Του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου Γεράσιμου Φραγκουλάκη
Αννόβερο Γερμανίας
Με το βαρύγδουπο τίτλο: «Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αλλοιώνει το Ορθόδοξο Φρόνημα. Ούτε ο Πατριάρχης! Η Εκκλησία δεν ανήκει σε κανέναν άνθρωπο!», η ιστοσελίδα «ΕΞΑΨΑΛΜΟΣ» μέμφεται τον Οικουμενικό Πατριάρχη υποστηρίζοντας ότι, η συμμετοχή του σε διαθρησκειακές ή οικουμενικές συναντήσεις συνιστά «αποστασία» και «ξεδιάντροπη πνευματική προδοσία».
Απ’ όσο γνωρίζουμε ο ιδιοκτήτης της Εκκλησιαστικής αυτής ιστοσελίδας είναι επικοινωνιολόγος και επομένως δεν έχει τις θεολογικές γνώσεις που χρειάζονται για τέτοιου είδους αναλύσεις. Είναι πιστός, αγαπά όπως δείχνει την Εκκλησία, αλλά με τον δικό του τρόπο και, μέχρι εκεί! Η ενασχόληση του κ. Τζούμα με εκκλησιαστικά ζητήματα προέρχεται περισσότερο από την αγάπη του προς την Εκκλησία και τη διάθεσή του να επικοινωνεί προς το ευρύτερο κοινό τα εκκλησιαστικά δρώμενα, παρά από συστηματική θεολογική κατάρτιση. Ο ρόλος του ως επικοινωνιολόγος δίνει έμφαση στην ερμηνεία της επικαιρότητας και την παρουσίαση ειδήσεων υπό το πρίσμα της εκκλησιαστικής ζωής, χωρίς, ωστόσο, να διαθέτει το θεωρητικό υπόβαθρο που απαιτείται για την εις βάθος ανάλυση δογματικών ή θεολογικών θεμάτων. Δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη την ιστορική πορεία της Εκκλησίας ως φορέα ειρήνης και καταλλαγής. Η Ορθόδοξη Παράδοση διαθέτει βαθιά ρίζα στην πνευματική συνάντηση με τον “άλλον”, όχι για να διαπραγματευτεί την αλήθεια της πίστης, αλλά για να καλλιεργήσει την αγάπη και τον σεβασμό προς κάθε άνθρωπο. Η συμμετοχή, σε δημόσιες θρησκευτικές εκδηλώσεις, δεν αποτελεί παραίτηση από τα δόγματα ή προδοσία, αλλά έκφραση της χριστιανικής αγάπης, που καλεί σε προσευχή και για όσους βρίσκονται εκτός του εκκλησιαστικού πλαισίου.
Ο ίδιος ο Κύριος, στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (17,21), προσεύχεται «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν», δείχνοντας πως η ενότητα αποτελεί προαιώνιο σκοπό για την Εκκλησία. Ο Απόστολος Παύλος απευθυνόμενος προς τους Γαλάτες σημειώνει: «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3,28), τονίζοντας την υπέρβαση κάθε διαχωρισμού μέσα στο Σώμα του Χριστού.
Όσον αφορά στη στάση προς τον «ετερόδοξο» και το χρέος της μαρτυρίας, ο ίδιος Απόστολος παραγγέλλει: «Τοῖς δὲ ἔξω ὁ Θεὸς κρινεῖ· ἐξάρατε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν» (Α’ Κορ. 5,13), δείχνοντας τον διακριτικό ρόλο της Εκκλησίας απέναντι στον κόσμο, με πνεύμα διάκρισης και ευθύνης, όχι απομόνωσης και φοβίας. Παράλληλα, ο πνευματικός διάλογος με τους εκτός «καθ᾽ ὑπερβολήν» ενθαρρύνεται: « τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω.» (Α’ Κορ. 9,22), γράφει ο ίδιος Απόστολος, για να υπογραμμίσει το άνοιγμα της Εκκλησίας προς τον κόσμο χάριν της σωτηρίας.
Η Πατερική Παράδοση διακρίνεται από το ίδιο πνεύμα ενότητας και διαλόγου. Ο Μέγας Βασίλειος συμβουλεύει: «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων καὶ τὸν ἁγιασμὸν» (Επιστολή 203, Προς τους Εκκλησιαστικούς της Νεοκαισαρείας), ενώ ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διδάσκει: «Οὐδὲν ψυχρότερον τῆς ἐκκλησίας, ἐὰν μὴ ἀγάπη ᾖ» (PG 61, 35), τονίζοντας ότι χωρίς αγάπη, η Εκκλησία ψύχεται και απομακρύνεται από την αποστολή της.
