Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος σε πρόσφατη συνέντευξή του, που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του Πατριαρχείου Μόσχας, είπε απίθανα πράγματα!
Μεταξύ αυτών, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, είπε ότι αν και η Εκκλησία δεν χαιρετίζει τη θανατική ποινή, ποτέ δεν την καταδίκασε εάν αυτή η ποινή εκτελείται σύμφωνα με το νόμο.
Ο επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησίας, Πατριάρχης Κύριλλος, είπε ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν καταδίκασε τη θανατική ποινή, αν και ο ίδιος υπεβλήθη αδικαιολόγητα σε αυτήν. Τόνισε ότι δεν υπάρχει άμεση απαγόρευση στη χρήση της θανατικής ποινής στην Αγία Γραφή.
Ο ίδιος ο Χριστός υποβλήθηκε παράνομα σε θανατική ποινή, και, ωστόσο, οι άγιοι απόστολοι δεν είπαν: «Μετά από τέτοια αδικία, όταν ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός υποβλήθηκε σε θανατική ποινή, πρέπει όλοι να διακηρύξουμε ότι είναι τρομερό και είναι αμαρτία να βάλεις έναν άλλον άνθρωπο σε τιμωρία με τον τερματισμό της ζωής». Τίποτα τέτοιο δεν ειπώθηκε πουθενά.
Και ο Μόσχας Κύριλλος συνέχισε: «κατά την άποψή μου, θα ήταν ιδανικό να μην υπήρχαν αφορμές για θανατική ποινή. Αλλά η Εκκλησία δεν επέμεινε ποτέ ότι αυτή η τιμωρία πρέπει να καταργηθεί, ακριβώς με βάση τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, “καὶ ἐξαρεῖτε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν”».
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι στην συζήτηση που ξεκίνησε στη Δούμα της Ρωσίας, στις 6 Ιανουαρίου 2022, για επαναφορά της θανατικής ποινής στη Ρωσική Ομοσπονδία, ο τότε πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Eκκλησιαστικών Σχέσεων (ΤΕΕΣ) του Πατριαρχείου Μόσχας, Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίων (τώρα σε αργία ως Βουδαπέστης), δήλωσε πως η επιστροφή του συγκεκριμένου μέτρου στη Ρωσία δεν χρειάζεται, καθώς δεν θα οδηγήσει σε θετικές αλλαγές στην κοινωνία και δεν θα μειώσει τον αριθμό των εγκλημάτων. Επίσης, ως ακόμα ένα επιχείρημα εναντίον της θανατικής ποινής, ο τότε Βολοκολάμσκ Ιλαρίων σημείωσε ότι δεν μπορεί ποτέ να αποκλειστεί το ενδεχόμενο δικαστικής πλάνης, αφού η θανατική ποινή είναι μη αναστρέψιμη. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτά τα τερατώδη εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη χώρα μας τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, όταν οι άνθρωποι καταδικάζονταν σε θάνατο με την ετυμηγορία μιας τρόικας, τότε που ο Ιωσήφ Στάλιν υπέγραφε λίστες εκτελέσεων. Αυτή η θλιβερή ιστορία των μαζικών εκτελέσεων και στη συνέχεια η αποκατάσταση των θανόντων, θα έπρεπε, νομίζω, να μας διδάξει ότι δεν πρέπει να επαναλάβουμε αυτά τα λάθη».
Όμως, ο στυγερώτατος φαίνεται πως έχει άλλη άποψη. Η θανατική ποινή αφού δεν απαγορεύεται ρητά στην Αγία Γραφή, μπορεί να εκτελείται αν ο ανθρώπινος νόμος το απαιτεί.
Δυστυχώς, ο Μόσχας Κύριλλος δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τα όσα αναφέρονται για την θανατική ποινή στο κείμενο του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Υπέρ της του κόσμου ζωής- Το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας».
