Γεώργιος Γκοβέσης ιστορικός-συγγραφέας*
Η Κωνσταντινούπολη μετά την Άλωση της από το σουλτάνο Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή και ως την κατάλυση του σουλτανικού καθεστώτος και την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Κεμάλ Ατατούρκ (1453-1923), δεν υπήρξε μονάχα πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους αλλά και μητρόπολη ολόκληρου του Ελληνισμού του οποίου μέχρι και τους Βαλκανικούς Πολέμους το μεγαλύτερο μέρος ζούσε σε οθωμανικά εδάφη.
Ήδη γνωρίζουμε ότι μετά την πτώση της βασιλεύουσας και τη σφαγή και εξανδραποδισμό του πληθυσμού της, το 1454 ο ίδιος ο Πορθητής μετέφερε βίαια και εγκατέστησε στην Κωνσταντινούπολη ελληνικούς πληθυσμούς από τα νησιά, την Ήπειρο και τη Θράκη για να προωθηθεί η οικονομία της πρωτεύουσας. Αυτό το δημογραφικό ρεύμα συνεχίστηκε ομαλά και αυτόβουλα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου. [1]
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η Κωνσταντινούπολη εξακολουθούσε να αποτελεί το μεγαλύτερο αστικό κέντρο του Ελληνισμού και πόλο έλξης για τους απανταχού ‘Έλληνες και μετά τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Έτσι καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε τόπο προορισμού όχι μόνο για τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και για τους Έλληνες της ελεύθερης Ελλάδας.
Για αιώνες το ρεύμα της αστυφιλίας ολόκληρου του ελληνικού κόσμου κατευθύνονταν κυρίως προς την Κωνσταντινούπολη και δευτερευόντως σε πόλεις όπως η Σμύρνη, η Τραπεζούντα, η Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα και το Μοναστήρι οι οποίες όμως προσέλκυαν κυρίως κατοίκους των κοντινών σε αυτές περιοχών.[2]
Από την Ήπειρο έφταναν στην Κωνσταντινούπολη κυρίως οικοδόμοι (οι περιβόητοι Ηπειρώτες κτίστες που έφταναν μέχρι την Καππαδοκία) καθώς και αρτοποιοί και από την Καστοριά γουναράδες οι οποίοι είχαν οργανώσει και μία από τις πλούσιες συντεχνίες των Ελλήνων της Πόλης.[3]
Έλληνες επίσης συνέρρεαν στην Πόλη και από τις υπόλοιπες περιοχές της Μακεδονίας, την ευρύτερη περιοχή της Θράκης, τη Θεσσαλία, τα νησιά του Αιγαίου, την Πελοπόννησο, τα Επτάνησα (και μάλιστα και κατά την περίοδο της βρετανικής επικυριαρχίας της Ιονίου Πολιτείας 1815-1864 οπότε και ήταν κάτοχοι βρετανικών διαβατηρίων), την Κρήτη, την Κύπρο την Καππαδοκία, τον Πόντο και ολόκληρη τη Μικρά Ασία.
Ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης αποτελούσε τη σύνθεση όλων των, εντός και εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ευρισκόμενων, Ελλήνων.
Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης που προέρχονταν από άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και της ελεύθερης Ελλάδας ίδρυσαν τους δικούς τους Συλλόγους. Η «Αδελφότης των Ευρυτάνων» ιδρύθηκε το 1812 και αναδιοργανώθηκε το 1863 και το 1887[4]. Το 1871 ιδρύθηκε η «Μακεδονική Αδελφότητα», το 1872 ο «Θρακικός Σύλλογος» και ο «Ηπειρωτικός Σύλλογος» , το 1873 ο «Θεσσαλικός Σύλλογος» και η «Καππαδοκική Αδελφότητα».[5]
Εκτός από το τεράστιο φιλανθρωπικό έργο των συλλόγων και αδελφοτήτων αυτών στην Κωνσταντινούπολη, ζωτικής σημασίας υπήρξε και η συνδρομή τους στην υποστήριξη των γραμμάτων στις επαρχίες των οποίων έφεραν το όνομα.