Ο Άγιος Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στηρίζει τη συμμετοχή σε διαλόγους με αγάπη και σύνεση: «ἡμῖν ὡς ἑαυτοῖς τὰ τῶν ἄλλων πρὸς οἰκοδομήν» (Επιστολές, PG 102, 741), θεωρώντας καθήκον τη συμβολή στην οικοδομή της ενότητας.
Η παρουσία γυναικών στην ιερωσύνη βεβαίως και δεν αποτελεί μέρος της Ορθόδοξης πρακτικής, αντανακλά όμως σε άλλες χριστιανικές παραδόσεις τον αγώνα για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη. Η παρουσία σε εκδηλώσεις όπου παρίστανται γυναίκες κληρικοί, δεν συνιστά αποδοχή ή αλλοίωση της Ορθοδοξίας. Αντιθέτως, προβάλλει τον σεβασμό στην ετερότητα, χωρίς να μεταβάλλει τα θεμελιώδη στοιχεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο διάλογος με άλλες «Εκκλησίες» και η αλληλεπίδραση με διαφορετικά εκκλησιαστικά ήθη είναι παραδείγματα ωριμότητας και πνευματικής ευθύνης και όχι πνευματικής προδοσίας.
Η Ορθοδοξία ανέκαθεν υπήρξε διαλεκτική, ανοιχτή στον διάλογο, χωρίς να υπονομεύει την ταυτότητά της, και όσα προβλήματα έχουν ανακύψει κατά καιρούς, οφείλονται στο στείρο φανατισμό.
Το να παρίσταται ο Οικουμενικός Πατριάρχης σε διεθνείς συναντήσεις δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση συμβιβασμό ή αποδοχή ετερόδοξων πρακτικών, απλά επιτελεί τον ρόλο του ως πνευματικός ηγέτης που προάγει την συμφιλίωση και στοχεύει στην ειρηνική συνύπαρξη των λαών. Η απομόνωση και ο φανατισμός δεν αποτελούν λύση στα σύγχρονα προβλήματα, ενώ ο διάλογος είναι απαραίτητος για την καλλιέργεια της αλληλοκατανόησης.
Η Εκκλησία δεν είναι μουσειακό αντικείμενο, ούτε αποτελείται από μια κοινότητα που υψώνει τείχη. Απευθύνεται σε όλη την ανθρωπότητα, με αποστολή να διακονεί τη συμφιλίωση. Η συμμετοχή σε εκδηλώσεις με ετερόδοξους δεν σημαίνει υποχώρηση του Ορθοδόξου φρονήματος αλλά εκπλήρωση του χρέους της μαρτυρίας και της αγάπης, όπως διδάσκει ο Χριστός και οι Απόστολοι. Οι δημόσιες σχέσεις δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά εργαλείο για την επικοινωνία με τον κόσμο και για την προάσπιση των αξιών της Εκκλησίας στην εποχή μας.
Στη σύγχρονη και πολύπαθη εποχή μας η Εκκλησία καλείται να ανταποκριθεί στις ραγδαίες κοινωνικές, πολιτισμικές και τεχνολογικές αλλαγές. Η Ορθοδοξία στον 21ο αιώνα αναδεικνύει τη σημασία της Εκκλησίας ως κοινότητας διαλόγου, όπου η ανοιχτότητα προς τον άλλον δεν είναι ένδειξη αδυναμίας, αλλά μαρτυρία αυθεντικότητας και εμπιστοσύνης στο έργο του Αγίου Πνεύματος. Ένας από τους μεγάλους θεολόγους της εποχής μας, ο μακαριστός Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας) αναφέρεται στην θεολογία της κοινωνίας και του προσώπου, τονίζοντας πως η ενότητα προϋποθέτει ελευθερία και διαφοροποίηση, ενώ ταυτόχρονα παραμένει ριζωμένη στην αγάπη. Η έννοια του «άλλου» αποκτά κεντρική θέση, καθώς η Εκκλησία οφείλει να πορεύεται όχι με κλειστά όρια, αλλά με διάθεση συνάντησης και διακονίας.
