Μητροπολίτου Φιλαδελφείας Μελίτωνος
Ὅταν ἡ «Ἀπογευματινή», πρό 99 ἀκριβῶς ἐτῶν, τήν 12ην Ἰουλίου 1925, ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος Δευτέρα, ἐμφανιζόταν πρός τήν ἀεί ἐν ἀκμῇ καί δυνάμει Ρωμαίηκη Μειονότητα, «ἐνώπιον τοῦ Κοινοῦ», ἐπαγγελλόταν νέα ἐποχή, ἡ ὁποία ἐπέβαλε ἀσφαλῶς καί νέα καθήκοντα ὑπό ἄλλες συνθῆκες, κατά τήν ἐμπράγματο ρῆσι τοῦ Βίκτωρος Οὐγκώ. Ἡ ρῆσις αὐτή ἀπετέλεσε καί ἀποτελεῖ ἐπί αἰῶνα ἤδη ὁλόκληρο τό ἔμβλημα καί τόν στόχο τόν ὁποῖο διώκει, ἡ «Ἀπογευματινή».
Ἡ «Ἀπογευματινή» ἐγκαινίασε ἀληθῶς μία ἄλλη τῆς μέχρι τότε ἐποχή. Καί ἀνέλαβε τό καθῆκον τῆς ἐνημερώσεως. Ὁ ἐκδότης της ἐπαγγελλόταν ὅτι ἡ «Ἀπογευματινή» θά ἦταν ὁ πρόθυμος ὑποστηρικτής τῆς Μειονότητός μας, ἀλλά καί ὁ αὐστηρός καί δίκαιος κριτής καί μάλιστα ἀμείλικτος τῆς πορείας της καί τῶν «ἀρχοντίσκων» της.
Καί ὁ τεθείς στόχος ἐπιτεύχθηκε καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τοῦ αἰῶνος, ἐνίοτε μέ θυσίες ἠθικές καί ὑλικές, ἄλλοτε μέ πειρασμούς, ἐν δοκιμασίαις, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν ἀνεχείᾳ∙ πάντοτε ὅμως ἐπί τό ἔργον. Καί σήμερον ὁμολογεῖται ἀπό ὅλους ὅτι «ἡ Ἀπογευματινή» εἶναι ὄχι μόνον ἡ μόνη ἐπιζῶσα καί ἐκδιδομένη ἀνελλιπῶς ἐφημερίς, ἐνῷ ἄλλα ὁμογενειακά ἔντυπα εἶχαν βραχύ χρόνο ζωῆς καί προσφορᾶς, ὡς τά περιγράφει ὁ φίλος Στρατῆς Ταρίνας εἰς τό κλασσικό καί μοναδικό καταστάν ἔργο του «Ὁ Ἑλληνικός Τύπος τῆς Πόλης»∙ ἀλλά κατέστη ἀληθῶς «σύν τῷ χρόνῳ ἡ κατ’ ἐξοχήν καλή καί ἀσφαλῶς πληροφορημένη Ρωμαίηκη ἐφημερίς».
Ἡ «ἐπαγγελία» ἀπεδείχθη ἐμπράγματος. Ὁ στόχος ἐπιτεύχθηκε. Καί ἐφέτος ἑορτάζεται καί τιμᾶται καί ἐπαγγέλλεται ἡ συμπλήρωσις αἰῶνος συνεχείας καί συνεπείας.
Καί ἔτσι ἡ ἐφημερίς εἰσέρχεται εἰς τόν νέον αἰῶνα ζωῆς καί πορείας ὑπό τήν ἐμπνευσμένη δοκιμασία τῶν δοκίμων πατρός Μιχαήλ καί υἱοῦ Μηνᾶ τῶν Βασιλειάδων, συνεχιστῶν τοῦ πρώτου ἐκδότου, τοῦ ἄλλου Βασιλειάδου, καί ἐμφανίζεται «πρό τοῦ κοινοῦ» τῆς σήμερον τῶν πολλῶν καί τῶν ποικίλων δημοσιογραφικῶν «φώτων» καί ἀπεκδέχεται καί πάλιν ὡς «τό κατ’ ἀρχάς» «εὐμενῆ τήν ὑποστήριξιν καί συμπάθειαν» τοῦ κοινοῦ.
