14.2 C
Athens
Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024

Η εισήγηση του Καλλιουπόλεως και Μαδύτου Στεφάνου στην Ιεραρχία του Θρόνου

Κατά την Σύναξη των Ιεραρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που συνήλθε από την 1η έως και την 3η Σεπτεμβρίου 2024 στην Κωνσταντινούπολη, ομίλησε και ο Σεβ. Μητροπολίτης Καλλιουπόλεως και Μαδύτου κ. Στέφανος, με θέμα: «Το Τυπικόν και η Λειτουργική παράδοσις της Μεγάλης Εκκλησίας και αι εξ αυτών παρατηρούμεναι αποκλίσεις».

Παραθέτουμε στη συνέχεια την σημαντική ομιλία του Σεβ. κ. Στεφάνου, μαζί με ηχητικά και φωτογραφικά “υπομνήματα”.

Φωτό: Utku Topal / Ecumenical Patriarchate

Μητροπολίτης Καλλιουπόλεως καί Μαδύτου Στέφανος

Σύναξις Ἱεραρχίας

(2 Σεπτεμβρίου 2024)

«Τό Τυπικόν καί ἡ Λειτουργική παράδοσις τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί αἱ ἐξ αὐτῶν παρατηρούμεναι ἀποκλίσεις»

Παναγιώτατε Δέσποτα,

Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

Εὐχαριστῶ θερμότατα τήν Ὑμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα, γιά τήν τιμητική ἀνάθεση στήν ταπεινότητά μου τῆς παρούσης εἰσηγήσεως, πρός τήν σεβασμία Ἱεραρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου.

Ἐπιτρέψατέ μου, νά ἀρχίσω τήν ὁμιλία μου μέ εὐγνώμονες ἀναφορές στόν κοιμηθέντα, τόν παρελθόντα Ἰούνιο, ἐν Ἑλβετίᾳ, ἀείμνηστο Μέγα Πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Τσέτση, γόνο τῆς Πολίτικης Ρωμηωσύνης, καί στόν ἱερατεύοντα σήμερα στήν Ἀθήνα ἐπίσης ΚΠολίτη Αἰδεσιμολ. Πρωτοπρεσβύτερο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Σεραφείμ Φαράσογλου, οἱ ὁποῖοι ἀπό μικρᾶς ἡλικίας ἦταν Κανονάρχες στόν Π. Πατριαρχικό Ναό, ἐπί πατριαρχείας Βενιαμίν, δίπλα στούς Ἄρχοντες Κωνσταντῖνο Πρίγγο καί Θρασύβουλο Στανίτσα, ἀλλά ἐπίσης μέ εὐγνώμονα ἀναφορά καί στόν ἀείμνηστο Ἀρχιμανδρίτη Δοσίθεο Κανέλλο, Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Παναγίας Τατάρνης Εὐρυτανίας, ἐπίτιμο ΚΠολίτη καί λάτρη τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Σύντρεις οἱ εἰρημένοι Κληρικοί διεκρίθησαν, σύν τοῖς ἄλλοις, καί γιά τήν γνώση των στό Τυπικό καί στήν Λειτουργική καί Ἐκκλησιαστική Μουσική παράδοση τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Παραλλήλως ἀσχολήθηκαν ἐκτεταμένως μέ τίς ἐξ αὐτῶν παρατηρούμενες ἀποκλίσεις.

Τά ὅσα πρόκειται νά λεχθοῦν δέν ἔχουν ὡς σκοπό νά θίξουν πρόσωπα ἤ θεσμούς, παρά μόνον νά ἐπισημάνουν καταστάσεις, οἱ ὁποῖες, δυστυχῶς, τείνουν, σύν τῷ χρόνῳ, νά παγιωθοῦν καί ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀπόκλιση ἀπό τήν τάξη, νά θεωρηθεῖ πλέον ὡς κανόνας! Στήν καταγραφή τῆς ἀταξίας αὐτῆς συμβάλλει σημαντικῶς καί ἡ καταχρηστική προβολή, διά τοῦ διαδικτύου ἤ τῶν μέσων γενικῆς ἐνημερώσεως, εὐκαίρως-ἀκαίρως εἰκόνων καί ταινιῶν ἀπό τήν τέλεση τῆς Θείας Λατρείας, ἰδιαιτέρως δέ ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί μάλιστα κατά τήν πιό φρικτή καί ἱερή στιγμή τῆς Θ. Λειτουργίας, τήν ὥρα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων. Στό σημεῖο αὐτό θά παρακαλοῦσα θερμῶς νά δώσουμε ἰδιαίτερη προσοχή, γιά νά μήν ἀποϊεροποιεῖται, ἀκουσίως ἀσφαλῶς, τό μέγιστο τῶν ἱερῶν μυστηρίων. Βεβαίως, ἀνέκαθεν ἐγένοντο παρατυπίες, οἱ ὁποῖες ἔμεναν στήν λήθη τοῦ χρόνου. Ὅμως τά σύγχρονα ἐπικοινωνιακά μέσα, μεταφέρουν ὄχι μόνον τόν ζωοποιό λόγο τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, ἀλλά διαδίδουν ἐμφαντικῶς καί τίς ἀποκλίσεις ἀπό τήν ὀρθή λειτουργική τάξη.

            Ἔχοντας κατά νοῦ τά ἀνωτέρω, ἡ ἀνατεθεῖσα στήν ταπεινότητά μου εἰσήγηση, μοῦ παρέχει τήν εὐκαιρία τῆς ἐπισημάνσεως ὁρισμένων λειτουργικῶν παρατυπιῶν, ἐν συντομίᾳ κατά τό δυνατόν, λόγῳ τοῦ ὑπάρχοντος χρονικοῦ περιορισμοῦ.

Α.  ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

            1- Ἡ «φήμη» τοῦ Ἀρχιερέως κατά τήν Θ. Λειτουργία.

            Στήν Ἐγκύκλιο τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Δημητρίου, τῆς 25ης Ἰανουαρίου 1989, ἡ ὁποία εἶχε σταλεῖ σέ ὅλους τούς Ἱεράρχας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, μηδέ τῶν ἐν Ἑλλάδι Νέων Χωρῶν ἐξαιρουμένων, διαβάζουμε· «Προκειμένου δέ περί τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί λειτουργικῆς εὐταξίας καί ὁμοιότητος γενικώτερον, αἵτινες δέον ἵνα ὑπάρχωσι καί ἐφαρμόζωνται ἀπαρεγκλίτως ἐν ταῖς Ἐπαρχίαις τοῦ καθ’ ἡμᾶς Πατριαρχικοῦ Κλίματος, συνιστᾶται ὅπως ἐν προκειμένῳ τηρῆται τό Τυπικόν τῆς Μητρός Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, κατά τό ὁποῖον…

            Ἐν τοῖς ἱεροῖς συλλειτούργοις ψάλλεται μόνον ἡ τοῦ προεξάρχοντος Ἀρχιερέως «φήμη», οὐχί δέ καί αἱ τῶν συλλειτουργούντων Ἀρχιερέων. Βεβαίως ἐν πάσαις ταῖς περιπτώσεσιν ἁπλῶν ἀρχιερατικῶν λειτουργιῶν ἤ συλλειτουργιῶν ψάλλεται πρῶτον ἡ φήμη τοῦ κατά καιρόν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καί ἐν συνεχείᾳ ἡ φήμη τοῦ προεξάρχοντος. Ὡσαύτως ἐν ἀρχιερατικῇ λειτουργίᾳ ἤ συλλειτουργίᾳ ἔν τινι ἐπαρχίᾳ τοῦ Θρόνου ψάλλεται ἡ φήμη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, εἶτα τοῦ ἐπιτοπίου Ἱεράρχου καί, τέλος, τοῦ προεξάρχοντος Ἀρχιερέως».

            2- Ἡ μιτροφορία στά Ἀρχιερατικά συλλείτουργα.    

Συμφώνως πρός τήν ὡς ἄνω Ἐγκύκλιο· «Μίτρα καί ποιμαντορικήν ράβδον φέρει μόνον ὁ προεξάρχων τῆς ἱερουργίας Ἀρχιερεύς, οὐχί δέ καί οἱ συνιερουργοῦντες αὐτῷ Ἀρχιερεῖς· οὗτοι φέρουν ἁπλῶς ἐπανωκαλύμμαυχον καί δέν φέρουν ποιμαντορικήν ράβδον».      

            Ὡς γνωστόν, τήν ἴδια τάξη τηροῦν καί τά λοιπά τρία Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα, πρό δέ μερικῶν ἐτῶν καί ἡ Ἐκκλησία Κύπρου. Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία Βουλγαρίας, μέχρι καί τήν δεκαετία τοῦ 70, τηροῦσε τό ἴδιο τυπικό. Προφανῶς ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς Μόσχας, κατήργησε πολλά ἀπό τήν τυπική διάταξη τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς ΚΠόλεως καί υἱοθέτησε πολλά ἀπό τήν Ρωσσική ἐκκλησιαστική τάξη.[1]

            Ὁ μακαριστός Μ. Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Τσέτσης, στό ὑπό τόν τίτλο «Νεοφανεῖς Λειτουργικές Παρατυπίες» ἄρθρο του, πού ἔγραψε λίγο πρό τῆς κοιμήσεώς του, σημειώνει τά ἑξῆς· «κατά κανόνα, σέ περιπτώσεις ρχιερατικν συλλειτούργων, τηρονται παρεγκλίτως τά πρεσβεα τς ες ρχιερέα χειροτονίας, μεταξύ τν ν νεργεί Μητροπολιτν, τν ψιλῷ τῷ τίτλῳ Μητροπολιτν καί τν βοηθν πισκόπων, προεξάρχοντος το χοντος τά πρεσβεα τς χειροτονίας. Εἰρήσθω δέ ἐν παρόδῳ, ὅτι σύμφωνα μέ τήν παλαιά λειτουργική παράδοση, τήν ποία τηρον κόμη τά Πρεσβυγεν Πατριαρχεα, μόνον προεξάρχων τς πανηγύρεως εράρχης μιτροφορε καί κρατε ποιμαντορική ράβδο. Καί τοτο, διότι ατός καί μόνον ατός σταται νώπιον το Θυσιαστηρίου ες τύπον καί τόπον το Μεγάλου ρχιερέως Χριστο, προσφέρων τήν ναίμακτο Θυσία. κανονική καί λειτουργική πράξη ρίζει πως σέ μία ρχιερατική συλλειτουργία προεξάρχει μόνον Ποιμενάρχης τς τοπικς κκλησίας, νεξαρτήτως λικίας πρεσβείων χειροτονίας, καί οδείς λλος. Συναφς, καί διά τήν στορίαν, θά ταν σως χρήσιμο νά ναφερθε τι κατά τόν ορτασμό τῶν 1500 ἐτῶν τς Δν Χαλκηδόνι Οκουμενικς Συνόδου, στόν Καθεδρικό ερό Ναό τς γίας Τριάδος Χαλκηδόνος (1951), προεξάρχοντος το ἀοιδίμου Πατριάρχου θηναγόρου, κυρίαρχος Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος Θωμς δέν εχε συλλειτουργήσει μέ τόν Πατριάρχη, λλά πλς «στατο ν τ Παραθρονί φέρων ἐπανωκαλύμμαυχον» [οτε γκόλπιο φερε πί το στήθους, οτε ποιμαντορική ράβδο-μπαστούνι κρατοσε]. (Βλ. ρθοδοξία, 26, [1951] σελ. 481). Καί τοτο, διά τόν πλούστατο λόγο, τι νας Ποιμενάρχης στόν αυτο Καθεδρικό Ναό καί γενικά στήν παρχία του, δέν μπορε νά εναι «συλλειτουργός», λλά μόνο λειτουργός το Μυστηρίου τς Θείας Εχαριστίας».