Θέσεις που καταλογίζουν προδοσία και αποστασία στους εκκλησιαστικούς ηγέτες ενισχύουν την διχόνοια και τον φανατισμό. Η αληθινή ομολογία πίστης δεν είναι η καταγγελία ή η απομόνωση, αλλά η διακονία της αλήθειας με ταπεινότητα, κατανόηση και ανοιχτή καρδιά για τον διάλογο. Η παράδοση των Πατέρων δεν είναι παθητική διατήρηση στερεοτύπων, αλλά ζωντανό βίωμα που οφείλει να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις κάθε εποχής.
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, τον οποίος όπως δηλώνει ο κ. Τζούμας αγαπά και εκτιμά απεριόριστα, ήταν «αποστάτης» ή πραγματοποίησε «ξεδιάντροπη πνευματική προδοσία», με τα ανοίγματά του προς την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τα οποία αποτέλεσαν σημείο αναφοράς τόσο για τη σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία όσο και για τη δημόσια συζήτηση επί των σχέσεων μεταξύ Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού; Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, με τόλμη και προφητικό όραμα, προσέγγισε το θέμα του διαχριστιανικού διαλόγου, επιδιώκοντας να υπερβεί τα στερεότυπα και τις καχυποψίες που για δεκαετίες χαρακτήριζαν τις επαφές των δύο Εκκλησιών.
Η ιστορική συνάντησή του με τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄ το 2001 αποτελεί έμπρακτη έκφραση της επιθυμίας για αποκατάσταση της ενότητας, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζει τις διαφορές που διατηρούνται στην εκκλησιολογία, στη θεολογία και στη λειτουργική πρακτική.
Η Εκκλησία καλείται να σταθεί ως φως στον κόσμο, όχι να απομονώνεται από αυτόν. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως πνευματικός ηγέτης, υπηρετεί τον διάλογο, την ενότητα, και την κατανόηση. Το να συμμετέχει σε οικουμενικές εκδηλώσεις και να συνδιαλέγεται με ετερόδοξους δεν σημαίνει προδοσία, αλλά εκπλήρωση του χρέους της Εκκλησίας ως φορέα αγάπης, αλήθειας και ελπίδας για όλη την ανθρωπότητα. Ειδικά σήμερα, όπου η θρησκευτική πολυφωνία και οι κοινωνικές ανισότητες απαιτούν νέες ποιμαντικές και θεολογικές προσεγγίσεις, η Εκκλησία καλείται να προβάλλει το πρόσωπο της συνύπαρξης, της ενσυναίσθησης και της ειρήνης.
Η σύγχρονη οικουμενική κίνηση και οι διαχριστιανικοί διάλογοι, παρά τις προκλήσεις και τις επιφυλάξεις, αποτελούν για πολλούς θεολόγους ευκαιρία μαρτυρίας και αμοιβαίας κατανόησης. Η απομόνωση αντιμετωπίζεται ως αλλοίωση της οικουμενικότητας της Εκκλησίας, ενώ ο διάλογος προβάλλει ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη μαρτυρία του Ευαγγελίου στον σύγχρονο κόσμο.
Παράλληλα, δίνεται έμφαση στην αλληλεπίδραση πίστης και επιστήμης, στη σημασία της ανθρώπινης ελευθερίας, στην προστασία της δημιουργίας και στη θεολογία της ευχαριστιακής κοινότητας ως απάντηση στα υπαρξιακά ερωτήματα της εποχής μας. Η σύγχρονη θεολογία επιμένει πως η αυθεντική Ορθοδοξία δεν φοβάται τον διάλογο, αλλά τον θεωρεί προϋπόθεση για την ίδια τη μαρτυρία της Εκκλησίας, διατηρώντας πάντοτε ρίζες στην εκκλησιαστική εμπειρία και παράδοση.
Έτσι, η Εκκλησία καλείται όχι απλώς να διαφυλάξει το παρελθόν, αλλά να βαδίσει προφητικά προς το μέλλον, οικοδομώντας σχέσεις ενότητας και αλληλεγγύης μέσα σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο.
Δεν έχω καμιά διάθεση αντιπαλότητας με τον κ. Τζούμα, θα επιμείνω όμως ότι, η Εκκλησία παραμένει χώρος διακονίας της αλήθειας και της ενότητας, όπου η πολυφωνία οφείλει να συνυπάρχει με τη θεολογική ευθυκρισία και την ταπείνωση.