Στό ἔμβλημα τῆς «Ἀπογευματινῆς» προσετέθη ἀργότερον καί τό ἐμπειρικόν ἀπόφθεγμα τοῦ ἐν διδασκάλοις κλεινοῦ Δημητρίου Παντελάρα, ὅτι «στήν Πόλι οὐδείς γεννᾶται καί οὐδείς ἀποθνήσκει χωρίς τήν Ἀπογευματινή».
***
Ἡ πλουσία ἱστορία τῶν Ρωμηῶν τῆς Πόλης ἀνθίσταται σθεναρά στό διάβα τῶν αἰώνων. Κάθε πρωϊνό, στό κατώφλι τῶν σπιτιῶν μας ἄλλοτε, στά ἠλεκτρονικά μέσα σήμερα, ἀναγινώσκεται ὁ ἐντυπωσιακός θησαυρός τῆς Ὁμογενείας μας, ἡ «Ἀπογευματινή», ἡ ἱστορική ἐφημερίς τῆς Ρωμηοσύνης, πού ἐκυκλοφόρησε σάν σήμερα πρίν ἀπό ἕνα αἰῶνα, ὡς ἐλέχθη, ἀπό τόν Κωνσταντῖνο Βασιλειάδη καί τόν Ὀδυσσέα Κρυσταλλίδη καί τόν ἀρχισυντάκτη Καβαλιέρο Μαρκουΐζο μέ διάδοχο τόν ἀλησμόνητο Γρηγόριο Γιαβερίδη (1927-1979)…
Δέν εἶναι ασφαλῶς ὥρα μνήμης∙ μήτε βεβαίως λήθης∙ εἶναι ἡ ὥρα τοῦ ἀπολογισμοῦ τῆς πορείας∙ εἶναι ἡ ἐσχάτη ὥρα μιᾶς μακρᾶς πορείας τῶν πολλῶν∙ καί ἡ κρίσιμος ὥρα τῆς συνεχείας κατά τόν νέο αἰῶνα καί πάλι σέ νέες ἐποχές, ἴσως πλέον δυσχειμέρους, καί ἐπαγγελίες νέων καθηκόντων τῶν ὀλίγων αὐτή τήν φορά…
Ἄς σημειωθῇ ἁπλῶς πρός ἐξαγωγήν συμπερασμάτων: Ὅταν πρωτοκυκλοφόρησε ἡ «Ἀπογευματινή», ὅπως προκύπτει ἀπό τά Πρακτικά τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ἀνταλλαγῆς τῶν πληθυσμῶν, οἱ Ὁμογενεῖς κάτοικοι τῆς Πόλεως, τῆς Ἴμβρου καί τῆς Τενέδου ἦταν 111.200. Κατά τήν ἐπίσημη ἀπογραφή τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ 1927 100.214 δήλωσαν ὅτι εἶναι ὁμογενεῖς, ἐξ αὐτῶν οἱ 91.092 μητρική εἶχαν γλῶσσα τήν ἑλληνική, ἐνῷ 8.132 Ἑλληνορθόδοξοι ἦταν Τουρκόφωνοι καππαδοκικῆς καταγωγῆς, γνωστοί ὡς «Καραμανλῆδες»[1].
Σήμερα δέν μιλοῦν οἱ ἀριθμοί. Οἰ ἀριθμοί ἔχουν ἀξία στά μάτια καί στόν νοῦ τοῦ ἀριθμοκράτου, δογμάτιζε -καί ὀρθῶς- ὁ ἀνεπανάληπτος Χαλκηδόνος Μελίτων. Σήμερα μιλεῖ ἡ παρουσία, τό ὀφειλετικό χρέος, ἡ εὐθύνη… ἡ ἐν συνεπείᾳ συνέχεια. Ὁ αἰών παρῆλθε σάν σκιά καί σάν ὄνειρο. Ὁ ἀρχόμενος αίών ἄδηλος, ὡς ἄδηλον τί τέξεται ἡ κάθε ἐπιοῦσα.