            3- Στό κείμενο τοῦ Ὅρου, ἤτοι τοῦ Τόμου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ ἔτους 1666, ἐν τῇ Μοσκοβίᾳ, καί συγκεκριμένως στούς κανόνες πού ἐπρόβαλαν οἱ Πατριάρχαι Ἀλεξανδρείας Παΐσιος καί Ἀντιοχείας Μακάριος,[2] διαβάζουμε τά ἑξῆς· «Γνώριμον τοῖς πᾶσι ποιοῦμεν καί τοῦτο. Εἰς τήν Μ. Ἐκκλησίαν τῆς ΚΠόλεως καί εἰς τά λοιπά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς ἐπικρατεῖ τάξις τοιαύτη· ὅταν τύχῃ λειτουργήσαι δύο τρεῖς Πατριάρχαι ὁμοῦ, ὁ τοπικός Πατριάρχης οὐ κάθεται ἐν τῷ ἱ. Συνθρόνῳ, ἀλλά καί αὐτός κάθεται ὁμοῦ μετά τῶν ἄλλων κατά τοῦ αὐτοῦ βαθμοῦ, κατά τήν ἀδελφικήν δηλονότι ἀγάπην καί ἰσοτιμίαν. Οὕτω δέ γίνεται καί ὅταν λειτουργοῦν δύο ἤ τρεῖς Μητροπολῖται ἤ καί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς· καί ἡ τοιαύτη τάξις εἰς τήν ἁγίαν Ἀνατολικήν Ἐκκλησίαν διά τό ἀσκανδάλιστον».

             Ἐπίσης συμφώνως πρός τήν Ἐκκλησιαστική Τάξη τό Σύνθρονο δέν παραχωρεῖται ἀπό τόν κυρίαρχο Ἐπίσκοπο χάριν φιλοφρονήσεως σέ ἄλλο Ἀρχιερέα, διότι εἶναι ἀποκλειστικό δικαίωμα νά κάθεται ἐπ’ αὐτοῦ μόνον ὁ Ποιμενάρχης τῆς Ἐπαρχίας καί οὐδείς ἄλλος Ἀρχιερεύς. 

            4- Ὡσαύτως, συμφώνως πρός τήν ὡς ἄνω Ἐγκύκλιο τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Δημητρίου· «Οἱ Βοηθοί Ἐπίσκοποι κατά τε τήν τέλεσιν τῆς θ. Λειτουργίας καί κατά τάς ἄλλας ἐκδηλώσεις καί ἐμφανίσεις αὐτῶν γενικῶς φέρουσι μόνον ἐγκόλπιον, οὐχί δέ ἐπιστήθιον σταυρόν, οὔτε καί ποιμαντορικήν βακτηρίαν». Τελευταίως, ὡς μή ὤφειλε, ἡ ὡς ἄνω τάξη δέν τηρεῖται, ἀλλά ἐπιπλέον κατά τά Ἀρχιερατικά συλλείτουργα, Ἐπίσκοποι τοῦ Θρόνου μιτροφοροῦν καί φέρουν ποιμαντορική ράβδο, καί ἀντί τοῦ κυριάρχου Μητροπολίτου τῆς Ἐπαρχίας, μνημονεύουν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὅπως οἱ Μητροπολῖται.

            Ὡς πρός τό τελευταῖο, ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Δημητρίου ἀναφέρει· «Οἱ Ἐπίσκοποι καθόλου ἱερουργοῦντες ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ μέν τοῦ εἰς ὅν κανονικῶς ὑπόκεινται ΜητροπολίτουἈρχιεπισκόπου μνημονεύωσι τοῦ ὀνόματος τούτου, ἐν ἑτέρᾳ δέ ἐπαρχίᾳ τοῦ ὀνόματος τοῦ κυριάρχου τῆς ἐπαρχίας ταύτης ΜητροπολίτουἈρχιεπισκόπου, καί οὐχί τοῦ εἰς ὅν ὑπόκεινται τοιούτου, ἐν συλλειτούργῳ μετά ΜητροπολίτουἈρχιεπισκόπου τοῦ ὀνόματος τοῦ προεξάρχοντος ΜητροπολίτουἈρχιεπισκόπου, καί ἐν συλλειτούργῳ μόνον Ἐπισκόπων τοῦ ὀνόματος τοῦ τῆς ἐπαρχίας κυριάρχου ΜητροπολίτουἈρχιεπισκόπου, τηρουμένων ἐν ἑκάστῃ περιπτώσει, ὡς εἰκός, ἐν τῇ σειρᾷ ἱερουργίας τῶν πρεσβείων τῆς εἰς Ἀρχιερέα χειροτονίας τούτων».

            5- Ἐπίσης, οἱ Ἀρχιερεῖς δέν κρατοῦν μπαστούνι, ἐκτός τῶν προβλεπομένων Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ἔξω τῶν ὁρίων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Ἐπαρχιῶν των, οὔτε στό Ἅγιον Ὄρος καί στίς λοιπές Πατριαρχικές καί Σταυροπηγιακές Μονές, ἀπό σεβασμό πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Ἐξαίρεση ἀποτελοῦν τά Ἀρχιερατικά μέλη τῶν Πατριαρχικῶν Ἐξαρχιῶν, ὁσάκις μεταβαίνουν στίς Ἱερές Μονές μέ ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ὅταν Ἀρχιερεύς ἐκπροσωπεῖ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη.  

            6- Ἀρχιερεύς χοροστατῶν κατά τήν Ἀκολουθίαν τῶν Χαιρετισμῶν πρός τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἄρα κατά τήν διάρκεια Μικροῦ Ἀποδείπνου, εἰσέρχεται ἄνευ μανδύου καί πατερίτσας καί χοροστατεῖ ἀπό τοῦ παραθρονίου, δίχως νά ἀπαγγείλει ὁ ἴδιος τούς Χαιρετισμούς. Λαμβάνει δέ μέρος στήν Ἀκολουθία ἕνας μόνον Ἱερεύς. Αὐτή ἡ τάξη τηρεῖται σήμερα σχεδόν μόνον στόν Π. Πατριαρχικό Ναό, ἐνῶ στίς περισσότερες Κοινότητες τῆς Πόλεως, ἀλλά καί στίς Ἐπαρχίες τοῦ Θρόνου ἔχει πλέον ἀτονήσει.

            Συμφώνως πρός τήν «Τυπικήν Διάταξιν»[3] τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Φωτίου Β΄ (†1935)· «Χοροστασία Πατριάρχου ἐκ τοῦ Παραθρονίου τοῦ Π. Π. Ν., κατά τάς τέσσαρας στάσεις τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου, ὧν ἡ πρώτη ἀναγινώσκεται ὑπό τοῦ Μ. Ἀρχιμανδρίτου, ἡ δευτέρα ὑπό τοῦ Μ. Συγκέλλου, αἱ δέ λοιπαί δύο ὑπό τῶν Πατριαρχικῶν ἐφημερίων. Σημειωτέον ὅτι ἀπό τινος ἀταξία τις παρατηρεῖται ἐν τοῖς ναοῖς κατά τάς Ἀκολουθίας, καθ’ ἅς ἀναγινώσκονται αἱ τέσσαρες στάσεις τῶν Οἴκων τῆς Θεοτόκου, ὅτε Ἀρχιερεῖς χοροστατοῦσι μετά μανδύου καί ἀναγινώσκουσιν οἱ ἴδιοι αὐτούς, παρά τήν ἔκπαλαι κρατήσασαν συνήθειαν ἐν τῇ Μ. Ἐκκλησίᾳ».

Συμφώνως πρός τήν τυπική διάταξη, τήν Παρασκευή τό ἑσπέρας, πρό τοῦ Σαββάτου τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ὁ Ἀρχιερεύς χοροστατεῖ μετά μανδύου καί πατερίτσας ἀπό τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Θρόνου, καί ἀπαγγέλλει ὁ ἴδιος τήν πρώτη στάση τῶν Χαιρετισμῶν, πλαισιούμενος ὑπό Διακόνων μετά δικηροτρικήρων, οἱ ὁποῖοι καί θυμιάζουν κατά τήν προβλεπομένη ὥρα.

            7- Στήν εἰρημένη Ἐγκύκλιο τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Δημητρίου, διαβάζουμε· «Οὐδέποτε γίνεται ἐπίσημος Χοροστασία ἀπό τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Θρόνου ἄνευ Μανδύου καί ποιμαντορικῆς ράβδου. Ἀπό τοῦ Παραθρονίου, παρεκτός τῶν ὑπό τοῦ Τυπικοῦ προβλεπομένων τακτῶν περιπτώσεων, γίνεται Χοροστασία Ἀρχιερέως, μεθ’ ὅλων τῶν παρομαρτούντων τῷ χοροστατοῦντι Ἱεράρχῃ στοιχείων, ἄνευ ὅμως μανδύου καί ποιμαντορικῆς ράβδου». Ἐπίσης ἀπό τοῦ Παραθρονίου εὐλογεῖ ὁ Ἀρχιερεύς πάντοτε διά τῆς χειρός, οὐδέποτε δέ διά τοῦ Σταυροῦ. Τελευταίως, ὡς μή ὤφειλε, παρατηρεῖται καί στό κλῖμα τοῦ Θρόνου μία καινοφανής παρατυπία· Ἀρχιερατική χοροστασία ἀπό τοῦ Θρόνου, μετά πατερίτσας καί ἄνευ μανδύου!

            8- Ἡ ἐνεργός συμμετοχή τοῦ χοροστατοῦντος Ἀρχιερέως στήν λιτάνευση τοῦ Ἐσταυρωμένου κατά τόν Ὄρθρο τῆς Μ. Παρασκευῆς, ἤ στήν Ἀποκαθήλωση, κατά τόν Ἑσπερινό τοῦ Μ. Σαββάτου, ὅπως γίνεται σέ κάποιες Ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. 

Ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Τσέτσης ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος, στό ὑπό τόν τίτλο «Στοχασμοί γύρω ἀπό τό θέμα τῆς «Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως»» ἄρθρο του, παρατηρεῖ τά ἑξῆς·  «Ἐν τούτοις, δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἐν χρήσει σήμερα τυπική διάταξη τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ὁρίζει ὅπως, (σχετικά νέα, μόλις τό 1864 ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Σωφρόνιο θεσπισθεῖσα) τελετή τῆς περιφορᾶς τοῦ Σταυροῦ μετά τό ε΄ Εὐαγγέλιο τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Παρασκευῆς, ὅπως καί τελετή τῆς Ἀποκαθηλώσεως[4], κατά τόν Ἑσπερινό τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, γίνεται ἀπό τό Πρεσβυτέριο καί ὄχι ἀπό τόν χοροστατοῦντα Ἀρχιερέα. τυπική αὐτή διάταξη ἔχει κάποια ἐξήγηση. Καί αὐτή εἶναι ὅτι, ἐπί τοῦ Θρόνου «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ» ἱστάμενος Ἀρχιερεύς, δέν μπορεῖ νά λιτανεύει τό σῶμα Ἐκείνου τόν ὁποῖον αὐτός εἰκονίζει! Οὔτε δέ νά «ὑποδύεται» τόν ἀπό Ἀριμαθαίας Νικόδημο καί νά προβαίνει, τρόπον τινά, στήν «ἰδίαν αὐτοῦ ἀποκαθήλωση». Θά πρέπει λοιπόν ὁ Ἀρχιερεύς, στίς δύο αὐτές Ἀκολουθίες νά ἵσταται στόν Ἀρχιερατικό Θρόνο καί κατά τίς ἀνωτέρω ἱερές στιγμές νά κατέρχεται καί νά ἀποκαλύπτεται συμφώνως πρός τό Τυπικό τῆς Μ. Ἐκκλησίας.

