«Η Υμετέρα Μακαριότης και η Μετριότης ημών γνωρίζομεν ότι η ενότης είναι απαραίτητος όρος διά να δίδη η Ορθοδοξία αξιόπιστον μαρτυρίαν εις τον σύγχρονον κόσμον. Ο σύνδεσμος αγάπης και αι αδελφικαί σχέσεις μεταξύ των δύο Εκκλησιών ημών αποτελούν εγγύησιν ότι θα συνεχίσωμεν τον κοινόν αγώνα ενώπιον των συγχρόνων θρησκευτικών, ηθικών, πολιτισμικών, κοινωνικών, οικονομικών και τεχνολογικών προκλήσεων, εναντίον όλων των τάσεων αι οποίαι απειλούν την ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου και την ακεραιότητα της δημιουργίας», επισήμανε, μεταξύ άλλων, ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, στην ομιλία του, μετά το λαμπρό Συλλείτουργο, με τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Κύπρου, Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο κ. Γεώργιο, που τελέστηκε την Κυριακή της Ορθοδοξίας, 5 Μαρτίου, στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό, στο Φανάρι. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Πατριάρχης, «η μαρτυρία της Εκκλησίας εν τω κόσμω δεν οδηγεί εις εκκοσμίκευσιν της Εκκλησίας, τάσις, η οποία πάντοτε ταυτίζεται με την απώλειαν της εσχατολογικής συνειδήσεώς της. Εις τοιαύτην απώλειαν οδηγεί, μετά βεβαιότητος η κλειστότης της Εκκλησίας, η αποκοπή της από τον κόσμον και η αδιαφορία διά την ιστορίαν. Εσωστρέφεια και ακοσμικότης αποτελούν λανθασμένην κατανόησιν του ‘ουκ εκ του κόσμου’ χαρακτήρος της Εκκλησίας».
Στην αντιφώνησή του, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Γεώργιος, αφού εξέφρασε την συγκίνησή του από την επίσκεψή του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, και σε φαινόμενα της εποχή μας, «όπως είναι η παγκοσμιοποίηση, ο εθνοφυλετισμός, η κακή χρήση των θεαματικών επιτευγμάτων της Τεχνολογίας», έναντι των οποίων, όπως είπε, «καλούμαστε να προβάλουμε την οικουμενική αντίληψη για τον κόσμο και την εν Χριστώ ενότητα της ανθρωπότητας».
«Σ’ αυτή την λανθασμένη αντίληψη των πραγμάτων», συνέχισε, «οφείλεται, κατά τη γνώμη μας, και η παρατηρούμενη σήμερα θλιβερή κατάσταση στους κόλπους της Ορθοδοξίας. Κάποιοι αισθάνθηκαν κραταιοί και αυτάρκεις. Και θέλησαν να διασπάσουν τον άρραφο χιτώνα του Κυρίου, διαγράφοντας από τα δίπτυχα άλλους, τους αδελφούς τους. Ο θεωρών τον εαυτό του αυτάρκη, βιώνει μια φανταστική πληρότητα, μια φανταστική παντοδυναμία. Αυτή η αυτάρκεια, όμως, είναι αφέλεια και φρεναπάτη». Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, απηύθυνε έκκληση «εν ονόματι της κοινής μας πίστης, να παύσουν τα σχίσματα και η παραβίαση των κανόνων και των θεσμίων που διέπουν τις σχέσεις των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Τα κριτήρια στην Ορθοδοξία ουδέποτε υπήρξαν ποσοτικά. Ας σκεφτούν κάποιοι την πείραν άλλων στην Χριστιανική ζωή και τη χρονική είσοδο των ιδίων στην Εκκλησία. Κι ας παύσουν να κινούν ‘την πτέρναν κατά του Ευεργέτου’. Μέσα σε έναν κόσμο αλλοθρήσκων και αλλοδόξων αλλά και με αυξανόμενο τον αγνωστικισμό και την αθεΐα, έχουμε χρέος να κρατήσουμε ενωμένη την Ορθοδοξίας μας, γιατί έτσι μόνο θα μπορέσουμε να υπηρετήσουμε καλύτερα και τους πιστούς μας και ολόκληρη την ανθρωπότητα».
Στη Θεία Λειτουργία συμμετείχαν οι Σεβ. Αρχιερείς, Βρυούλων κ. Παντελεήμων, Κιτίου κ. Νεκτάριος, Κωνσταντίας κ. Βασίλειος, Σάρδεων κ. Ευάγγελος, Ρόδου κ. Κύριλλος, Γουΐνιπεγκ κ. Ιλαρίων, Αμερικής κ. Ελπιδοφόρος, Πισιδίας κ. Ιώβ, Σμύρνης κ. Βαρθολομαίος, Ιεραπύτνης και Σητείας κ. Κύριλλος, Ισπανίας και Πορτογαλίας κ. Βησσαρίων και Γαλλίας κ. Δημήτριος.
