Tου Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση
Ἔργο τιτάνιο, τό ὁποῖο θά ἀπαιτοῦσε τήν συγγραφή ὀγκωδέστατου τόμου, ἡ παρουσίαση τῆς συμπαθοῦς καί πολυσύνθετης προσωπικότητας, τοῦ ἀπό Λαοδικείας, μακαριστοῦ Μητροπολίτου Πριγκηποννήσων Δωροθέου, τοῦ Γεωργιάδη.
Ποιόν Δωρόθεο, ἀλήθεια, νά παρουσιάσει κανείς στά περιωρισμένα πλαίσια μιᾶς σύντομης μελέτης, προωρισμένης γιά ἕνα συλλογικό ἀναμνηστικό τόμο(1); Τόν σοφό καί προσηνή ἱεράρχη ἤ τόν ἀκτήμονα καί φιλάνθρωπο καλό ποιμένα; Τόν θεολογοῦντα λογοτέχνη ἤ τό φιλοσοφοῦντα θεολόγο; Τόν φυσιολάτρη ποιητή πού, κατά τόν Κωστῆ Παλαμᾶ, συνεδύαζε τήν θρησκευτική κατάνυξη μέ τήν ποιητική συγκίνηση, τόσο καθαρά καί πρωτότυπα(2); Τόν θαυμαστή τοῦ Κουκουζέλη καί τοῦ Μπάχ, τῆς Κάλλας καί τοῦ Ναυπλιώτη, ἤ τόν ἐνθουσιώδη ἀναγνώστη τοῦ Αἰσχύλου καί τοῦ Σαίξπηρ, τοῦ Καβάφη καί τοῦ Χέλντερλιν; Τόν δεξιοτέχνη βιολιστή ἤ τόν καλλιτέχνη φωτογράφο; Ἤ, ἀκόμη, τόν πνευματώδη καί σπινθηροβόλο ἄνθρωπο, οἱ παροιμίες καί ἀποστομωτικές ἀπαντήσεις τοῦ ὁποίου, (στά ὅρια τοῦ ἐπιτρεπτοῦ πολλές φορές!), ἀφῆκαν ἐποχή; Ὁ ἀείμνηστος ἱεράρχης ἦταν προικισμένος ἀπό τό Θεό μέ ὅλα αὐτά τά σπάνια χαρίσματα. Καί γι’αὐτά ἀκριβῶς τά θεόσδοτα χαρίσματά του, ἐκτιμῶταν ἰδιαίτερα ἀπό ρωμιούς καί τούρκους, ἀπό ἑβραίους καί ἀρμένιους τῶν Πριγκηποννήσων, ὅπως καί ἀπό τήν ἱεραρχία καί τόν λοιπό κλῆρο, τούς διανοούμενους καί ὁλόκληρο τόν ὀρθόδοξο πιστό λαό τῆς Πόλης.
Ἐν τούτοις, μιά πτυχή τῆς προσωπικότητας τοῦ εὐαίσθητου καί χαρισματικοῦ αὐτοῦ ἱεράρχου, παραμένει γιά πολλούς ἄγνωστη. Ἐκείνη τοῦ αὐθεντικοῦ Φαναριώτου. Μέ τήν σωστή, καί ὄχι τήν παραποιημένη, στόν ἑλλαδικό χῶρο, σημασία τοῦ ὅρου.
Λίγοι πράγματι γνωρίζουν ὅτι ὁ Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων Δωρόθεος, ἐπί μιά πεντηκονταετία, ἐνσάρκωσε κατά τόν ἰδεωδέστερο τρόπο τό γνήσιο Φαναριωτικό πνεῦμα. Ὅτι ὕμνησε, ὅσο λίγοι, τήν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία. Ὅτι ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς πλέον φλογερούς συνήγορους τῶν ἱστορικῶν προνομίων καί τῶν ἀδιαμφισβήτητων κανονικῶν δικαίων τῆς Πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, “τοῦ ὑψίστου τούτου Βωμοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦ ἱστορικοῦ καί μεγαλειώδους τούτου Θεσμοῦ τῆς Χριστιανωσύνης, τοῦ ὁποίου ἑκάστη περιπέτεια εἶναι καί εἷς τίτλος τιμῆς”(3). Καθώς εἶχε λεχθεῖ ἐπιγραμματικά κατά τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία του στίς 24 Μαρτίου 1974, ἀπό τόν τότε Ὑπογραμματέα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, καί μετέπειτα Μητροπολίτη Τυάνων, ἀείμνηστο Φίλιππο Καπετανίδη, “ἡ ζωή καί πολιτεία του ὑπῆρξε ζωή καί πολιτεία Φαναριώτου “Ἱεράρχου, διακατεχομένου ἀπό θαυμασμόν πρός τό παρελθόν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί ἀπό πίστη πρός τό μέλλον καί τήν ἀποστολήν αὐτοῦ“, μιά καί τό Φανάρι “ὑπῆρξε δι’αὐτόν πάντοτε μία μυστική καί ἀναξιολόγητος ἀξία, τήν ὁποίαν ἀναγνωρίζουν μόνον οἱ πιστοί, οἱ Προφῆται, οἱ ποιηταί καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι συλλαμβάνουν τά μεγάλα μηνύματα τῆς ἱστορίας”(4).
Αὐτόν λοιπόν τόν αὐθεντικό Φαναριώτη ἱεράρχη θά ἐπιχειρήσει νά σκιαγραφήσει μέ μερικές ἁδρές γραμμές ἡ παροῦσα μελέτη, παραπέμποντας σέ ἰδέες καί στοχασμούς του, σταχυολογημένους ἀπό βιβλία του(5), ἀπό κύρια ἄρθρα πού δημοσίευε τακτικά, πρῶτα ὡς συνεργάτης καί στή συνέχεια ὡς Ἀρχισυντάκτης-Διευθυντής, στό πατριαρχικό περιοδικό Ὀρθοδοξία, ὅπως καί ἀπό ἕνα μέχρι τώρα ἀνέκδοτο λόγο, τόν ὁποῖο εἶχε ἐκφωνήσει στίς 8 Δεκεμβρίου 1963 στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος Βιέννης, κατά τήν ἐνθρόνιση τοῦ Μητροπολίτου Αὐστρίας Χρυσοστόμου Τσίτερ, πρώτου ποιμενάρχου τῆς νεοσύστατης τότε Ἐπαρχίας τοῦ Θρόνου(6).