9- Ὅταν ὁ λειτουργός Ἀρχιερεύς, ἱστάμενος ἔμπροσθεν τῆς Ὡραίας Πύλης, ἐκφωνεῖ μεγαλοφώνως τό «Κύριε, Κύριε ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ», ὁ χορός ἀπαντᾶ, ψάλλων χαμηλοφώνως τό «Ἀμήν» καί ὄχι τό «Εἰς πολλά ἔτη, Δέσποτα».[5] Ἐνῶ κατά τήν μνημόνευση τοῦ Ἀρχιερέως στά Εἰρηνικά («ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν…») καί παρόντος αὐτοῦ, ὁ χορός δέν ψάλλει τό «Εἰς πολλά ἔτη, Δέσποτα», ἀλλά τό «Κύριε ἐλέησον».

            10- Ὡς γνωστόν ἡ χειροτονία τοῦ ἀνωτέρου Κλήρου, δηλαδή Ἐπισκόπου, Πρεσβυτέρου καί Διακόνου γίνεται ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Ὡς ἐκ τούτου καί ἡ ἔνδυση τῶν ἱερῶν ἀμφίων κατά τήν χειροτονίαν πρέπει νά γίνεται ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, καί ὄχι ἐκτός αὐτοῦ. Ἐνῶ ἡ χειροθεσία τοῦ κατωτέρου Κλήρου, δηλ. Ὑποδιακόνου, Ψάλτου καί Ἀναγνώστου, γίνεται ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, στόν σωλέα, ὅπου γίνεται καί ἡ ἔνδυσή των. Κατά τήν χειροτονία, ὁ χειροτονῶν Ἀρχιερεύς καί μόνον αὐτός, δεικνύει στόν λαό μέ τήν σειρά τά τρία διακριτικά ἄμφια τοῦ κάθε βαθμοῦ ἱερωσύνης, καί ψάλλεται τό «Ἄξιος» μόνον τρεῖς φορές, μία ἀπό τό Ἱερό Βῆμα καί δύο φορές ἀπό τούς δύο χορούς. Ἐπίσης στίς χειροτονίες δέν ψάλλεται τό «Τίς Θεός μέγας». Σέ περίπτωση ἀπονομῆς ὀφφικίου στούς νεοχειροτονηθέντας Κληρικούς, τά ὀφφίκια θά πρέπει νά δίδωνται ἀπό τόν χειροτονήσαντα Ἀρχιερέα, μετά τήν ἀπόλυση τῆς Θ. Λειτουργίας.

11- Ἡ θέση τοῦ κηρύγματος στήν Θ. Λειτουργία, τό ὁποῖον τυγχάνει κατ’ ἐξοχήν ἔργον τοῦ Ἀρχιερέως, εἶναι ἀσφαλῶς μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ ἱ. Εὐαγγελίου.

            Ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Τσέτσης, στό ὡς ἄνω ἄρθρο του, ἀναφέρει· «Ἡ μετάθεση τοῦ κηρύγματος ἀπό τήν κανονική του θέση, στήν ὥρα τοῦ Κοινωνικοῦ. Τό ὅτι ἡ θέση τοῦ κηρύγματος τοῦ Θείου λόγου, εἶναι εὐθύς μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, δέν ἐπιδέχεται συζήτηση. Περί τούτου μαρτυρεῖ ἡ ἀρχαία λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας (πού, σημειωτέον, τηρεῖται μέχρι σήμερα στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅπως καί σέ πολλές ἄλλες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες), ἀλλά πρό πάντων αὐτή ἡ πρό τοῦ Εὐαγγελίου ἀναγινωσκομένη εὐχή, μέ τήν ὁποία ὁ λειτουργός δέεται ὅπως ὁ Φιλάνθρωπος Δεσπότης, «ἐλλάμψῃ… ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν τό τῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς», καί «διανοίξῃ» «τούς τῆς διανοίας ἡμῶν ὀφθαλμούς, εἰς τήν τῶν εὐαγγελικῶν (Του) κηρυγμάτων κατανόησιν». Κατανόησιν, στήν ὁποία θά συμβάλει ἀκριβῶς τό ὑπό τοῦ λειτουργοῦ ἐκφωνηθησόμενο κήρυγμα. Μέ τόν Θεῖο λόγο λοιπόν, πού πρέπει νά εἶναι κυρίως «ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν», ὁλοκληρώνεται τό πρῶτο, τό διδακτικό, μέρος τῆς εὐχαριστιακῆς Συνάξεως, ἡ λεγομένη «λειτουργία τοῦ λόγου».

            Ἡ μετάθεση λοιπόν τοῦ κηρύγματος τοῦ Θείου λόγου, ἀπό τήν φυσική του, μετά τήν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν θέση, στήν ὥρα τοῦ Κοινωνικοῦ, μέ τό ἴδιο πάντοτε πρόσχημα «νά ὑπάρχει ἐκκλησίασμα στό Ναό», ὄχι μόνο ἐπιφέρει «μιά παρέκβαση στήν ἱερουργία», καθώς εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Ἰωάννης Φουντούλης, ἀλλά καί εἶναι ἀμφίβολο ἄν «διευκολύνῃ τόν πιστό στό νά σκέπτεται ἀποκλειστικῶς καί μόνο τήν ἀθάνατο τράπεζα τοῦ Κυρίου, τῆς ὁποίας θά κληθῇ νά μετάσχῃ». Κυρίως σέ περίπτωση, κατά τήν ὁποία ὁ κηρύττων, ἀντί νά ἑρμηνεύει τόν Θεῖον λόγον, φληναφεῖ ἀσυνάρτητα (σύνηθες φαινόμενο!), ἤ προβαίνει σέ κοινωνικοπολιτικά «μανιφέστα», (καί τοῦτο ὄχι σπάνιο δεῖγμα «κηρυκτικῆς δεξιοτεχνίας»!), πού δέν ἁρμόζουν μέ τήν ἱερή στιγμή τῆς περισυλλογῆς τοῦ πιστοῦ καί τῆς προετοιμασίας του νά προσέλθει «μετά φόβου Θεοῦ» στήν Θεία Κοινωνία».

            Θά μποροῦσε, κατ’ οἰκονομίαν καί μόνον, διά λόγους ποιμαντικούς, τό κήρυγμα νά γίνεται στό τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας καί ὅταν τό Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας ἔχει ἤδη ὁλοκληρωθεῖ.

            12- Ἡ ἀνάγνωση τῆς Συγχωρητικῆς Εὐχῆς ὑπό τοῦ λειτουργοῦ πρό τῆς Θ. Μεταλήψεως – Μία αὐθαίρετη παρεμβολή στήν Θ. Λειτουργία.

            Ἴσως ἐξ ἐπιδράσεως κάποιων Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἐκτός αὐτοῦ, ὅπου ὅταν μεταβαίνουν Ἀρχιερεῖς πρός τέλεση πανηγύρεων, διαβάζουν τήν συγχωρητική εὐχή στούς ἤδη καθ’ ἑκάστην ἐξαγορευομένους τούς λογισμούς των καί ἐξομολογουμένους Μοναχούς, στόν Γέροντα-Ἡγούμενο τῆς Μονῆς, εἰσάγουν κάποιοι Κληρικοί τήν ἀνάγνωση αὐτῆς πρό τῆς Θ. Μεταλήψεως στούς ἐνοριακούς Ναούς.

            Ἐπί τοῦ θέματος τούτου, ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ Μ. Πρωτοσυγκέλλου Μαξίμου Γεωργιάδου, μετέπειτα Μητροπολίτου Λαοδικείας, στό ἐπίσημο Περιοδικό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «Ὀρθοδοξία»,[6] εἶναι σαφής· «… διἀναγνώσεως, πολλάκις, μόνον τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς ἐπί πλειόνων χριστιανῶν. ἀντικατάστασις οὕτω τῆς κατἰδίαν ἐξομολογήσεως διά τῆς ὁμαδικῆς τοιαύτης, ἀποτελεῖ κατάργησιν τῆς ἐξομολογήσεως, ὡς μή γινομένης κατά τήν ἐκκλησιαστικήν τάξιν καί τό ποιμαντορικόν πνεῦμα, καταργουμένης δέ τῆς ἐξομολογήσεως οἱ μεταλαμβάνοντες «κρῖμα ἑαυτοῖς ἐσθίουσι καί πίνουσι», κατά τούς ἀποστολικούς λόγους, «μή διακρίνοντες τό σῶμα καί αἷμα τοῦ Κυρίου». Τούτων ἕνεκα καί πρός θεραπείαν ἅμα τῆς ὅπως ποτέ ἐμφιλοχωρησάσης καί παρἡμῖν κακῆς συνηθείας τοῦ ποιεῖσθαι τήν ἱεράν ἐξομολόγησιν ὑπό τοῦ ἱερουργοῦντος ἱερέως ὁμαδικῶς, μετά τό πέρας τῆς θ. Λειτουργίας καί ἀμέσως πρό τῆς Θείας Μεταλήψεως, γνωρίζομεν, σεπτῇ ἐντολῇ, τοῖς εὐλαβεστάτοις ἱερεῦσιν, ὅτι ἀπό τοῦδε καί ἑξῆς αὐστηρῶς ἀπαγορεύεται ἐλλειπής τέλεσις τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερᾶς μετανοίας».

Φωτό: Utku Topal / Ecumenical Patriarchate

            Β. ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

1- Διάκονος, μή ψαλλομένης Μεγάλης Δοξολογίας, στόν Ὄρθρο, δέν λαμβάνει μέρος στίς Ἀκολουθίες. Ὅπως π.χ. στήν Ἀκολουθία τήν ἐπιλεγομένη τοῦ «Νυμφίου», τό ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων, τό ἑσπέρας τῆς Μ. Δευτέρας καί τῆς Μ. Τρίτης. Αὐτή ἡ τάξη εἶναι καταγεγραμμένη στό βιβλίο τῆς Μ. Ἑβδομάδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, «Ἁγία καί Μεγάλη  Ἑβδομάς, καταρτισθεῖσα κελεύσει τοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ Γ’, 1906». Ὡς γνωστόν, αὐτό τό βιβλίο ἔχει ἐπανεκδοθεῖ, μέ ἐλάχιστες τροποποιήσεις, ἀπό τόν ἐν Θεσσαλονίκῃ Ἐκδοτικό Οἶκο Ρηγοπούλου. «Ἐν τῇ Μ. τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ τό ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων κλπΛαβών δέ καιρόν μόνος Μ. Ἀρχιμανδρίτης ποιεῖ εὐλογητόν». Κατά τίς Ἀκολουθίες αὐτές ὁ Ἀρχιερεύς ἵσταται στό Παραθρόνιο, ἄνευ μανδύου, ἀντί δέ ἐγκολπίου φορᾶ ἐπιστήθιο σταυρό καί κρατεῖ χαζράνιο. Τό ἑσπέρας τῆς Μ. Πέμπτης, στήν Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Παθῶν, ἄν καί δέν ψάλλεται Μ. Δοξολογία, παρά ταῦτα λαμβάνει μέρος καί Διάκονος. Ἐπίσης ὁ Διάκονος δέν λαμβάνει μέρος στούς Ἑσπερινούς πού δέν ἔχουν εἴσοδο, π.χ. τῶν δύο Ψυχοσαββάτων κλπ., ἀλλά οὔτε καί στούς Παρακλητικούς Κανόνες πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τόν Δεκαπενταύγουστο.

