14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Περί  εισπηδήσεως και «συνεδαφικότητας»

Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος

Δικηγόρος

Άρχων Ασηκρήτης της Μ. τ. Χ. Ε.

Όσοι ασχολούνται με τα θέματα της Εκκλησίας, διαπίστωσαν τον τελευταίο καιρό την κορύφωση της προσπάθειας του Πατριαρχείου Μόσχας να εξέλθει των ορίων της κανονικής δικαιοδοσίας του και εισέλθει εντός των αντιστοίχων ορίων του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Η κορύφωση αυτή επήλθε με την από 29 Δεκεμβρίου 2021 απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας με την οποία εξαγγέλθηκε και η ίδρυση Πατριαρχικής Εξαρχίας Αφρικής, η οποία θα αποτελείται από τις εκκλησιαστικές επαρχίες Βορείου και Νοτίου Αφρικής, δηλαδή γεωγραφική περιφέρεια που ανήκει στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και επικεφαλής τον Μητροπολίτη Κλιν και Πατριαρχικό Έξαρχο Αφρικής τον Αρχιεπίσκοπο Γερεβάν και Αρμενίας κ. Λεωνίδα.

Όπως εξέθεσα και στην γνωμοδότησή μου προς το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, η απόφαση αυτή της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας δεν αμφισβητείται, ότι είναι αντικανονική, διότι παραβιάζει την θεσμοθετημένη από τους ιερούς κανόνες αρχή της συναρτήσεως κανονικής δικαιοδοσίας και εδαφικότητας.

Το ζήτημα είναι, πώς θα κριθεί δικαστικώς και ποιά ποινή θα επιβληθεί, εάν βεβαίως προκύψει τέτοια παράμετρος.

Επειδή λοιπόν, η ενέργεια αυτή συνιστά παραβίαση θεμελιώδους αρχής του Κανονικού Δικαίου, δεν συνιστά από μόνη της αυτοτελές κανονικό παράπτωμα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν υπάρχει και ιερός κανόνας που να την τιμωρεί με συγκεκριμένη ποινή αλλά πλείστοι όσοι κανόνες την απαγορεύον. Χρειάζεται, όμως, την τέλεση κανονικού παραπτώματος, για να τύχει δικαστικής εξετάσεως και να ακολουθήσει η επιβολή της ποινής, που στο κανονικό παράπτωμα προβλέπεται. Και τέτοια παραπτώματα είναι:

 i. της υπερόριας δημόσιας διδασκαλίας,  που προβλέπεται στον 20ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου και

ii. της υπερόριας χειροτονίας, που προβλέπεται στους κανόνες 35ο των Αποστόλων, 13ο της Αντιοχείας και 22ο της Αντιοχείας.

Εάν ένα από αυτά τα παραπτώματα τελεσθεί από κληρικό κληρικούς του Πατριαρχείου Μόσχας, τότε έχουμε τετελεσμένη παραβίαση ορίων κανονικής δικαιοδοσίας, δηλαδή «εισπήδηση», και εφαρμόζονται οι περί αρμοδιότητας κανονικές διατάξεις για τα αρμόδια (μονομελή ή συλλογικά) όργανα το Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.

Χωρίς ένα από τα δύο παραπάνω παραπτώματα, δεν υφίσταται τετελεσμένη εισπήδηση αλλά μόνον προπαρασκευαστική πράξη αυτής. Αντικανονική μεν αλλά προπαρασκευαστική.

            Πάντως, όπως και να ‘χει το πράγμα, η απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας συνιστά ενέργεια, η οποία –  αν και de jure όπως προανέφερα συνιστά μόνο προπαρασκευαστική πράξη κανονικού παραπτώματος – de facto όμως συνιστά αντικανονική συμπεριφορά. Συμπεριφορά, η οποία δείχνει πρόθεση προσβολής του απαραβιάστου των γεωγραφικών ορίων της κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, επειδή εξ όσων γνωρίζω υλοποίηση της αποφάσεως περί ιδρύσεως εξαρχίας με συγκεκριμένες πράξεις ακόμη δεν έχουμε.

Με άλλες λέξεις και εάν θα θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε νεολογισμό, θα περιγράφαμε την κατάσταση αυτή ως απόπειρα προσβολής της «κανονο- δικαιοδοσιακής εδαφικότητας» του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Σε καμία όμως περίπτωση δεν θα μπορούσα να αποδεχθώ από επιστημονικής πλευράς τον όρο «συνεδαφικότητα», που χρησιμοποιεί ο φίλος Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περιστερίου κ. Γρηγόριος στην γνωμοδότησή του προς το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, για να περιγράψω την δημιουργηθείσα κατάσταση. Και θα εξηγήσω αμέσως γιατί:

Όταν στην επιστήμη του Δικαίου χρησιμοποιούμε ως πρώτο συνθετικό των νομικών όρων το «συν», δηλώνουμε την ταυτότητα και το ισότιμο μιας σχέσης και των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν.

Ούτως, επί παραδείγματι:

Α) ο όρος συγκυριότητα στο Εμπράγματο Δίκαιο δηλώνει την από νόμιμη αιτία (αγορά, κληρονομία) ισότιμη εξουσία στο ίδιο κινητό ή ακίνητο πράγμα προσώπων με τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις.