Ιδιαίτερη συγκίνηση προκάλεσε η μνημόνευση, κατά την Μ. Είσοδο, των θυμάτων των προσφάτων φονικών σεισμών στην Νοτιοανατολική Τουρκία και την Συρία, καθώς και του τραγικού σιδηροδρομικού δυστυχήματος που συνέβη πριν από λίγες ημέρες στην Ελλάδα. Στην ομιλία του, ο Παναγιώτατος, απευθυνόμενος προς τον παριστάμενο Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδος κ. Νικόλαο Δένδια, ο οποίος εκπροσώπησε την Ελληνική Κυβέρνηση, τον ευχαρίστησε για την πρόσφατη επίσκεψη που πραγματοποίησε στις περιοχές που επλήγησαν από τους σεισμούς προκειμένου να εκφράσει την συμπάθεια του Ελληνικού λαού «προς τους σεισμοπλήκτους αδελφούς μας εις την νοτιοανατολικήν περιοχήν της χώρας και να συναντηθεί με τον ομολόγό του της Τουρκίας. Και πιστεύομεν ότι τοιαύται συναντήσεις και συμπορεύσεις και συνεργασία οικοδομούν την ενότητα και την εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο γειτόνων και συμμάχων λαών». Επίσης, ο Παναγιώτατος ζήτησε από τον κ. Υπουργό να διαβιβάσει «την συμπάθειαν, τα συλλυπητήρια της Μητρός Εκκλησίας και πάντων ημών των διακονούντων εν Αυτή, προς τον ευσεβή Ελληνικόν λαόν για την μεγάλην τραγωδίαν των Τεμπών. Ήδη εμνημονεύσαμεν κατά την Μεγάλην Είσοδον τα ονόματα των θυμάτων και των σεισμών και του σιδηροδρομικού δυστυχήματος. Ευχόμεθα εις τους τραυματίας να αναρρώσουν ταχέως. Να στείλει ο Θεός της παρακλήσεως και των οικτιρμών το έλεος και την παραμυθίαν του εις τους οικογενείς των θυμάτων και να προφυλάσσει όλους τους ανθρώπους και όλους τους λαούς από τοιαύτας συμφοράς».
Εκκλησιάστηκαν οι Αρχιερείς, Σεβ. Γέρων Χαλκηδόνος κ. Εμμανουήλ, Ανθηδώνος κ. Νεκτάριος, Επίτροπος του Παναγίου Τάφου στην Πόλη, Ελαίας κ. Θεοδώρητος, Μυριοφύτου και Περιστάσεως κ. Ειρηναίος, Μύρων κ. Χρυσόστομος, Ικονίου κ. Θεόληπτος, Θεοφιλ. Αλικαρνασσού κ. Αδριανός, Αραβισσού κ. Κασσιανός και Ξανθουπόλεως κ. Παϊσιος, Άρχοντες Οφφικιάλιοι της Μ.τ.Χ.Ε., οι Γενικοί Πρόξενοι της Ελλάδος, των Η.Π.Α. και της Ουκρανίας στην Πόλη, κυρίες Γεωργία Σουλτανοπούλου και Julie Eadeh, και ο κ. Roman Nedilskyi αντίστοιχα, Καθηγητές και μαθητές Ομογενειακών σχολείων, πλήθος πιστών από την Πόλη και προσκυνητών από το εξωτερικό.
Μετά την απόλυση ο Οικουμενικός Πατριάρχης και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, με τους συλλειτουργούντες Αρχιερείς, τέλεσαν το καθιερωμένο Τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως των ψυχών όλων «των υπέρ της Ορθοδόξου ημών πίστεως αγωνισαμένων και τελειωθέντων εν αυτή».
Ακολούθησε η λιτανευτική πομπή των Ιερών Εικόνων, στον αυλόγυρο του Πατριαρχείου, κατά την οποία ο Οικουμενικός Πατριάρχης και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ευλόγησαν τους πιστούς με τις εικόνες που κρατούσαν.
Μετά τη δεξίωση που παρετέθη στον Πατριαρχικό Οίκο, ο Παναγιώτατος δέχθηκε σε κατ’ ιδίαν συνάντηση τον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδος, με τον οποίο είχε μακρά συνομιλία.
H ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου
Στην ομιλία του ο Παναγιώτατος χαιρέτησε την παρουσία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Γεωργίου και της τιμίας συνοδείας του εκφράζοντας τις θερμές ευχαριστίες του, αλλά και εκείνες των μελών της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, της Πατριαρχικής Αυλής και του ευσεβούς λαού του Θεού. Ακολούθως, αναφέρθηκε στη σημασία και το μήνυμα της εορτής της Κυριακής της Ορθοδοξίας.
«Επί 1180 έτη, από το 843 μέχρι σήμερον, τιμά η Εκκλησία την ημέραν της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων ως νίκην της γνησίας πίστεως εναντίον των αιρέσεων, σύνοψις των οποίων εθεωρήθη η απόρριψις της τιμητικής προσκυνήσεώς των.