Ο αείμνηστος Πριγκηποννήσων με παιδιά και δασκάλους της Αστικής Σχολής Πριγκήπου σε εκδρομή στο Γιακατζίκι |
Στήν ἐκκλησιαστική του σταδιοδρομία ὁ Πριγκηποννήσων Δωρόθεος ἀκολούθησε τήν κλασσική ὁδό. Ὑπῆρξε, δηλαδή, πρότυπο Φαναριώτου κληρικοῦ, ὁ ὁποῖος, ἀνερχόμενος σταδιακά τίς διάφορες βαθμίδες τῆς Πατριαρχικῆς Αὐλῆς, βιώνει τό μεγαλειῶδες στήν ἁπλότητά του πατριαρχικό λειτουργικό τυπικό, ὁλοκληρώνει τή μύησή του στό φαναριωτικῶς σκέπτεσθαι καί ἐνεργεῖν, ἐξοικειώνεται μέ ποικίλα ἐκκλησιαστικά θέματα καί, τοιουτοτρόπως, ἀποκτᾶ τά ἀπαραίτητα ἐκεῖνα ἐφόδια πού τοῦ ἐπιτρέπουν νά γίνει, ὅταν ἐπιστεῖ ὁ καιρός, καλός ποιμένας καί ὑπεύθυνος συνδιοικητής τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Διάκονος Δωρόθεος Γεωργιάδης δρασκέλισε τό κατώφλι τῆς ἐν Φαναρίῳ Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου,-ὅπου καί ἡ ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,- τό1922, ἐπί Πατριαρχίας Μελετίου Δ΄ τοῦ Μεταξάκη, ὡς Τρίτος Γραμματεύς τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου. Μόλις πέντε χρόνια μετά τήν ἀποφοίτησή του ἀπό τήν Ἱερά Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης καί ἔπειτα ἀπό πενταετῆ καθηγεσία στήν Πατριαρχική Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή. Εἰσερχόμενος ὅμως “στό μοναδικό αὐτό Σπίτι, ὅπου, ἄν κοιμηθῇ κανείς, θά ἴδη νά ἀνεβοκατεβαίνουν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ” (7), ἦταν κάτοχος δύο πολύτιμων “ἀτοῦ“, τά ὁποῖα ἐγγυῶνταν τήν μετέπειτα ραγδαία ἐξέλιξη καί ἄνοδό του. Τό πρῶτο ἦταν ὅτι εἶχε μεγαλώσει καί ἀποκτήσει ἐκκλησιαστική συνείδηση παρά τούς πόδας ἑνός ἔξοχου πνευματικοῦ πατρός, τοῦ ὀξυδερκοῦς Μητροπολίτου Σάρδεων Μιχαήλ Κλεόβουλου, Σχολάρχου τῆς Μεγάλης Σχολῆς. Τό δεύτερο, ὅτι εἶχε σπουδάσει τήν θεολογική ἐπιστήμη στή Χάλκη, ἐπί σχολαρχίας τοῦ σοφοῦ Μητροπολίτου Σελευκείας Γερμανοῦ τοῦ Στρηνόπουλου, ὁ ὁποῖος ἐκ τῶν ὑστέρων, ὡς Μητροπολίτης Θυατείρων, εἶχε διαδραματίσει πρωτεύοντα καί καταλυτικό ρόλο στό διορθόδοξο καί διαχριστιανικό προσκήνιο, ἀπό τό 1922 ὡς τήν πρός Κύριον ἐκδημία του, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1951.
Ὁ Δωρόθεος Γεωργιάδης ταχύτατα ἀνέβηκε τίς βαθμίδες τῶν Συνοδικῶν Ὑπηρεσιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καί σέ μιά τριετία, ἀφοῦ διετέλεσε Ὑπογραμματεύς (1922) καί στήν συνέχεια Πρῶτος Γραμματεύς (1924), προήχθη σέ Ἀρχιγραμματέα τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, στίς 16 Ἰουλίου 1925, τρεῖς μέρες μετά τήν ἀνάρρηση στόν Οἰκουμενικό Θρόνο τοῦ, ἀπό Νικαίας, Πατριάρχου Βασιλείου τοῦ Γ΄.
Πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ἡ ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του στήν ὑψηλή, νευραλγική καί ὑπεύθυνη αὐτή θέση, συνέπιπτε μέ μιά κρίσιμη στήν ἱστορία τοῦ Γένους περίοδο. Περίοδο ὅμως, κατά τήν ὁποία τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, παρά τίς πολιτειακές ἀνακατατάξεις στήν Τουρκία, παρά τούς περιορισμούς πού εἶχε ἐπιβάλει ἡ Συνθήκη τῆς Λωζάννης (1923), παρά τήν δραματική συρρίκνωση τοῦ ποιμνίου του συνεπείᾳ τῆς ὡς ἄνω Συνθήκης, παρά τίς ταπενώσεις καί τίς ἀναρίθμητες ἀντιξοότητες πού συναντοῦσε μπροστά του, παρ’ὅλα αὐτά, ἔστηνε νέους σηματοδότες, καί ὡς Πρωτόθρονος Ἐκκλησία, ταγμένη στή διακονία τῆς ἀνά τήν οἰκουμένη Ὀρθοδοξίας, ἐλάμβανε τολμηρές πρωτοβουλίες, πού τάραζαν τά λιμνάζοντα ὕδατα καί ἔδιναν μιά ὁλωσδιόλου νέα διάσταση καί πνοή στίς μέχρι τότε χαλαρές διορθόδοξες σχέσεις.
Πράγματι, τίς μέρες τῆς εἰσοδεύσεως τοῦ Δωροθέου στήν Πατριαρχική Αὐλή, συνερχόταν στό Φανάρι τό Πανορθόδοξο Συνέδριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1923), τό ὁποῖο ὑλοποιοῦσε τήν ἐν ἔτει 1902 γενόμενη προτροπή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ τοῦ Γ΄, ὅπως οἱ Ὀρθόδοξοι, ἐξερχόμενοι ἀπό τή μόνωση καί τά ἐθνοφυλετικά τους στεγανά, συναντηθοῦν “ἐν ἀγάπῃ καί ὁμοφροσύνῃ…πρός τήν ἐπί μᾶλλον στερέωσιν τῆς ἁγίας ἡμῶν ὀρθοδόξου πίστεως καί πρός κρείττονα ἄμυναν τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν κατά τοῦ ἐπιφερομένου ἐναντίου πνεύματος τοῦ αἰῶνος τούτου” (8). Τό Πανορθόδοξο τοῦτο Συνέδριο ἀποτελοῦσε, ὅπως εἶναι γνωστό, τήν ἀπαρχή τῆς διαδικασίας προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐγκαινιάσθηκε οὐσιαστικά ἑπτά χρόνια ἀργότερα, τό 1930, στήν Ἱερά Μονή Βατοπεδίου, ἀπό τήν Διορθόδοξο Προκαταρκτική (τῆς Μεγάλης Συνόδου) Ἐπιτροπή, ἐπί Πατριαρχίας Φωτίου τοῦ Β΄.
