υπό καθεστώς μη οριστικοποιήσεως, προκαλώντας ανασφάλεια σε όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας.

Εν κατακλείδι, ο νεοφανής αυτός ισχυρισμός θα πρέπει να εγκαταλειφθεί, διότι θίγει όχι μόνο το Οικουμενικό Πατριαρχείο αλλά και το ίδιο το οικοδόμημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Εκτός των παραπάνω, υπάρχουν και άλλα ζητήματα, που θα πρέπει να επιλυθούν.

Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να γίνει η Ένωση, δηλαδή πρώτα απ’ όλα να εκλείψει η δογματική διαφορά που χωρίζει την Δύση από την Ανατολή, η οποία κανονικώς, ως δογματική, και όχι αμοιβαία αλλά μονομερής από την πλευρά της Δυτικής Εκκλησίας, καθιστά απαγορευτικό τον χαρακτηρισμό αυτής ως σχίσμα. Και για να εξαλειφθεί η διαφορά, πρέπει η Δυτική Εκκλησία να επιστρέψει δογματικώς στην προ του 1054 κατάσταση. Πράγμα όχι ανέφικτο αλλά ασθενώς πραγματοποιήσιμο.

Αλλά, ακόμη και αν επισυμβεί αυτή η επιστροφή, γιατί προεξοφλείται, ότι θα τεθεί θέμα εγκρίσεως των παραχωρηθέντων αυτοκεφάλων; Και αν μη τι άλλο, ας αφήσουμε τα πράγματα να κυλήσουν, όπως είναι να κυλήσουν και είμαι σίγουρος ότι οι Πατέρες της μελλούσης να συγκληθεί Οικουμενικής συνόδου θα ακολουθήσουν το παράδειγμα των προκατόχων τους και θα οδηγηθούν σε λύσεις πρακτικές και εφαρμόσιμες.

               Τρίτο παράδειγμα, το ζήτημα της εισπηδήσεως.

Η άποψη μου έχει διατυπωθεί επανειλημμένως αλλά θα την διατυπώσω ακόμη μία φορά, διότι το ζήτημα είναι ιδιαιτέρως επίκαιρο λόγω του εκκρεμούς και διαρκούς εξελισσόμενου προβλήματος της εισπηδήσεως του Πατριαρχείου Ρωσία στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.

Όταν στο Κανονικό Δίκαιο αναφερόμαστε στον όρο «εισπήδηση», εννοούμε την απαγορευμένη από τους ιερούς κανόνες παραβίαση των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας, χωρίς αντιστοίχως την τυποποίηση κάποιων ενεργειών, οι οποίες θα εξειδίκευαν τον όρο «εισπήδηση» και τον καθορισμό αντιστοίχως και κάποιας ποινής.

Συνεπώς, υπό αυτό το πρίσμα ο όρος «εισπήδηση» εκφράζει την θεσπισμένη θεμελιώδη αρχή της απαγορεύσεως παραβιάσεως των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας, η οποία εξειδικεύεται κάθε φορά με βάση την χαρακτηριζόμενη ως εισπήδηση επίδικη ενέργεια και άρα εσφαλμένως χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό συγκεκριμένου κανονικού παραπτώματος. Δηλαδή, η εισπήδηση δεν αποτελεί κανονικό παράπτωμα αλλά απαιτείται κανονικό παράπτωμα, για να θεμελιωθεί. Χωρίς πράξη, που να αποδεικνύει υπερόρια δραστηριοποίηση μονομελούς ή συνοδικού οργάνου, δεν υπάρχει εισπήδηση. Και τέτοιες κλασσικές, κλασσικότατες περιπτώσεις, συνιστούν καταρχήν η υπερόρια διδασκαλία και η υπερόρια χειροτονία.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, δεν είναι επιτρεπτό να μετατρέπουμε αυτοβούλως την θεμελιώδη αυτή αρχή του Κανονικού Δικαίου σε κανονικό παράπτωμα. Και για να γίνω πιο σαφής, θα σας φέρω ένα άλλο παράδειγμα.

Βάσει του 5ου κανόνα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, δικάζοντας κατ’ έφεσιν το δευτεροβάθμιο εκκλησιαστικό δικαστήριο, δεν μπορεί να επιβάλλει στον καταδικασθέντα κληρικό ποινή ίση ή μεγαλύτερη από αυτήν του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Εισάγεται δηλαδή με τον κανόνα αυτόν μία θεμελιώδης αρχή, η απαγόρευση της χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου στο κατ’ έφεσιν δικαστήριο, θεμελιώδης αρχή και επί των ημερών μας. Για να διαπιστωθεί όμως η χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου χρειάζεται πράξη, που να παραβιάζει την αρχή. Η πράξη αυτή είναι η έκδοση αποφάσεως από το κατ’  έφεσιν δικαστήριο με ποινή ίση ή μεγαλύτερη αυτής, που αναφέρεται στην απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Χωρίς αυτήν την πράξη, δεν υπάρχει κανονικό παράπτωμα.

Πολλώ δεν μάλλον, από την στιγμή που η απαγόρευση εισπηδήσεως είναι θεμελιώδης αρχή του Κανονικού Δικαίου και όχι κανονικό παράπτωμα δεν είναι επιτρεπτή και η προσπάθεια δημιουργίας περαιτέρω διακρίσεων επ’ αυτής, ωσάν να είναι κανονικό παράπτωμα. Συνεπώς, π.χ. πεπερασμένη ή μη πεπερασμένη εισπήδηση, μεμονωμένη ή συλλογική εισπήδηση ή οποιαδήποτε άλλη διάκριση, ευφάνταστη ή μη, συνιστούν διακρίσεις μη υποστατές και αθεμελίωτες. Και τούτο, διότι τονίζω και πάλι, η εισπήδηση δεν είναι κανονικό παράπτωμα αλλά αρχή του Κανονικού Δικαίου. Και χρειάζεται κανονικό παράπτωμα για να διαπιστωθεί. Και όποιος υποστηρίζει τυχόν τέτοια άποψη, σφάλλει ανεπανόρθωτα.

               Εν κατακλείδι, θέλω να επισημάνω τα εξής: Αναγνωρίζω, ότι το Κανονικό Δίκαιο είναι ένα σύνολο νομικών διατάξεων, εξ ού και Κανονικό Δίκαιο, το οποίο χρειάζεται ανανέωση και κωδικοποίηση. Μέχρις ότου, όμως, γίνει αυτό, προσφεύγουμε στην ερμηνεία των διατάξεων αυτών, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτόν στην έμμεση επικαιροποίησή τους και στην όσο τον δυνατόν ευχερέστερη εφαρμογή τους στις μέρες μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι θα πρέπει στην προσπάθεια μας αυτή, να υπερβούμε κάποια όρια και να περάσουμε στην άλλη όχθη του ποταμού, δημιουργώντας δικούς μας όρους, οι οποίοι τελικώς φοβούμαι, ότι επιβαρύνουν το δικαιϊκό αυτό σύστημα και αντί για αποσαφήνιση προσθέτουν ασάφεια.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