Η εικών ανήκει εις τον πυρήνα της Ορθοδόξου ταυτότητος, αυτοσυνειδησίας και ευσεβείας. Είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την λειτουργικήν ζωήν, το φιλοκαλικόν και ασκητικόν πνεύμα της Ορθοδοξίας, το ευχαριστιακόν και κοινοτικόν ήθος και τον εσχατολογικόν προσανατολισμόν συνόλου της εκκλησιαστικής ζωής. Η εικών είναι σύνοψις της πίστεως και της αποστολής της Εκκλησίας, «οπτική πραγμάτωσις της των πάντων ενώσεως». Το θεολογικόν θεμέλιον της εικόνος είναι το μυστήριον της ενσάρκου Θείας Οικονομίας και η εν αυτώ κατά χάριν πορεία του ανθρώπου προς την θέωσιν. Κάθε εικών υπενθυμίζει εις τους πιστούς, ότι η πτώσις δεν είναι η φυσική κατάστασις διά τον άνθρωπον, αλλά η ακροτάτη αλλοτρίωσίς του, ότι αυτός έχει ένθεον, υψηλόν και αιώνιον προορισμόν.
Εις την εποχήν του διαδικτύου και της τηλεοράσεως, της «πλημμυρίδος των εικόνων» αι οποίαι κατακλύζουν τα όμματα και τας ψυχάς μας, η ορθόδοξος εικών, η παρουσία της και η μαρτυρία της, είναι φως και ζωή, η φωνή του ουρανού η οποία «κομίζει στο εδώ και τώρα τις ποιότητες του παραδείσου».
Αξίως και δικαίως αποκαλείται η μεγαλη και εύσημος αύτη ημέρα «Κυριακή της Ορθοδοξίας». Είναι η νίκη της ορθής πίστεως εις τον Τριαδικόν Θεόν, της ορθής λατρείας και δοξολογίας του Θεού και της εν Χριστώ και κατά Χριστόν βιοτής εναντίον της κακοδοξίας. Ορθοδοξία είναι η πιστότης εις την Παράδοσιν των Αποστόλων και των Πατέρων, των Αγίων και των Μαρτύρων της πίστεως, όσων διηκόνησαν θυσιαστικώς την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν και εδημιούργησαν τον μοναδικόν φιλόθεον και φιλάνθρωπον πολιτισμόν της. Κατά την έκφρασιν του μακαριστού πνευματικού ημών Πατρός Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, «η Ορθοδοξία είναι η Ευαγγελική αλήθεια, καθαρά και ανόθευτος, διαρθρωμένη εις αποστολοπαράδοτον και πατροπαράδοτον δογματικήν, εκκλησιολογικήν και ηθικήν διδασκαλίαν, διατετυπωμένη εν τη Μια Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Ορθοδοξία είναι όμως και «η οικονομία, η συγκατάβασις, το έλεος, ο θεανδρικός χαρακτήρ», η «θεανθρώπινη ικανότητα προς κατανόησιν όλων των καταστάσεων, προς διακονίαν και σωτηρίαν του ανθρώπου» (Ανέσπερον Φως εκ Φαναρίου, σ. 150-151)».
Στη συνέχεια, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, μιλώντας για τη σημασία της Ορθοδοξίας, αναφέρθηκε στη σύνδεσή της με την πορεία και τις παραδόσεις του Γένους μας.
«Όντως, εις ουδέν άλλο πνευματικόν κίνημα συνεφιλιώθη τόσον βαθέως ο νούς και η καρδία, η πίστις και η γνώσις, η ψυχή και το σώμα, το πνεύμα και η ύλη, ο ουρανός και η γη, όσον εις την ευλογημένην ζωήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η Ορθοδοξία, ως τρόπος του βίου και πνευματικός πολιτισμός, είναι αδιασπάστως συνδεδεμένη με την πορείαν του Γένους μας, με το ήθος, την γλώσσαν του, τα ήθη και τα έθιμά του, τας ελπίδας και τα οράματά του. Αυτήν την παράδοσιν διαφυλάσσομεν και καλλιεργούμεν εις τας Εκκλησίας μας, Μακαριώτατε, αυταί αι αξίαι ευρίσκονται εις το κέντρον της ποιμαντικής μερίμνης και της μαρτυρίας των εις τον σύγχρονον κόσμον. Επί του θεμελίου αυτής της τιμαλφεστάτης παρακαταθήκης, η Εκκλησία φωτίζει την ζωήν των ανθρώπων, απευθυνομένη εις τον νούν και την καρδίαν των, ασκούσα την αγάπην, αναδεικνύουσα την πίστιν εις Χριστόν ως δύναμιν ελευθερίας, ικανήν να αντιμετωπίζη τας προκλήσεις κάθε ιστορικής στιγμής. Ως διεκήρυξεν η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η Εκκλησία του Χριστού συμμετέχει εις την αγωνίαν και τα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου εκάστης εποχής «αίρουσα, όπως ο Κύριός της, την οδύνην και τας πληγάς, τας οποίας προκαλεί το κακόν εις τον κόσμον, και επιχέουσα, ως ο καλός Σαμαρείτης, έλαιον και οίνον εις τα τραύματα αυτού (Λουκ. ι’, 34) διά του λόγου “της υπομονής και παρακλήσεως” (Ρωμ. ιε’, 4, Εβρ. ιγ’, 22) και διά της εμπράκτου αγάπης». Εις την μαρτυρίαν της αυτήν, η Εκκλησία προσφέρει εις τον άνθρωπον και τον κόσμον την ελπίδα και την βεβαιότητα, «ότι το κακόν, υπό οιανδήποτε μορφήν, δεν έχει τον τελευταίον λόγον εις την ιστορίαν και δεν πρέπει να αφεθή να κατευθύνη την πορείαν της» (Η Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον, Προοίμιον).
