Ο ΧΡΥΣΟΥΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ
(G. Klimt)
ὑπὸ
Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
Παναγιώτατε,
Ὡς γνωστόν, κατὰ τὴν Θείᾳ Χάριτι μακρὰν καὶ πολυκύμαντον Πατριαρχείαν Σου, διάφοροι Σοῦ ἀπέδωσαν ποικίλους χαρακτηρισμούς. Εἷς τῶν πλέον γνωστῶν τυγχάνει ὁ τοῦ Πρασίνου Πατριάρχου, διὰ τὰς πολλὰς οἰκολογικάς Σου δραστηριότητας. Ἐπιτραπήτω δὲ εἰς τὴν ταπεινότητά μου νὰ προσθέσω καὶ μίαν παραλλαγὴν πως αὐτοῦ, τὴν τοῦ Χρυσοπρασίνου Καβαλάρη ποὺ ἲπταται, ὡς ὁ Πήγασος, ὀλοταχῶς μέ τὰ θαλασσοκύανὰ του μὰτια, καὶ τὸν θεῶνται ἐκτυφλωτικῶς γοητευτικά οἱ φίλοι ένῶ τρίζουν τούς ὀδόντας οἱ ὀχτροί!
Τρία δὲ εἶναι τὰ λίαν σημαντικὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα σηματοδοτοῦν ἀλλὰ καὶ συνταράσσουν κατὰ τοὺς τελευταίους καιροὺς τὴν Πατριαρχείαν Σου καὶ τὴν Ἐκκλησίαν γενικῶς: 1- Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὴν Κρήτην. 2- Ἡ ἀπονομὴ τοῦ Αὐτοκεφάλου εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας καὶ 3- Τὸ χαῖνον οἰκονομικὸν πρόβλημα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς.
Καὶ εἰς μὲν τὴν Σύνοδον τῆς Κρήτης ἀπεῖχον μισητικῶς τέσσαρες Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι “προκαθημένης οἱονεὶ τῆς ἀγάπης” τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῶν Ρώς, μιᾶς τῶν “εὐειδῶν” θυγατέρων, ὡς μὴ ὤφελεν, τοῦ Θρόνου –πρᾶγμα οὐχὶ ἀσύνηθες εἰς τὰς σχέσεις γονέων καὶ τέκνων, εὐεργετῶν καὶ εὐεργετουμένων, παλαιῶν καί “νέων” γενεῶν κλπ. Βεβαίως τὸ θέμα αὐτὸ πηγάζει καὶ ἐξ ἄλλων κυρίως αἰτίων, ὡς τῶν αἰωνίων ἡγεμονιστικῶν και ζηλοτυπικῶν τάσεων τῶν Ρώς, τῶν γεωπολιτικῶν αὐτῶν σχεδίων, τῶν διενέξεων ἐπὶ τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Χιλιετηρίδος τοῦ ρωσικοῦ δῆθεν μοναχισμοῦ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κ/ἃ. Τὸ δὲ χρονίζον θέμα τῆς ἀπονομῆς τῆς Αὐτοκεφαλίας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας, ταλανίζον ἐπὶ ἔτη τὸν Θρόνον καὶ Ὑμᾶς προσωπικῶς, ἐστέφθη ὑπὸ ἐπιτυχίας, κατόπιν μακροχρονίων παρακλητικῶν αἰτήσεων τῶν ὑπάτων οὐκρανικῶν Ἀρχῶν, Ἐκκλησιαστικῶν καὶ Πολιτικῶν, πρὸς τὴν γαλουχίσασαν αὐτήν Μητέρα Ἐκκλησίαν, ἐξαντληθείσης τῆς ὑπομονῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διὰ τῶν ἐν Συνόδῳ κανονικῶν πράξεων τῆς Παναγιότητός Σου, καθ’ ὄτι μὴ ὑπαρχούσης καταληκτικῆς ἀποφάνσεως μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διὰ τὴν ἀπονομὴν αὐτῆς ἴσχυεν τὸ παλαιὸν καθεστὼς, τὸ ὁποῖον καὶ ἐφήρμοσεν θαρσαλέως ὁ ἀπόγονος τοῦ “Λέοντος” Γερομελίτωνος. Καθώς δὲ γνωρίζουν οἱ παλαιότεροι, οἱ χαχόλοι τοῦ Βορρᾶ πάντοτε “μπλοφάρουν” ἐπιτιθέμενοι, ὃταν ὃμως βρυχηθεῖ ἡ “δάκνουσα” Σχολή τοῦ Γερομελίτωνος ὀπισθοχωρούν, περιτυλίσσοντες τήν οὐράν τοῦ ὂφεως.
Ἂλλωστε Ὑμεῖς, Παναγιώτατε, ἒχετε προστάτην τόν Αϊ Γιώργη τοῦ Φαναρίου, τόν δρακοντοκτόνον, ὁ ὁποίος ἐνίκησε τὸν Δράκοντα καὶ έσωσεν τήν Βασιλίδα (Κωνσταντινούπολιν) ἐκ τοῦ δαιμονικοῦ τούτου θηρίου!
Ἔχομεν δῆλα δὴ ἐνταῦθα δύο περιπτώσεις κυριαρχουμένας ὑπὸ τοῦ ἰδίου πνεύματος, αἱ ὁποῖαι συνδέονται μὲ τὸ σχίσμα ἢ τὸ βέτο.
Καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἀναφέρεται εἰς ἐκκλησιαστικὰ κυρίως θέματα, ἐνῶ τὸ δεύτερον ἀπαντᾶται συνήθως εἰς τὸν πολιτικὸν χῶρον, τὴν κρατικὴν νομοθεσίαν καὶ τὰς διεθνεῖς σχέσεις.
Βεβαίως τὸ βέτο ἢ ἀρνησικυρία, προερχόμενον ἐκ τοῦ λατινικοῦ ρήματος veto, σημαίνει παρεμποδίζω. Ἐφηρμόζετο δὲ παλαιόθεν εἰς τὴν ἀρχαίαν Ρώμην, ὅταν ὁ “τριμπούνους πλέμπις” ἤσκει τὸ δικαίωμα, ἀνακαλώντας ἀποφάσεις ἄλλων Ἀρχῶν οὐχὶ ὅμως καὶ κατά πράξεων τῶν Δικτατόρων. Ἀργότερον δὲ ἔλαβεν χαρακτῆρα δικαιώματος μηδενισμοῦ εἴτε πράξεως, εἴτε ἀποφάσεως δημοσίου χαρακτῆρος, ἔχοντας ὡς πρόθεσιν τὸ συμφέρον τοῦ κράτους ἢ τοῦ λαοῦ, καθοριζόμενον οὐχὶ ἀπὸ ἁπλᾶς διατάξεις ἀλλὰ ἀπὸ κείμενα ηὐξημένης ἰσχύος, ὅπως τὰ συντάγματα ἢ καὶ οἱ καταστατικοὶ χάρται. Ὑπὸ τὴν μορφὴν δὲ αὐτὴν συνεχίζει καὶ σήμερον σχεδὸν εἰς ὅλα τὰ κράτη τὰ ἔχοντα κοινοβούλια, ὡς ἀρνητικὴ νομοθετικὴ ἐξουσία. Συνιστᾶ δὲ τὸ δικαίωμα κρατῶν νὰ ἀντιτάσσονται καὶ νὰ ματαιώνουν ἀποφάσεις τῆς πλειοψηφίας, ὅταν δὲν συμφωνοῦν μὲ αὐτάς.
Ἀρνησικυρία ὀνομάζεται λοιπὸν ἡ ἄρνησις μίας κρατικῆς ἀρχῆς νὰ ἐπικυρώσει νόμον ἢ ἀπόφασιν ἑτέρας ὡς εἷς φορεὺς ἢ ἄτομον ἔχουσα τὸ δικαίωμα ἀπὸ τὸν νόμον ἢ ἀπὸ θέσιν ἰσχύος, καὶ προκαλοῦσα ἐπαναδιαπραγμάτευσιν ἢ σπανιότερον ἀκύρωσίν του.
Εἰς τὸν λόγον Σου Παναγιώτατε, ἐπὶ τῇ 50ετηρίδι τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκαδημίας Κρήτης, διετύπωσες τὰ ἀκόλουθα ἐπιγραμματικά: “Τὸ σχίσμα ὡς ἀνθρώπινον ἔργον εἶναι ἡ εὔκολη λύσις –καὶ αὐτὸ ἀναζητοῦν ὡς ἐπὶ τὸ πλείστον οἱ ἄνθρωποι κατὰ τὴν ἐποχήν μας– εἰς τὴν ὁποίαν καταφεύγουν συνήθως ὅσοι δὲν δύνανται μέσῳ ἐπιχειρημάτων νὰ διεκδικήσουν τὰ δίκαιά των, καὶ νὰ στηρίξουν τὶς ἀπόψεις τους, οἱ ὁποῖες δὲν στηρίζονται στοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποκλίνουν ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος, ἐξυπηρετώντας ἄλλες σκοπιμότητες”, ὅπως πολιτικὰς ἀπαιτήσεις, συγκυρίας, οἰκονομικὰ ὀφέλη κλπ.
Συχνάκις ἄλλωστε ἀκούομεν τὴν ἔκφρασιν “πνευμάτων ἀντιλογίας”: δὲν συμφωνῶ, καὶ εἰς τὴν καθημερινὴν ζωήν. Τοῦτο ὅμως δυνατὸν νὰ ἔχει καὶ ψυχοπαθολογικὰ αἴτια, νὰ ὀφείλεται εἰς τὴν δοκησισοφίαν ἢ τὸν ἁπλοῦν “ἐτσιθελισμόν”, πράγματα πάντως τὰ ὁποῖα ὁδηγοῦν εἰς ἀδιέξοδον μόνον.
Ὅμως τὰ θέματα αὐτὰ μήπως δὲν τυγχάνουν παρομοίου χαρακτῆρος καὶ μὲ τὴν βίαν ὑπὸ ὅλας τὰς μορφὰς αὐτῆς καὶ τὴν ἐπάρατον τρομοκρατίαν, τής ὁποίας αἱ ρίζαι συχνάκις εὑρίσκονται εἰς τὴν κοινωνικὴν ἀδικίαν, τὴν ἀνισότητα, τὴν καταπίεσιν, τὸν δεσποτισμόν, τὸν ἡγεμονισμὸν καὶ ἄλλα πολλά;
Ἒντεινε τοίνυν, Παναγιώτατε, καὶ κατευοδοῦ καὶ βασίλευε!