Δικαίως ὅμως καί ἐν ὑπερηφανείᾳ χαρακτηρίζεται ἡ αἰωνόβιος πορεία τῆς «Ἀπογευματινῆς» ἱστορική. Καί εἶναι. Διότι προέβαλε: τήν ἀξία τῆς Πολίτικης Ρωμηοσύνης σέ δυσχερεῖς καί εὐοιώνους ἐποχάς μέ συνέπεια καί ἦθος∙ τήν γλῶσσα, τίς παραδόσεις μας, τήν κιβωτό καί μήτρα καί μητέρα μας, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖό μας πού ἐστήριξε καί στηρίζει τό Γένος καί ἀποτελεῖ τήν ἐλπίδα του, τήν καταφυγή του, τήν ἀνάπαυσι καί τήν παρηγοριά του.
Ἡ «Ἀπογευματινή», χάρη στό πλῆθος, τήν ποικιλία τοῦ περιεχομένου καί τῶν ἐνδιαφερόντων, τήν ἐμφάνισι καί τήν ποιοτική στάθμη, ἀποτελεῖ καί αὐτή ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία τοῦ κύρους καί τοῦ δυναμισμοῦ τῆς Ὁμογενείας πού ἔζησε, ζεῖ καί δραστηριοποιεῖται στήν Πόλι.
***
Οἱ πνευματικές περιπλανήσεις, ἰδίως ὅταν ἀνανεώνονται συνεχῶς, πλουτίζουν τά γράμματα, τίς ἐπιστῆμες, τίς τέχνες. Ἡ «Ἀπογευματινή» τραγουδᾷ ἐπί αἰῶνα «μιά σάλπιγγα χρυσῆ καί ρόδινη· τό δείλι»[2] στήν γῆ τῶν πατέρων μας∙ στήν γῆ τῶν ποικίλων ἀγώνων καί τῶν πειρασμῶν καί τῆς καρτερίας. Ἐπιζεῖ «μετά πολλῶν βροχῶν καί καταιγίδων»[3]. Διασώζει τίς μνῆμες τῆς Βασιλίδος, τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, τῆς Ἴμβρου, τῆς Τενέδου, μιᾶς Ὁμοσπονδίας ἀλλοιώτικης, σπονδῆς καί γνώμονος βίου, τίς μνῆμες πού «μᾶς νανούριζαν οἱ μάννες καί οἱ γιαγιάδες μας» στά Ταταῦλα, στά Πριγκηπόννησα, στόν ἱστορικό Γαλατᾶ, στά Ὑψωμαθειά, στόν Βόσπορο, στά «ἀντικρυνά»…
Ἠ «Ἀπογευματινή» καί χθές καί σήμερα καί αὔριο ἀποτελεῖ καταλυτικό μάθημα ἀφοσιώσεως στό καθῆκον καί στήν ἀκλόνητη ἀγάπη πρός ὅσα καλά, ὅσα εὔφημα, ὅσα ἀληθῆ, τήν ἀρετή καί τόν ἔπαινο…[4] Εἶναι τό ἔνθεο κήρυγμα ἀπό τήν ἐσχατιά τοῦ Κέντρου τῆς πνευματικῆς μας κληρονομιᾶς καί ὑποστάσεως∙ τό νόημα καί ἡ ἀξία μιᾶς παρακαθήκης, χωρίς τήν ὁποία δέν μποροῦμε νά ἐπιβιώσουμε ἐντός τοῦ χρόνου∙ τῆς παρακαταθήκης τῆς ἐλευθερίας, τήν ὁποία ἀνήγγειλε στό κύριο ἄρθρο της ἡ «Ἀπογευματινή» τῆς 12ης Ἰουλίου 1925 καί τήν ὁποία διακονεῖ, παρά τίς ἀντιξοότητες τῶν καιρῶν, μέχρι σήμερα, μέ τίς στῆλες της, «τό Φτερό», «τά Λακωνικά», τίς «Θέσεις»…
Ὁ χορός στίς Χοηφόρους τοῦ ἀρχαίου Αἰσχύλου βλέπει «φιλίοις ὄμμασιν»[5] νά ἀνατέλλῃ ὡς λύτρωσις ἐκ τῶν δεινῶν τῆς τυραννίας, τοῦ σφετερισμοῦ τῆς ἐξουσίας καί τῆς ἀδικίας. Τόν χορό αὐτό κατώρθωσε νά ἐπιβάλῃ ἡ «Ἀπογευματινή», διότι στηρίχθηκε καί στηρίζεται στίς ἀξίες, στό φρόνημα καί στό ἦθος τῆς Ρωμηοσύνης, πού γνωρίζει «νά κρίνῃ», οὐδέποτε «νά κατακρίνῃ»∙ νά ὁμιλῇ καί νά διδάσκῃ∙ νά ἐνημερώνῃ καί νά δηλώνῃ∙ νά μή ἐφαρμόζῃ τό «σιγῇ τιμάσθω»∙ ἀλλά νά γνωρίζῃ τό μέτρο καί νά φτερουγίζῃ τήν ἀλήθεια, τό δίκαιο, τήν σύνεσι, τήν μαρτυρία, τό μαρτύριο, τόν ἡρωϊσμό∙ καί νά καυτηριάζῃ τήν δειλία…
Ἡ Mήτηρ Κωνσταντινουπολίτις Ἐκκλησία, παρά τίς δυσχερεῖς ἱστορικές συνθῆκες, χάρη στήν τεράστια συμβολική καί ἠθική της καί τῶν Προκαθημένων, τῶν Ἱεραρχῶν καί τῶν διακόνων της, και τήν κατά καιρούς δύναμι καί τήν ὀργάνωσί της, διέσωσε τήν ἑνότητα καί τήν καθολικότητα τῆς Ρωμηοσύνης τῆς Πόλεως καί τῆς Οἰκουμένης.