Αναφερόμενος σε όλα όσα απειλούν το ανθρώπινο πρόσωπο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης υπογράμμισε τη σημασία της πίστης και σημείωσε ότι η δύναμη των δύο Εκκλησιών, της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και της παλαιφάτου Εκκλησίας της Κύπρου, είναι πνευματική.
«Σήμερον το ανθρώπινον πρόσωπον δεν απειλείται μόνον από την αδικίαν, την ένδειαν και την βίαν, αλλά και από τας λεγομένας «ασθενείας του πολιτισμού» μας, τον προμηθεισμόν και τον τιτανισμόν της τεχνολογίας και την κυριαρχίαν του οικονομισμού. Η επιστημονική πρόοδος και η οικονομική ανάπτυξις είναι μεν «μεγάλαι δυνάμεις» της εποχής μας, αφού συμβάλλουν εις την επίλυσιν προβλημάτων, τα οποία μέχρι σήμερον εθεωρούντο μη αντιμετωπίσιμα, χωρίς όμως να οδηγούν εις ενίσχυσιν της ηθικής συνειδήσεως του ανθρώπου. Εν τω πνεύματι τούτω, διακηρύσσομεν μετ᾽ εμφάσεως ότι «μεγάλαι δυνάμεις» είναι και η πίστις, η αγάπη και η ελπίς, η αδελφοσύνη και η δικαιοσύνη, η ειρήνη και η ευθύνη. Δεν υπάρχει αληθής ευδαιμονία και πρόοδος χωρίς αυτάς. Αυτήν την αλήθειαν πρέπει η Εκκλησία και η θεολογία της να αποσαφηνίσουν πειστικώς εις τον σύγχρονον άνθρωπον.
Η δύναμις των Εκκλησιών ημών είναι πνευματική. Η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία και η παλαίφατος Εκκλησία της Κύπρου διακρίνονται διά την πιστότητά των εις το δόγμα, τους ιερούς κανόνας, την λειτουργικήν παράδοσιν, το μοναστικόν ιδεώδες και εις την φιλάνθρωπον παράδοσιν του διακονικού ήθους. Έχουν καθοριστικήν συμβολήν εις την διάσωσιν της ιδιοπροσωπίας του Γένους και εις την δημιουργικήν συνάντησιν του λαού του Θεού με τον σύγχρονον πολιτισμόν. Διά του αγώνος των διά την ενότητα της Ορθοδοξίας και διά της συμμετοχής των εις τους οικουμενικούς διαλόγους, συμβάλλουν εις την ενίσχυσιν του «πολιτισμού του διαλόγου» και εις την πολιτισμικήν πρόοδον».
Στη συνέχεια, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Κύπρου κυρό Χρυσόστομο, με τον οποίο είχε συλλειτουργήσει στο Φανάρι, την Κυριακής της Ορθοδοξίας, το 2020.
«Ανεξίτηλος παραμένει εις την μνήμην και την καρδίαν μας η μορφή του μακαριστού Προκατόχου Υμών Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β, του πάμπολλα και ανεκτίμητα προσενεγκόντος εις την Εκκλησίαν της Κύπρου και εις την ανά την οικουμένην Ορθοδοξίαν. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, με τον οποίον συνελειτουργήσαμεν εις τον Πάνσεπτον τούτον Πατριαρχικόν Ναόν του Αγίου Γεωργίου την 8ην Μαρτίου 2020, Κυριακήν της Ορθοδοξίας, ήσκησε την πρωθιεραρχικήν διακονίαν του με απόλυτον πιστότητα προς την παράδοσιν, με σοφίαν και σύνεσιν, με πολλάς δημιουργικάς πρωτοβουλίας. Ηγωνίσθη διά την διάσωσιν της πολιτισμικής κληρονομίας του Ορθοδόξου Κυπριακού λαού, ενίσχυσε την συνοδικήν λειτουργίαν της Εκκλησίας της Κύπρου, ίδρυσε Θεολογικήν Σχολήν, συμμετείχε με δυναμισμόν εις την προετοιμασίαν και πραγματοποίησιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης και ενεργών, ως και οι προκάτοχοί του, προφρόνως ενηρμονίσθη με τας αποφάσεις του Πανσέπτου Οικουμενικού Θρόνου περί της απονομής Αυτοκεφαλίας εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Ουκρανίας. Όντως, υπήρξεν εκκλησιαστικός ανήρ ανοικτών οριζόντων, άνθρωπος του διαλόγου και, παραλλήλως, ανυποχώρητος υπερασπιστής των πατρώων παραδόσεων. Είη η μνήμη αυτού αιωνία!».