Χωρίς ἀμφιβολία, τά δύο αὐτά διορθόδοξα ἐκκλησιαστικά γεγονότα, ἀλλά καί οἱ κανονικές πράξεις τήν ἐποχή ἐκείνη τῶν Πατριαρχῶν Μελετίου Δ΄ καί Βασιλείου Γ΄, ὅπως ἀναδιοργανώσουν διάφορες κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Βαλτικῆς καί τῆς Μεσευρώπης, δίνοντας σ’αὐτές, κατόπιν σχετικοῦ αἰτήματός τους, κανονική κάλυψη καί ὑπόσταση, (Αὐτονομία τό 1923 στίς Ἐκκλησίες Φιλλανδίας, Ἐσθονίας, Λατβίας καί Τσεχοσλοβακίας, Αὐτοκέφαλο στήν Ἐκκλησία Πολωνίας τό 1924, ἀλλά καί ἀνύψωση σέ Πατριαρχεῖο τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας τό 1925), συνετέλεσαν ὅπως ὁ νεώτατος τήν ἡλικία Δωρόθεος συνειδητοποιήσει τήν κολοσσιαία ἠθική δύναμη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί δεῖ τήν ἀκτινοβολία πού ἐξέπεμπε αὐτός στό ὀρθόδοξο στερέωμα. Σέ δύο συνεχῆ ἄρθρα του στό περιοδικό Ὀρθοδοξία, ὁ στό μεταξύ (1927) σέ Μητροπολίτη Λαοδικείας ἀναδειχθείς Δωρόθεος, περιέγραφε κατά τρόπο γλαφυρό καί ἐνθουσιώδη πῶς οἱ ὀρθόδοξες Ἀντιπροσωπεῖες στή Διορθόδοξη Ἐπιτροπή τοῦ Βατοπεδίου “προσητένισαν πρός τήν σοβαρότητα τῶν προσπαθειῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πρός τήν ἀκραιφνῆ καί περιεσκεμμένην πολιτείαν Του ἐν τῇ ὑπέρ τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὀφειλετικῇ Του μερίμνῃ“, ἀφοῦ σέ κάθε σελίδα τῶν Πρακτικῶν τῆς Ἐπιτροπῆς αὐτῆς, ἔλεγε, “φαίνεται ψηλαφητόν τό κῦρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ἡ βαθεῖα πνοή Του”(9).
Βάπτιση της κόρης του π. Γεωργίου Τσέτση το 1964 στον Αη Δημήτρη της Πριγκήπου από τον μακαριστό Δωρόθεο |
Κατά τόν Λαοδικείας Δωρόθεο, ἡ Διορθόδοξος Ἐπιτροπή, “συγκεφαλαίωσις καί προώθησις τῶν διά τήν Ὀρθοδοξίαν ἁγνῶν προσπαθειῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου”, εἶχε συντελέσει στό νά διαπιστωθεῖ ἀπό τούς ὀρθοδόξους ἡγέτες ἡ ὑπό τοῦ Φαναρίου “βίωσις τῆς ἐσωτερικότητος τοῦ καθήκοντος”, μιά καί τοῦτο “ἐν ἐπιγνώσει τῆς ὅλης σοβαρότητος τοῦ ζητήματος ἐχώρησεν εἰς αὐτό μέ ὅλην τήν καθαράν πηγαίαν ἔμπνευσίν Του, μέ ὅλον τό θάρρος τῶν ἀκραιφνῶν διαθέσεών Του καί τήν βαθεῖαν αἰσιοδοξίαν Του περί τῆς πλήρους εὐοδώσεως τοῦ Ἔργου, εἰς τρόπον ὥστε καί οἱ σπείραντες ἀμφιβολίας νά θερίσωσι βεβαιότητας” (10). Ἡ Διορθόδοξος Ἐπιτροπή τοῦ Βατοπεδίου, κατά Δωρόθεο, ἦταν “καί μία ἔκφρασις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας”(11), ἕνας μεγάλος ἱστορικός σταθμός, “ὁ προάγγελος μιᾶς νέας ἀνοίξεως”, “ἡ ὁρατή ἔκφρασις τῆς ἑνότητος τῶν ἐπί μέρους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν”, δοθέντος ὅτι διά τῆς συγκλήσεώς της “ἐδόθη ἡ εὐκαιρία ἵνα αἱ ἐπί μέρους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι γνωρίσωσι καί κατανοήσωσιν ἀλλήλας, οὕτως ὥστε νά σφυρηλατηθῇ τό πνεῦμα τῆς ἑνότητος αὐτῶν καί τῆς βαθείας συναισθήσεως τῆς σοβαρότητος τῶν ζητημάτων αὐτῶν”(12). Καί τοῦτο χάρις σέ μιά πρωτόβουλη ἐνέργεια τῆς Πρώτης τῆς Ὀρθοδοξίας Καθέδρας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό ὁποῖον “σκεφθέν πολύ διά τήν Ὀρθοδοξίαν, μελετῆσαν πολλά δι’ αὐτήν, μοχθῆσαν ὅσον οὐδεμία ἄλλη Ἐκκλησία ὑπέρ αὐτῆς, καί ὡς ἐκ τούτου ὑποστάν καθαρμούς μεγάλους, καθηγίασεν εἰς αἰῶνας αἰώνων ἥν κατέλαβε περίοπτον θέσιν”(13).
Τούς ἴδιους στοχασμούς, περί τῆς περίοπτης αὐτῆς θέσεως τοῦ Φαναρίου στό ὀρθόδοξο στερέωμα καί τῆς συνεκτικῆς του δύναμης, διατύπωνε καί πάλι ὁ Λαοδικείας Δωρόθεος ἔπειτα ἀπό μιά δεκαπενταετία, μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀναρρήσεως στό Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ, ἀπό Χαλκηδόνος, Πατριάρχου Μαξίμου τοῦ Ε΄ (1946). Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος, ἔλεγε, “εἶναι χρυσοῦς δακτύλιος, κρῖκος ἰσχυρός, πού συνάπτει ὅλους, εἰς ὁποιοδήποτε μέρος τοῦ κόσμου καί ἄν εὑρίσκονται, εἰς ὑπερτάτην ἑνότητα,…σφυρηλατημένην καί δεμένην μέ δεσμούς ἰσχυροτέρους ἀπό ἐκείνους τούς ὁποίους κατεργάζονται τό αἷμα ἤ ἡ φυλή ἤ τά κοινά συμφέροντα ἤ αἱ κοιναί ἰδέαι”(14).