            2- Στήν Μεγάλη Ἐκκλησία, ἡ Μετάληψη τῶν συμπροσευχομένων Κληρικῶν, Διακόνων, Πρεσβυτέρων, ἀκόμα καί Ἀρχιερέων, γίνεται μετά ἀπό τόν τελευταῖο διακονήσαντα Διάκονο, καί ὄχι πρό αὐτοῦ.

            Ὁ μακαριστός Ἀρχιμανδρίτης Δοσίθεος Κανέλλος ἀναφέρει· «Τοῦτο γάρ ὑπερθαυμάζοντες πολλάκις εἴδομεν ἐν ταῖς αὐλαῖς τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ μητρός Ἐκκλησίας, ὅπου Ἐπίσκοποι μή λειτουργήσαντες ἐκοινώνουν ὕστερον ἀπό τόν Διάκονον».  

3- Συχνά παρατηρεῖται τόσον πρό τῆς ἐνάρξεως, ὅσον καί μετά τό τέλος τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, οἱ Κληρικοί νά ἀποθέτουν τά ἱερά ἄμφιά των ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπερ καί ἄτοπον. Ἀξιοσημείωτος τυγχάνει ἡ παρατήρηση τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιμανδρίτου Δοσιθέου Κανέλλου ἐπί τοῦ ζητήματος· «Χρῆ δέ γινώσκειν ὅτι οὐδέποτε ἀποτίθενται τά πρός ἔνδυσιν ἱερά ἄμφια, εἴτε ἱερέως εἴτε Ἐπισκόπου, ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Τοῦτο ἀνοίκειον καί πανυπερασεβέστατόν ἐστιν. Ὁμοίως ἐννοεῖται καί κατά τήν ἀπέκδυσιν, ὅπου τινές ἀδεῶς καί ὑπερφιάλως τακτοποιοῦσι καί διπλοῦσι τά ἑαυτῶν ἄμφια. Ἐάν Ἐπίσκοπος ἔνδοθεν τοῦ Ἱερατείου ἐνδυθῇ, τότε τίθεται εἰδικόν χθαμαλόν τετραπόδιον ἔμπροσθεν ἐκ πλαγίου τῆς ἁγίας Τραπέζης, ἔνθα ἀποτίθενται τά ἱερά ἄμφια· οὕτω γάρ ποιοῦσι καί ἐν τῇ Μεγάλῃ ἐν ΚΠόλει Ἐκκλησίᾳ».

            4- Κατά τήν περίοδο τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου καί ἀπό τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου μέχρι καί τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ, δέν τελοῦνται Μνημόσυνα, μετά παραθέσεως κολλύβων, συμφώνως πρός τό Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχουν πολλές σχετικές Ἐγκύκλιοι τῆς Μ. Πρωτοσυγκελλίας, περί τοῦ πότε μποροῦν νά τελεσθοῦν τά ἱ. Μνημόσυνα. Δυστυχῶς αὐτή ἡ τάξη δέν τηρεῖται σέ πολλά μέρη.

            5- Ἡ Ἀρτοκλασία τελεῖται κατά τόν Ἑσπερινό. Κατ’ ἐξαίρεση δύναται νά τελεσθεῖ στό τέλος τοῦ Ὄρθρου καί ὄχι στό τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας.

            Ἔτσι συνηθίζεται σήμερα στόν Π. Πατριαρχικό Ναό, τήν ἡμέρα τῆς ἐτησίας πανηγύρεώς του, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Βλέπετε τήν ὡς ἄνω «Τυπικήν Διάταξιν» τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Φωτίου Β’.

Ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Τσέτσης ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος παρατηρεῖ τά ἑξῆς· «Ἡ εὐλογία τῶν ἄρτων (Ἀρτοκλασία) στό τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας. Ἡ πανάρχαια αὐτή λειτουργική πράξη, πού ἀνάγεται στούς χρόνους τῆς πρωτογενοῦς Ἐκκλησίας καί ἀποτελεῖ κατάλοιπο τῶν «ἀγαπῶν» τῶν πρώτων χριστιανικῶν κοινοτήτων, ἀνέκαθεν εἶχε συνδεθεῖ μέ τήν ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ τῶν Ὁλονυκτιῶν, καί δέν εἶχε καμμία ἀπολύτως σχέση μέ τήν Θ. Λειτουργία. Ἐτελεῖτο κυρίως σέ πανηγύρεις Ναῶν καί Μονῶν, εἰς ἀνάμνησιν τοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ θαύματος τοῦ πολλαπλασιασμοῦ ἀπό τόν Κύριο τῶν πέντε ἄρτων, εἰς εὐλογίαν δέ, ἀλλά καί θρέψιν, ἐκείνων πού συμμετεῖχαν στήν μακρά καί ἐξαντλητική ὁλονύκτιο ἀγρυπνία. Ὁ ἄρτος, ἐξ ἄλλου, ὡς βασικό στοιχεῖο τῆς σιτήσεως τοῦ ἀνθρώπου,  πάντοτε «ἀπήλαυε… τῆς δεούσης τιμῆς ἐν τῷ χριστιανισμῷ, ἐν τῷ ὁποίῳ ἐθεωρήθη ὡς τό κατ’ ἐξοχήν ὑπό τοῦ Κυρίου εὐλογηθέν εἶδος διατροφῆς»[7].

Στή σημερινή λειτουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας, εὐλογία τῶν πέντε ἄρτων, καί τῶν λοιπῶν βασικῶν στοιχείων διατροφῆς τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ σίτου, δηλ., τοῦ οἴνου καί τοῦ ἐλαίου, συνεχίζει νά γίνεται σέ πανηγυρικούς Ἑσπερινούς, σέ Ὁλονυκτίες, ὅπως καί σέ Ὄρθρους μεγάλων ἑορτῶν, μέ τήν εὐχή ὅπως « εὐλογῶν καί ἁγιάζων τά σύμπαντα» Χριστός, εὐλογήσει τούς προσφερομένους ἄρτους, καί ἁγιάσει τοιουτοτρόπως «τούς ἐξ αὐτῶν μεταλαμβάνοντας πιστούς δούλους» Του[8].   

Ἄν ὅμως σέ πανηγύρεις Ναῶν, τέλεση τῆς Ἀρτοκλασίας στό τέλος τοῦ Ὄρθρου μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτή κατοἰκονομίαν, πρέπει νά θεωρηθεῖ ὀθνεία καί ἐκτός τόπου καί χρόνου, εὐλογία καί κλάσις τῶν ἄρτων στό τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας, μετά δηλαδή τήν κλάσιν καί τόν καθαγιασμόν τοῦ εὐχαριστιακοῦ «Ἄρτου τῆς ζωῆς»[9]. Ὅπως ἔλεγε πολύ εὔστοχα ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων Δωρόθεος, «τό ἔλασσον δέν ἕπεται τοῦ μείζονος»! Ἡ Θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ τήν κατακλεῖδα καί τό ἐπισφράγισμα τοῦ ἡμερησίου λατρευτικοῦ κύκλου. Ὡς ἐκ τούτου, δέν ἐπιδέχεται κανένα «συμπλήρωμα» τύπου Ἀρτοκλασίας, δοθέντος ὅτι μετά τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἀναιμάκτου Θυσίας, «ἤνυσται καί τετέλεσται» τό μυστήριον τῆς Θείας Οἰκονομίας, οἱ δέ μετασχόντες σ’ αὐτήν, εἶδαν τῆς «Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ τόν τύπον», ἐνεπλήσθησαν τῆς ἀτελευτήτου ζωῆς Του, καί ἀπήλαυσαν τῆς ἀκενώτου Του τρυφῆς[10]» .

6- Ὡς πρός τήν ψαλμωδία τῶν Ἐγκωμίων, κατά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στό Τυπικό τῆς Μ. Εκκλησίας (τοῦ πρωτοψάλτου Γεωργίου Βιολάκη) διαβάζουμε τά ἑξῆς· «Εὐθύς μετά τήν Καταβασίαν τῆς Θ’ συνηθίζεται ἐνιαχοῦ, ὅπου πανηγυρίζει ἡ ἑορτή αὕτη μεγαλοπρεπῶς, πρός πλείονα τάχα δόξαν καί τιμήν τῆς Θεοτόκου, ἵνα ψάλλωνται τά λεγόμενα ἐγκώμια τῆς Παναγίας, κατά μίμησιν τῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν, τῶν ψαλλομένων ἐν τῷ Ὄρθρῳ τοῦ Μ. Σαββάτου. Ἡ Μ. Ἐκκλησία κατακρίνουσα πᾶν ὅ,τι καινοφανές καί κακόζηλον, ἔστω καί γινόμενον πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου, ἀποδοκιμάζει ταῦτα ἐπισήμως καί ἀπαγορεύει μάλιστα αὐστηρῶς». Ἐπίσης, γιά τά Ἐγκώμια στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ὑπάρχουν καί ἀπαγορευτικές Ἐγκύκλιοι τῆς Μ. Πρωτοσυγκελλίας. Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἦταν πάντοτε καί εἶναι ἀντίθετη στούς θεατρινισμούς καί στίς συναισθηματικές ἐξάρσεις.