Ακολούθως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης υπογράμμισε τη σημασία της ενότητας στην Ορθοδοξία και με την ευκαιρία της ειρηνικής επισκέψεως του Μακαριωτάτου στην Πρωτόθρονη Εκκλησία τον συνεχάρη εκ νέου για την επάξια εκλογή του στον Αποστολικό Θρόνο της Εκκλησίας της Κύπρου.
«Η Υμετέρα Μακαριότης και η Μετριότης ημών γνωρίζομεν ότι η ενότης είναι απαραίτητος όρος διά να δίδη η Ορθοδοξία αξιόπιστον μαρτυρίαν εις τον σύγχρονον κόσμον. Ο σύνδεσμος αγάπης και αι αδελφικαί σχέσεις μεταξύ των δύο Εκκλησιών ημών αποτελούν εγγύησιν ότι θα συνεχίσωμεν τον κοινόν αγώνα ενώπιον των συγχρόνων θρησκευτικών, ηθικών, πολιτισμικών, κοινωνικών, οικονομικών και τεχνολογικών προκλήσεων, εναντίον όλων των τάσεων αι οποίαι απειλούν την ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου και την ακεραιότητα της δημιουργίας. Προφανέστατα, η μαρτυρία της Εκκλησίας εν τω κόσμω δεν οδηγεί εις εκκοσμίκευσιν της Εκκλησίας, τάσις, η οποία πάντοτε ταυτίζεται με την απώλειαν της εσχατολογικής συνειδήσεώς της. Εις τοιαύτην απώλειαν οδηγεί, μετά βεβαιότητος η κλειστότης της Εκκλησίας, η αποκοπή της από τον κόσμον και η αδιαφορία διά την ιστορίαν. Εσωστρέφεια και ακοσμικότης αποτελούν λανθασμένην κατανόησιν του «ουκ εκ του κόσμου» χαρακτήρος της Εκκλησίας.
Μακαριώτατε και προσφιλέστατε αδελφέ,
Συγχαίρομεν Υμίν επί τη επαξία εκλογή και τη αναρρήσει Υμών εις τον Αποστολικόν Θρόνον της Εκκλησίας της Κύπρου. Ευχόμεθα εκ μέσης καρδίας, όπως ο Κύριος της δόξης χαρίζηται Υμίν υγιείαν και αλκήν εις το πολυεύθυνον πρωθιεραρχικόν, λειτουργικόν, διοικητικόν, ποιμαντικόν και διακονικόν έργον Σας, επ’ αγαθώ του εν Κύπρω ευσεβούς λαού του Θεού και συμπάσης της Ορθοδοξίας. Εξαιτούμεθα τας Υμετέρας προσευχάς προς τον Θεόν της αγάπης, διά να σκέπη την Μεγάλην Εκκλησίαν και να κρατύνη τους φυλάσσοντας τα όσια και τα ιερά του Γένους εις την Βασιλεύουσαν και ανά την οικουμένην».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης ευχαρίστησε ακόμη μία φορά τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου και τη συνοδεία του για την παρουσία τους στην Πόλη. «Παρακαλούμεν Υμάς, Μακαριώτατε, να μεταφέρητε εις τους εν Κύπρω αδελφούς Ιεράρχας, εις τον λοιπόν θεοσεβή κλήρον και εις τον φιλόχριστον ορθόδοξον Κυπριακόν λαόν τας εγκαρδίους ευχάς της ημών Μετριότητος, της περί ημάς Ιεραρχίας και του εν τη Πόλει χριστωνύμου λαού».
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου: Kοινή υπήρξεν η πορεία των δύο Εκκλησιών μας. Κοινές οι χαρές, κοινές οι λύπες, κοινές οι συμφορές.
Ακολούθησε η ομιλία του Μακ. Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Γεωργίου, ο οποίος απευθυνόμενος προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ανέφερε:
«Μεταρσιώνει πάντοτε το πνεύμα μας, Παναγιώτατε, η θέα της βασιλίδος των Πόλεων. Μας συγκλονίζουν ισχυρές συγκινήσεις, που ανανεώνονται και πολλαπλασιάζονται σε κάθε βήμα μας στην φέρουσαν έντονα τα στίγματα των περιπετειών και των δηώσεων ένδοξη αυτή Πόλη.
