13.4 C
Athens
Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου, 2024

Θρακικές αναστάσιμες εθιμικές τελετουργίες

Του Μανόλη Γ. Βαρβούνη*

Βασικό ρόλο στα θρακιώτικα ελληνορθόδοξα αναστάσιμα έθιμα παίζει η τελετουργική χρήση του αβγού ως εορταστικής τροφής αμέσως μετά την Ανάσταση, ώστε, όπως έλεγαν στο Μυριόφυτο, να «ξεβουλώσουν» με το αβγό το στόμα τους, το οποίο πάλι με αβγό είχαν «βουλώσει» για τη νηστεία που θα επακολουθούσε το βράδυ της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς.

Το νόημα της έκφρασης της νίκης της ζωής επί του θανάτου, αλλά και της αποτροπής των βλαπτικών και επίβουλων δαιμονικών πνευμάτων που ελλοχεύουν στη διαβατήρια και οριακή στιγμή της Αναστάσεως, και τα οποία ως δαιμονικά πνεύματα φοβούνται τους ξαφνικούς και δυνατούς θορύβους, έχουν οι πανθρακικοί, και μαζί πανελλήνιοι, πυροβολισμοί και κρότοι μετά το «Χριστός Ανέστη». Το ίδιο δε νικητήριο κατά της φθοράς και παρηγορητικά χαρμόσυνο νόημα έχει η τελετουργία του θυμιάματος στους τάφους των προγόνων και των συγγενών, στους οποίους πριν έχουν τοποθετήσει ένα κόκκινο αβγό, όπως μαρτυρείται στις Σαράντα Εκκλησιές.

Κόκκινο αβγό στους τάφους των νεκρών τους συνήθιζαν να βάζουν και στο Αλμαλί των Μαλγάρων, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, αμέσως μετά το άκουσμα του «Χριστός Ανέστη» και πριν επιστρέψουν στα σπίτια τους. Οι νεκροί πρόγονοι «ξυπνούνα με το Χριστό μαζίτσα», και μπορούν μέσω των τελετουργιών αυτών να πάρουν τη συμβολική –έστω και προσωρινή, μέχρι την παραμονή της Πεντηκοστής– θέση τους στην κοινότητα και να προσφέρουν τις γονιμοποιητικές δυνάμεις τους για την επίτευξη του κοινού σκοπού, της ευκαρπίας, της καλής σοδειάς και της καλοχρονιάς, στην κρίσιμη παραγωγική στιγμή της άνοιξης, κατά την οποία εορτάζεται το χριστιανικό Πάσχα.

Το αναστάσιμο φως ως καθαρτήριο

Στο ίδιο πλαίσιο, και με τους ίδιους σκοπούς, οι Έλληνες απέδιδαν –και συνεχίζουν βέβαια να αποδίδουν– στο αναστάσιμο φως, που διένεμε ο ιερέας στον ναό το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου και πριν την Ανάσταση, ιδιότητες και διαστάσεις καθαρτηρίου, γι’ αυτό και αγιασμένου και γονιμικού πυρός. Έτσι, στην Αίνο, φύλαγαν όλο τον χρόνο τα «λαμπροκέρια» στο εικονοστάσι, για να τα ανάβουν και να σταυρώνουν με αυτά κάθε άρρωστο ή βασκαμένο μέλος της οικογένειας, ενώ στην περιοχή της Αδριανούπολης άναβαν τα κεριά αυτά σε περιπτώσεις θυελλών, πιστεύοντας ότι έτσι θα αποτρέψουν τη χαλαζόπτωση.

Στην περιοχή της Αγχιάλου συνήθιζαν να απευθύνουν τον αναστάσιμο χαιρετισμό, κρατώντας την πασχαλινή λαμπάδα τους αναμμένη στα δέντρα της αυλής και στα οικόσιτα ζώα τους. Στη Φιλιππούπολη πάλι καψάλιζαν με την αναμμένη λαμπάδα τους τα άκαρπα δέντρα και το τρίχωμα των ζώων τους, πιστεύοντας ότι έτσι θα ενισχυθεί η υγεία τους και θα αυξηθεί η παραγωγικότητά τους. Στις Σαράντα Εκκλησιές μετέφεραν τελετουργικά το φως της Αναστάσεως από την εκκλησία στο σπίτι, άναβαν με αυτό την καντήλα στο εικονοστάσι και την εστία τους, κατόπιν δε σταύρωναν με την αναμμένη λαμπάδα όλους τους τοίχους των δωματίων του σπιτιού.

