8.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Τα προσωπικά γνωρίσματα ενός Αγίου και η διαδικασία εντάξεώς του στο εορτολόγιο

Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση

Στήν λατρευτική καί πνευματική ζωή τῶν ὀρθοδόξων, οἱ Ἅγιοι κατέχουν μιά ἐξέχουσα θέση. Εἶναι οἱ «φίλοι Χριστοῦ», αὐτοί πού μέ τήν πίστη καί τήν ἐνεργό τους ἀγάπη, ἔγιναν δοχεῖα τοῦ Πνεύματος καί ὅμοιοι τῷ Θεῷ (Α´ Ἰω. 3, 2), καί ἀπέβησαν οἱ εὐχέται καί προστάται μας στόν οὐρανό, φέρνοντας μας πλησιέστερα στόν ἕνα Μεσίτη μεταξύ Θεοῦ Πατρός καί ἀνθρώπων, τόν Χριστό (Α´ Τιμ. 2, 5).

Δέν εἶναι λοιπόν τυχαῖο ὅτι προσφέροντας τήν ἀναίμακτο Θυσία πάνω στήν καθαγιασμένη μέ λείψανα μαρτύρων καί ἁγίων Ἁγία Τράπεζα, ζητοῦμε, καθώς λέγει ὁ Μ. Βασίλειος στήν Ἀναφορά τῆς Θείας Λειτουργίας του, νά ἑνωθοῦμε “εἰς ἑνός Πνεύματος Ἁγίου κοινωνίαν” καί “εὕρωμεν ἔλεον καί χάριν μετά πάντων τῶν Ἁγίων Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχῶν, Ἀποστόλων, Κηρύκων, Εὐαγγελιστῶν, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Διδασκάλων καί παντός πνεύματος δικαίου ἐν πίστει τετελειωμένου, ἐξαιρέτως” δέ, “τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας”.

Ἀπό τίς πρῶτες ἤδη μέρες τῆς συστάσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μετά θάνατον ἀπόδοση τιμῶν σ’ ἕνα μάρτυρα, ὁμολογητή, ἐπίσκοπο, σ’ ἕνα ὅσιο ἤ σέ μιά ὁσία, δέν προϋπέθετε ὁποιουσδήποτε προκαθορισμένους ὅρους. Ἡ πρός αὐτούς τιμή ἀποτελοῦσε μιά αὐθόρμητη πράξη τῶν πιστῶν, ὅταν στή συνείδησή τους, ἕνα πρόσωπο περιβαλλόταν μέ τό φωτοστέφανο τῆς δόξης.  

Καθώς εἶναι γνωστό, ὡς πρῶτοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας φέρονται οἱ Μάρτυρες, “οἱ μαθηταί καί μιμηταί τοῦ Κυρίου”[1], αὐτοί οἱ ὁποῖοι γιά τούς ἀγῶνες τους ὑπέρ τῆς πίστεως καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θανατώθηκαν, ἀπολάμβαναν ἰδιαίτερης τιμῆς καί σεβασμοῦ ἐκ μέρους τῶν πιστῶν, πού θεωροῦσαν ὅτι ὁ μαρτυρικός θάνατος ἀποτελοῦσε ὕψιστη τιμή γιά κάθε χριστιανό. Ἤδη, ἀπό τά μέσα τοῦ δευτέρου αἰῶνος βλέπουμε τήν συνήθεια τῶν χριστιανῶν νά συνέρχονται μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπό τους, κατά τήν ἐπέτειο τοῦ θανάτου ἑνός μάρτυρος, γύρο ἀπό τόν τάφο του, καί νά τελοῦν τήν Θεία Εὐχαριστία “ἐν ἀγαλλιάσει καί χαρᾷ, εἴς τε τῶν προηθληκότων μνήμην καί τῶν μελλόντων ἄσκησίν τε καί ἑτοιμασίαν[2].

Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, εὐθύς μετά τούς μάρτυρας, ἴση τιμή ἀπεδίδετο καί στούς ὁμολογητάς,τά ἐκλεκτά αὐτά δοχεῖα του πνεύματος, πού εἶχαν ὁμολογήσει τήν πίστη τους μπροστά στούς διῶκτες τους, χωρίς ὅμως νά ὑποστοῦν μαρτυρικό θάνατο. Παράλληλα πρός τούς μάρτυρας καί τούς ὁμολογητάς, τιμές ἀπεδίδοντο καί στούς ἐπισκόπους,  διότι στά ὄμματα τῶν πιστῶν, οἱ Ἐπίσκοποι ἐμφανίζονταν ὡς οἱ καλλίτεροι καί εἰλικρινέστεροι χριστιανοί, κυρίως ὅμως ὡς πρωταγωνισταί στόν ἀγῶνα τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν αἱρέσεων. Ἐκτός ἀπό τούς μάρτυρας, τούς ὁμολογητάς καί τούς ἐπισκόπους, τιμές ἀποδίδονταν καί στούς ἀσκητάς,καί τούς ἀναχωρητάς τῆς ἐρήμου πού εἴχαν διαδραματίσει  ἀποφασιστικό ρόλο στήν διαμόρφωση τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους. Πρέπει δέ νά σημειωθεῖ ὅτι οἱ διαπρέψαντες στόν μοναχικό βίο εἶχαν τόση ἀκτινοβολία καί ἐπίδραση στούς χριστιανούς, ὥστε πολλοί ἀπό αὐτούς, κυρίως οἱ Στυλῖται, νά ἐπιβάλλονται στή συνείδηση τῶν πιστῶν ὡς ἅγιοι, καί ὅταν βρίσκονταν ἀκόμη στή ζωή[3]. Μαζί μέ τούς ἀνωτέρω ἁγίους τιμήθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί οἱ ὅσιοι, οἱ σπάνιες ἐκεῖνες μορφές ἀνδρῶν καί γυναικῶν, πού εἶχαν ἐπιβληθεῖ στήν συνείδηση τῶν πιστῶν ὡς ἅγιοι γιά τήν ἐνάρετη ζωή καί πολιτεία τους.

                                                        ***

Διά μέσου τῆς δισχιλιετοῦς ἱστορίας της, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἔπαυσε νά ἀναδεικνύει νέους ἁγίους. Ὁ συνεχής ἐμπλουτισμός τοῦ Ἑορτολογίου της μέ ὀνόματα νέων μαρτύρων, ἁγίων ἱεραρχῶν καί ἀσκητῶν, ὁσίων ἀνδρῶν καί γυναικῶν, καί λοιπῶν προτύπων τῆς χριστιανικῆς ἀρετῆς, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μιά ζωντανή ἔκφραση τοῦ ἀδιάκοπα συνεχιζόμενου προφητικοῦ της ἔργου, τό ὁποῖο συνίσταται στό νά προετοιμάζει τήν εἴσοδο τῶν πιστῶν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ὡς τίς ἀρχές τοῦ τετάρτου αἰῶνος, τόν κύριο καί μόνο παράγοντα βάσει τοῦ ὁποίου ἐθεσπίζετο ἡ τιμή ἑνός ἁγίου, ἀποτελοῦσαν οἱ ἐκ μέρους τῶν πιστῶν αὐθόρμητες ἐκδηλώσεις τιμῶν πρός ἕνα πρόωπο. Τό προαναφερθέν ἔθος τῆς συνάξεως ἐπισκόπου καί πληρώματος γύρω ἀπό τόν τάφο ἑνός μάρτυρος κατά τήν ἐπέτειο τοῦ θανάτου του, τήν λεγομένη “γενέθλιο ἡμέρα”, ἀποτελοῦσε τήν μόνη πράξη τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς ὁποίας ἕνα πρόσωπο ἀναγνωριζόταν ὡς ἅγιος. Μέ αὐτόν ἀκριβῶς τόν τελεσίδικο τρόπο ὡρίσθηκε π.χ. ἡ ἐπέτειος μνήμη τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου στή Σμύρνη, τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ στήν Καρθαγένη, ὅπως καί πολλῶν ἄλλων μαρτύρων καί ἁγίων τῆς πρωτογενοῦς Ἐκκλησίας[4].

Μέ τήν πάροδο ὅμως τοῦ χρόνου, κυρίως δέ ἔπειτα ἀπό τόν ἑνδέκατο αἰῶνα, διαπιστώνουμε ὅτι, ἐνῶ συνεχίζεται ἡ ἀρχαία αὐτή πράξη τῆς Ἐκκλησίας, Πατριάρχης καί Σύνοδος παίρνουν πρωτοβουλίες νά θεσπίζουν κατά ἐπισημότερο τρόπο τήν ὑπό τῶν πιστῶν ἑορταζόμενη μνήμη ἑνός ἁγίου. Χαρακτηριστική ἐπί τοῦ προκειμένου εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος εὐθύς μετά τόν θάνατό του τιμήθηκε ὡς ἅγιος τόσο ἀπό τόν λαό τῆς Θεσσαλονίκης, ὅσο καί ἀπό τούς μοναχούς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐνῶ ὁ ἑορτασμός τῆς μνήμης του καθιερώθηκε ἐπίσημα ἐννέα χρόνια ἀργότερα ἀπό τήν Σύνοδο πού εἶχε καλέσει τό 1368 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος Κόκκινος[5]. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἐντάχθηκαν στό Ἑορτολόγιο καί οἱ ἀπό πολύ καιρό ἤδη ἀπό τό πλήρωμα ὡς ἅγιοι τιμώμενοι Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, Γεράσιμος ὁ Νέος, Ἰωάννης ὁ Ἐρημίτης, ὅπως καί ἡ Ὁσία Ματρώνα ἡ Χιοπολίτισσα, ἡ Ὁσία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία κ.ἄ. [6].