Η Πόλη αυτή, Παναγιώτατε, δεν κινεί μόνο τις θρησκευτικές μας χορδές. Μας ανάγει και σε εθνικές συγκινήσεις με τις οποίες ζήσαμε και ζούμε για αιώνες πολλούς, ιδιαίτερα εμείς, οι ερχόμενοι από την Κύπρο. Εδώ συναντούμε την παράδοση, ψηλαφούμε ερείπια και χαλάσματα γνώριμα, ακούμε φωνές από το παρελθόν.
Κι είναι, πράγματι, λίγες οι στιγμές στη ζωή μας, οι οποίες μπορούν να συγκριθούν σε ένταση συγκίνησης με τις στιγμές τις οποίες ζούμε από προχθές, που αξιωθήκαμε να πατούμε τα ιερά χώματα της πόλης της ένδοξης καθέδρας σας. Αναγόμαστε σε μιαν άμεση και έμπρακτη αναπόληση της Ιστορίας πάνω στα ίδια τα αποτυπώματά της. Στρέφουμε τον νου και τη διάνοιά μας αιώνες πολλούς πίσω. Παρελαύνουν μπροστά μας ένδοξοι Αυτοκράτορες και ευσεβείς Πατριάρχες, φρουροί της πατρίδος και υπέρμαχοι της πίστεως, γένος ρωμιών πολύ…
Ζήσαμε, αυτές τις μέρες, και την παράξενη σιωπή του ιστορικότερου ναού της Ορθοδοξίας, της Αγίας Σοφίας, του ναού του εθνικού λυγμού, του σπαραγμού και του παραπόνου. Νιώσαμε εκεί να κοιμούνται φωνές που κυμάτισαν για μια σχεδόν χιλιετία· οι ύμνοι, οι επευφημίες, οι αλαλαγμοί, οι θρήνοι, οι στεναγμοί. Τον νιώσαμε να παραμένει με αναλλοίωτο το πνευματικό αλλά και κτηριακό του κάλλος, σήμα κατατεθέν της όλης Ορθοδοξίας.
Παραφράζοντας τον Φίλωνα θα μπορούσαμε να πούμε ότι «ὅπερ ἐν ὀφθαλμῷ κόρη ἤ ἐν ψυχῇ λογισμός, τουτ’ ἐν ἡμῑν Κωνσταντινούπολις».
Μ’ αυτά τα συγκολονιστικά συναισθήματα, ήλθαμε, Παναγιώτατε, η τιμία συνοδεία μου και εγώ, να σας συναντήσουμε. Όχι απλώς εκπληρώνοντας μιαν οφειλή κι ένα χρέος προς την πρωτόθρονη Εκκλησία και τον Προκαθήμενό της, μετά την, Θεοῦ συγκαταβάσει, ανάρρησή μας στην ιερή καθέδρα του Αποστόλου Βαρνάβα, αλλά κυρίως για να σας ευχαριστήσουμε. Να σας ευχαριστήσουμε, πράγματι, γιατί παρά τους κατατρεγμούς και τις ιδιοτροπίες της Ιστορίας, έχετε μείνει εδώ «ἐν ὑπομονῇ πολλῇ καί ἐν θλίψεσι πολλαῖς» και εκρατήσατε τον φοβερό δαυλό της Ορθοδοξίας και του Γένους αναμμένο, σ’ όλες τις τραγικές περιπέτειες των έξι τελευταίων αιώνων. Μείνατε εδώ κρατώντας αναμμένο το κανδήλι της πίστεως και του γένους «ταῖς τῶν προγόνων ρήμασι καί παραδείγμασι πειθόμενοι», δίνοντας και σ’ εμάς τη δυνατότητα επίσκεψής μας εδώ και αναβάπτισής μας στα ιδεώδη και τις αξίες της πίστης και του γένους μας. Σας ευχαριστούμε γι’ αυτή σας τη θυσία και σας ευγνωμονούμε.
Παράλληλα, διδασκόμαστε από σας. Μπορεί οι περίφημοι ναοί μας και οι ξακουστές Μονές μας με τη βίαιη αλλαγή χρήσης, τα ερείπια άλλων ένδοξων μνημείων και η καταπάτηση των εκκλησιαστικών περιουσιών μας να παραμένουν πάντα ανοικτές πληγές κι οι μαρτυρίες γι’ αυτά συγκλονιστικές, όμως η Ιστορία διδάσκει και κάτι άλλο. Όπως ο σταυρικός θάνατος του Χριστού δεν ήταν σημείο αδυναμίας Του, αλλ’ ήταν ο κεραυνός που δυναμίτισε και διάλυσε το κράτος της φθοράς και του θανάτου, έτσι κι η έσχατη πτωχεία της Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας. Διακηρύττει ότι η δύναμις του Θεού «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Και το ότι ουδέποτε άλλοτε η φωνή της εσταυρωμένης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και του Προκαθημένου της έφτασε τόσον ευκρινώς σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης, όσον σήμερα, επηρεάζοντας όλους τους τομείς της ζωής, αποδεικνύει ότι «ὅσον ὁ ἔξωθεν ἄνθρωπος διαφθείρεται, τόσον ὁ ἔσωθεν ανακαινοῦται».