Επιδιώκονταν έτσι η τελετουργική μετάδοση της λυτρωτικής και καθαρτήριας δύναμης του πυρός στην οικογένεια. Κι αν το φως έσβηνε, έπρεπε να μεταφέρουν τελετουργικά στο σπίτι το φως της Δεύτερης Ανάστασης, του Εσπερινού της Αγάπης, ώστε η καθαρτήρια και προστατευτική δύναμή του να μη λείψει από το σπιτικό. Με το φως αυτό, στη Μάδυτο άναβαν φανούς, ώστε η δύναμή του να μεταδοθεί συμβολικά σε όλη τη φύση.

Βασικό στοιχείο των αναστάσιμων λαϊκών τελετουργιών ήταν η κούνια, ή «αιώρα», με τους πανάρχαιους γονιμικούς συμβολισμούς της. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η γονιμική κατά βάσιν τελετουργία της αιώρας είχε και πιο πρακτικούς σκοπούς, καθώς συχνά εξειδικευόταν σε πρακτικά γονιμικά αλλά και κοινωνικά ζητήματα, όπως η εξεύρεση συζύγου. Έτσι, στην Αίνο, όπου συσχέτιζαν την αιώρα με την πρόοδο της καλλιέργειας και της σοδειάς του σουσαμιού, τα κορίτσια που κουνούσαν η μία την άλλη συνδιαλέγονταν μέσω των τελετουργικών τραγουδιών του εθίμου. Με τελετουργικές πράξεις και τελετουργικά επίσης τραγούδια, οι Θρακιώτες προσπαθούσαν να επιδράσουν συνειρμικά και μαγικά πάνω στην ευφορία της φύσης.

Το κάψιμο του Ιούδα

Τον χαρακτήρα δε αυτόν συνεχίζει ο λαός και στις τελετουργίες των υπολοίπων ανοιξιάτικων εορτών που σχετίζονται με το Πάσχα και τον κύκλο των κινητών εορτών που συνδέονται μαζί του, τόσο θρησκευτικά, εκκλησιαστικά και λατρευτικά, όσο και από την άποψη της λαϊκής θρησκευτικής συμπεριφοράς. Τέλος, το κάψιμο του Ιούδα αποτελεί ένα ιδιαίτερο τελετουργικό δρώμενο, που σχετίζεται με τις γιορτές του Πάσχα. Στη Σηλυβρία, έκαιγαν τη Μεγάλη Παρασκευή ομοίωμα Εβραίου, με παλιά ρούχα και καπέλο.

Στη Μάδυτο πάλι, τη Δευτέρα του Πάσχα έντυναν Ιούδα κάποιον ενορίτη και, με το «σήμαντρο» του ναού, τον πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, όπου τους φιλοδωρούσαν με χρήματα και τρόφιμα (ψωμί, τυρί και αβγά), τα οποία και αργότερα διένειμαν, δίνοντας μεγάλο μερίδιο σε εκείνον που είχε υποδυθεί τον Ιούδα. Τα επιμέρους στοιχεία της μεταμφίεσης είναι επίσης χαρακτηριστικά: κουρέλια, μουτζούρα στο πρόσωπο και γενική συμβολική, μέσω της εμφάνισης, απαξίωση.

Η τελετουργική αυτή περιφορά, στο πλαίσιο ενός παιδικού αγερμού, γινόταν και σε άλλα χωριά της Ανατολικής Θράκης, όπως στις Μέτρες και στο Τσακήλι, όπου όμως περιέφεραν ομοίωμα του Ιούδα, συγκεντρώνοντας καύσιμη ύλη. Αφού τη στερέωναν στο ομοίωμα αυτό και το περιέχυναν με πετρέλαιο, το σήκωναν όρθιο και του έβαζαν φωτιά, τραγουδώντας ένα τελετουργικό τραγούδι.

Η πληροφορία αυτή ωστόσο μας δίνει την πραγματική τελετουργική υπόσταση και σημασία του δρωμένου, μόνο αν συνδυαστεί με πληροφορίες από την Ανατολική Θράκη, σύμφωνα με τις οποίες το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, κατά την περιφορά του επιταφίου, αφού έκαιγαν τον Ιούδα κατά τη στάση της λιτανευτικής πομπής σε κάποιο παρεκκλήσι του χωριού και, καθώς ο ιερέας διάβαζε τη σχετική με τον Ιούδα ευαγγελική περικοπή, έπαιρναν όλοι από μια χούφτα της στάχτης που έμενε για να τη ρίξουν το Μεγάλο Σάββατο στους τάφους των συγγενών τους, «ή διά μαγικήν χρήσιν».