Ἐν τούτοις, ἡ πράξη αὐτή δέν καθιερώθηκε ὡς ἐπίσημη διαδικασία τῆς Ἐκκλησίας. Τοὐναντίον, πλῆθος ἁγίων καί ὁσίων ἀνδρῶν καί γυναικῶν τῆς περιόδου αὐτῆς ἐντάχθηκαν στό Ἑορτολόγιο μέ μόνη βάση τήν ἐτυμηγορία τῶν πιστῶν μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως, καί πάμπολλοι Νεομάρτυρες τῶν Κάτω Χρόνων μπῆκαν στό Ἑορτολόγιο αὐθόρμητα, σύμφωνα μέ τήν ἀρχαία παράδοση τῆς ‘Εκκλησίας καί χωρίς καμμιά ἐπί τούτῳ κανονική πράξη ἤ τελετουργία. Καί τοῦτο διότι, ἁπλῶς, δέν ὑπῆρχε καμμιά ἐν προκειμένῳ διαδικασία ἤ ῾Ιερά Ἀκολουθία. Ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματος συνέχιζε νά εἶναι ὁ κυριώτερος παράγων πού συντελοῦσε στήν ἔνταξη ἑνός προσώπου στό Ἑορτολόγιο. Παράδειγμα, ἡ περίπτωση τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Τριανταπέντε μόλις χρόνια μετά τόν μαρτυρικό του θάνατο ἤδη κυκλοφοροῦσε ἡ Ἀσματική του Ἀκολουθία[7], καί τό ὄνομά του ἀναγραφόταν στόν Συναξαριστή τοῦ 1818, ἐνῶ ἡ ἐπίσημη θέσπιση τῆς μνήμης του, μέ ἀπόφαση τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, γινόταν τό 1961, ἔπειτα ἀπό 182 χρόνια,[8].

                                                         ***

Ὡστόσο, πρέπει νά ἀναφερθεῖ ὅτι προϊόντος τοῦ χρόνου, ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νά ἐντάξει ἕνα πρόσωπο στό Ἑορτολόγιό της, ἄρχισε νά λαμβάνει ὑπ΄ὄψιν τά ἀντικειμενικά ἐκεῖνα γνωρίσματα πού μαρτυροῦν γιά τήν ἁγιότητα τοῦ ἐντασσόμενου στό Ἑορτολόγιό της ἐκλεκτοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ. Γνωρίσματα τά ὁποῖα καθοδηγοῦν τό αἰσθητήριο τῶν πιστῶν στήν καθιέρωση τῆς τιμῆς ἑνός ἁγίου[9].

Τό πρῶτο γνώρισμα ἑνός ἁγίου εἶναι ἡ ἰδιότητά του ὡς μέλους τῆς Ἐκκλησίας διά τοῦ Ἱ. Βαπτίσματος. Τό Βάπτισμα, ὅμως, δέν ἀποτελοῦσε πάντοτε ἀπαραίτητο παράγοντα ἀναγνωρίσεως ἑνός ἁγίου.  Ἡ ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ ἔκχυση τοῦ αἵματος, ἀρκοῦσε γιά νά ἀναγνωρισθεῖ ἡ μαρτυρική ἰδιότητα κάποιου, ἔστω καί ἄν αὐτός δέν ἦταν ἐντεταγμένος στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας διά τοῦ Βαπτίσματος. Τό μαρτυρικό τέλος του, ἀναγνωριζόταν ὡς «βάπτισμα αἵματος», διότι, καθώς ἔλεγε ὁ Ϊερός Χρυσόστομος, «ὥσπερ οἱ βαπτιζόμενοι τοῖς ὕδασιν, οὕτως οἱ μαρτυροῦντες, τῷ ἰδίῳ λούονται αἵματι»[10].

Τό δεύτερο γνώρισμα ἑνός ἁγίου εἶναι το Ὀρθόδοξο φρόνημά του. Δέν εἶναι δέ τυχαῖο ὅτι κατά τούς πρώτους αἰῶνες τιμήθηκαν ὡς ἅγιοι πάμπολλοι ἐπίσκοποι, ἐπειδή  ἀκριβῶς εἶχαν διακριθεῖ γιά τούς ἀγῶνες τους ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.