Και είναι, όντως, επίκαιρος ο αείμνηστος Πέργης Ευάγγελος όταν έλεγε πως «χρειάζεται πίστη στον Θεό και στην Ιστορία σου ότι είσαι λαός χάριτος, για να ζωντανεύεις το παρελθόν, να νοηματοδοτείς τη ζωή σου σε καιρούς χαλεπούς και δύσκολους, να χαίρεσαι ό,τι έχεις»».
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου αναφέρθηκε στους διαχρονικούς και άρρηκτους δεσμούς της Κύπρου με την Κωνσταντινούπολη.
«Στην Κύπρο, Παναγιώτατε, παρά τη γεωγραφική απόσταση από το κέντρο της αυτοκρατορίας, από πολύ νωρίς η Εκκλησία περιέλαβε αδιάσπαστα το σύνολο του πληθυσμού και εξάσκησε αποφασιστική επιρροή σ’ αυτό, διαμορφώνοντας τους οικογενειακούς, τους πολιτισμικούς και τους οικονομικούς θεσμούς του τόπου. Ο λαός της παρέμεινε πάντοτε άρρηκτα συνδεδεμένος με την Κωνσταντινούπολη, διατηρώντας το ομόγλωσσο, το όμαιμο, το ομόδοξο, το ομότροπο και διαφυλάσσοντας την ακεραιότητα της εθνικής αυτοσυνειδησίας του. Έδωσε αγίους παγχριστιανικής εμβέλειας, όπως είναι, πέραν του Βαρνάβα, ο Τριμυθούντος Σπυρίδων, ο Κωνσταντίας Επιφάνιος, ο Ιωάννης ο Ελεήμων, ο Νεόφυτος ο Έγκλειστος.
Ο Κυπριακός λαός κατανοούσε πλήρως ότι ούτε η Ιερουσαλήμ «ἡ αποκτείνουσα τούς προφήτας καί λιθοβολούσα τούς απεσταλμένους πρός αὐτήν», η οποία και τον ίδιο τον Κύριον εσταύρωσε, ούτε η Ρώμη, η οποία θεοποίησε τους αυτοκράτορες, που έδωσε Πιλάτους και Νέρωνες και οδήγησε εκατομμύρια πιστών στο μαρτύριο, ήταν δυνατό να καταστούν πρότυπα ζωής για τη νέα πίστη. Δεν μπορούσαν να γίνουν χοάνες συνάντησης θείου και ανθρωπίνου πνεύματος και ανάδειξης νέου τρόπου πνευματικής ζωής. Μόνον η Κωνσταντινούπολη, που είχε δεχθεί το πνεύμα και τη φιλοσοφία του αρχαίου Ελληνικού κόσμου και τον μυστικισμό της Ανατολής, μπορούσε να γίνει το πρόσφορο έδαφος για τη μεγάλη αυτή συνένωση και δημιουργία. Έτσι, η Κύπρος συνδέθηκε με δεσμούς άρρηκτους με τη βασιλίδα των πόλεων και το πνεύμα που εκείνη εκπροσωπούσε. Πήρε μέρος σε όλες τις Οικουμενικές Συνόδους. Κύπριοι ανήλθαν και επί του Πατριαρχικού θρόνου. Κι όταν ήλθαν ορμητικοί ποταμοί, έπνευσαν βίαιοι άνεμοι βαρβαρικών επιδρομών και ερήμωσαν τη νήσον, εδώ πάλιν, βρήκαμε οι Κύπριοι καταφύγιο. Διηνεκής ανάμνηση του ιστορικού αυτού γεγονότος παραμένει ο τίτλος του εκάστοτε αρχιεπισκόπου Κύπρου, ως θητεύσαντος και στη Νέαν Ιουστινιανή.
Μα και προηγουμένως, για κατοχύρωση του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας μας, το οποίο είχε αναγνωριστεί από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, έναντι των βλέψεων της Αντιοχείας, προς την Κωνσταντινούπολη απευθυνθήκαμε. Κι ο αυτοκράτωρ Ζήνων κατεκόσμησε την Εκκλησία μας «βασιλείοις δωρήμασιν», εμπιστευθείς στον αρχιεπίσκοπο Ανθέμιο τα σύμβολα της αυτοκρατορίας. Αυτά τα σύμβολα, Παναγιώτατε, τα κρατήσαμε μέσα στους φοβερούς αιώνες της σκλαβιάς και σαν σε μιαν ιερή λιτανεία τα φέραμε σήμερα και εδώ, απ’ όπου τα πήραμε.