            7- Περί νέων Ἀπολυτικίων. Τί εἶναι ὀρθότερο· νά ψάλλουμε γιά κάθε Ἅγιο ἰδιαίτερο Ἀπολυτίκιο ἤ νά ἀρκούμεθα στά κοινά, πού περιέχονται στά παλαιά Ὡρολόγια καί Μηναῖα;

            Ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ εἶναι γνωστή ἡ θέση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅπως ἀναγράφεται καί στήν Ἐπετηρίδα αὐτοῦ, τοῦ τρέχοντος ἔτους 2024, συμφώνως πρός τήν ληφθεῖσα Ἀπόφαση τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, κατά τήν συνεδρίαν τῆς 10ης Ἰανουαρίου 2023. Ἐκεῖ σημειώνεται χαρακτηριστικῶς· «Ἐπειδή ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων παρετηρήθη μία οὕτως εἰπεῖν ἀκαταστασία, ὡς πρός τήν χρῆσιν νέων κυρίως Ἀπολυτικίων, διά τούς ἀπ’ αἰώνων ἐν τῇ ὑμνολογίᾳ «δεδοξασμένους Ἁγίους» (διά τούς ἔχοντας δηλ. Δοξαστικόν εἰς τόν Ἑσπερινόν καί, συνεπῶς, συμφώνως πρός τό Τυπικόν τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ψαλλομένου ἰδίου αὐτῶν Ἀπολυτικίου), ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, συνοδικῇ ἀποφάσει, ἐφιστᾷ στοργικῶς τήν προσοχήν πάντων τῶν εὐσεβῶν τέκνων αὐτῆς, τῶν εὐλαβουμένων τήν χάριν τῶν Ἁγίων τούτων, προτρεπομένη καί συνιστῶσα ἐκθύμως τήν χρῆσιν τῶν κοινῶν Ἀπολυτικίων, τῶν ψαλλομένων εἰς ἑκάστην κατηγορίαν Ἁγίων (ὡς ἐπί παραδείγματι, εἰς Προφήτας, «Τοῦ προφήτου σου…. τήν μνήμην»· εἰς Ἀποστόλους, «Ἀπόστολε ἅγιε…»· εἰς ἄνδρας Μάρτυρας, «Ὁ μάρτυς σου, Κύριε, …»· εἰς γυναῖκας Μάρτυρας, «Ἡ ἀμνάς σου, Ἰησοῦ, …», κ.ο.κ.), ὡς γνωστῶν καί προσφιλῶν τοῖς πᾶσι τροπαρίων, προκειμένου οἱ πιστοί νά δύνανται νά ἄδωσι τά ἀπ’ αἰώνων σοφῶς ὑπό τῶν πατέρων ἡμῶν παραδεδομένα, ἅτινα καταχωροῦνται ἐν τῷ Μεγάλῳ Ὡρολογίῳ, συμμετέχοντες τοιουτοτρόπως εἰς τήν τιμήν καί ὑμνολόγησίν των ἐν Ἐκκλησίαις, καί ἀποφεύγοντες τήν εἰσαγωγήν νεοφανῶν τοιούτων».

            Δυστυχῶς στά προσφάτως ἐπανεκδοθέντα ὑπό τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Μηναῖα, στά ὁποῖα μάλιστα ἀναγράφεται στήν πρώτη σελίδα· «διορθωθέν τό πρίν ὑπό Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανοῦ, τοῦ Ἰμβρίου, καί παραὐτοῦ αὐξηθέν τῇ τοῦ Τυπικοῦ Προσθήκῃ κατά τήν διάταξιν τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἧς  τῇ ἐγγράφῳ ἀδείᾳ ἀναθεωρηθέν καί ἀκριβῶς ἐπιδιορθωθέν, ἐκδίδεται νῦν ὑπό τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας μετά προσθήκης Ἀπολυτικίων», ἔχει παρουσιασθεῖ ἕνα ἐπιπλέον πρόβλημα. Ἀκόμα καί σέ Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι «δεδοξασμένοι», δηλ. Ἅγιοι οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν Δοξαστικό στόν Ἑσπερινό καί, συνεπῶς, συμφώνως πρός τό Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, δέν μπορεῖ νά ἔχουν δικό τους Ἀπολυτίκιο, ἔχουν προστεθεῖ γιά κάθε ἡμέρα, στό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, νέα Ἀπολυτίκια, ποιηθέντα ὑπό τοῦ Ἁγίου Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, μέ ἀποτέλεσμα νά ψάλλωνται ἀπό τούς μή γνωρίζοντας ἐπαρκῶς τό Τυπικό, Κληρικούς καί κυρίως Ψάλτες. Ἔτι περαιτέρω, θά πρέπει νά ἐπισημανθεῖ καί τό γεγονός ὅτι στήν τελευταία ἔκδοση τοῦ Μεγάλου Ὡρολογίου ὑπό τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἀνεγράφησαν πλήθη νέων Ἀπολυτικίων καθ’ ἑκάστην ἡμέραν. Π.χ. γιά τόν ἴδιο Ἅγιο καταγράφονται δύο καί τρία Ἀπολυτίκια! Καλόν θά ἦταν ἡ «Ἀποστολική Διακονία» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στίς νεώτερες ἐκδόσεις τῶν Μηναίων καί τοῦ Μ. Ὡρολογίου νά ἀπαλείψει τά ἐν λόγῳ νέα Ἀπολυτίκια, διότι σύν τῷ χρόνῳ θά παγιωθεῖ αὐτή ἡ παρατυπία.

            Ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ εἶναι ἄκρως διαφωτιστικά, τά ὅσα γράφει ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής Ἰωάννης Φουντούλης[11]· «Aὐτός ἦταν ἐμφανής σκοπός τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἠθελημένα κρατοῦσε συνεσταλμένο τόν ἀριθμό τῶν ἀπολυτικίων καί ὅταν χρησιμοποιοῦσε ἀπολυτίκιο ἕνα γιά πολλούς ἁγίους. Δέν ἦταν δεῖγμα πτωχείας καί ὑμνογραφικῆς στειρότητος, ἀλλά καρπός σοφίας καί προνοίας. Ὁ πλοῦτος τῶν τροπαρίων, στιχηρῶν, ἀποστίχων, δοξαστικῶν, καθισμάτων, κανόνων, κοντακίων καί ἐξαποστειλαρίων, πού προϋπέθετε χρήση βιβλίων, γνώση καί περίτεχνο ψαλμῳδία, τιθασσευόταν στήν περιληπτική σύνθεση ἑνός ἀπολυτικίου, τοῦ κατ’ ἐξοχήν «τροπαρίου», γιά τήν εὔκαιρη χρήση ἀπό μνήμης ἀπό τούς πολλούς ἐντός καί ἐκτός τοῦ ναοῦ. Μέ τήν πλήθυνσή τους κινδυνεύει τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νά μή γνωρίζει καί νά μή μπορεῖ νά συμψάλλει οὔτε τά ἁπλᾶ καί στοιχειώδη ἀπολυτίκια, πού ἀπό ὅλους, γιά τούς λόγους πού προείπαμε, ἦταν γνωστά καί εὔχρηστα». 

                  8- Περί τοῦ ὕφους τῶν Ἀρχιερατικῶν καί Ἱερατικῶν λειτουργικῶν ἐκφωνήσεων.

            Κατά τήν προαναφερθεῖσα Ἐγκύκλιο τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Δημητρίου· «Τό ὕφος τῶν Ἀρχιερατικῶν καί Ἱερατικῶν λειτουργικῶν ἐκφωνήσεων καί γενικῶς τέλεσις τῆς θ. Λειτουργίας εἰς ,τι ἀφορᾷ εἰς τό Ἀρχιερατικόν καί ἱερατικόν μέρος, δέον ὅπως ὧσι σύμφωνα πρός τήν ἐν Φαναρίῳ σεμνότητα, σοβαρότητα καί ἁπλότητα τῆς Ὀρθοδόξου λειτουργικῆς παραδόσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου». Πρέπει δηλαδή, κατά τό δυνατόν, οἱ ἐκφωνήσεις τῶν Κληρικῶν νά εἶναι σέ ἀπέριττο, ἀρχαῖο, κλιτόν ὕφος, ὅπου ἡ ἁπλότης καί ἡ κατάνυξη διασώζεται, ἄνευ μακρῶν καί ἐκτεταμένων ἐκφωνήσεων, ἐξεζητημένης μουσικῆς ἀπαγγελίας καί ἐπιδείξεως φωνητικῶν δυνατοτήτων. Ἡ Θ. Λειτουργία δέν εἶναι μελόδραμα, ἀλλά μυστήριον μυστηρίων.

            Ἐπίσης, ἡ ἀπαγγελία τῶν προεστωτικῶν «Φῶς ἱλαρόν», «Καταξίωσον», «Πιστεύω», «Πάτερ ἡμῶν» κλπ., πρέπει νά εἶναι στήν βάση τοῦ ἴσου, πάντοτε σέ ἁρμονία μέ αὐτά τά ὁποῖα προηγοῦνται καί ἕπονται, ὅπως πράττει ὁ Παναγιώτατος Πατριάρχης μας, ὅταν χοροστατεῖ, κατά τίς Ἱερές Ἀκολουθίες καί τήν Θ. Λειτουργία. Ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Χαιρετισμῶν θά πρέπει νά εἶναι σέ κλιτόν ὕφος, ἄνευ κορώνων καί ἐπιτηδευμένων μελῶν, γιά νά ἐπιτυγχάνεται ἱεροπρεπής, σύντομη καί εὐκρινής ἐκφορά τοῦ λόγου. Παράδειγμα πρός μίμησιν ἀποτελεῖ ἡ ἀνάγνωση, ἐπίσης ἀπό τόν Παναγιώτατο, τῶν Χαιρετισμῶν καί τοῦ α’ Εὐαγγελίου τῶν Ἁγίων Παθῶν, τό ἑσπέρας τῆς Μ. Πέμπτης, σέ λιτό, ἀρχαῖο, κλιτόν ὕφος, καί ὄχι χῦμα, ὅσο κουραστικό καί ἄν εἶναι γιά τόν ἴδιο, λόγῳ τῆς μακροσκελοῦς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς.

[Ὑπάρχει ἠχογράφηση στό Ναΰδριο τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης, κατά τήν Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν, τοῦ ἔτους 1962, ὅπου ὁ χοροστατῶν ἀείμνηστος Σχολάρχης Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Μάξιμος Ρεπανέλλης, ἀπαγγέλλει τούς Χαιρετισμούς σέ «κλιτόν ὕφος».]

[Ἐπίσης, σέ ἄλλη ἠχογράφηση στόν Π. Πατριαρχικό Ναό, κατά τήν Ἀκολουθία τοῦ «Νυμφίου», τό ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων, τοῦ ἔτους 1981, χοροστατοῦντος τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Δημητρίου, ὁ μακαριστός Μ. Ἐκκλησιάρχης Γερμανός Ἀνδρεάδης, ἀπαγγέλλει τούς Βασιλικούς Ψαλμούς «Ἐπακούσαι σου Κύριος» κατά τόν ἴδιο παραδοσιακό τρόπο.]