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα, που από μόνο του παραδίδει μαθήματα θεολογίας στον στυγερώτατο:
«Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπορρίπτει τή θανατική ποινή καί τό πράττει αὐτό ἀπό βαθιά πίστη στό Εὐαγγέλιο καί κατά τό παράδειγμα τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Προβάλλοντας τούς νόμους τῆς συγχώρησης καί τῆς συμφιλίωσης ὡς τίς κύριες ἐπιταγές τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, ἡ Ἐκκλησία ὑποδεικνύει στό διηνεκές τή δυνατότητα τῆς ἐν Χριστῷ μεταμόρφωσης, ἐπιμένοντας νά παραπέμπει στήν εὐθύνη ὅλων τῶν κυβερνήσεων την περιστολή τῆς βίας μέ κάθε τρόπο. Στόν βαθμό πού ἡ θανατική ποινή, ἡ ὁποία συνιστᾶ οὐσιαστικά τό «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ», δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς μία δόκιμη ἤ ἀνεκτή πρακτική. Ἐνῶ κάποιοι ἐπιχειροῦν νά δικαιολογήσουν τή θανατική ποινή ὡς ἔκφραση ἀνταποδοτικῆς δικαιοσύνης, οἱ χριστιανοί δέν μποροῦν νά υἱοθετήσουν ποτέ τέτοιες ἀπόψεις. Στά Εὐαγγέλια, ὁ Χριστός ἐπανειλημμένα ἀπορρίπτει τήν ἀρχὴ τῆς ἀνταπόδοσης. Ζητεῖ ἀπό τούς μαθητές του ἕναν κανόνα συγχώρησης, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο ὑπερβαίνει τίς ἀπαιτήσεις τῆς «φυσικῆς» δικαιοσύνης, ἀλλά καί παραβλέπει τήν ὀργή τοῦ νόμου γιά χάρη τῆς πολύ βαθύτερης λογικῆς τοῦ ἐλέους (ὅπως στήν περίπτωση τῆς σύλληψης τῆς μοιχαλίδας γυναίκας). Καί ἡ Καινή Διαθήκη στό σύνολό της ἀπαιτεῖ συνεχῶς ἀπό τούς χριστιανούς νά προσφέρουν ἀπεριόριστη συγχώρηση. Περιστασιακά, τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή (13:1-7, ὅπου ἀναφέρεται στούς «μαχαιροφόρους», δηλαδή στούς ἀστυνομικούς τῆς ἐποχῆς του) ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ γιά νά ὑποστηριχθεῖ ἡ θανατική ποινή. Ὡστόσο, δεν ὑπάρχει λόγος νὰ ὑποθέτουμε ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας τίς γραμμές αὐτές εἶχε στόν νοῦ του τήν πρακτική τῆς θανατικῆς ποινῆς. Ἀλλά ἀκόμη καί στήν περίπτωση αὐτή, οἱ συγκεκριμένες αὐτές προτάσεις δέν καθορίζουν τίς ἀπόψεις τῶν χριστιανῶν σχετικά μέ τή χρηστή διακυβέρνηση, ἀλλά περιγράφουν τό πρότυπο τῆς εἰρηνικῆς χριστιανικῆς συμπεριφορᾶς στο πλαίσιο τῶν εἰδωλολατρικῶν κυβερνήσεων τοῦ πρώτου αἰῶνα. Ἀποτελεῖ ἁπλά ἱστορικό γεγονός, ὅτι ἡ λιγότερο ἤ περισσότερο διαδεδομένη πεποίθηση τῶν πρώτων χριστιανῶν—ἐκείνων τῶν ὁποίων οἱ κοινότητες εἶχαν γεννηθεῖ ἀπευθείας ἀπό τήν Ἀποστολική Ἐκκλησία—ἦταν ὅτι ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ νά μήν κρίνουμε τούς ἄλλους, ἀποτελούσε κάτι περισσότερο ἀπό μία ἁπλή ἀπαγόρευση ἀσκησης προσωπικῶν προκαταλήψεων. Ἐπομένως, οἱ χριστιανοί δέν ἔπρεπε νά ὑπηρετοῦν ὡς δικαστές ἤ στρατιῶτες, κυρίως ἐπειδή αὐτά τά ἐπαγγέλματα ἀπαιτοῦσαν τήν καταδίκη σέ θάνατο ἤ τήν ἐκτέλεση καταδικαστικῶν ἀποφάσεων. Ἡ ἄρνηση αὐτή συμμετοχῆς στόν πολιτικό μηχανισμό τῆς νομολογικῆς βίας ἦταν ἁπό τά διακριτικά γνωρίσματα τοῦ πρωΐμου χριστιανικοῦ κινήματος, καί ταυτόχρονα ἀντικείμενο καταφρόνησης ἀπό τήν πλευρά τῶν εἰδωλολατρῶν. Οἱ μαρτυρίες τῶν πρώτων χριστιανῶν συγγραφέων τῆς μετα-ἀποστολικῆς ἐποχῆς τό ἐπιβεβαιώνουν. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Φιλόσοφος καί Μάρτυρας βεβαιώνει ὅτι ἕνας χριστιανός θά ἐπέλεγε νά πεθάνει παρά νά ἀφαιρέσει μία ζωή, ἀκόμη καί στήν περίπτωση μιᾶς νόμιμης θανατικῆς ποινῆς. Σύμφωνα μέ τήν Ἀποστολική Παράδοση, ἡ ὁποία ἱστορικά ἀποδόθηκε στόν Ἱππόλυτο Ρώμης, ὅποιος εἶχε τήν πρόθεση νά γίνει στρατιώτης, δέν μποροῦσε νά γίνει δεκτός ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ σέ ἐκείνους πού ἦταν ἥδη στρατευμένοι κατά τήν περίοδο τῆς μεταστροφῆς τους ἀπαγορευόταν νά λαμβάνουν μέρος στήν ἐκτέλεση θανατικῆς ποινῆς, ἀκόμη καί ἐάν αὐτή εἶχε δικαίως ἐπιβληθεῖ. Ὁ Ἀρνόβιος σαφῶς δηλώνει ὅτι δέν ἐπιτρεπόταν στούς χριστιανούς νά ἐπιβάλουν τή θανατική ποινή, ἀκόμη καί ὅταν αὐτή ἦταν ἀπολύτως δίκαιη. Ὁ Ἀθηναγόρας ὑποστήριζε ὅτι ἀκόμη καί ἡ ἐκτέλεση ὅσων εἶχαν καταδικαστεῖ γιά φόνο, θά ἔπρεπε νά εἶναι κάτι τό ἀποκρουστικό γιά τούς χριστιανούς, ἐφ’ ὅσον εἶχαν τήν ὑποχρέωση νά θεωροῦν τήν ἀνθρωποκτονία ὡς μόλυνση τῆς ψυχῆς. Ὁ Μινούκιος Φῆλιξ, ὁ ἅγιος Κυπριανός καί ὁ Τερτυλλιανός, ὅλοι τους θεωροῦσαν δεδομένο ὅτι γιά τούς χριστιανούς ὁ ἀθῶος δέν θά ἔπρεπε νά σκοτώσει τόν ἔνοχο. Σύμφωνα μέ τόν Λακτάντιο, ὁ χριστιανός δέν θά μποροῦσε νά ἐκτελέσει κάποιον ἐγκληματία ὁ ὁποῖος εἶχε δικαίως καταδικασθεῖ, ἀλλά οὔτε καί νά καταδικάσει κάποιο ἄλλο πρόσωπο σέ θανατική ποινή. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι μετά τή μεταστροφή τῆς αὐτοκρατορίας, ἡ Ἐκκλησία ἔπρεπε νά δεχθεί τήν πραγματικότητα ἑνός θεσμικοῦ συστήματος νομολογίας καί ποινικῆς ἀποκατάστασης, τό ὁποῖο περιελάμβανε καί τή θανατική ποινή, ἕνα σύστημα τό ὁποῖο μποροῦσε ἡ ἴδια νά βελτιώσει μόνον σέ ὁρισμένο βαθμό. Ἄλλωστε, οἱ μεγαλύτεροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔλαβαν σθεναρή θέση ἐναντίον τῆς πλήρους ἐφαρμογῆς τοῦ νόμου περί θανατικῆς ποινῆς, ἐν μέρει ἐπειδή ἡ ποινή αὐτή ἀποτελεῖ οἰκειοποίηση τοῦ ρόλου τοῦ Θεοῦ ὡς δίκαιου κριτῆ καί ἐν μέρει, ἐπειδή δέν παρέχει εὐκαιρία μετάνοιας στόν ἐγκληματία. Σύμφωνα μάλιστα μέ τήν ἐρώτηση τοῦ ἅγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποίος ἐπευφημοῦσε τόν αὐτοκράτορα γιά τήν ἀποφυγή τῆς «νομίμου σφαγῆς» τῶν ταραξιῶν: «ὑμεῖς δέ ἄν τοῦ θεοῦ τήν εἰκόνα ἀποκτείνητε, πῶς δυνήσεσθε πάλιν ἀνακαλέσασθαι τό πεπλημμελημένον;» Ἡ ἐπικρατοῦσα ἄποψη τῶν Πατέρων ἦταν πώς, κατ’ οὐσίαν, ἡ ἀπαγόρευση τῶν ἀντιποίνων στήν Ἐπί τοῦ Ὂρους Ὁμιλία συνιστᾶ ἕνα πρότυπο γιὰ τούς χριστιανούς, τόσο στόν ἰδιωτικό, ὅσο καί στόν δημόσιο βίο, ἐπειδή ἐπάνω στόν σταυρό ὁ Χριστός τελειοποίησε τήν ἄρνηση τῆς βίας καί ἐξουθένωσε ταυτόχρονα τήν ὀργή τοῦ νόμου. Μέ τήν πάροδο τῶν αἰώνων, ὁμολογουμένως, ἡ Ἐκκλησία, καθώς προσαρμοζόταν στούς πολιτισμούς