11.7 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024

Νεοφανείς Λειτουργικές Παρατυπίες

Του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση

         Έχω παρατηρήσει επ᾽ εσχάτων ότι διάφορα ιστολόγια του ελλαδικού χώρου, τα οποία ασχολούνται με την εκκλησιαστική επικαιρότητα, δίπλα σε αναρτήσεις αναφερόμενες σε θεολογικά συνέδρια, σε διορθόδοξες ή διαχριστιανικές σχέσεις, σε επισκέψεις Προκαθημένων, σε ανεγέρσεις Ιερών Ναών ή Εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων, σε εξελίξεις στον ευρύτερο Ορθόδοξο χώρο, όπως και δίπλα σε θεολογικές και εκκλησιολογικές πραγματείες επί επικαίρων θεμάτων που αφορούν την Εκκλησία, δίνουν, καλώς ποιούντα, μια εξέχουσα θέση στην όλη λατρευτική ζωή των πιστών.

         Τοιουτοτρόπως, συνοδεία πλειάδος φωτογραφιών, δημοσιεύονται λεπτομερέστατα ανακοινωθέντα Ι. Μητροπόλεων, Ενοριών, Ι. Μονών, αναφερόμενα σε πανηγυρικούς εορτασμούς του δείνα Ναού, στη Θεία Λειτουργία που ετελέσθη επ᾽ ευκαιρία των ονομαστηρίων κάποιου Επαρχιούχου Αρχιερέως ή της υποδοχής Ιερών Εικόνων και Ιερών λειψάνων. Και ταύτα πάντα με πολυάριθμα αρχιερατικά συλλείτουργα.

         Επί του προκειμένου, να μου επιτραπεί να παρατηρήσω παρενθετικά ότι κατά κανόνα, σε περιπτώσεις αρχιερατικών συλλειτούργων, τηρούνται απαρεγκλίτως τα πρεσβεία της εις αρχιερέα χειροτονίας, μεταξύ των εν ενεργεία Μητροπολιτών, των ψιλώ τω τίτλω Μητροπολιτών και των βοηθών Επισκόπων, προεξάρχοντος του έχοντος τα πρεσβεία της χειροτονίας. Ειρήσθω δε εν παρόδω, ότι σύμφωνα με μια παλαιά λειτουργική παράδοση, την οποία τηρούν ακόμη τα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία, μόνον ο προεξάρχων της πανηγύρεως Ιεράρχης μιτροφορεί και κρατεί ποιμαντορική ράβδο. Και τούτο, διότι αυτός και μόνον αυτός ίσταται ενώπιον του Θυσιαστηρίου εις τύπον και τόπον του Μεγάλου Αρχιερέως Χριστού, προσφέρων την Αναίμακτο Θυσία.

         Διαπιστώνω, όμως, ότι η παμπάλαια αυτή λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν τηρείται πλέον στην Ελληνική Επικράτεια. Τόσο στον χώρο της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, όσο και σε εκείνον που ευρίσκεται υπό την άμεσο δικαιοδοσία της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.

         Έτσι, σε ένα πολυ-αρχιερατικό συλλείτουργο σε μια δεδομένη Μητρόπολη, βλέπουμε πλειάδα Ιεραρχών να λειτουργούν πέριξ ενός προεξάρχοντος Ιεράρχου μιας άλλης Μητροπόλεως και τον κυρίαρχο Μητροπολίτη να ίσταται, προφανώς αβροφροσύνης ένεκα, στην τελευταία θέση, δίκην ουραγού, και να προηγούνται αυτού ακόμη και ψιλώ τω τίτλω μιτροφορούντες Επίσκοποι.

         Η νεοφανής όμως και αδόκιμη αυτή συνήθεια, αποτελεί καταστρατήγηση της έννοιας του «Πρώτου» σε μια δεδομένη Μητρόπολη. Η κανονική και λειτουργική πράξη ορίζει όπως σε μία αρχιερατική συλλειτουργία προεξάρχει μόνον ο Ποιμενάρχης της τοπικής Εκκλησίας, ανεξαρτήτως ηλικίας ή πρεσβείων χειροτονίας, και ουδείς άλλος.

         Συναφώς, και δια την ιστορίαν, θα ήταν ίσως χρήσιμο να αναφερθεί ότι κατά τον εορτασμό της 1500ης επετείου της Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου στον Καθεδρικό Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος Χαλκηδόνος (1951), προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα, ο κυρίαρχος Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος Θωμάς δεν είχε συλλειτουργήσει με τον Πατριάρχη, αλλά απλώς «ίστατο εν τω Παραθρονίω φέρων επανωκαλύμαυχον» [ούτε Εγκόλπιο έφερε επί του στήθους, ούτε ποιμαντορική ράβδο-μπαστούνι κρατούσε]. (Βλ. Ορθοδοξία, 26, [1951] σελ. 481). Και τούτο, δια τον απλούστατο λόγο ότι ένας Ποιμενάρχης στον εαυτού Καθεδρικό Ναό και γενικά στην Επαρχία του, δεν μπορεί να είναι «συλλειτουργός», αλλά μόνο λειτουργός του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. 