            Συναφῶς, ἀξία θαυμασμοῦ τυγχάνει ἡ ἀνάγνωση τῶν Ἱερῶν Εὐαγγελίων τῆς Ἀκολουθίας τῶν Ἁγίων Παθῶν, ἀπό παλαιούς Ἱεράρχας τοῦ Φαναρίου, στόν Π. Πατριαρχικό Ναό, σέ μία ἠχογράφηση τῆς Μ. Πέμπτης, τοῦ ἔτους 1961, ὅπου ὅλοι οἱ Φαναριῶτες Ἀρχιερεῖς, μηδενός ἐξαιρουμένου, ἀναγινώσκουν κατά τόν ἴδιο παραδοσιακό τρόπο, σέ κλιτόν μέλος, τά Ἱερά Εὐαγγέλια. Σέ αὐτό ἀσφαλῶς, μεταξύ ἄλλων, συνέβαλε καί ἡ φοίτησή των στήν Ἱερά Θεολογική Σχολή  Χάλκης, ὅπου ἐδίδασκαν ἐκκλησιαστική μουσική κορυφαῖοι Μουσικοδιδάσκαλοι τῆς ΚΠόλεως, κατά τόν 20ο αἰῶνα, οἱ ἀείμνηστοι Γεώργιος Πρωγάκης, Ἄρχοντες Πρωτοψάλτες τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας Ἰάκωβος Ναυπλιώτης, Κωνσταντῖνος Πρίγγος καί Βασίλειος Νικολαΐδης, ἀλλά καί ὁ ἀείμνηστος Μιχαήλ Χατζηαθανασίου. Ἀσχέτως ἐάν ὅλοι οἱ μαθητές τῆς Σχολῆς ἦταν καλλίφωνοι ἤ ἔδειχναν ἐνδιαφέρον καί ἦταν γνῶστες τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς ἤ ὄχι, παρά ταῦτα εἶχαν τήν εὐκαιρία τῆς κοινῆς λατρείας στίς καθημερινές ἀκολουθίες, στό Ναΰδριον τῆς Σχολῆς, ὅπου, ἔστω καί πρακτικῶς, ἀποκτοῦσαν μεγάλη ἐξοικείωση καί ἐμπειρία στήν τέλεση τῆς Θείας Λατρείας. Πολύ χαρακτηριστικά ἔχει τονίσει ὁ Παναγιώτατος, τόν περασμένο Ἰούλιο, κατά τόν ἑορτασμό τῆς ἑκατονταετηρίδος τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πριγκηποννήσων, τά ἑξῆς· «Εἰς τήν Θεολογικήν μας Σχολήν ἴσχυε τό Πατερικόν, ὅτι ἡ «πρᾶξις» εἶναι «ἐπίβασις» τῆς «θεωρίας». Ἐκ τῆς μετοχῆς εἰς τήν λειτουργικήν, κοινοβιακήν καί ἀσκητικήν ζωήν, ἐδιδάχθημεν νά ἀνιχνεύωμεν ὁλόκληρον τήν πίστιν καί τήν θεολογίαν μας εἰς τό ράσον, τό πετραχήλι, τήν κανδήλαν, τό κερί, τό θυμίαμα, εἰς τούς ἐκκλησιαστικούς ὕμνους καί τήν ψαλμῳδίαν, εἰς τήν γλυκύτητα τῶν ἱερῶν προσώπων εἰς τάς εἰκόνας. Ἡ καθημερινή λατρευτική ἐμπειρία ἦτο ὁ ἀσφαλέστερος καί πληρέστερος τρόπος οἰκειώσεως τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεώς μας. Αὐταί συνδέουν, ἑνώνουν καί χαρακτηρίζουν ὅλους τούς Χαλκίτας». Ὁ δέ ἀείμνηστος Καθηγητής τῆς Σχολῆς Ἄρχων Βασίλειος Σταυρίδης, μᾶς ἔλεγε χαρακτηριστικά· « Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης ἦταν ἕνα μικρό Πατριαρχεῖο».

9- Kατά τούς Μεγάλους Ἑσπερινούς τά καινοδιαθηκικά ἀναγνώσματα διαβάζονται, ἐλαφρῶς ἐμμελῶς, ὅπως τό Ἱ. Εὐαγγέλιο, σέ κλιτόν ὕφος, ἐνῶ τά παλαιοδιαθηκικά, δηλ. οἱ Προφητεῖες, διαβάζονται πιό ἁπλᾶ, τουτέστιν χῦμα.  

            Παναγιώτατε Δέσποτα,

            Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

            Ὑπάρχουν κάποιες τυπικές διατάξεις καί λειτουργικές παραδόσεις τῆς Μ. Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες σύν τῷ χρόνῳ ἔχουν πλέον ἀτονήσει στούς Ναούς τῆς ΚΠόλεως, ἀλλά καί σ’ αὐτόν ἀκόμη τόν Π. Πατριαρχικό Ναό, καί ταπεινῶς φρονῶ, ὅτι θά ἦταν καλό, γιά τήν ἱστορία καί μόνον, ἡ σύντομη ἀναφορά των:

            1) Μέχρι καί τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος, στόν Π. Πατριαρχικό Ναό δέν ἐψάλλοντο πανηγυρικῶς σέ διάφορους ἤχους, τά «Λειτουργικά», δηλαδή τό «Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα», «Ἔλεον εἰρήνης», «Ἅγιος, Ἅγιος», «Σέ ὑμνοῦμεν» κλπ, ἀλλά ἐλέγοντο μέ ἐμμελῆ ἀπαγγελία σέ «κλιτόν ὕφος».Στήν Ἐγκύκλιο τῆς Μ. Πρωτοσυγκελλίας τοῦ ἔτους 1880,[12] διαβάζουμε· «Ἀπαγορεύονται πρός τούτοις καί τά λεγόμενα λειτουργικά. Ἀνταποκρίνονται δέ τῷ ἱερεῖ οἱ Χοροί ἐν ταῖς ἐκφωνήσεσιν αὐτοῦ διά ταπεινῆς καί ἡσύχου μονῳδίας κατά τό ἔθιμον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας». Ἐπίσης, στήν Ἐγκύκλιο τοῦ Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου Χρυσοστόμου, κοιμηθέντος ὡς Μητροπολίτου Σμύρνης, τοῦ ἔτους 1901, διαβάζουμε· «Ἔστω δέ γνωστόν ὑμῖν πρός τούτοις ὅτι πάντα καθόλου τά κατά ποικίλους ἤχους ψαλλόμενα λειτουργικά, Κύριε ἐλέησον, Παράσχου Κύριε κτλ. ὁριστικῶς ἀπαγορεύονται καί ὀφείλετε ἄρα χῦμα, ὡς ἡ ἀρχαία τάξις, ἀντιφωνεῖν ταῖς τοῦ ἱερέως ἤ τοῦ διακόνου ἐκφωνήσεσι». Ἕνα δέ παλαιό χειρόγραφο τῆς Μ. Ἀρχιδιακονίας ὑπό τόν τίτλο, «Τά ἐπί χοροστασίᾳ Πατριάρχου Τυπικά καθήκοντα τῶν χορῶν τῶν ψαλτῶν ἔν τε τῷ Ἑσπερινῷ, τῷ Ὄρθρῳ καί τῇ θ. Λειτουργίᾳ» γράφει τά ἀκόλουθα· «Ταῦτα πάντα (τά Λειτουργικά) ψάλλονται κατανυκτικῶς ἐν φωνῇ πραείᾳ καί ἀπερίττῳ μελῳδίᾳ, ἀπαγορευομένων ἐν τῇ αὐτῇ ὑψίστῃ ὥρᾳ τῶν πολλῶν φωνῶν, καθότι «Τά ὑπερφυῆ σιωπῇ χρή τιμᾶσθαι»». Γι’ αὐτόν τόν λόγο στά παλαιά μουσικά βιβλία, κυρίως πρό τοῦ 20οῦ αἰῶνος, δέν συναντᾶμε «Λειτουργικά». Παρά ταῦτα, ὁ Μουσικοδιδάσκαλος τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης Γεώργιος Πρωγάκης, στήν ὑπ’ αὐτοῦ ἐπιμεληθεῖσα καί ὑπό τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου ἐκδοθεῖσα, κατά τό ἔτος 1910, «Μουσική Συλλογή», ἡ ὁποία κατηρτίσθη, μεταξύ ἄλλων, καί γιά τίς ἀνάγκες τῶν μαθητῶν τῆς Σχολῆς καί ἀφιερώνεται σ’ αὐτούς, στόν τρίτο Τόμο, τῆς Θ. Λειτουργίας συμπεριλαμβάνει τά γνωστά σήμερα «Λειτουργικά» τοῦ Γερασίμου Κανελλίδου, σέ δύο ἤχους, σέ πλ. α΄ καί σέ πλ. δ΄. Ἤδη ὅμως σέ διαφόρους Ναούς τῆς Πόλεως, παρά τίς ἀπαγορεύσεις τοῦ Πατριαρχείου, ἀρχίζουν νά ψάλλωνται «Λειτουργικά», κυρίως στόν Ἱ. Καθεδρικό Ναό τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας, στό Πέραν, ὅπου ἐτελεῖτο τίς Κυριακές καί δεύτερη Θ. Λειτουργία, γιά τήν «ἐλίτ» τῶν ἐξευρωπαϊσμένων Ὁμογενῶν τῆς ΚΠόλεως, κατά τήν ὁποία ἔψαλε μάλιστα τετράφωνη Εὐρωπαϊκή χορῳδία, καθώς καί στόν Ἅγιο Νικόλαο Γαλατᾶ, χορῳδιακῶς, ἀπό τόν ἀείμνηστο Πρωτοψάλτη Ἰωάννη Παλάση. Ἔτσι δέν μπορεῖ περισσότερο νά ἀντισταθεῖ τό Πατριαρχεῖο στό ρεῦμα τῆς ἐποχῆς καί ἀρχίζουν νά ψάλωνται γιά πρώτη φορά καί στόν Π. Πατριαρχικό Ναό, κατά τίς ἐπίσημες Θ. Λειτουργίες, ἀπό τόν Ἄρχοντα Πρωτοψάλτη Ἰάκωβο Ναυπλιώτη, τά λεγόμενα «Πατριαρχικά Λειτουργικά» σέ ἦχο πλ. α΄ (αὐτά τά Λειτουργικά καί τό «Πατριαρχικόν Ἄξιόν ἐστιν» πού ἀκολουθεῖ, σέ ἦχο πλ. α΄, ψάλλονται ἀπό τούς δύο χoρούς συγχρόνως, ὅπως κατά τόν ἴδιο τρόπο, συμφώνως πρός τήν Πατριαρχική Τάξη, παλαιόθεν ψάλλονται τό ἀργό «Εἰς πολλά ἔτη Δέσποτα» στήν εἴσοδο τοῦ Ἀρχιερέως, τό «Τόν Δεσπότην καί Ἀρχιερέα» στήν Ἀπόλυση καί ὁ Πολυχρονισμός τοῦ Πατριάρχου, κατά τίς ἐπίσημες ἡμέρες), μελοποιηθέντα ὑπό τοῦ Μάρκου Βασιλείου, παραλλήλως πρός τά χῦμα συνηθιζόμενα ἐν τῇ Μ. Ἐκκλησίᾳ. Ἀργότερα δέ οἱ ἀείμνηστοι Πρωτοψάλτες τῆς Μ. Ἐκκλησίας Κωνσταντῖνος Πρίγγος καί Θρασύβουλος Στανίτσας, ἀλλά καί ἄλλοι μεγάλοι Μουσικοδιδάσκαλοι τῆς Πόλεως, ὅπως οἱ Ἰωάννης Παλάσης, Μιχαήλ Χατζηαθανασίου καί λοιποί, μελοποιοῦν τά γνωστά σήμερα σέ ὅλους μας Λειτουργικά, τά ὁποῖα ὅμως οἱ Ἄρχοντες τοῦ Πατριαρχείου δέν τά ἔψαλαν ἐντός τῆς Μ. Ἐκκλησίας, ἀλλά στούς Ναούς τῆς Ἁγιωτάτης Ἀρχιεπισκοπῆς, τῶν παρακειμένων Ἱ. Μητροπόλεων καί τῆς Ἑλλάδος.

            Ἀπό τῆς πατριαρχείας Ἀθηναγόρου καί ἐντεῦθεν στόν Π. Πατριαρχικό Ναό τά Λειτουργικά ἀπαγγέλονται σέ «κλιτόν ὕφος» κυρίως κατά τήν Θ. Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, πρό τοῦ ἀργοῦ «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ»,[13] καί κατά τήν Θ. Λειτουργία, ἡ ὁποία τελεῖται, κατά τήν τάξιν, πρίν ἀπό κηδεία κοιμηθέντος Ἀρχιερέως.

            Κατακλείω τό συγκεκριμένο θέμα περί τῶν Λειτουργικῶν μέ τήν γνώμη τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Δοσιθέου Κανέλλου· «Εὐκταῖόν ἐστιν ἵνα ψάλλωνται ἤ μάλλον ἵν’ ἀπαγγέλλωνται τά λειτουργικά ἐν ἁπλότητι καί κατανύξει εἰς τό παραδεδομένον πλήν λησμονηθέν κλιτόν ὕφος, … Οὐκ ἐπιτρέπονται λαρυγγισμοί καί κραυγαί εἰς τό δίς διαπασῶν ἐν ποικιλίᾳ ἤχων καί συνθέσεων, πασῶν οὐσῶν κατά πολύ μεταγενεστέρων. Ὁ διάλογος ἱερέως καί πιστῶν ὀφείλει ἵνα γένηται ἐν δέει καί συναισθήσει, καί οὐχί ἐν «ἀμανεδοειδοῦς» ἐμπνεύσεως ᾄσμασι κούφης ἐπιδείξεως φωνητικῆς κενοδοξίας καί κραυγαῖς παραφώνοις δῆθεν καλλιφώνοις». 

            2) Στήν μελέτη τοῦ Ἄρχοντος Α΄ Δομεστίχου Ἀγγέλου Βουδούρη, Θεολόγου-Καθηγητοῦ, «Οἱ Μουσικοί Χοροί τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, κατά τούς κάτω χρόνους»,[14] διαβάζουμε· «Εἰς τοὺς παλαιοτέρους χρόνους οἱ κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου χοροστατοῦντες ἐν τῷ πατριαρχικῷ ναῷ μητροπολῖται δὲν ἐχοροστάτουν ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸ παραθρόνιον (τὸ γεντέκι) – ἐφεδρικόν. Οὕτως ἔπραττον ὁ γέρων μητροπολίτης Ἀμασείας Ἄνθιμος Ἀλεξούδης, ὁ Κυζίκου Νικόδημος, ὁ Νικαίας Σωφρόνιος, ὁ Ἡρακλείας Γρηγόριος, ὁ ἀρμενομαθὴς καὶ ἄλλοι. Πάντες οἱ παλαιοὶ μητροπολῖται ἠκολούθουν τὴν παλαιὰν τάξιν τοῦ Πατριαρχείου, καθ᾿ ἥν ὁ Πατριάρχης μόνος εἶναι ὁ κυριάρχης ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοῦ ἕδρᾳ, τούτου δὲ ἕνεκα καὶ ποτὲ δὲν ἐψάλλετο ἐν τῷ πατριαρχικῷ ναῷ τὸ Εἰς πολλὰ ἔτη δέσποτα ὡς καὶ Τὸν δεσπότην καὶ ἀρχιερέα εἰς τοὺς αἴνους, εἰς οὐδένα ἄλλον μητροπολίτην ἤ μόνον εἰς τὸν Πατριάρχην. – Παρὰ τὴν ἀρχαίαν ταύτην τάξιν ἀπὸ τῆς πατριαρχείας Διονυσίου τοῦ Ε´ (†1891) καὶ κατόπιν, ἤρχισαν καὶ ἀρχιερεῖς συνοδικοὶ χοροστατοῦντες εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον, εἰσάγοντες οὕτω καινοτομίαν, τοῦ Πατριάρχου ἐπιτρέποντος τὸ τοιοῦτον. Ἡ καταστρατήγησις τῆς ἀρχαίας τάξεως ἔχει τὸν λόγον εἰς τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ταύτης ἐγένοντο Πατριάρχαι ἔξωθεν λαμβανόμενοι, μὴ ὄντες ἐκ τῶν πρότερον ἐν τοῖς Πατριαρχείοις διακονησάντων καὶ μὴ εἰδότων τὴν ἰσχύουσαν τάξιν. Ἔκτοτε ἐπεκράτησε τὸ νέον ἔθιμον, ἐκτὸς τοῦ Πατριάρχου, νὰ ψάλληται κατὰ τὴν εἰς τὸν ναὸν εἴσοδον καὶ εἰς τοὺς μητροπολίτας τούτους τὸ Εἰς πολλὰ ἔτη.»

            Καί παρακάτω συνεχίζει· «Εἰς ἄλλον Ἀρχιερέα μέλλοντα νά λειτουργήσῃ ἐν τῷ Π. Πατριαρχικῷ Ναῷ ὑπό τοῦ Λαμπαδαρίου ἐψάλλετο τό (ἀργόν) Αἰνεῖτε διά τήν προσκύνησιν τῶν εἰκόνων, μεθ’ ὅ ὁ Ἀρχιερεύς ἀμέσως εἰσέρχεται εἰς τό ἅγιον βῆμα».

            3) Ἐπίσης, στήν ὡς ἄνω μελέτη τοῦ Ἄρχοντος Δομεστίχου Ἀγγέλου Βουδούρη σημειώνεται ὅτι· «Ἐν τῷ πατριαρχικῷ ναῷ οὐδέποτε ἐπιτρέπεται εἰς χοροστατοῦντα ἀρχιερέα νὰ ψάλλῃ τὰς Καταβασίας˙ τὸ ψάλλειν ταύτας εἶναι ἀποκλειστικὸν δικαίωμα τοῦ πρωτοψάλτου»[15] καί ἀσφαλῶς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Ἡ παράδοση ἐπιτρέπει στούς Ἀρχιερεῖς, ἐάν θέλουν, νά ψάλλουν τήν Θ’ Ὠδή καί τά Ἐξαποστειλάρια. Σήμερα, δυστυχῶς, διαπιστώνουμε τίς δυσάρεστες πρακτικές συνέπειες τῆς καταστρατηγήσεως αὐτῆς τῆς τάξεως στόν Π. Πατριαρχικό Ναό.

            4) Ἕνα ἄλλο τυπικό, τό ὁποῖο ἔχει ἀτονήσει στίς μέρες μας, εἶναι ὅτι παλαιότερα δέν ἐψάλλετο ἡ φήμη τοῦ λειτουργοῦντος Ἀρχιερέως στό Ἅγιον Ὄρος καί στίς λοιπές Πατριαρχικές καί Σταυροπηγιακές  Μονές, παρά μόνον τοῦ κυριάρχου Ἐπισκόπου, δηλαδή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται σήμερα στόν Π. Πατριαρχικό Ναό, ὅταν τελεῖται Ἀρχιερατική Θ. Λειτουργία.

            5) Μέχρι καί ἐπί τῆς πατριαρχείας Ἀθηναγόρου, στήν Μεγάλη Ἐκκλησία, στόν πρῶτο Ναό τῆς Ὀρθοδοξίας, δηλαδή στόν Π. Πατριαρχικό Ναό, ἐτελεῖτο καθημερινῶς Θ. Λειτουργία, ὅπου ἔψαλαν Κληρικοί τῆς Πατριαρχικῆς Αὐλῆς. Ὅπως ἀκριβῶς γίνεται καί σέ ἀνάλογες περιπτώσεις, στόν Πανάγιο Τάφο, σέ ἄλλα Πατριαρχεῖα, στό Ἅγιον Ὄρος, στήν Ἱ. Μονή τοῦ Σινᾶ καί σέ ἄλλες ἱστορικές Ἱ. Μονές κλπ..

            6) Συμφώνως πρός τήν μαρτυρία τοῦ ἀειμνήστου π. Γεωργίου Τσέτση, ἀλλά καί τοῦ π. Σεραφείμ Φαράσογλου, μέχρι καί ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Μαξίμου Ε’, κατά τούς Μ. Ἑσπερινούς τοῦ Σαββάτου, ὁ Μ. Ἐκκλησιάρχης (μακαριστός Γεράσιμος Παυλίδης) διάβαζε τό α΄ Κάθισμα τοῦ Ψαλτηρίου, δηλαδή τό «Μακάριος ἀνήρ», σέ τρεῖς στάσεις, ἐλάμβαναν δέ μέρος στήν εἴσοδο τῶν Μ. Ἑσπερινῶν τοῦ Σαββάτου καί τῶν μεγάλων ἑορτῶν ἅπαντες οἱ Ἱερεῖς τοῦ Πατριαρχείου,[16] ὅπως γίνεται σήμερα στό Ἅγιον Ὄρος, καί ἐψάλλετο τό ἀρχαῖον-ἀργόν «Φῶς ἱλαρόν». Ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, ἐπεκράτησε νά ψάλλεται τό ἀρχαῖον «Φῶς ἱλαρόν» μόνον κατά τόν Ἑσπερινόν τοῦ Μ. Βασιλείου,[17] ὅπου μέχρι σήμερα λαμβάνουν μέρος ὅλοι οἱ Ἱερεῖς τοῦ Πατριαρχείου.

            7) Τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ἔνδυση τοῦ Πατριάρχου γινόταν στόν σωλέα ψαλλομένου τοῦ ἀρχαίου μαθήματος «Ἄνωθεν οἱ Προφῆται», μέχρι καί ἐπί τῆς πατριαρχείας Ἀθηναγόρου, ὅπως περιγράφεται στήν «Ὀρθοδοξία».[18]

            8) Τά Τυπικά καί οἱ Μακαρισμοί, συμφώνως πρός τό Τυπικό τῆς Μ. Ἐκκλησίας καί τίς σχετικές Ἐγκυκλίους τῆς Μ. Πρωτοσυγκελλίας, ἐψάλλοντο, κατά τήν Θ. Λειτουργία, κυρίως τῶν Κυριακῶν τοῦ Τριῳδίου, ἐκτός τῶν μεγάλων ἑορτῶν, στίς ὁποῖες ψάλλονται τά Ἀντίφωνα.

            9) Μετά τόν Ἀπόστολο, στίς Θ. Λειτουργίες τῶν μεγάλων ἑορτῶν, ὁ Ἄρχων Λαμπαδάριος ἔψαλε τό ἀργό «Ἀλληλουϊάριο» Ἰωάννου Πρωτοψάλτου, τοῦ Τραπεζουντίου.[19]

            10) Μετά τό Εὐαγγέλιο τῆς Θ. Λειτουργίας καί πρό τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου, ὁ Διάκονος ἔλεγε τήν Ἐκτενῆ, «Εἴπωμεν πάντες».[20]

            Ἀναγράφεται, μεταξύ ἄλλων καί στήν «Τυπικήν Διάταξιν»[21] τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Γερμανοῦ Ε΄ (†1920)· «Μετά τό Εὐαγγέλιον, δέον ἀπαραιτήτως νά ἐκφωνῆται ὑπό τοῦ Διακόνου ἐκτενής καί νά μνημονεύῃ οὗτος τοῦ ὀνόματος, ὑπέρ οὗ τελεῖται τό μνημόσυνον», ὅπως γίνεται σήμερα σέ ἀδελφές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί στό Ἅγιον Ὄρος. Σημειωτέον, ὅτι ἐδῶ εἶναι ἡ μόνη στιγμή τῆς Θ. Λειτουργίας, ὅπου μνημονεύονται εἰς ἐπήκοον τῶν πιστῶν οἱ κεκοιμημένοι Χριστιανοί, ἐκτός τῆς Ἀρχιερατικῆς Θ. Λειτουργίας, ὅπου μνημονεύει ὁ Ἀρχιερεύς στά Δίπτυχα, κατά τήν Μεγάλη Εἴσοδο.

            Αὐτή ἡ τάξη, κατά τά γραφόμενα τοῦ Ἀγγέλου Βουδούρη,[22] θά πρέπει νά ἐτηρεῖτο στήν Μ. Ἐκκλησία μέχρι καί ἐπί τῆς πατριαρχείας Βενιαμίν.