Β) ο όρος συνεταίρος στο Εμπορικό Δίκαιο δηλώνει την από νόμιμη αιτία ισότιμη (σύσταση εταιρείας) σχέση εντός μιας εμπορικής επιχειρήσεως δύο ή περισσοτέρων προσώπων με επίσης τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις.

Γ) ο όρος σύζυγος στο Οικογενειακό Δίκαιο δηλώνει την από νόμιμη αιτία (γάμος, σύμφωνο συμβιώσεως) συμμετοχή σε ισότιμη σχέση δύο προσώπων επίσης με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Επί της ιδίας βάσεως, και στο Κανονικό Δίκαιο, όταν χρησιμοποιούμε για παράδειγμα τον όρο «συνεπίσκοποι», εννοούμε τους διά της κανονικής διαδικασίας χειροτονηθέντες επισκόπους. Συνεπώς, όταν ό ένας εκ των επισκόπων έχει π.χ. χειροτονηθεί από διάκονο, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως συνεπίσκοπος των υπολοίπων κανονικώς χειροτονηθέντων. Ακραίο το παράδειγμα αλλά κατανοητό νομίζω.

Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν επίσκοπος διεκδικεί αυτοβούλως και αυθαιρέτως γεωγραφικώς προσδιορισμένο τμήμα της κανονικής δικαιοδοσίας άλλου επισκόπου, και εγκαθιδρύει εντός αυτού δική του κανονική δικαιοδοσία, δεν έχουμε συνεδαφικότητα αλλά σύγκρουση της νόμιμης – κανονικής εδαφικότητας με την παράνομη – αντικανονική εδαφικότητα. Και τούτο, διότι δεν πρόκειται για ισότιμη σχέση δύο επισκόπων στην βάση της ασκήσεως κανονικής δικαιοδοσίας, που αποκτήθηκε και για τους δύο με κανονικό τρόπο, επιφέρουσα και αντιστοίχως ισοτιμία στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις. Ο ένας εξ αυτών είναι ο κανονικός επίσκοπος, ο οποίος κανονικώς διαποιμαίνει το συγκεκριμένο τμήμα, ασκώντας τα προβλεπόμενα δικαιώματα και εκπληρώνοντας τις εκ της διαποιμάνσεως υποχρεώσεις. Ο άλλος είναι ο υπερορίως ενεργών και αντικανονικώς, ο οποίος σφετερίζεται τμήμα κανονικής δικαιοδοσίας, που δεν του ανήκει, μη έχοντας βεβαίως και τα αντίστοιχα δικαιώματα και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις.

Και αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην κρινόμενη περίπτωση. Μια Εκκλησία (το Πατριαρχείο Μόσχας) αποπειράται αντικανονικώς να αποκτήσει κανονική δικαιοδοσία επί κανονικής δικαιοδοσίας μιας άλλης Εκκλησίας (Πατριαρχείο Αλεξανδρείας), η οποία έχει και ασκεί αυτή κανονικώς. Συνεπώς, η νόμιμη κάτοχος (Πατριαρχείο Αλεξανδρείας) και η παρανόμως διεκδικούσα (Πατριαρχείο Μόσχας) δεν μετέχουν ισότιμα σε μια δικαιοδοσιακή σχέση και γι’ αυτό δεν μπορούν να υπαχθούν υπό το φαινόμενο της «συνεδαφικότητας» αλλά μόνο υπό το φαινόμενο της μονομερούς αντικανονικής αμφισβητήσεως νομίμως ασκουμένης κανονικής δικαιοδοσίας.

Άρα, ο όρος «συνεδαφικότητα», είναι αδόκιμος, δύναται δε να δημιουργήσει και την εσφαλμένη εντύπωση της νομοκανονικής εξισώσεως του νομίμου –  κανονικού κατόχου με τον αντικανονικό «εισβολέα», γεγονός πλήρως αντίθετο με τους ιερούς κανόνες. Και τούτο, ακόμη και αν η «συνεδαφικότητα» αυτή χαρακτηρισθεί – ως de facto κατάσταση – παράνομη και αντικανονική, διότι σ’ αυτή την περίπτωση δεν εξισώνεται ο αντικανονικός «εισβολέας» με τον νόμιμο δικαιούχο της κανονικής δικαιοδοσίας αλλά αντιθέτως ουσιαστικώς εξισώνεται ο νόμιμος δικαιούχος με τον αντικανονικό «εισβολέα».

Έχω λοιπόν την άποψη, ότι ο όρος αυτός, όχι μόνο πρϋποθέτει ισότιμη σχέση, που εδράζεται σε νόμιμη βάση, δημιουργώντας και ίσα δικαιώματα και ίσες υποχρεώσεις στου μετέσχοντες στην σχέση αυτή αλλά είναι και μη υπαρκτός στους ιερούς κανόνες. Για τους λόγους αυτούς, είναι καλύτερο να εγκαταλειφθεί.

Η άποψή μου δε αυτή, διατυπώνεται αποκλειστικώς επί επιστημονικής και – το τονίζω – ουδένα υποκρύπτει προσωπικό υπαινιγμό για τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Περιστερίου κ. Γρηγόριο.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