Η Χιακή παροικία της Κωνσταντινούπολης ήταν πολύ μεγάλη και σημαντική και παρουσιάζεται οργανωμένη από τα τέλη του 17ου αιώνα. Η Χιακή κοινότητα είχε υπό την εποπτεία της δύο ναούς στο Γαλατά, τον Άγιο Ιωάννη των Χίων και τον Άγιο Νικόλαο.[6]
Τα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου όλες οι ταβέρνες της Πόλης ανήκαν σε Έλληνες από τους οποίους οι περισσότεροι κατάγονταν από την περιοχή του Λεωνιδίου της Πελοποννήσου.[7]
Ενδεικτικό επίσης είναι το γεγονός ότι στη νήσο Χάλκη της Προποντίδας υπήρχε συνοικία που ονομάζονταν Ανδριομαχαλάς και της οποίας οι περισσότεροι κάτοικοι κατάγονταν από τη νήσο Άνδρο των Κυκλάδων.[8]
Αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση του Βαφεοχωρίου στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου. Το Βαφεοχώριο ιδρύθηκε γύρω στα 1805 από οικογένειες που προέρχονταν από τις κωμοπόλεις Ευκάριο και Αζαρά και τα χωριά Σκοπό και Κρεμαστό της περιφέρειας των Σαράντα Εκκλησιών του καζά του Μπουνάρ Χισάρ [9] της Ανατολικής Θράκης. Οι οικογένειες αυτές ασχολούνταν με τη βαφή υφασμάτων και για το λόγο αυτό ο οικισμός που δημιουργήθηκε ονομάστηκε Βαφεοχώριο (στα τουρκικά Boyacıköy). Το σουλτανικό φιρμάνι του 1807 τελευταίο έτος της βασιλείας του σουλτάνου Σελίμ Γ’ (1789-1807) αναφέρει ότι οι 55 οικογένειες Ρωμιών που ήλθαν από τον καζά του Μπουνάρ Χισάρ στην Κωνσταντινούπολη, εγκαταστάθηκαν με άδεια σουλτανική στο χωριό Μιργκιούν-όγλου (Εμιργκιάν) πρόκειται για τον κατάφυτο με κυπαρίσσια λόφο που βρίσκεται μεταξύ Μπαλτά Λιμάνι και Εμιργιάν και βορείως του κάστρου Ρούμελη Χισάρ[10] στην ευρωπαϊκή-θρακική πλευρά του Βοσπόρου) το οποίο ανήκει στα βακουφικά κτήματα του σουλτάνου Αμπτνούλ Χαμήντ Α’. Μολονότι οι μουτεβελήδες[11] των χωριών του καζά του Μπουνάρ Χισάρ έκαναν διάβημα για να επιστρέψουν στις εστίες τους οι οικογένειες που είχαν μεταναστεύσει και να πληρώσουν τους καθυστερημένους φόρους τους, το σουλτανικό φιρμάνι όριζε να αφεθούν ανενόχλητες στην νέα τους εγκατάσταση.
Το επόμενο έτος 1808 πρώτο έτος της βασιλείας του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ (1808-1839) εκδόθηκε και νέο σουλτανικό φιρμάνι το οποίο έδινε προνόμια στους κατοίκους του Βαφεοχωρίου και τους εξασφάλιζε απαλλαγή από φόρους.[12]
Οι κάτοικοι του Βαφεοχωρίου το 1806 ανακαινίσαν το μικρό ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ο οποίος βρισκόταν σε λόφο πλησίον του οικισμού και ανήκε σε παλιό μοναστήρι αλλά ήταν εγκαταλελειμμένος λόγω έλλειψης χριστιανικού στοιχείου στην περιοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επειδή όμως ο ναός του Αγίου Ιωάννου βρίσκονταν σε μέρος απόκεντρο κρίθηκε σκόπιμη η οικοδόμηση νέου ναού σε κεντρικό σημείο και στις 4 Μαρτίου 1834 εγκαινιάστηκε ο Ιερός Ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Τα χρήματα για την οικοδόμηση του νέου ναού εξασφαλίστηκαν από τους κατοίκους του Βαφεοχωρίου οι οποίοι ως βαφείς υφασμάτων είχαν σημαντικές οικονομικές απολαβές μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα οι κάτοικοι του Βαφεοχωρίου αναγκάστηκαν να στραφούν σε άλλα επαγγέλματα επειδή η υφαντουργία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να φθίνει. Αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι η φθίνουσα πορεία της υφαντουργίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν αποτέλεσμα της εμπορικής συμφωνίας με τη Μεγάλη Βρετανία η οποία υπεγράφη το 1838 στο Μπαλτά Λιμάνι που βρίσκεται πλησίον του Βαφεοχωρίου (Balta Limanı Ticaret Antlaşması) η οποία χαρακτηρίζεται ως καταδικαστική απόφαση σε θάνατο της οθωμανικής υφαντουργίας αφού καταργούσε τους δασμούς για τα προϊόντα της βρετανικής υφαντουργίας.