Στερρός πάντοτε στίς ἀπόψεις του καί συνεπής πρός τίς ἀρχές του, ὁ στοχαστικός καί εὐαίσθητος αὐτός ἱεράρχης, ὡς Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων πλέον, (ἐκλογή τόν Μάρτιο τοῦ 1946), εὕρισκε μιά ἄλλη, μοναδική θά ἔλεγα, εὐκαιρία γιά νά διατρανώσει τά αἰσθήματά του καί νά ἐξάρει γιά μιά ἀκόμη φορά τό μεγαλεῖο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί τήν σημασία τοῦ διακονήματός του πρός σύμπαντα τόν ὀρθόδοξο κόσμο. Καί ἡ εὐκαιρία τοῦ ἐδόθη, ὅταν, ἐπικεφαλῆς πενταμελοῦς Πατριαρχικῆς Ἀντιπροσωπείας(15), ἐπισκέφθηκε τό Κλεινόν Ἄστυ τήν Καθαρή Ἑβδομάδα τοῦ 1960, προκειμένου ὅπως συζητήσει μέ ἀντίστοιχη Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τά τῆς ὑπό προπαρασκευή εὑρισκόμενης Α΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως τῆς Ρόδου, ὅπως καί διάφορα ἄλλα γενικά καί εἰδικά Ἐκκλησιαστικά ζητήματα(16).
Κατακλεῖδα τῶν διαβουλεύσεων μέ τούς ἱεράρχες τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἀποτέλεσε ἡ Θεία Λειτουργία ἡ ὁποία τελέσθηκε στόν Μητροπολιτικό Ἱερό Ναό τῶν Ἀθηνῶν, τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀπευθυνόμενος στό πυκνό ἐκκλησίασμα πού εἶχε κατακλύσει τήν Μητρόπολη καί ἀφοῦ πρῶτα ἔκαμε ἀναφορά στό μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας πού “δέν ἔχει σχέσι μέ τήν ἔκτασι καί τό ποσόν καί τόν ἀριθμό“, ἀλλά “εἶναι πνευματικό καί ἀνήκει σ’ἕνα ἄλλο Σύμπαν πού ὑπάρχει στά ἔγκατα τῆς ὑπάρξεως μας”(17), ὁ Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων μίλησε διά μακρῶν γιά τήν σημασία καί ἀκτινοβολία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Καί τό ἔκαμε ἀσφαλῶς σκόπιμα, μιά καί τότε στόν ἑλλαδικό χῶρο ἠχοῦσαν φωνές πού ἀμφισβητοῦσαν τόν ἡγετικό καί συντονιστικό ρόλο τοῦ Φαναρίου καί ἀντιμετώπιζαν μέ σκεπτικισμό, ἄν ὄχι μέ ἄρνηση, τίς διάφορες πρωτοβουλίες τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα στό διορθόδοξο καί διαχριστιανικό προσκήνιο.
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἔλεγε μέ περισσή ποιητική ἔξαρση, “εἶναι τό μεγαλύτερο ἐκκλησιαστικό κεφάλαιο… ἡ δύναμη τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς εἶναι αὐτό. Πυξίδα τοῦ βασανισμένου σκάφους τῆς Ἱστορίας μας. Θρύλος, ποίησι, μυστική λατρεία εἶναι. Εἶναι ὁ σπόρος πού ἔγινε δένδρο, κάτω ἀπό τούς κλάδους τοῦ ὁποίου δροσίζονται οἱ ἄνθρωποι καί κατασκηνώνουν τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ…Ζύμη, ἡ ὁποία ἐζύμωσε τό ἐκλεκτό φύραμα τοῦ Γένους μας εἶναι. Μ’αὐτό εἴμαστε στό προσκήνιο τοῦ κόσμου”. Καί ἄν ἀκόμη οἱ Ἐκκλησίες μας εἶναι διηρημένες, προσέθετε, “ὑπάρχει κάτι πού στήν οὐσία τίς κρατεῖ ἑνωμένες, καί τό κάτι αὐτό εἶναι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο”(18).
Περαίνοντας τόν λόγο του, ὁ Πριγκηποννήσων Δωρόθεος διαβίβαζε τόν ἀδελφικό χαιρετισμό τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Θεόκλητο, καί ἐξέφραζε τήν συγκίνηση τῆς Πατριαρχικῆς Ἀντιπροσωπείας γιά τίς πρός αὐτήν ἐκδηλώσεις ἀγάπης καί τιμῆς τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Κατέληγε ὅμως μέ μιά δραματική ἔκκληση: “Μέσα σέ μιά τέτοια ἀτμόσφαιρα κατανοήσεως καί καλῆς θελήσεως, ἔλεγε, Σᾶς φέρνομε καί τό μήνυμα: νά προσπαθήσωμε ν’ἀποκατασταθῇ πλήρως ἡ ἑνότης καί συνεργασία μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τό κύριο μέλημα, ἡ μεγάλη εὐθύνη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τό νέο ξεκίνημα, τόνιζε ἐμφατικά, αὐτό εἶναι(19). Ἔκκληση, στοχαστική καί βαθειά στήν ἁπλότητά της. Σοφή προτροπή, πού ἔπειτα ἀπό τέσσερις δεκαετίες παραμένει ἄκρως ἐπίκαιρη, ὑπό τό φῶς τῆς ἐπ’ἐσχάτων ἔντονης δραστηριότητας στόν ἑλλαδικό χῶρο, πλειάδας ἀνιστόρητων ἐκκλησιαστικῶν, καιροσκόπων πανεπιστημιακῶν, ὅπως καί ἀνίδεων δημοσιογράφων, (γιά τούς ὁποίους, ἡ σκανδαλοθηρική ἐνασχόληση μέ τήν Ὀρθοδοξία, κυρίως δέ μέ τίς σχέσεις Φαναρίου-Ἀθηνῶν, κατάντησε βιοποριστικό ἐπάγγελμα) (20), πού δέν συνειδητοποιοῦν ὅτι ἀμφισβητῶντας, ἐνορχηστρωμένα πολλές φορές, τόν ἡγετικό ρόλο καί τήν προσφορά τοῦ Πατριαρχείου πρός τήν Ὀρθοδοξία, παρέχουν ἐκδουλεύσεις σέ τρίτους καί ἐνθαρρύνουν ὅσους ἐπιχειροῦν, αἰῶνες τώρα, νά ἐπιβάλουν μιά Νέα Τάξη στό σῶμα καί τή δομή τῆς ἀνά τήν οἰκουμένην Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Με την τραγωδό Ασπασία Παπαθανασίου όταν έδωσε μια παράσταση στην Πόλη τον Δεκέμβριο του 1962. |
Εὐκαιρία γιά νά ἐξάρει καί προβάλει, γιά πολλοστή φορά, τήν ἰδιαιτερότητα καί τό μεγαλεῖο τοῦ Σεπτοῦ Κέντρου “τό ὁποῖον μᾶς χαρίζει τήν οἰκουμενικότητα,…τό ὁποῖον μᾶς πλάθει καί μᾶς προβάλλει στόν διεθνῆ στίβο”, βρῆκε ὁ μακαριστός ἱεράρχης, ὅταν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔλαβε, τό ἔτος 1963, τήν πρωτοβουλία νά ἀναδιοργανώσει τήν Διασπορά στό χῶρο τῆς Εὐρώπης, ἱδρύοντας τίς Μητροπόλεις Γαλλίας, Γερμανίας καί Αὐστρίας μέ ἀπόσπαση ἀπό τήν Ἀρχιεπισκοπή Θυατείρων, καί τοῦ ἀνέθεσε τήν ἀποστολή νά ἐνθρονίσει τόν, ἀπό Θερμῶν, πρῶτο Ποιμενάρχη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αὐστρίας, Μητροπολίτη Χρυσόστομο Τσίτερ.