Τό τρίτο, βασικῆς σημασίας, γνώρισμα ἑνός ἁγίου εἶναι ἡ εὐσεβής βιοτή καί ἡ πρός τόν κόσμο πνευματική του ἀκτινοβολία. Μπορεῖ δέ νά λεχθεῖ ὅτι μετά τήν κατάπαυση τῶν διωγμῶν καί τήν ἀποκατάσταση τῆς εἰρήνης στήν Ἐκκλησία, ὁ βασικός αὐτός παράγων ὑπῆρξε συχνά ὁ μόνος τόν ὁποῖο ἐλάμβανε ὑπ΄ὄψιν ἡ γενική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, στή διαπίστωση τῆς ἁγιότητος ἑνός προσώπου.

Ἕνα τέταρτο γνώρισμα ἁγιότητος εἶναι ἡ ἱκανότητα ἑνός προσώπου νά διενεργεῖ θαύματα. Ἡ «φήμη τῆς θαυματουργίας» (fama miraculorum), ἀνέκαθεν ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς σημαντικώτερους παράγοντες γιά τήν ἐκτίμηση τῆς ἠθικῆς ἀξίας τῶν ἁγίων[11].  Παρά ταῦτα, ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀποδεικνύει ὅτι τά θαύματα δέν ἀποτελοῦσαν ἀπαραίτητο κριτήριο γιά τήν διαπίστωση τῆς ἁγιότητος ἑνός προσώπου. Ἡ πλειονότητα τῶν μαρτύρων τῆς πρωτογενοῦς Ἐκκλησίας δέν φαίνεται νά θαυματούργησε, ὅπως καί οἱ Ὁμολογηταί καί πολλοί διάσημοι καί πάνδημα τιμώμενοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως λ.χ. οἱ Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Ἱερός Χρυσόστομος ἤ Γρηγόριος ὁ Νύσσης, παρουσιάζονται ὡς στερούμενοι τῆς ἱκανότητος τῆς θαυματουργίας. Καί μόνο οἱ περιπτώσεις αὐτές εἶναι ἐνδεικτικές τοῦ γεγονότος ὅτι τό θαῦμα, ὡς μιά ὑπερφυσική πράξη στήν ὁποία προβαίνει ἕνα πρόσωπο, δέν ἀποτελεῖ θεμελιώδη παράγοντα πρός ἐκτίμηση τῆς ἁγιότητός του[12].

Τέλος, ἕνα χαρακτηριστικό γνώρισμα ἁγιότητος θεωρεῖται καί τό ἀδιάφθορο καί ἄλυτο τοῦ σώματος. Ἄν καί ἡ Ἐκκλησία, οὐδέποτε τό θεώρησε ὡς ἕνα ἐν τῶν ὧν οὐκ ἄνευ τεκμήριο γιά να διαπιστωθεῖ ἡ ἁγιότης ἑνός προσώπου. Ἡ μεγάλη συγχωρητική εὐχή πού ἀναγινώσκεται ἀπό τόν Ἀρχιερέα κατά τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία, καί ἡ δέηση ὅπως ὁ Θεός, κατατάσσοντας τήν ψυχή τοῦ τεθνεῶτος ἐν σκηναῖς  ἁγίων, διαλύσει τό σῶμα του «εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη», ἀποτελεῖ ἀκριβῶς ὑπόμνηση ὅτι τό ἄλυτο σῶμα δέν εἶναι πάντοτε τεκμήριο ἁγιότητος. Καθώς δέ ἔλεγε ἡ λεγομένη Γ΄Σύνοδος τῆς Μόσχας (1666), «τά τῶν νεκρῶν σώματα τά εὑρισκόμενα καί ἐν τοῖς καιροῖς τούτοις ἀκέραια καί ἄλυτα, μή τολμηζέτω τις ἀπό τοῦ νῦν, ἄνευ ἀξιοπίστης μαρτυρίας καί Συνοδικῆς ἀποφάσεως τιμᾶσθαι αὐτά καί σέβεσθαι ὡς ἅγια, διότι εὑρίσκονται πολλά σώματα ἀκέραια καί ἄλυτα οὐχί ἀπό ἁγιωσύνης, ἀλλ΄ὡς ὑπ΄ἀφορισμοῦ και κατάρας Ἀρχιερατικῆς ἤ ἱερατικῆς…ἤ ἐκ παραβάσεως τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων»[13].

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μόλις τόν Μάρτιο τοῦ 1931, καί ἀνταποκρινόμενο σέ σχετικό αἴτημα τοῦ Πατριαρχείου Ρουμανίας, ἔκαμε γνωστή τήν τάξη πού ἐφαρμόζεται στήν Κωνσταντινούπολη σχετικά μέ τήν ἀναγνώριση καί κατάταξη “εἰς τόν χορόν τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ὑπό τοῦ Θεοῦ δεδοξασμένων προσώπων” [14].

Τοιουτοτρόπως, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Φώτιος Β΄, σέ γράμμα του πρός τόν Πατριάρχη Ρουμανίας Μύρωνα πληροφοροῦσε ὅτι κατά τήν διαδικασία ἐντάξεως ἑνός Ἁγίου στό Ἑορτολόγιο, στήν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ἐφαρμόζονταν οἱ ἑξῆς γενικές ἀρχές:

α) Ἡ ἐξέλεγξις τῶν στοιχείων τῆς ἁγιότητος ὀφείλει γίγνεσθαι διά Συνόδου, συγκροτουμένης ἐξ ἁπάντων τῶν Μητροπολιτῶν, Ἀρχιεπισκόπων, Ἐπισκόπων καί ὀφφικιάλων κληρικῶν τῆς οἰκείας Ἐκκλησίας.

β) Ἡ ἐξέλεγξις περιττεύει περί τῶν ἱερῶν ἐκείνων προσώπων ἅπερ ἡ γενική ἐκκλησιαστική συνείδησις ποιμένων καί ποιμαινομένων ἀνεγνώρισεν ὡς ἁγίους καί ὡς τοιούτους ἐπί μακρόν ἤδη χρόνον τιμᾷ καί γεραίρει.

γ) Κατά τήν ἀνακήρυξιν γίνεται σχετική ἐκκλησιαστική πρᾶξις.

δ) Ἡ πρᾶξις τῆς ἀνακηρύξεως ὑπογράφεται πανηγυρικῶς ἐν τῷ ναῷ, γινομένης τῆς προσηκούσης ἐκκλησιαστικῆς τελετῆς.

ε) Εὐκαίρως, περί τῶν ἀξιολογωτέρων ἐκ τῶν ἀνακηρυχθησομένων ἁγίων συντάσσεται ἰδιαιτέρα ἀκολουθία πρός χρῆσιν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς ὑμνολογίας καί τελετουργίας τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.

ς) Ἐπίσης ἀναγκαία ἐστίν ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων, ἄν ταῦτα σώζωνται, καί τό χρῖσμα αὐτῶν δι’ Ἁγίου Μύρου, κατά τήν ἀνακομιδήν δέ τῶν λειψάνων συνήθεις εἰσί παννυχίδες καί λειτουργίαι πανηγυρικαί” [15].

***

Ἡ ἔνταξη τῶν ἁγίων στό Ἑορτολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἰδικά τοῦ δικοῦ μας χώρου, μέ ἐπίσημη ἐκκλησιαστική ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου εἶναι, ὅπως ἐλέχθη, μιά μεταγενέστερη πράξη, πού ἄρχισε νά ἐφαρμόζεται σποραδικά κατά τούς Κάτω Χρόνους, ἀλλά παγιώθηκε ἀπό τό 1955 καί ἑξῆς ἐπί πατριαρχίας τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρου.

Οἴκοθεν νοεῖται ὅτι στήν ἐνέργεια αὐτή δέν πρέπει νά δεῖ κανείς μιά ὁποιαδήποτε ὑπερεξουσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου νά ἀνακηρύττει, κατά τό παπικό ἔθος, ἁγίους τῆς καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἔστω καί ἄν κάποτε διαπιστώθηκε κάποια δυτική ἐπίδραση, καθώς φανερώνει ἡ Πράξη ἀνακηρύξεως ὡς ἁγίου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αἰγίνης Διονυσίου, ὅπου γίνεται ἀκόμη καί χρήση τοῦ ξένου πρός τήν ὀρθοδοξία λατινικοῦ ὅρου κανονισμός (canonizatio)[16]. Ἀπό τό προαναφερθέν γράμμα Φωτίου τοῦ Β´ πρός τόν Βουκουρεστίου Μύρωνα, γίνεται σαφές ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολις δέν διεκδικεῖ τέτοια ἐξουσία. Τοὐναντίον, ἀναγνωρίζει τό δικαίωμα κάθε “οἰκείας Ἐκκλησίας” νά προβαίνει στήν ἐξέλεγξη τῶν στοιχείων ἁγιότητος ἑνός προσώπου καί νά τιμᾶ καί γεραίρει ἐκείνους τούς ὁποίους ἡ συνείδηση ποιμένων καί ποιμαινομένων ἀνεγνώρισε ὡς ἁγίους [17].

Ἡ Πράξη πού καταστρώνεται στόν Πατριαρχικό Κώδικα Τόμων καί Σιγιλλίων καί ὑπογράφεται ἀπό Πατριάρχη καί Σύνοδο ἐξυπηρετεῖ ἕνα ἄλλο σκοπό καί ἔχει μιά ἄλλη σημασία. Ἀποτελεῖ ἐπίσημη ἐξαγγελία ἀπό τήν πρώτη τῆς Ὀρθοδοξίας Καθέδρα, ὅτι ἕνας τοπικά ἑορταζόμενος ἅγιος, ἐντάσσεται πλέον στό γενικό τῆς Ἐκκλησίας Ἑορτολόγιο, καί ὡς ἐκ τούτου πρέπει στό ἑξῆς νά χαίρει καθολικῆς ἐκ μέρους τῶν ὀρθοδόξων τιμῆς. Τήν ἀντίληψη αὐτή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκφράζει κατά σαφέστατο τρόπο ἡ Πράξη ἡ ὁποία καταστρώθηκε ἐπί Κυρίλλου Λουκάρεως στήν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Γερασίμου τοῦ Νέου τοῦ ἐν Κεφαλληνίᾳ. Μιά προσεκτική ἀνάγνωση τῆς Πράξως αὐτῆς μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι τό κεντρικό σημεῖο της δέν εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἐξαίρει τήν κατά Χριστόν πολιτεία τοῦ θείου Γερασίμου καί ὁμιλεῖ γιά τίς τιμές πού ἀποδίδουν σ΄αὐτόν οἱ πιστοί τῆς Κεφαλληνίας, ἀλλά ἡ προτροπή ὅπως ὁ Ἅγιος Γεράσιμος τιμᾶται “ἀπό τοῦ νῦν καί εἰς τό ἑξῆς εἰς αἰῶνα τόν ἅπαντα οὐ μόνον ἐν τῇ νήσῳ Κεφαλληνίᾳ, ἀλλ’ ἐπί πάσης τῆς ἀπό περάτων ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης τῶν εὐσεβῶν ἐκκλησίας”[18] .

Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ πεμπτουσία τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς αὐτῆς Πράξεως. Καί στό συγκεκριμένο αὐτό σημεῖο παρουσιάζεται διάφανα ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ ρόλου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό θέμα τῆς ἐντάξως τῶν ἁγίων στό Ἑορτολόγιο. Θεσπίζοντας ὅτι ὁ Ἅγιος Γεράσιμος πρέπει στό ἑξῆς νά ἑορτάζεται πάνδημα ἀπό τό σύνολο τῆς Ὀρθοδοξίας, τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἐνεργεῖ ὡς πρωτόθρονος Ἐκκλησία καί λειτουργεῖ ὡς συνδετικός κρίκος μεταξύ τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, συντελώντας ἔτσι ὅπως ἕνας τοπικά ἑορταζόμενος ἅγιος, ἀποβεῖ κοινή τῶν ὀρθοδόξων κληρονομία.

                                                        ***

Ἡ διαδικασία πού ἀκολουθεῖται σήμερα στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο προκειμένου νά ἐγγραφεῖ ἕνας ἅγιος στό Ἑορτολόγιο, εἶναι σχετικά ἁπλή. Ὅταν λ.χ. ὁ Ἐπίσκοπος μιᾶς ὁποιασδήποτε ἐπαρχίας διαπιστώνει ὅτι κάποιο πρόσωπο, ἀναγνωριζόμενο στή συνείδηση τῶν πιστῶν ὡς ἅγιο, γίνεται ἀντικείμενο τιμῆς, καταρτίζει ἕνα κανονικό φάκελλο ἐμπεριέχοντα τά στοιχεῖα ἐκεῖνα τά ὁποῖα μαρτυροῦν γιά τήν ὅσια καί ἀγγελική βιοτή τοῦ τιμωμένου, τόν ὁποῖο ὑποβάλλει στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ τό αἴτημα ὅπως τοῦτο θεσπίσει ἐπίσημα τήν μνήμη τοῦ ἤδη στήν ἐπαρχία του τιμωμένου καί ἑορταζομένου, ἁγίου.

Ὡς χαρακτηριστικό παράδειγμα ἐπιτρέψατέ μου νά προσκομίσω μιά σχετικά πρόσφατη περίπτωση. Ἐκείνη τοῦ Ὁσίου Εὐγενίου τοῦ Αἰτωλοῦ, ὁ ὁποῖος ἀνεγράφη στό Ἑορτολόγιο τόν Ἰούλιο τοῦ 1982. Καί τοῦτο, ὄχι μόνο διότι ἡ περίπτωση ἔχει μεγάλο ἐνδιαφέρον, ἀλλά καί διότι ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη ἐντάξεως τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ στό Ἑορτολόγιο, παρουσιάζει μιά πρωτοτυπία πού εἶναι ἀξιοπρόσεκτη.

Ἀπό τήν στιγμή λοιπόν πού ὁ Μητροπολίτης Καρπενησίου Νικόλαος διαπιστώνει ὅτι “οἱ τήν ὕπαιθρον οἰκοῦντες Εὐρυτᾶνες διαμνημονεύουσι τοῦ ὀνόματος Εὐγενίου τοῦ Αἰτωλοῦ μετά πολλοῦ σεβασμοῦ, ἐξικνουμένου μέχρι τοῦ θείου δέους καί τῆς θρησκευτικῆς κατανύξεως, ὡς ἅγιον τοῦτον θεωροῦντες”[19], κινητοποιεῖ τόν μηχανισμό τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεώς του ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τῆς ἀναγραφῆς τοῦ ὀνόματός του στό Ἑορτολόγιο. Στό σχετικό ὑπόμνημα πού ἀποστέλλει στό Φανάρι, μέσῳ τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, συνοψίζει τόν βίο καί πολιτεία τοῦ Εὐγενίου καί παρέχει μαρτυρίες ὅτι Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός πράγματι ἐτιμᾶτο ὡς Ἅγιος ἀπό τούς πιστούς, δοθέντος ὅτι στό νάρθηκα τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τοῦ Καρπενησίου εἶχε ἤδη διαμορφωθεῖ παρεκκλήσιο τιμώμενο ἐπ’ὀνόματί του καί ὅτι ὑπῆρχε εἰκόνα τοῦ Ὁσίου, ἱστορημένη στόν ἁγιογραφικό οἶκο τῶν Παχωμαίων, πρᾶγμα τό ὁποῖο δήλωνε ὅτι καί στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου εἶχε μονάσει ὁ Εὐγένιος, ὑπῆρχε συνείδησις περί τῆς ἁγιότητός του [20].

Ἕξι μόλις μῆνες μετά τήν ἔναρξη τῆς διαδικασίας, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος πληροφορεῖ τόν Μητροπολίτη Καρπενησίου, ὅτι ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος, λαμβάνουσα ὑπ’ὄψη τήν κοινή συνείδηση κλήρου καί λαοῦ περί τῆς ὁσιότητος τοῦ ἱερομονάχου Εὐγενίου, συναρίθμησε αὐτόν “τοῖς ἐν τῷ Ἑορτολογίῳ Ὁσίοις τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, τῆς μνήμης αὐτοῦ ὁρισθείσης ἵνα ἐπιτελῆται τῇ ε΄ Αὐγούστου, ἐν ᾗ πρός τάς αἰωνίους οὗτος μετέστη μονάς” [21].

Εἶναι ἄξιο ὑπογραμμίσεως ὅτι ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη ἡ ὁποία κατεστρώθη καί ὑπεγράφη ἐπί τῇ εὐκαιρία, ἐξηγοῦσε ὡς ἑξῆς τήν σχετική ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας: “…ἀπιδόντες πρός τήν ὁσίαν καί θεάρεστον βιοτήν καί πολιτείαν καί τάς ἐξαιρέτους ὑπηρεσίας αὐτοῦ πρός τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν καί τήν Ὀρθοδοξίαν, καί τῆς κοινῆς ὠφελείας προνοούμενοι τῶν πιστῶν, ἐξ ἀρχῆς πεποιθότων περί τῆς ὁσιότητος αὐτοῦ καί τιμώντων τήν ἱεράν αὐτοῦ μνήμην ἐν Εὐρυτανίᾳ καί τῇ ὁμόρῳ Αἰτωλίᾳ, ἔγνωμεν τήν κοινήν τῶν πιστῶν συνείδησιν, κατά τό ἀνέκαθεν κρατοῦν ἔθος, εἰς ἐκκλησιαστικήν Πρᾶξιν καί ἀπόφανσιν μετουσιοῦντες, τήν προσήκουσαν τοῖς θείοις ἀνδράσι καί τούτῳ ἀπονεῖμαι τιμήν”[22].

Ἡ διατύπωση αὐτή, τήν ὁποία, ἄς σημειωθεῖ, δέν συναντοῦμε συχνά σέ ἀνάλογες Πράξεις, εἶναι ἄκρως ἐνδιαφέρουσα, ἡ δέ πρωτοτυπία της ἔγκειται στό ὅτι μέ μιά μόνο σύντομη φράση συνοψίζει τήν ὀρθόδοξο ἀντίληψη περί τιμῆς καί ἀναγνωρίσεως ἁγίων, ἑρμηνεύοντας συνάμα καί τό πραγματικό νόημα τῆς παρεμβάσεως τῆς ἀνωτάτης ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, προκειμένου νά ἐνταχθεῖ ἕνα πρόσωπο στό Ἑορτολόγιο. Ὅτι δηλαδή ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας ὡς Θεσμοῦ, δέν εἶναι νά “ἀναδεικνύει”, νά «ἀνακηρύσει», πολύ δέ περισσότερο νά “ἁγιοποιεῖ” ἕνα πρόσωπο, ἀλλά ἀκριβῶς νά μετουσιώνει ἕνα βίωμα τῶν πιστῶν σέ ἐπίσημη Ἐκκλησιαστική Πράξη.