καί τίς νοοτροπίες τῶν ἡγετῶν μέ τούς ὁποίους συμμαχοῦσε, συχνά καί μάλιστα γιά μεγάλες περιόδους, λησμονοῦσε τήν προφητική ἀπέχθειά της ἀπέναντι στή θανατική ποινή. Ἐντούτοις, παραμένει ὡς ἀρχή τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῆς Ἐκκλησίας κατά τούς πρώιμους χρόνους της, ἐνῶ σήμερα μᾶς εἶναι ἀπόλυτα ἐφικτό νά ἐπαναφέρουμε αὐτό τό ἰδεῶδες στήν ἐπιφάνεια καί νά τό διατυπώσουμε ἐκ νέου εὐθαρσῶς. Ἐτσι, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει πλήρως τήν ὑποχρέωση τοῦ κράτους νά φυλακίζει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι σέ θέση νά βλάψουν τούς ἄλλους, ταυτόχρονα ζητεῖ τήν κατάργηση τῆς θανατικῆς ποινῆς σέ ὅλες τίς χώρες. Ἡ Ἐκκλησία ἀπευθύνει ἐπίσης ἔκκληση στίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων σέ ὅλο τόν κόσμο, ζητώντας τους νά ἀναγνωρίσουν πώς ἡ θανατική ποινή ἀποτελεῖ σχεδόν πάντοτε μία ποινή πού ἐπιβάλλεται σέ ὅσους δέν διαθέτουν τούς πόρους προκειμένου νά λάβουν τήν, κατά τό δυνατό, καλύτερη νομική ὑπεράσπιση, ἤ ἀνήκουν σέ φυλετικές καί θρησκευτικές μειονότητες».
Αλλά και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία απαντά στον Μόσχας Κύριλλο.
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, επί αιώνες επέτρεπε τη θανατική ποινή σε ακραίες περιπτώσεις, όμως η θέση της αυτή άρχισε να αλλάζει επί του πάπα Ιωάννη Παύλου Β’.
Το 2018 το Βατικανό ανακοίνωσε πως άλλαξε την παγκόσμια κατήχησή του, μια σύνοψη της διδασκαλίας της Εκκλησίας, ώστε να αντικατοπτρίζει την πλήρη αντίθεση του πάπα Φραγκίσκου στην εσχάτη των ποινών.
Σύμφωνα με την πρόσφατη τροποποίηση της κατήχησης, η οποία επικαλείται μια ομιλία του πάπα Φραγκίσκου, «η θανατική ποινή είναι απαράδεκτη επειδή συνιστά επίθεση στο απαραβίαστο και στην αξιοπρέπεια του προσώπου».
Η θέση αυτή επικράτησε παρά την σκληρή αντίδραση που συνάντησε από Καθολικούς σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπου πολλοί Καθολικοί υποστηρίζουν τη θανατική ποινή.
Όμως, ο Μόσχας Κύριλλος δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις γύρω από την θανατική ποινή στον χριστιανικό κόσμο. Γιατί δεν ενδιαφέρεται.
Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το δόγμα του «ρωσικού κόσμου» και η «Μεγάλη και Αγία Ρωσία».
Στην συνέντευξη που μιλάει για την θανατική ποινή ο Μόσχας Κύριλλος αποκαλύπτει αυτό που πραγματικά και μόνο τον ενδιαφέρει: «Δεν είμαστε χώρα – είμαστε μια ήπειρος, και αυτό προκαλεί θυμό. Ρίξτε μια ματιά στον χάρτη. Κατά τη διάρκεια των ακολουθιών μας ψάλλονται τα λόγια: «Από την ανατολή του ηλίου μέχρι τη δύση το όνομα του Κυρίου υμνείται» (Ψαλμ. 112:3). Εδώ “από την ανατολή του ήλιου στη δύση” είναι η Ρωσία, η μόνη χώρα στον κόσμο».
Ο στυγερώτατος Μόσχας Κύριλλος ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την δεσποτεία του! Αλλά ο Δεσπότης Χριστός του χαλάει κάπως τα σχέδια, γιατί μόνο Αυτού η δεσποτεία είναι αιώνιος.