Ἡ «Ἀπογευματινή» ὑπῆρξε καί εἶναι ἡ κραυγή τῆς Ὁμογενείας διά τῶν ἱδρυτῶν καί διακόνων της μέχρι σήμερα, ἐπί αἰῶνα ὁλόκληρο.
Ἡ ἰαχή ὅμως τελείωσε∙ ἡ αὐλαία τῆς ἑσπέρας ἑνός αἰῶνος ἔκλεισε ἀνεπιστρεπτί. Τήν αἰωνόβιο πορεία καλύπτει μυστήριο, γνόφος. Εἶναι γνωστή μόνον στούς ὀλίγους, τούς ἀναπαυομένους «ἐν τάφῳ σμικρῷ». Ἡ «Ἀπογευματινή» ξενοδοχεῖται ἀπό σήμερα στό ἄνοιγμα τῆς αὐλαίας τοῦ δευτέρου αἰῶνός της, στήν ἔμπυρο γνῶσι καί ἐμπειρία τῶν Μιχαήλ καί Μηνᾶ Βασιλειάδων∙ στόν πρῶτο, τόν μέσο καί τόν ὕστατο χαιρετισμό πορείας ἄχρις τῶν ἐσχάτων ὅτι «δόξα καί τιμή καί εἰρήνη» καί εὐχαριστία καί εὐγνωμοσύνη πρέπει καί ὀφείλεται παντί τῷ ἐργασαμένῳ καί ἐργαζομένῳ διά τῆς «Ἀπογευματινῆς» τό ἀγαθόν τῶν ὀλίγων πλήν ἀμετρήτων, τῶν ὀλίγων ζώντων καί τῶν πολλῶν κεκοιμημένων, τοῦ νέφους τῶν Πολιτῶν, τῆς ἄλλης «Λερναίας Ὕδρας», κατά τόν σοφό καί εμπράγματο συμβολικό χαρακτηρισμό τοῦ άοιδίμου Πατριάρχου Δημητρίου∙ τῶν Πολιτῶν, πού γνωρίζουν νά θυσιάζουν καί νά θυσιάζωνται.
—————
1. Κ. Τσιτσελίκη, Ἡ Ἑλληνοτουρκική ἀνταλλαγή πληθυσμῶν, πτυχές μιᾶς ἐθνικῆς σύγκρουσης, Ἀθήνα 2006, ἐκδ. Κριτική, σελ. 25-26. Ἀλέξη Ἀλεξανδρῆ, «Τό ἱστορικό πλαίσιο τῶν Ἑλληνοτουρκικῶν σχέσεων, 1923–1955», Οἱ Ἑλληνοτουρκικές Σχέσεις, 1923 – 1987, ἐκδ. Γνώση, Ἀθήνα 1991, σελ. 38- 39.
2. Γιώργου Σεφέρη, ποίημα «Ἔγκωμη».
3. Ποιητική Συλλογή Μάρκου Δραγούμη.
4. Πρβλ. Φιλιπ. 4,8.
5. Στίχ. 810-811.
[πηγή: ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ]