Του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου Γεράσιμου Φραγκουλάκη
Αννόβερο Γερμανίας
Ο κ. Τζούμας σχολίασε πρόσφατα το δημόσιο λόγο μου με ειρωνικά και μειωτικά σχόλια, υπονοώντας μάλιστα πως έχω αναλάβει ρόλο εκπροσώπου τύπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου αυτοβούλως. Οφείλω να διευκρινίσω, με ειλικρίνεια και διάθεση ταπεινή, πως το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν έχει ανάγκη από τις υπηρεσίες μου ως εκπροσώπου Τύπου, ούτε ανέλαβα ποτέ τέτοιο ρόλο.Ο διάλογος και η ελεύθερη έκφραση, όμως, δεν πρέπει να δημιουργούν ενόχληση εφόσον η πραγματική διακονία στηρίζεται στην αλήθεια και στην ευθύνη.
Συνεχίζει λέγοντας πως «ο διάλογος αυτός μπορεί να γίνει το όχημα για την προαγωγή μου σε Επίσκοπο. Βεβαίως η εκλογή του περνά πρώτα από τον Μητροπολίτη Γερμανίας Αυγουστίνο. Δική του πρόβληση πρέπει να είναι. Ας το αποφασίσει, λοιπόν, πρώτα αυτός και μετά βλέπουμε…». Θεωρώ απαράδεκτο.προσβλητικό και πέρα από κάθε εκκλησιαστική ηθική να μου αποδίδει υστερόβουλες επιδιώξεις. Έχω το δικαίωμα – και το καθήκον – να υπερασπίζομαι το σπίτι μου, τη Μητέρα Εκκλησία, χωρίς να υποκρύπτεται ιδιοτέλεια ή προσωπικό συμφέρον. Η απαξίωση της προσωπικότητας μέσω ειρωνικών ή μειωτικών σχολίων δεν αρμόζει στον χώρο της Εκκλησίας, η οποία οφείλει να είναι φως στον κόσμο και όχι αφορμή σκάνδαλου.
Δεν γράφω ως «ιδεολογικός απολογητής» ούτε υπερασπίζομαι κάποιο «project», αλλά ως ταπεινός μάρτυρας της Πατερικής Παράδοσης και του Ευαγγελίου. Η Εκκλησία δεν λειτουργεί με όρους αποκλεισμού, αλλά με πνεύμα αγάπης, διάκρισης και διακονίας. Ο Χριστός μας καλεί: «Εντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ιωάν. 13:34). Όπως υπογραμμίζει η σύγχρονη κοινωνιολογία της θρησκείας, η ουσιαστική κοινότητα θεμελιώνεται στην αλληλεγγύη και την αλληλοκατανόηση.
Η εκκλησιαστική παράδοση είναι γεμάτη παραδείγματα όπου ο διάλογος και ο δημόσιος έλεγχος έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Για παράδειγμα, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έλεγε ότι τα δημόσια ζητήματα πρέπει να συζητούνται ανοιχτά. Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, οι Αποστολικές Σύνοδοι, όπως η Σύνοδος των Ιεροσολύμων (Πράξεις 15), υπήρξαν χώροι ελεύθερης έκφρασης και διαφωνίας, οδηγώντας τελικά στην ενότητα της Εκκλησίας. Αντίστοιχα, στον 4ο αιώνα, οι Πατέρες συμμετείχαν σε Οικουμενικές Συνόδους, συζητώντας ακόμα και με αιρετικούς, για να διαφυλάξουν την αλήθεια της πίστης.
Η ιστορία μας διδάσκει ότι ο αμοιβαίος έλεγχος, όταν γίνεται με σεβασμό και χωρίς κακόβουλα κίνητρα, ενισχύει και δεν διασπά την Εκκλησία. Όταν οι Χριστιανοί διαφώνησαν για το αν οι εθνικοί χρειάζεται να τηρούν τον Μωσαϊκό Νόμο, συζήτησαν ανοιχτά και έφτασαν σε μια ενωτική απόφαση. Ο αδελφικός διάλογος ήταν το μέσο για τη διατήρηση της ενότητας, όπως σημειώνει και η κοινωνιολογία.
Παρόμοια, όταν ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διακρίθηκε για την ειλικρίνειά του, δεν φοβήθηκε να υπερασπιστεί την αλήθεια, ούτε επιδίωξε δόξα από άλλους. Η Εκκλησία, λοιπόν, έχει μακρά παράδοση ελεύθερης έκφρασης και διαλόγου, όχι ως απειλή, αλλά ως πηγή ενότητας και ελπίδας.
Δεν γράφω ως «ιδεολογικός απολογητής», ούτε υπερασπίζομαι κάποιο «project», αλλά επιχειρώ, με ταπεινή μαρτυρία, να εκφράσω αυτό που διδάσκει η Πατερική Παράδοση και το Ευαγγέλιο: η Εκκλησία δεν λειτουργεί με όρους αποκλεισμού, αλλά με πνεύμα αγάπης, διάκρισης και διακονίας. Ο Χριστός μας προτρέπει: «Εντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ιωάν. 13:34). Εκφράσεις όπως «μη χρησιμοποιείτε τους Πατέρες», «μη διανοείστε…», «ονειροπόλος εντολοδόχος», «εικονικοί κι όχι οικουμενικοί», «όλα για το θεαθήναι», «ειρωνική αναφορά σε γάλα Νουνού», ή η επίκληση φράσεων που αγγίζουν τα όρια της ύβρεως, φανερώνουν περισσότερο την ανθρώπινη αδυναμία και την ένταση του λόγου, παρά το βάθος της αλήθειας. Ο Απόστολος Παύλος μας υπενθυμίζει: «Ἐάν ἀδελφὸς ὑμῶν λυπῆται, σὺ οὐκέτι περιπατεῖς κατὰ ἀγάπην» (Ρωμ. 14:15).
Η απαξίωση και τα ειρωνικά σχόλια δεν έχουν θέση στον εκκλησιαστικό χώρο. Όσοι υπερασπίζονται την Εκκλησία, το κάνουν με αγάπη και αίσθημα ευθύνης, όπως το έκαναν και παλαιοί Πατέρες όταν η Εκκλησία περνούσε κρίσεις: Από τον Άγιο Βασίλειο που υποστήριξε τον διάλογο ακόμα και με διαφωνούντες, ως τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο που θεωρούσε προτιμότερο τον διάλογο από τη σιωπή.
Τα ιστορικά παραδείγματα δείχνουν ότι η διακονία δεν είναι διαγωνισμός αξίας ή φιλοδοξίας. Ο Χριστός δίδαξε ότι όποιος θέλει να είναι πρώτος, ας γίνει ο τελευταίος και υπηρέτης όλων. Οι Άγιοι και οι φωτισμένοι ποιμένες αγάπησαν την Εκκλησία και εργάστηκαν για την ενότητα, χωρίς να προσβάλλουν ή να μειώνουν κανέναν.
Η σύγκριση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου και του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου με απόλυτους ή αντιθετικούς χαρακτηρισμούς αδικεί τόσο το εκκλησιαστικό ήθος όσο και την ιστορική αλήθεια. Η ποιμαντική προσφορά του μακαριστού Χριστοδούλου υπήρξε σημαντική και η μνήμη του παραμένει ζωντανή στις καρδιές των πιστών. Την ίδια στιγμή, ο θεσμικός και ποιμαντικός ρόλος του Οικουμενικού Πατριάρχη διαφέρει ουσιωδώς: αναλαμβάνει το βάρος της ενότητας της Ορθοδοξίας σε οικουμενικό επίπεδο, με έμφαση στη διαχριστιανική και διαθρησκειακή αποστολή. Η διακονία του διαλόγου δεν αποτελεί αδυναμία, αλλά ακολουθία του ίδιου του παραδείγματος της Εκκλησίας, η οποία διαχρονικά υπήρξε τόπος διαλόγου, ακόμη και με διαφωνίες, πάντοτε όμως σε αναζήτηση της αλήθειας.
Ο δρόμος του μακαριστού Χριστοδούλου, ο οποίος αναδείκνυε την εθνική παράδοση και την αξιοπρέπεια της Ελλαδικής Εκκλησίας, δεν αναιρεί τη σπουδαιότητα της οικουμενικής αποστολής του Πατριάρχη. Η θεολογική επιστήμη αναγνωρίζει ότι η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, δεν περιορίζεται σε εθνικά ή τοπικά σύνορα αλλά απευθύνεται σε όλον τον κόσμο.
Τελικά, η Εκκλησία δεν κινδυνεύει από τον διάλογο, αλλά από τη μισαλλοδοξία και τη διαίρεση. Η ενότητα και η αγάπη είναι το θεμέλιο της μαρτυρίας μας. Ας συνεχίσουμε, λοιπόν, να μιλάμε με αλήθεια, ταπεινότητα και σεβασμό στην ιερή μας παράδοση, ώστε η Εκκλησία να παραμένει φως και οδηγός στον σύγχρονο κόσμο.