Φωτό: Utku Topal / Ecumenical Patriarchate

            Παναγιώτατε Δέσποτα,

            Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

            Γνωρίζω ὅτι ἤδη ὑπερέβην τόν ὁρισμένον χρόνον ὁμιλίας, γι’ αὐτό καί ζητῶ τήν κατανόησίν σας· ὅμως, συγχωρήσατέ με νά παραφράσω τό τελευταῖο ἐδάφιο τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου, ὡς ἑξῆς· εἶναι ἀλήθεια ὅτι περί τῶν ἀποκλίσεων ἐκ τοῦ Τυπικοῦ καί τῆς Λειτουργικῆς παραδόσεως τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας «ἔστι καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἔδει λεχθῆναι, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν, οὐκ ἐξαρκέσει ἡμῖν ἡ σήμερον ἡμέρα»…

            Ἐπιτρέψατέ μου, νά κατακλείσω αὐτή τήν ταπεινή παρουσίαση μέ τόν μακαριστό Ἀρχιμανδρίτη Δοσίθεο Κανέλλο, ἐραστή τῆς Πόλεως καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε χαρακτηριστικά· «Δι’ ἡμᾶς τούς τακτικῶς ἐπισκεπτομένους τήν Πόλιν, ὁ Π. Πατριαρχικός Ναός εἶναι εὐταξίας καί εὐπρεπείας φροντιστήριον. Γηράσκομεν καί ἀεί μανθάνομεν καί διδασκόμεθα».

            Εὐχηθῆτε Παναγιώτατε, ὁ Κύριος νά ἀναπαύσει ἐν Χώρᾳ Ζώντων καί ἐν Σκηναῖς Δικαίων τούς ἀειμνήστους λειτουργούς Του Δοσίθεο Κανέλλο καί Γεώργιο Τσέτση, νά ἐνισχύει δέ καί νά μακροημερεύει τόν π. Σεραφείμ Φαράσογλου.

Ὅλοι ἐμεῖς, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, δεόμεθα «τοῦ Πατρός τῶν οἰκτιρμῶν καί Θεοῦ πάσης παρακλήσεως»[23], λέγοντες· «ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν Βαρθολομαίου, ὅν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου ἐκκλησίαις ἐν εἰρήνῃ, σῷον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα καί ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Ἀμήν.


[1] Μάρτυρες τῆς παραδοσιακῆς λειτουργικῆς ἐμφανίσεως εἶναι δύο σωζόμενες ἱστορικές φωτογραφίες. Ἡ πρώτη τῶν ἐγκαινίων τοῦ Βουλγαρικοῦ Ναοῦ Ἁγίου Στεφάνου, Φαναρίου ΚΠόλεως, τό ἔτος 1898, καί ἡ δεύτερη τοῦ ἔτους 1902, ὅπου προεξάρχει ὁ σχισματικός Βούλγαρος Ἔξαρχος Ἰωσήφ μιτροφορῶν καί φέρων ποιμαντορική ράβδο μόνον αὐτός, ὡς πρῶτος τῇ τάξει, ἅπαντες δέ οἱ σχισματικοί Βούλγαροι Ἀρχιερεῖς φοροῦν ἐπανωκαλύμμαυχο.

[2] Ἀρχιμανδρίτου Καλλινίκου Δελικάνη, Ἀρχειοφύλακος τῶν Πατριαρχείων, «Τά ν τοῖς Κώδιξι τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἀρχειοφυλακείου Σωζόμενα Ἐπίσημα Ἐκκλησιαστικά Ἔγγραφα», Γ’ Τόμος, ΚΠολις, 1905, σελ. 141.

[3] «Τυπική Διάταξις τῶν ἐν τῷ Π. Π. Ν.  καί τοῖς ὡρισμένοις ἐνοριακοῖς ναοῖς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, Πατριαρχικῶν χοροστασιῶν καί λειτουργιῶν, συνταχθεῖσα ὑπό Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, εὐλογίᾳ καί κελεύσει τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Φωτίου Β΄, τοῦ ἀπό Δέρκων, ἡ ὁποία ἐνεκρίθη ὑπό τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, καί ἐπεκυρώθη ὑπό τῆς Α. Θ. Παναγιότητος», Ἐπιστημονική Παρουσία Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης, Άθήνα, 1991, σελ. 450.

[4]  Σημειωτέον ὅτι στόν Π. Πατριαρχικό Ναό τοῦ Ἁγ. Γεωργίου στό Φανάρι, ὅπως καί στίς Μονές τοῦ Ἁγ. Ὄρους δέν γίνεται Ἀποκαθήλωση, δοθέντος ὅτι τό σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου εἶναι εἰκονογραφημένο ἐπάνω στό Σταυρό καί ὄχι σέ εἰκόνισμα πού ἔχει σχῆμα σώματος καί εἶναι προσηλωμένο στόν Σταυρό. Ἐξ ἄλλου, καθώς ἐπισημαίνει ὁ καθηγητής Κ. Καλοκύρης, ἡ παλαιά τάξη δέν προέβλεπε ἀποκαθήλωση μέ τό σημερινό τελετουργικό, ἀλλά, ἁπλῶς, ἀντικατάσταση πάνω στό προσκυνητάρι, τῆς εἰκόνας τῆς Σταυρώσεως, μέ ἐκείνη τῆς Ἀποκαθηλώσεως.

[5] Ἀγγέλου Βουδούρη, «Οἱ Μουσικοί Χοροί τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, κατά τούς κάτω χρόνους», «Ὀρθοδοξία», 1934. Ἀνάτυπον 1935, σελ. 9.

[6] «Ὀρθοδοξία», 12 Ἀπριλίου 1946, τεῦχος 21.

[7]  Ἰωάννου Φουντούλη, Ἀρτοκλασία. Βλ. Θρησκευτική καί  Ἠθική  Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος Γ΄, σ. 286.

[8]  Εὐχή τῆς Ἀρτοκλασίας.

[9]  Εὐχαριστήριος Εὐχή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μετά τήν θεία Μετάληψη.

[10] Θ. Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

[11] «Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικάς Ἀπορίας» τόμος Ε’, σελ. 507.

[12] Γεωργίου Παπαδοπούλου, «Συμβολαί εἰς τήν ἱστορίαν τῆς παρ ἡμῖν Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς», Ἀθῆναι 1890, σ. 424.

[13] Ὑπάρχει ἠχογράφηση στόν Π. Πατριαρχικό Ναό, τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου, τό Μέγα Σάββατο, τοῦ ἔτους 1961, ἱερουργοῦντος, κατά τήν τάξιν, τοῦ Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου Ἀρχιμανδρίτου Συμεών Ἀμαρυλλίου, κοιμηθέντος ὡς Μητροπολίτου Γέροντος Νικομηδείας, καί ψάλλοντος τοῦ Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου Θρασυβούλου Στανίτσα.

[14] Ἀγγέλου Βουδούρη, «Οἱ Μουσικοί Χοροί τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, κατά τούς κάτω χρόνους», «Ὀρθοδοξία», 1934. Ἀνάτυπον 1935, σελ. 7.

[15] Ἀγγέλου Βουδούρη, «Οἱ Μουσικοί Χοροί τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, κατά τούς κάτω χρόνους», «Ὀρθοδοξία», 1934. Ἀνάτυπον 1935, σελ. 8.

[16] Ἀγγέλου Βουδούρη, «Χρονικά Τυπικά τῆς Μ. τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας», σελ. 105, ἔτος 1925.

[17] Ὑπάρχει ἠχογράφηση στόν Π. Πατριαρχικό Ναό, τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ ἔτους 1960, χοροστατοῦντος τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, διακονοῦντος τοῦ Διακόνου Εὐαγγέλου Γαλάνη, μετέπειτα Μητροπολίτου Πέργης, καί ψάλλοντος τοῦ Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου Θρασυβούλου Στανίτσα, ὅπου ἄδεται τό ἀρχαῖον «Φῶς ἱλαρόν».

[18] Ἐπίσης στά «Ἱστορικά Σημειώματα», τοῦ Δημοσιογράφου Σταύρου Ζερβοπούλου, τό ἔτος 1946, περιγράφεται λεπτομερῶς, ἡ τυπική διάταξη τῆς ἐνδύσεως τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Μαξίμου Ε’· « Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον. πρώτη θ. Λειτουργία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Μαξίμου τοῦ Ε’».

[19] Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδου, «Κωνσταντινούπολις-Μέ τοῦ Βορηᾶ τά Κύματα», «Πρό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου (Διονυσίου Ε’)» σελ. 39· «Καί ὅταν ὁ ἀριστερός χορός ψάλλῃ τόσον μελῳδικῶς τό ἀλληλουϊάριον Ἰωάννου τοῦ Τραπεζουντίου, σεμνόν κ’ ἐφρόσυνον μελούργημα». Ἀγγέλου Βουδούρη, «Χρονικά Τυπικά τῆς Μ. τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας», σελ. 229, ἔτος 1935, ἐπί Πατριάρχου Φωτίου Β’, καί στήν σελ. 315, ἔτος 1939, ἐπί Πατριάρχου Βενιαμίν.

[20] «Τυπικόν κατά τήν τάξιν τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας», ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου, 1888, σελ. 58. «Ἱερατικόν» Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, 2020, σελ. 177. Γράμμα Συνοδικόν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Παϊσίου Α΄, πρός τόν Μόσχας Νίκωνα, ἐπιλύον λειτουργικάς αὐτοῦ ἀπορίας, 1655. Ἀρχιμανδρίτου Καλλινίκου Δελικάνη, Ἀρχειοφύλακος τῶν Πατριαρχείων, «Τά ἐν τοῖς Κώδιξι τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἀρχειοφυλακείου Σωζόμενα Ἐπίσημα Ἐκκλησιαστικά Ἔγγραφα», Γ’ Τόμος, ΚΠολις, 1905, σελ. 48. Ἀγγέλου Βουδούρη, «Χρονικά Τυπικά τῆς Μ. τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας», σελ. 111, 25 Ἰανουαρίου 1925, ἐπί Πατριάρχου Κωνσταντίνου ΣΤ’· «Μετά τό Εὐαγγέλιον,…  ἀκολουθεῖ θεῖον κήρυγμα ἐπ’ ἄμβωνος, μετά τοῦτο ὁ Δευτερεύων τῶν Πατριαρχικῶν Διακόνων τήν Ἐκτενῆ, ὁ δέ Πατριάρχης «Ὅπως ὑπό τοῦ κράτους σου». Καί στήν σελ. 226, ἔτος 1935, ἐπί Πατριάρχου Φωτίου Β’.

[21] «Τυπική Διάταξις τῶν ἐν τῷ Π. Πατριαρχικῷ Ναῷ καί τοῖς ἐν τῇ Ἀρχιεπισκοπῇ Ναοῖς τελουμένων Κηδειῶν καί Μνημοσύνων, συνταχθεῖσα ὑπό εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, εὐλογίᾳ καί κελεύσει τοῦ Πατριάρχου Γερμανοῦ Ε’», ἐν ΚΠόλει, τύποις Πατριαρχικοῖς, 1917, σελ. 26.

[22] Ἀγγέλου Βουδούρη, «Χρονικά Τυπικά τῆς Μ. τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας», σελ. 274.

[23] Πρβλ. Β΄ Κορινθίους 1,3.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