Στόν μνημειώδη λόγο πού ἐξεφώνησε κατά τήν ἐνθρονιστήριο Ἀκολουθία, (καί ὁ ὁποῖος λόγῳ τῆς σπουδαιότητός του δημοσιεύεται ὁλόκληρος ἐν ἐπιμέτρῳ), ὁ Πριγκηποννήσων Δωρόθεος θεώρησε καλό νά ἐξηγήσει πρῶτα τούς λόγους πού εἶχαν ὠθήσει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο νά προβεῖ στήν ἵδρυση νέων Μητροπόλεων στήν Εὐρώπη. “Εἶδε τό Πατριαρχεῖον, ἔλεγε, νά ἁπλώνεται εἰς τήν Εὐρώπην ἡ Ὀρθοδοξία, νά τήν νοσταλγοῦν εἰς τήν Δύσιν, σἄν νἄχῃ ξημερώσῃ γι’αὐτήν μιά καινούργια μεγάλη ἐποχή. Εἶδε τήν Ἀρχιεπισκοπή Θυατείρων νά ἐξελίσσεται καί νά σφύζῃ ἀπό ζωήν. Προέβη γι’ αὐτό σέ πιό συστηματική ὀργάνωσι, εἰς τρόπον ὥστε νά γεννηθοῦν τέσσαρες ἀντί μιᾶς Μητροπόλεις”. Λαλῶντας δέ ἐν παροιμίαις, ὅπως συνήθιζε νά κάμει συχνά, καί ἐπιχειρῶντας προφανῶς νά διασκεδάσει τούς φόβους ἐκείνων πού εἶχαν ἐπιφυλάξεις γιά τήν εἰς τέσσερα διαίρεση τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Θυατείρων, συνέχιζε ὡς ἑξῆς: “Θἄλεγε κανείς κατάτμησις. Ὄχι. Ὅταν μιά μητέρα αὐξάνει τά μέλη τῆς οἰκογενείας, δέν εἶναι διαίρεσις, δέν εἶναι κατατεμάχισις, δημιουργία εἶναι (21)“. Ταυτίζοντας, στή συνέχεια, τήν Μητέρα Ἐκκλησία μέ τά ἁπανταχοῦ τῆς γῆς τέκνα της, καί μιλῶντας γιά τούς ἄρρηκτους δεσμούς τους, προσέθετε: “Πατριαρχεῖον καί Μητροπόλεις, Ἐκκλησία καί πλήρωμα, σεῖς καί ἡμεῖς, ὅλοι, ἕνα εἴμεθα… “Ὅ,τι ἔχει τό Πατριαρχεῖον καί ὅ,τι ἔχει ὁ λαός, εἶναι κοινόν κτῆμα, ψυχική περιουσία τῆς φυλῆς μας…πού ἀποκτήθηκε μέ καθαρμούς αἰώνων…μέ εὐαισθησίες ἀνώτερης ποιότητας, μέ ἐμπνεύσεις καί πόνους ἱερούς”.
Στόν κατάμεστο ἀπό ἐπιφανεῖς, ὀρθόδοξες καί μή, προσωπικότητες Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος Βιέννης, ὁ Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων δέν μποροῦσε νά μή ἀναφερθεῖ εἰδικώτερα καί στούς δεσμούς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τό Γένος μας καί μέ ὁλόκληρο τό Γένος τῶν Ὀρθοδόξων. Τά σύνορα τοῦ Πατριαρχείου, ἔλεγε, δέν εἶναι στόν ἑαυτό του, διότι “ὁρίζοντες τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς, σημερινές γενεές καί παληές, μυριάδες ἄνθρωποι κι’ ἄλλες φυλές εἶναι τό ἀναπεπταμένο ὅραμά του… Τό Πατριαρχεῖο εἶναι ἡ Κιβωτός τοῦ Γένους μας, ὅπου ἐσώθη ὁλόκληρος κόσμος συγκινήσεων καί αἰσθήσεών του, πού θά ἦταν βουλιαγμένες, χαμένες γιά πάντα, στό ἀπύθμενο βάθος τῶν αἰώνων…Τό Πατριαρχεῖον στάθηκε γιά τό Γένος μας σἄν φάρος στίς ἄγριες νύχτες του, στίς ὀδύνες του. Φάρος πού καίει σήμερα μέ τό δικό σας λάδι”.
Στόν ἴδιο συνειρμό σκέψεων, ὁ Φαναριώτης αὐτός καί βαθειά ἕλληνας ἱεράρχης πρόφερε καί μιά μικρή φράση, γιά νά ἐξάρει ἀκόμη πιό ἔντονα τούς ἄρρηκτους δεσμούς Ἐκκλησίας καί Γένους. “Ἐκκλησία καί φυλή, ἔλεγε, δέν εἴμαστε δύο ἀκτές στό ποτάμι τῆς ἱστορίας μας, τῆς ζωῆς μας, ἀλλ’ἀποτελοῦμε αὐτό τό ποτάμι. Δύο συνοδεῖες εἴμεθα πού πᾶμε ἀντάμα, πού ψέλνουμε μαζύ“. Μιά φράση λακωνική καί ἄκρως ποιητική, ἡ ὁποία μέσα στήν συντομία καί ἁπλότητά της κουβαλᾶ μιά ἱστορία αἰώνων. Φράση γεμάτη νόημα, πού διατηρεῖ ἀκέραια τήν ἐπικαιρότητά της ἔπειτα ἀπό τόσο καιρό καί πού κατά κάποιο τρόπο ὑπενθυμίζει ὅτι πλανῶνται σήμερα ὅσοι νομίζουν ὅτι Φανάρι καί Ἀθήνα, ἤ ἀκόμη ὅτι ρωμιός καί ἕλληνας, εἶναι δυό ἄσχετες ἑνότητες, δυό ξένα σώματα, δυό ἀπομακρυσμένες ἀπ’ἀλλήλων ἀκτές στό ποτάμι τῆς κοινῆς τοῦ Γένους μας ἱστορίας.