[1] Μαρτύριον Πολυκάρπου, 27, ἐν Migne, P.G., 5, 1041

[2] Μαρτύριον Πολυκάρπου, Migne, P..G. 5, 1044

[3] Μ. Γεδεών, Ἁγιοποιήσεις-Τό Καθεστώς τῆς ἐν Ἁγίοις Συναριθμήσεως, ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 1984, σελ 81

[4]  H. Delahaye, Sanctus. Essai sur le Culte des Saints dans l’Antiquité, Bruxelles 1927, σελ.163

[5] Βλ. Π. Χρήστου, Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἐν Π. Χρήστου, (ἐπιμ.), Πανηγυρικός Τόμος Ἑπορτασμοῦ τῆς Ἑξακοσιοστῆς Ἐπετείου τοῦ Θανάτου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ἐν Θεσσαλονίκ·η 1960, σελ.174. Βλ.καί Γ. Παπαμιχαήλ, Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Πετρούπολις-Ἀλεξάνδρεια, 1911, σελ 150.

[6] Χ. Παπαδοπούλου, Περί Ἀνακηρύξεως Ἅγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, ἐν “Ἐκκλησία” 12, (1934), σελ. 333

[7] Ἀκολουθία καί Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Κοσμᾶ τοῦ Ἱερομονάχου καί Ἰσαποστόλου Ψαλλομένη κατά τήν κδ´ τοῦ Αὐγούστου Μηνός, Ποίημα Σαπφείρου Χριστοδουλίδου τοῦ ἐκ Γραμμένου, ἐν Βενετίᾳ παρά Νικολάῳ Γλυκᾶ, 1814

[8] Βλ. Τόμο Ἀναγνωρίσεως Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ἐν “Ἐκκλησία”, 38 (1961), σελ. 255

[9] Βλ. Γεωργίου Τσέτση, Ἡ ἔνταξις τῶν Ἁγίων στό Ἑορτολόγιο, Ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη, 1991, σελ. 87 ἑξ.

[10] Ἱ. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τόν Ἅγιον Μάρτυρα Λουκιανόν, Migne, PG. 50, 522

[11] H. Delahaye, ὅπ.π. σελ. 244

[12] H. Delahaye, Les Saints Stylites, Bruxelles, 1923, σελ. 119

[13]  Ὅρος, ἤτοι Τόμος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς συγκροτηθείσης ἐν τῇ Θεοφυλάκτῳ πόλει Μοσκοβία, ἐν ἔτει ἀπό κτίσεως κόσμου ζροδ΄ ἐν μηνί Ἰανουαρίῳ, Ἰνδικτιῶνος δ΄. Βλ. ἐν Κ. Δεληκάνη, Πατριαρχικά Ἔγγραφα, Τόμος Γ΄, Ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου, Κωνσταντινούπολις, 1905, σελ. 136-137

[14] Βλ. Ἡ Ἀνάδειξις Ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ”, ἐν  “Ὀρθοδοξία“, 6, (1931), σελ.284

[15] “Ὀρθοδοξία”, ὅπ.π.

[16] Στήν Πράξη αὐτή πού ὑπογράφεται τό 1703 ἀπό τόν Πατριάρχη Γαβριήλ καί τούς περί αὐτόν συνοδικούς, ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος παρουσιάζεται ὡς ἔχων “τό ἐνδόσιμον ἄνωθεν μετά τῶν λοιπῶν αὐτοῦ προνομίων, διά βασιλικῶν καί πατρικῶν θεσπισμάτων τοῦ συνιστᾶν καί κανονίζειν τά κανονισμοῦ δεόμενα”. Βλ. πλῆρες κείμενο τῆς Πράξεως ἐν Παντελεήμονος Ζακύνθου, Ὁ Ἅγιος Διονύσιος Προστάτης καί Πολιοῦχος τῆς Ζακύνθου, Ἀθῆναι 1987, σελ. 72

[17] Βλ. Γράμμα ἀπό 12ης Μαρτίου 1931 τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου Β´ πρός Βουκουρεστίου Μύρωνα, ἐν “Ὀρθοδοξία,” 6 (1931), σελ. 284 ἑξ.

[18] Βλ. “Ὀρθοδοξία“, ὅπ.π. σελ. 287

[19] Βλ. Γράμμα ἀπό 5ης Ἰανουαρίου 1982 Καρπενησίου Νικολάου πρός τήν Ἱ. Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν “Ὅσιος Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός”, Ἀθῆναι, 1983 σελ. 94

[20] Ὅπ. π., σελ. 98

[21]Γράμμα ἀπό 1ης Ἰουλίου 1982 τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Δημητρίου πρός Καρπενησίου Νικόλαον, ὅπ.π., σελ. 104

[22] Ὅπ.π., σελ. 106


Από το βιβλίο του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Τσέτση, “Η Ένταξις των Αγίων στο Εορτολόγιο”, Εκδόσεις «Τέρτιος», Κατερίνη, 1991
.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