Το ίδιο γινόταν και στις Μέτρες, όπου το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου ο ιερέας τελούσε τρισάγια στους τάφους των νεκρών, όπου έριχναν στάχτη από το κάψιμο του ομοιώματος του Ιούδα που είχε γίνει την προηγούμενη ημέρα. Στο Φανάρι πάλι έριχναν τη στάχτη αυτή στις τριανταφυλλιές, για να απαλλαγούν από τα βλαπτικά ζωύφια, ή τη φύλαγαν, θεωρώντας την ως αποτελεσματικό φάρμακο για τον φόβο.

Η τελετουργική αυτή χρήση της στάχτης, με τις νεκρολατρικές και γονιμικές διαστάσεις της, μας δείχνει πώς, μέσα από την τελετουργική διαδικασία, απλά υλικά αντικείμενα, όπως η στάχτη, σημασιοδοτούνται συμβολικά, αποκτώντας γονιμοποιητική δύναμη αλλά και τις ιδιότητες φαρμάκων, για την ύλη και το πνεύμα, για σωματικές και ψυχικές ασθένειες. Εν προκειμένω, η στάχτη είναι το κατάλοιπο από το ομοίωμα του Ιούδα, που συνειρμικά ταυτίζεται με τα κατάλοιπα ενός πραγματικού ανθρώπου, κι ακόμη περισσότερο ενός ενιαύσιου δαίμονα, μιας δαιμονικής μορφής που τελικά αποκτά γονιμοποιητικό ρόλο, σε ένα εννοιολογικό και ιδεολογικό περιβάλλον που τα όρια μεταξύ «καλού» και «κακού» είναι μάλλον ρευστά και εξαρτημένα από την τελική αποτελεσματικότητα κάθε όντως, φυσικού ή υπερφυσικού, στο αναμενόμενο και ποθούμενο αποτέλεσμα της βλάστησης. Γι’ αυτούς τους λόγους είναι ιδιαίτερη η γονιμική δύναμη της τελετουργίας αυτής, ιδίως για τις αγροτοκτηνοτροφικές κοινότητες της Ανατολικής και της Βόρειας Θράκης, που στα πασχαλινά και ανοιξιάτικα δρώμενα αναγνώριζαν τον χαρακτήρα ενός πανίσχυρου τελετουργικού μέσου, για να επιτευχθεί, με διαβατήριες τελετουργίες, η καλοχρονιά, η υγεία και η αφθονία της αγροτικής παραγωγής.

Ο πασχαλινός ασπασμός της αγάπης αποτελεί βασικό γνώρισμα των πασχαλινών θρησκευτικών εκδηλώσεων και των αντιστοίχων εθίμων λαϊκής λατρείας στον θρακικό Ελληνισμό. Σε πολλές περιοχές οι πιστοί ασπάζονται ο ένας τον άλλο αμέσως μετά το «Χριστός Ανέστη», κατά τη λειτουργία της Αναστάσεως, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Αλλού, μετά τον εσπερινό της αγάπης, οι πιστοί με τη σειρά προσκυνούν την εικόνα της Αναστάσεως που κρατά ο ιερέας, φιλούν το χέρι του και κατόπιν στέκονται δίπλα του, ώστε όλοι να ανταλλάξουν με τη σειρά τον πασχαλινό ασπασμό. Με τον τρόπο αυτό μάλιστα διαλύονται οι μικροπαρεξηγήσεις μέσα στην κοινότητα, και αποκαθίσταται η ευταξία στις σχέσεις των κατοίκων. Το ίδιο συνέβαινε στον νάρθηκα του ναού ή στο προαύλιό του, μετά τις αναστάσιμες λειτουργίες των ημερών της Διακαινησίμου εβδομάδος, ιδίως σε χωριά της Ανατολικής και της Βόρειας Θράκης.

*Ο Μανόλης Γ. Βαρβούνης είναι Καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ, Κοσμήτορας της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του ΔΠΘ και Άρχων Προστάτης των Γραμμάτων της Μ.τ.Χ.Ε.

Πηγή

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