Τί ἐνέπνευσε τόν Πριγκηποννήσων Δωρόθεο νά προσθέσει τήν σύντομη αὐτή φράση στήν προσφώνηση τῆς Βιέννης; Ἁπλῶς μιά μοναδική ἐμπειρία, νομίζω, τήν ὁποία εἶχε βιώσει τέσσερις μῆνες νωρίτερα, ὅταν τό καλοκαῖρι τοῦ 1963 συνώδευε τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στήν Πορεία του ἀνά τήν Ἑλλάδα, ἔπειτα ἀπό τούς ἑορτασμούς τῆς Χιλιετηρίδας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὅταν εἶδε τήν βαθειά συγκλονιστική ἀτμόσφαιρα πού εἶχε δημιουργηθεῖ μέ τήν Πατριαρχική ἐπίσκεψη στήν Ἀθήνα καί τήν Κρήτη, τήν Θεσσαλονίκη καί τά Γιάννενα, σέ πόλεις καί χωριά, στούς κάμπους καί τά βουνά. Ὅταν μέ ἔκθαμβα μάτια διαπίστωνε ὅτι ἡ Πατριαρχική κάθοδος στήν Ἑλλάδα “μίλησε στήν ψυχή τοῦ λαοῦ“. Μέ τήν Πατριαρχική αὐτή Πορεία, ἔλεγε, μιά “καινούργια αὐγή ἀνέτειλε μέσα μας, μέ καινούργιο θάμβος, πού σκορπιόταν γύρω μας. Μεταμόρφωσις μυστική σάν νά μᾶς ἔγινε τίς λίγες αὐτές μέρες, πού φάνταζαν σάν ἐποποιïα. Εἴδαμε ταυτισμένη τήν ἰδέα τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν μορφή της. Εἴδαμε δημιουργημένο ἕνα κόσμο ἰδεατό. Εἴδαμε τήν ἑτέρα μορφή τοῦ κόσμου”(22). Κατά τήν Πορεία αὐτή ὁ Μητροπολίτης Δωρόθεος εἶχε δεῖ διάφανη τήν πραγματική ὄψη τῆς Ρωμιοσύνης, εἶχε διαπιστώσει τήν πλήρη ταύτιση τῆς Κωνσταντινούπολης, τῆς αἰώνιας αὐτῆς Μητρόπολης τοῦ Γένους, μέ τήν Ἀθήνα, τήν Πρωτεύουσα τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους καί εἶχε συνειδητοποιήσει τά θαύματα τά ὁποῖα μποροῦσαν νά κάμουν ἑνωμένα τά δυό αὐτά ἐκκλησιαστικά κέντρα. “Φελιασθήκαμε, ἔλεγε, μέ φέλι τόν λαό“, μέ τόν ὁποῖο πλέον “καί τούς παγκόσμιους νόμους μποροῦμε νά ξανακοιτάξουμε”(23).
Ἀκράδαντη πεποίθηση τοῦ Πριγκηποννήσων Δωροθέου ἦταν ὅτι ἡ Πρωτόθρονος Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, παράλληλα πρός τήν ἀποστολή της μέσα στόν ὀρθόδοξο κόσμο, εἶχε καί ἕνα ἄλλο διακόνημα. Νά ἐργασθεῖ γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Καί δέν χωρεῖ ἀμφιβολία ὅτι στήν τοποθέτησή του αὐτή ἦταν βαθειά ἐπηρεασμένος ἀπό τίς πρωτόβουλες ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κατά τίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1920, τίς μέρες δηλαδή κατά τίς ὁποῖες εἰσερχόταν στήν Πατριαρχική Αὐλή. Διότι τήν ἐποχή ἀκριβῶς ἐκείνη, καί ἐπί Τοποτηρητείας τοῦ Μητροπολίτου Προύσης Δωροθέου, (ἀπό τόν ὁποῖο εἶχε χειροτονηθεῖ στό βαθμό τοῦ Διακόνου), ἐξαπολυόταν ἡ γνωστή Συνοδική Ἐγκύκλιος “Πρός τάς Ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ“, πού πρότεινε τήν ἵδρυση μιᾶς Κοινωνίας Ἐκκλησιῶν. Ὅπως καί τότε ἄρχιζε ἡ πολυδιάστατη δραστηριότητα τοῦ Σχολάρχου του, Μητροπολίτου Θυατείρων Γερμανοῦ, στά πλαίσια τῆς ἀνατέλλουσας τά χρόνια ἐκεῖνα Οἰκουμενικῆς Κινήσεως.
Κατά τόν Πριγκηποννήσων Δωρόθεο, τήν οἰκουμενιστική δέσμευση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ὑπαγόρευε αὐτή ἡ ἴδια ἡ Καθολικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. “Ἡ Ὀρθοδοξία, τόνιζε, εἶναι ἡ ἐσωτερική ὁδός, ἡ ἐσωτερική ἀνάγκη πρός τήν παγκόσμιον Ἐκκλησίαν, πρός τήν ἑνότητα. Ἡ ἀλήθειά της εἶναι ὄχι παρακαταθήκη, ἀλλά ζωή καί ἀνακαίνισις. Εἶναι πνοή πού στέλλει ὁ Θεός γιά νά ἀνακαινίσῃ καί ν’ἀνανεώσῃ τό πρόσωπον τῆς γῆς”(24). Καί ὑποστήριζε ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γι’αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο βρέθηκε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς “εἰς τήν πρώτην γραμμήν, εἰς τό ἄροτρον!”, ὅπως καί γιά τόν ἴδιο λόγο, “θά συνεργάζεται καί θά χειραγωγεῖ, καί θά γνωρίζει καί θά γνωρίζεται, καί θά εἶναι πάντοτε μαζύ μ’ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά ὀργανωθῇ ἡ ἀλληλεγγύη καί ἡ συνεργασία, ἡ εἰρήνη καί ἡ πρόοδος, ἡ ἀγάπη ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα”(25).
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Πριγκηποννήσων Δωρόθεος τά δύο κεφάλαια τῆς πρώτης ἑνότητας τοῦ γεμᾶτο ἀπό λυρισμό βιβλίου του “Ἡ Συνάντησις” τά εἶχε ἀφιερώσει στό “μυστήριο τῆς συναντήσεως” καί στόν συναφῆ πρός αὐτό “οἰκουμενικό διάλογο”. Μέ τήν συνάντησι ἔλεγε, “ὁ ξένος παύει νά εἶναι ξένος. Ὑπάρχει ἕνα σχέδιο Θεοῦ στήν συνάντησι. Κωλύματα φυλῆς, θρησκείας, κοινωνικῆς τάξεως, πολιτικοῦ κόμματος δέν ὑπάρχουν. Ὅλα μέ τήν συνάντησι γκρεμίζονται. Γκρεμίζονται, διότι τό θέλησε ὁ Θεός…διότι τό εἶπε ὁ Χριστός…διότι ἀνάμεσα στούς δύο κατεβαίνει ἡ Θεία Χάρις”(26). Ἔτσι, συνέχιζε, καί στό διάλογο πού διεξάγεται στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, “τό ἐγώ συναντᾶται μέ τό σύ, καί γινόμεθα ἡμεῖς”. Καί τοῦτο διότι ” ἡ ἐλευθερία ἡ ἀνθρώπινη γεννιέται στή συνάντησι τοῦ ἐγώ μέ τό σύ“, διότι, “δέν μπορεῖ νά ἐννοηθῇ ἡ ἐλευθερία μόνη της, μόνον στήν ὕπαρξί μας καί στήν ὁρμή τῆς ὑπάρξεώς μας πρός τό μέλλον”(27).
Ο αείμνηστος Δωρόθεος με τον π. Γ. Τσέτση μπροστά στα λεγόμενα “Κωνσταντινιανά” οικήματα του Πατριαρχείου |
Ὁ Μητροπολίτης Δωρόθεος φρονοῦσε ὅτι ὁ διαχριστιανικός διάλογος εἶναι, πάνω ἀπ’ὅλα, ἀντίδοση. Διά τοῦτο παρατηροῦσε ὅτι διαλεγόμενοι μέ τόν ἄλλο δέν πρέπει νά ἐπιχειροῦμε τήν ἐπιβολή τῆς δικῆς μας ἀπόψεως. Δέν πρέπει, ἔλεγε, νά στηριζόμαστε μόνο “στούς δικούς μας θησαυρούς, στά δικά μας πλούτη. Γιά νά ὑπάρχῃ ἐπικοινωνία πρέπει νά ὑπάρχῃ καί δοχή. Πρέπει νά περιμένωμε καί ἀπό τόν ἄλλο ὅτι ἔχει νά μᾶς δώσῃ. Αὐτό εἶναι ἡ μεγάλη ἐλευθερία πού θά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τήν στειρότητα, ἀπό τήν σκληρότητα”. Ἡ ἀληθινή ἐπικοινωνία πραγματοποιεῖται, προσέθετε, “ὅταν τό ἐγώ κατορθώνει νά προσκομίζῃ τό μυστικόν του εἰς τό σύ“. Ἔτσι μόνο θά γίνῃ ἡ πραγματική συνάντηση, πού θά ὁδηγήσει τίς Ἐκκλησίες στόν “δρόμο ὁ ὁποῖος φέρνει στήν ἑνότητά των”(28).
Βαθειά πίστη τοῦ Πριγκηποννήσων Δωροθέου ἦταν ὅτι ἐκεῖνο πού ὁδηγοῦσε τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως στό διαχριστιανικό διάλογο καί συνεργασία, ἦταν αὐτό τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς “δέν κατῆλθε μονάχα δι’ ἡμᾶς, ἀλλά καί διά Πάρθους καί Μήδους καί ἔκαμεν ὅλα τά ἔθνη τό καθένα μέ τήν γλῶσσάν του νά ὁμιλῇ διά τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ” (29). Γι’αὐτό καί σέ κύριο ἄρθρο πού δημοσίευε στήν Ὀρθοδοξία ἀρχές τοῦ 1960, μέ τήν εὐκαιρία τῆς συγκλήσεως στή Ρόδο (19-29 Αὐγούστου 1959) τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ), τόνιζε: “Ἐφ’ὅσον τό Ἅγιον Πνεῦμα μᾶς καλεῖ εἰς συνεργασίαν καί ἑνότητα τίποτε δέν θά μᾶς ἀναχαιτίσῃ νά τρέξωμεν μαζύ μέ τούς ἄλλους, νά ἀγωνισθῶμεν μαζύ των. Κληρικοί καί λαϊκοί ὁμοῦ“. Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ τελευταία αὐτή σύντομη φράση δέν εἶχε γραφεῖ στήν τύχη. Ἀποτελοῦσε ἔμμεση ἀπάντηση σέ ὡρισμένους ἐκκλησιαστικούς παράγοντες τῶν Ἀθηνῶν, πού τήν ἐποχή ἐκείνη φρονοῦσαν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔπρεπε νά ἐκπροσωπεῖται στά διάφορα διοικητικά ἤ συμβουλευτικά σώματα τοῦ ΠΣΕ μόνο ἀπό λαϊκούς πανεπιστημιακούς διαδασκάλους καί ὄχι ἀπό ἀρχιερατικά ἤ ἄλλα κληρικά στελέχη της. Ἀκατανόητη εἶναι, ἔλεγε, “ἡ σκέψις νά μετάσχωμεν μόνον μέ τούς Λαϊκούς διά νά μή φθαρῇ τάχα τό κληρικόν ἀξίωμα ἤ γόητρον…Κατά ποῖον συνειρμόν σκέψεων, κατά ποῖον λόγον θά ἀποκλεισθοῦν οἱ Ἀρχιερεῖς ἀπό τήν συμμετοχήν των εἰς τά Συνέδρια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως; Αὐτοί δέν εἶναι οἱ περισσότερον συντηρητικοί καί ἐκκλησιαστικοί; Δέν εἶναι αὐτοί πού ἔχουν τήν μεγαλυτέραν ἐκκλησιαστικήν πεῖραν καί εὐθύνην; Ἐάν μᾶς φθάνουν διά τά θρησκευτικά καί ἐκκλησιαστικά ζητήματα, καί δή τά μεγάλα, οἱ λαϊκοί, τότε κινούμεθα εἰς τήν προτεσταντικήν τροχιάν. Βαδίζομεν ἄνω ποταμῶν”(31).
Αὐτή ἦταν, ἐν ἄκρᾳ συντομίᾳ, ἡ φαναριώτικη ὄψη τῆς πολύπλευρης προσωπικότητας τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Πριγκηποννήσων Δωροθέου. Τοῦ ταλαντούχου καί χαρισματικοῦ αὐτοῦ ἱεράρχου, τοῦ ὁποίου τό “διανοητικό ἐφόδιο” ξεπερνοῦσε “ὅλη τή γεροντική σοφία τῶν παλῃῶν ἀρχιερέων”, ὅπως ἔγραφε χαρακτηριστικά, τό 1932 ἤδη, ἡ Σοφία Σπανούδη (32).
Ἐξεμέτρησε τό βίον πλήρης ἡμερῶν πρίν ἀπό ἕνα τέταρτο καί πλέον αἰῶνος, ἀφήνοντας πίσω του ἀγαθές ἀναμνήσεις. Κυρίως ὅμως ἀφήνοντας στίς ἑπόμενες γενηές μιά ἀνεκτίμητη πνευματική κληρονομιά. Μιά κληρονομιά πού ἀποτελεῖ πηγή ἐμπνεύσεως γιά ὅσους πῆραν ἀπό τά χέρια του, καί ἀπό τά χέρια τῆς γενηᾶς του, τήν σκυτάλη, καί εἶναι σήμερα ταγμένοι στή διακονία τῆς Ἐκκλησίας.