         Προ πολλών ετών, σε μια αιρετίζουσα λειτουργική ατασθαλία είχε προβεί ένας «συντηρητικός» θεωρούμενος Ιεράρχης, ο οποίος σε Συλλείτουργο στον Καθεδρικό Ναό της Επαρχίας του, παρεχώρησε το Σύνθρονό του σε φιλοξενούμενο Ιεράρχη μιας γειτονικής Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, αγνοώντας ενδεχομένως ή αψηφώντας ότι η εν Μόσχα το 1666 συνελθούσα Σύνοδος με την συμμετοχή των Πατριαρχών Αλεξανδρείας Παϊσίου και Αντιοχείας Μακαρίου, διά του β΄ κανόνος αυτής είχε αποφανθεί ότι η ανάρρηση ξένου Ιεράρχου στο Σύνθρονο του κυριάρχου Αρχιερέως, «εστί παράνομον και ως μοιχείαν χρη τούτο λογίζεσθαι». Και τούτο διότι το Σύνθρονον, κατά τον ίδιον πάντοτε κανόνα, «αυτός ο τόπος μονότατος του ιδίου Αρχιερέως Καθέδρα υπάρχει και καθολικός θρόνος εκείνου, και ως νύμφη αυτού νομίζεται….(ως εκ τούτου δε) άλλος Αρχιερεύς εις ξένην επαρχίαν και εις ουδεμίαν άλλην εκκλησίαν δύναται καθέζεσθαι ποσώς εν τη άνω Καθέδρα,… εις τον τόπον του ιερού τούτου Συνθρόνου». (Βλ. Καλλινίκου Δεληκάνη, Πατριαρχικών Εγγράφων τόμος τρίτος, εν Κωνσταντινουπόλει, 1905, σελ. 110 εξ.).

         Το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι για ποιο λόγο σε περιπτώσεις αρχιερατικών συλλειτούργων υιοθετήθηκε προϊόντος του χρόνου μια Τάξις, η οποία λειτουργικώς τε και εκκλησιολογικώς χωλαίνει.

         Στο μήνυμα που είχαν εξαπολύσει οι Προκαθήμενοι των κατά τόπους Αυτοκεφάλων και Αυτονόμων Ορθοδόξων Εκκλησιών τα Χριστούγεννα του 2000, με την ευκαιρία των εορτασμών του Ιωβηλαίου της δισχιλιετούς ζωής της Εκκλησίας, μεταξύ άλλων είχαν αναφερθεί και στο χρέος τους, ως ποιμένων, να μεριμνούν «διά τήν διατήρησιν καί αὔξησιν τῆς ἑνότητος τῆς ἰδίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν παρελάβομεν ἐκ τῶν πατέρων ἡμῶν ὡς ἑνότητα ἐν τῇ αὐτῇ πίστει, τῇ κοινῇ λατρείᾳ μάλιστα δέ ἐν τοῖς ἱεροῖς μυστηρίοις, καί κατ’ ἐξοχήν ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ» (βλ. Μήνυμα τῶν Προκαθημένων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατά τήν ἐν Φαναρίῳ Σύναξιν αὐτῶν. Ὀρθοδοξία, 7 (2000), σελ.583).

Με την ανωτέρω απόφασή τους, οι Προκαθήμενοι όχι μόνο επικαιροποιούσαν την γνωμάτευση της Προκαταρκτικής Διορθοδόξου Επιτροπής του Αγίου Όρους, που το 1930 συνηγορούσε υπέρ μιάς ενιαίας Τυπικής διατάξεως των Ιερών Ακολουθιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας σύμφωνα με την Εκκλησιαστική Παράδοση (βλ, Πρακτικά τῆς Προκαταρκτικῆς Έπιτροπῆς τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς συνελθούσης ἐν τῇ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἱερᾷ Μεγίστῃ Μονῇ τοῦ Βατοπεδίου, 8-23 Ἰουνίου. Ἐν Κωνσταντινουπόλει, 1930 σελ.145), αλλά ταυτοχρόνως επανέφεραν στο Ορθόδοξο προσκήνιο και την εισήγηση της Α΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου (1961), που προέβαλε και αυτή το θέμα της ομοιομορφίας του Λειτουργικού Τυπικού Εκκλησίας μας. (βλ. Μονογραφηθέντα Πρακτικά τῆς ἐν Ρόδῳ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, (24 Σεπτεμβρίου-1 Ὀκτωβρίου 1961, Περιοδικό Ὀρθοδοξία, 37 1962, σελ 68). Εισήγηση η οποία, Κύριος οίδε διατί, δεν συμπεριελήφθη τελικά στο πινάκιο θεμάτων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. 

         Η εν λόγῳ ενέργεια των Ορθοδόξων Προκαθημένων ήταν αναγκαία, διότι προϊόντος του χρόνου, με την άκριτη και καταχρηστική εφαρμογή από κληρικούς όλων των βαθμών, της νηφάλιας εκείνης υποδείξεως του Τυπικού «ὡς δόξει τῷ προεστῶτι» παρεισέφρησαν στην λατρεία μας εκκεντρικότητες και παρατυπίες, που δεν έχουν κανένα έρεισμα στην μακραίωνα απλή και απέριττη λειτουργική μας παράδοση.

         Μήπως επέστη πλέον καιρός να λειτουργούμε σεμνά «επόμενοι τοις αγίοις πατράσιν» (Όρος Πίστεως της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου) και «μη μεταίρoντες όρια, α οι πατέρες έθεντο» (Παροιμ., 22,28);

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