[13] Ο Ιερός Ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου υπέστη ευρείας κλίμακας επισκευές κατά τα έτη 1925-1928 με χρήματα που εξασφαλίστηκαν από δωρεές ευλαβών ενοριτών όπως της Θεοπίστης Χ. Μιχαηλίδου, της Ζηνοβίας Α. Ανδρεάδου και του Ιωάννου Α. Δεβετζή.[14] Ο ίδιος Ναός υπέστη μεγάλες επισκευές και κατά τη δεκαετία του 90 ύστερα από πρωτοβουλία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κ.κ Βαρθολομαίου. Στην περιοχή του Βαφεοχωρίου υπήρχαν τα αγιάσματα του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Παντελεήμονος, του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Κυριακής, του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και της Αγίας Παρασκευής, ενώ το μεγάλο κοιμητήριο της κοινότητας βρίσκεται από το 1866, οπότε και μεταφέρθηκε λόγω της επιδημίας της χολέρας, σε πλαγία δυτικά του οικισμού στην τοποθεσία Ρεσίτ Πασά και καταλαμβάνει έκταση δέκα χιλιάδων τετραγωνικών πήχεων .[15]
Το 1886 λειτούργησε το Παρθεναγωγείο Βαφεοχωρίου και το 1905 το Γεωργειάδειον Αρρεναγωγείον. Στην ανέγερση και τη λειτουργία και των δύο αυτών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων συνέβαλε τόσο υλικά όσο και ηθικά το άξιο τέκνο της κοινότητας Βαφεοχωρίου Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ ο οποίος γεννήθηκε εκεί το 1834 και η οικία του σώζεται ως τις μέρες μας.[16]
Στο Βαφεοχώριο λειτουργούσε η «Φιλόπτωχος αδελφότης του Αγίου Χαραλάμπους» που ιδρύθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την κοινότητα ενώ από το 1901 έδειξε πιο έντονη δραστηριότητα για να ενσωματωθεί μετά το 1922 στην κοινότητα, επίσης μεταξύ των ετών 1870-1890 λειτούργησε η «Φιλεκπαιδευτική και φιλόμουσος αδελφότης Σύμπνοια» που ιδρύθηκε το 1870 και διοργάνωνε χορούς τα έσοδα των οποίων πρόσφερε για την οικονομική ενίσχυση των εκπαιδευτηρίων της κοινότητας. Η Λέσχη «Φειδαλία» λειτούργησε και αυτή με σκοπό την αρωγή των εκπαιδευτηρίων του Βαφεοχωρίου και μάλιστα με σκοπό να ενισχύσει τη διδασκαλία της Τουρκικής γλώσσας ανέλαβε από το 1871 να μισθοδοτεί από το ταμείο της τον δάσκαλο της Τουρκικής Κ.Καλούδη. Η «Αδελφότης Αγία Μαρίνα» η οποία είχε μέλη της ψαράδες και βαρκάρηδες συνέβαλε και αυτή στην οικονομική ενίσχυση των εκπαιδευτηρίων του Βαφεοχωρίου, ενώ στον τομέα του αθλητισμού μεταξύ των ετών 1900-1925 δραστηριοποιούνταν ο «αθλητικός σύλλογος Θησέας». Τέλος αξίζει να γίνει αναφορά στο «φιλόμουσο και μορφωτικό σύλλογο Τα Ελευθέρια» ο οποίος λειτούργησε τα έτη 1918-1922 και διοργάνωνε διαλέξεις και παραστάσεις για τη νεολαία.[17]
Φυσικά μετά το 1955 και ιδιαίτερα μετά το 1964 άρχισε ο εκπατρισμός του ελληνικού στοιχείου του Βαφεοχωρίου όπως και των υπόλοιπων περιοχών της Κωνσταντινούπολης και οι Βαφεοχωρίτες πήραν το δρόμο της προσφυγιάς για την Ελλάδα και άλλες χώρες. Το τελευταίο ελληνικό παντοπωλείο του Βαφεοχωρίου του Αλέξανδρου Κωνσταντινίδη έκλεισε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 όταν απεβίωσε ο ιδιοκτήτης του και σήμερα οι Έλληνες κάτοικοι έχουν σχεδόν εκλείψει. Ο Ιερός Ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Βαφεοχωρίου με την θαυματουργή εικόνα της Ευαγγελίστριας εξακολουθεί να λειτουργεί κάθε Κυριακή και να παραμένει ανοικτός στους πιστούς σε πείσμα των καιρών χάρις τη μέριμνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και πρωτίστως του ιδίου του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κ.κ Βαρθολομαίου ο οποίος παρά το ιδιαίτερα βεβαρημένο πρόγραμμα του δεν παραλείπει να επισκέπτεται τακτικά το Βαφεοχώρι και να τελεί τη Θεία Λειτουργία ή την Ακολουθία του Εσπερινού στον Ιερό Ναό της Ευαγγελιστρίας.[18]
[1] Σαρρής Νεοκλής, Ελληνική Κοινωνία και Τηλεόραση, Αθήνα 1992, τόμος 2ος σελ 132
[2] «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Αθήνα 1974, τόμος Ι, σελ 52
[3] Γκοβέσης Γεώργιος, Πολιτική μεταρρύθμιση και τύπος στα Βαλκάνια. Η περίπτωση της «Σαββατιαίας Επιθεωρήσεως» στην Οθωμανική αυτοκρατορία κατά την πρώτη συνταγματική μεταρρύθμιση το 1878, Κομοτηνή 2003, σελ 155
[4] Αδελφότις εν Κωνσταντινουπόλει Ευρυτάνων , 1812-1920 Εκαντοετηρίς της εν Κωνσταντινουπόλει Αδελφότητος των Ευρυτάνων, Κωνσταντινούπολη 1920, σελ 5
[5] Γεδεών Μ.Ι, Αποσημειώματα Χρονογράφου, Αθήνα 1932,σελ 202
[6] Παπαδόπουλος Στέφανος, Αναμνήσεις από την Πόλη, Αθήνα 1978, σελ 38
[7] Παπαδόπουλος Στέφανος, όπ.παρ. σελ 35
[8] Σαρρής Νεοκλής, όπ.παρ, σελ 134
[9] Πρόκειται για την περιοχή της σημερινής πόλης Pinarhişar της Ανατολικής Θράκης
[10] Πρόκειται για το κάστρο που έχτισε το 1452 ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ο Πορθητής στην ευρωπαϊκή-θρακική πλευρά του Βοσπόρου και ακριβώς απέναντι από το κάστρο της ασιατικής πλευράς Αναντολού Χισάρ που είχε κτίσει το 1395 ο σουλτάνος Μπεγιαζήτ Α΄ο Κεραυνός, με στόχο να αποκόψει πλήρως τον ανεφοδιασμό από θαλάσσης της Κωνσταντινούπολης., βλ DICTIONNAIRE LAROUSE Ansiklopedik Sözlük, Κωνσταντινούπολη 1994 , τόμος 5 σελ 2031
[11] Πρόκειται για την αραβικής προέλευσης οθωμανική λέξη mütevelli που μεταφράζεται ως έφορος ή επιστάτης βακουφικών κτημάτων, επίτροπος εκκλησίας , έφορος σχολής, βλ Ι. Χλωρού, ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΟΥΡΚΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ, Κωνσταντινούπολη 1899, τόμος δεύτερος σελ. 1576
[12] «Ιστορικόν σημείωμα περί της κοινότητος του Βαφεοχωρίου», εν Κωνσταντινουπόλει 1934, σελ 15
[13] Γκοβέσης Γεώργιος, Πολιτική Μεταρρύθμιση και Τύπος στα Βαλκάνια. Η περίπτωση της «ΣαββατιαίαςΕπιθεωρήσεως» στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά την πρώτη Συνταγματική Μεταρρύθμιση το 1878, Κομοτηνή 2003, σελ 30
[14] «Ιστορικόν σημείωμα περί της κοινότητος του Βαφεοχωρίου», οπ.παρ, σελ 27
[15] Ατζέμογλου Νικόλαος, Τ’ΑΓΙΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, Αθήνα 1990, σελ 112
[16] Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ γεννήθηκε στο Βαφεοχώρι της Κωνσταντινούπολης τον Ιανουάριο το 1834 και το κοσμικό του όνομα ήταν Δεβετζής ή Δημητριάδης. Το 1852 χειροτονήθηκε διάκονος από το Νίκανδρο Πωγωνιανής στο Βουκουρέστι όπου και παρέμεινε ως το 1854 σπουδάζοντας και μαθαίνοντας ρουμάνικα. Από το 1854 ως το 1860 υπηρέτησε ως ιεροδιάκονος στους ελληνικούς ναούς της Βιέννης συνεχίζοντας τις σπουδές του και μαθαίνοντας γερμανικά. Ο Ιωακείμ Γ’ δεν απέκτησε συστηματική πανεπιστημιακή παιδεία αλλά μπόρεσε να την αναπληρώσει.
Πνευματικό παιδί του μητροπολίτη Κυζίκου και μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Β’, μετά την εκλογή του τελευταίου στον οικουμενικό θρόνο ο Ιωακείμ Γ’ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος (18630 και διορίστηκε μέγας πρωτοσύγγελλος.Το Δεκέμβριο του 1864 εξελέγη μητροπολίτης Βάρνης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1874 εργαζόμενος για τη συμφιλίωση Ελλήνων και Βουλγάρων. Μετά την επάνοδο του Ιωακείμ Β΄ στον οικουμενικό θρόνο ο Ιωακείμ ανέλαβε τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης (Ιανουάριος 1874) την οποία ποίμανε ως το 1878. Στις 4 Οκτωβρίου 1878 και μετά το θάνατο του Ιωακείμ Β΄ εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης. Ρύθμισε με επιτυχία πολλά διοικητικά ζητήματα και φρόντισε ιδιαίτερα για την ενίσχυση της παιδείας. Το 1880 έθεσε εκ νέου σε λειτουργία το πατριαρχικό τυπογραφείο και εξέδωσε το περιοδικό Εκκλησιαστική Αλήθεια, με διευθυντή σύνταξης το Μανουήλ Γεδεών (1883). Επίσης ίδρυσε την πατριαρχική βιβλιοθήκη, έθεσε τα θεμέλια του νέου οικοδομήματος της Μεγάλης του Γένους Σχολής στο λόφο του Φαναριού (30 Ιανουαρίου 1880) και επέκτεινε τις κτιριακές εγκαταστάσεις του Πατριαρχείου. Με έξοδα του ευεργέτη Ευστάθιου Ευγενίδη οικοδομήθηκε ιδιαίτερο ενδιαίτημα για τον Πατριάρχη καθώς και πατριαρχικό παρεκκλήσι (του Αγίου Ανδρέα). Σύστησε την κεντρική Ιερατική Σχολή και ενίσχυσε τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης βοηθώντας μάλιστα τους αποφοίτους της να συνεχίσουν σπουδές στο εξωτερικό. Το 1879 αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της σερβικής Εκκλησίας και μεταβίβασε τη μητρόπολη Δρύστρας στην Εκκλησία της Ρουμανίας. Το 1882 παραχώρησε τις μητροπόλεις Θεσσαλίας και Άρτας στην Εκκλησία της Ελλάδος μετά την προηγηθείσα ήδη πολιτική τους ενσωμάτωση. Στις 30 Μαρτίου 1884 εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση επειδή αντέδρασε σε προσπάθειες της Υψηλής Πύλης για καταπάτηση των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Ιωακείμ αποσύρθηκε αρχικά στη γενέτειρα του Βαφεοχώριο του Βοσπόρου, στη συνέχεια περιόδευσε στα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Αντιοχείας και τελικά εγκαταστάθηκε στο κελί Μυλοποτάμου της Μεγίστης Λαύρας. Στις 25 Μαρτίου 1901 επανήλθε στον οικουμενικό θρόνο. Κατά την περίοδο αυτή ο Ιωακείμ εργάστηκε για τη διατήρηση του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό και παιδαγωγικό έργο του. Απεβίωσε στις 13 Νοεμβρίου 1912 και ετάφη στο πατριαρχικό κοιμητήριο της Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή. Βλ. Τιμόθεος Μητροπολίτης Ναυπάκτου, Κατάλογος Πατριαρχών, Αθήνα 2001, σελ 2.
[17] «Ιστορικόν σημείωμα περί της κοινότητος Βαφεοχωρίου», όπ.παρ, σελ 49.

*Ο Γεώργιος Γκοβέσης γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1968, κατάγεται από την Ορεινή Κορινθία και είναι μόνιμος κάτοικος Ξάνθης. Το 1990 αποφοίτησε από το τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1993 έλαβε μεταπτυχιακό Master of Arts Πολιτικών Επιστημών από το Πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως ως υπότροφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το 2002 αναγορεύθηκε διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Βιβλία, επιστημονικές εργασίες και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στην Ελλάδα και στην Τουρκία.
Στην Ελλάδα τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Σπανίδης Ξάνθη.