Ο Μ. Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Τσέτσης
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Εὐχαριστῶ θερμά τήν Συντακτική Ἐπιτροπή Τῆς καθ’Ἡμᾶς Ἀνατολῆς γιά τήν πρόφρονα πρόσκληση ὅπως συμμετάσχω μέ συνεργασία μου στόν συλλογικό αὐτό τόμο, πού ἐξεδόθη γιά νά τιμηθεῖ ἡ πεντηκονταετής διακονία πρός τήν ὀρθοδοξία καί τή ρωμιοσύνη τῆς Πόλης, τοῦ, ἀπό Πριγκηποννήσων, Μητροπολίτου Δέρκων κ. Κωνσταντίνου, τοῦ Χαρισιάδη. Θεώρησα ὅτι ὁ πιό ἐνδεδειγμένος ἐκκλησιαστικός τρόπος νά τιμήσω τόν ὁμογάλακτο πρεσβύτερο ἀδελφό καί φίλο ἅγιο Δέρκων, ἦταν νά τιμήσω τἠ μνήμη τοῦ ἐπιφανοῦς προκατόχου του στά Πριγκηπόννησα, τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Πριγκηποννήσων Δωροθέου, ἀπό τά χέρια τοῦ ὁποίου ἔλαβα τήν χάρη τῆς ἱερωσύνης, καί τόν ὁποῖο ὑπηρέτησα ὡς Ἀρχιδιάκονός του ἐπί μιά τετραετία.
2) Γράμμα Κωστῆ Παλαμᾶ πρός Λαοδικείας Δωρόθεο, ἀπό 29 Ἰουνίου 1934. Βλ. Λαοδικείας Δωροθέου, Ὁ Γραμμένος Λόγος, Κωνσταντινούπολις, 1934, σελ.115
3) Λαοδικείας Δωροθέου, Ὄχι μόνον μεθοδολογία, ἀλλά καί ζωή, βλ. Ὀρθοδοξία, Ε΄ (1930), σελ.388
4) Φιλίππου Καπετανίδου, Ἐπικήδειος Λόγος εἰς τόν Μητροπολίτην Πριγκηποννήσων Δωρόθεον, βλ. Στάχυς, Ἰούλιος 1971-Ἰούνιος 1974, τεῦχος 28-39, σελ.334
5) Κυρίως τά ἑξῆς: Λαοδικείας Δωροθέου, Ὁ Γραμμένος Λόγος, Κωνσταντινούπολις,1934, (στό ἑξῆς Λόγος), Πριγκηποννήσων Δωροθέου, Ἡ Συνάντησις, Ἀθῆναι, 1960 (στό ἑξῆς Συνάντησις), Πριγκηποννήσων Δωροθέου, Ἡ Πορεία τοῦ Πατριάρχου εἰς Ἅγιον Ὄρος καί Ἑλλάδα,Σταμπούλ, 1964 (στό ἑξῆς Πορεία)
6) Ἀπό τήν θέση αὐτή ἐκφράζω τήν εὐγνωμοσύνη μου πρός τόν Σεβασμιώτατο φίλο Μητροπολίτη Αὐστρίας κ. Μιχαήλ, γιά τήν εὐγενική του χειρονομία νά θέσει στή διάθεση μου τόν Λόγο αὐτό, πού βρίσκεται ἀποθησαυρισμένος στό Ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αὐστρίας. “Τόν λαμβάνεις πρῶτος, μοῦ ἔγραφε στό συνοδευτικό σημείωμα. Εἶναι ἀνέκδοτος. Ἀξιοποίησέ τον ὅπως ἁρμόζει εἰς τό περιεχόμενον καί τόν συντάκτην του”
7) Λαοδικείας Δωροθέου, Ἡ Ὀρθοδοξία-Τά Γνωρίσματα τῆς Δόξης της, βλ.Ὀρθοδοξία, ΚΑ΄ (1946), σελ.76
8) Βλ. πλῆρες κείμενο τῆς ἐγκυκλίου αὐτῆς ἐν Γεωργίου Τσέτση (ἐπ.), Οἰκουμενικός Θρόνος καί Οἰκουμένη-Ἐπίσημα Πατριαρχικά Κείμενα, ἐκδ. Τέρτιος,1989, σελ.26-34
9)Λαοδικείας Δωροθέου, Ἡ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Διορθόδοξος Ἐπιτροπή, ἐν Ὀρθοδοξία, Ε΄ (1930), σελ. 453, 455
10) Ἔνθ’ ἀν. σελ. 452
11) Ὀρθοδοξία, Ε΄ (1930) σελ. 383
12) Ἔνθ’ ἀν. σελ385
13) Αὐτόθι, σελ. 388
14) Ὀρθοδοξία, ΚΑ΄, (1946), σελ. 76
15) Τήν ὑπό τόν Πριγκηποννήσων Δωρόθεο Πατριαρχική Ἀντιπροσωπεία ἀποτελοῦσαν οἱ Μητροπολῖται Χαλδίας Κύριλλος, Νεοκαισαρείας Χρυσόστομος, Ἰκονίου Ἰάκωβος καί Ἴμβρου καί Τενέδου Μελίτων. Βλ. Ὀρθοδοξία, ΛΕ΄ (1960), σελ 117
16) Αὐτόθι
17) Συνάντησις, σελ.200
18) Ἔνθ’ ἀν. σελ.201
19) Ἔνθ’ ἀν. σελ.202
20) Ὅπως ἐξ’ ἄλλου μαρτυρεῖ ἡ πληθώρα νεοφανῶν, μή ἐκκλησιαστικῶν, ἐφημερίδων, ἐνθέτων ἐφημερίδων καί περιοδικῶν στόν ἑλλαδικό χῶρο, πού φέρουν στόν τίτλο τους τήν λέξη ὀρθοδοξία.
21) Ὅπως ἦταν δημιουργία, καί ὄχι κατάτμηση, ἡ ἵδρυση τῶν Μητροπόλεων Καναδᾶ, Μπουένος Ἄϊρες καί Παναμᾶ μέ ἀπόσπαση ἀπό τήν ἀχανῆ Ἀρχιεπισκοπή Βορείου καί Νοτίου Ἀμερικῆς τό 1996
22) Πορεία, σελ.77
23) Ἔνθ’ ἀν. σελ. 78
24) Ὀρθοδοξία, ΙΘ΄ (1944), σελ. 7
25) Δωροθέου Πριγκηποννήσων, Ἡμεῖς καί ἡ Οἰκουμενική Κίνησις, ἐν Ὀρθοδοξία, ΛΕ΄, (1960) σελ. 5 ἑξ.
26) Συνάντησις, σελ. 2
27) Ἔνθ’ ἀν. σελ. 5
28) Αὐτόθι, σελ. 6 ἑξ.
29) Ὀρθοδοξία, ἔνθ’ ἀν. σελ. 8
30) Αὐτόθι
31) Αὐτόθι
32) Βλ. Λόγος, σελ. 118
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το Αρχείο του π. Γεωργίου Τσέτση