Μα και στο πρόσφατο παρελθόν στην πρωτόθρονη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως απευθυνθήκαμε, πολλάκις, για λύση πολλών προβλημάτων μας. Στα μέσα του περασμένου αιώνα, δύο φορές το Οικουμενικό Πατριαρχείο μάς συνέδραμε με την αποστολή ιεραρχών προκειμένου να συμπληρωθεί η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου και να χωρήσει στην εκλογή Αρχιεπισκόπων και Μητροπολιτών. Και το 2006, υπό τη δική σας προεδρία και μετά από δική σας πρόσκληση, Παναγιώτατε, συνεκλήθη στη Γενεύη μείζων Σύνοδος η οποία απάλλαξε, τιμητικώς, των καθηκόντων του, λόγω ασθενείας, τον τότε Αρχιεπίσκοπο Κύπρου και βοήθησε ώστε να γίνει η εκλογή του νέου Προκαθημένου της Εκκλησίας.
Είναι γι’ αυτό τον λόγο που, παρόλο ότι έχουμε το Αυτοκέφαλό μας από Οικουμενικές Συνόδους, αναφερόμαστε ευγνωμόνως προς την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία ως την μητέρα Εκκλησία.
Γενικώς, κοινή υπήρξεν η πορεία των δύο Εκκλησιών μας. Κοινές οι χαρές, κοινές οι λύπες, κοινές οι συμφορές. Και σήμερα κοινά είναι τα συναισθήματά μας, κοινές οι συγκινήσεις μας, κοινοί και οι φόβοι μας. Όπως και η ενταύθα Μεγάλη Εκκλησία, έτσι και η Κυπριακή Εκκλησία μπορεί να λέει με εγκαύχηση ότι «ἀναπληροῑ τά παθήματα τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί αὐτῆς». Σε αιώνες σκληρής δουλείας αυτή ανεδείχθη η κιβωτός της σωτηρίας για τον λαό μας. Στη θαλπωρή των πτερύγων της βρήκαν, όπως και εδώ, καταφύγιο και παραμυθία τα τέκνα της δουλωθείσης πατρίδος. Και σήμερα, που σε ένα μεγάλο τμήμα της εξαπελύθησαν οι πληγές της Αποκαλύψεως δεν είναι αυτή που αποσμήχει τα δάκρυα των οδυνωμένων και αναπτερώνει τις ελπίδες των απηλπισμένων; Στην ηθική της δύναμης, αυτή αντιτάσσει την ηθική της δικαιοσύνης και ανέρχεται τον Γολγοθά, προσβλέπουσα πάντοτε στην ανάσταση.
Στον ακατάπαυστο αυτό αγώνα της παντός είδους επιβίωσής μας στην πατρική γη, θεωρούμε ευλογία μοναδική την επίσκεψή μας σήμερα, Κυριακή της Ορθοδοξίας, ημέραν χαρμόσυνον και κατά πάντα εόρτιον, στο Κέντρο της Ορθοδοξίας. Σήμερα που εορτάζουμε τη νίκη της Εκκλησίας εναντίον όλων των αιρέσεων, η μνήμη μας ανατρέχει στις Οικουμενικές Συνόδους που συνήλθαν, Παναγιώτατε, όλες σε χώρους της άμεσης δικαιοδοσίας σας. Η συνάντησή μας, σήμερα, μαζί σας, τη σεπτή κορυφή της Ορθοδοξίας, ενδυναμώνει το αίσθημα της ενότητας, διεγείρει τον ζήλο για την κοινή αντίκρυση των αναφυομένων προβλημάτων, δίνει ώθηση για τη διάνοιξη νέων διαύλων επικοινωνίας της Εκκλησίας με το πλήρωμά της».
Στη συνέχεια ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου αναφέρθηκε στην μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο.
«Στην πολυπρισματική και πολυφωνική εποχή μας, ποικιλώνυμες θεωρίες, ρεύματα και συστήματα διεκδικούν επιβολή και κυριαρχία πάνω στον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Έχει, δυστυχώς, παρέλθει ανεπιστρεπτί η εποχή των όσων εδράζονταν στη σεβάσμια και πολύχρονη παράδοση της Ορθόδοξης πίστης μας. Σήμερα πολλά αμφισβητούνται, μεταβάλλονται, συσχηματίζονται με τον αιώνα του κόσμου τούτου, αλλοτριώνουν το φρόνημα, εκκοσμικεύουν τη σκέψη.
Ο σύγχρονος άνθρωπος πίστεψε ότι αφού απέκτησε γνώσεις και Τεχνολογία, αφού «λαλεῖ ταῖς γλώσσαις τῶν ανθρώπων», αφού έχει τη δύναμη και την Τεχνολογία ώστε ακόμα και «ὄρη μεθιστάνειν», δεν χρειάζεται τον Θεό. Ξεχνά ότι αυτά μόνα τους τρέφουν την αλαζονεία και τον καταντούν «χαλκόν ἠχοῦντα καί κύμβαλον ἀλαλάζον».
Σε έναν τέτοιο κόσμο, αλλοτριωμένο και παραπαίοντα, η Ιστορία εναποθέτει και πάλιν ένα μοναδικό ρόλο στους ώμους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η αναγέννηση της κοινωνίας δεν συντελείται με τα πάσης φύσεως ξενόφερτα υποπροϊόντα, αλλά με την αληθινή θεολογία, την πατερική παράδοση και διδασκαλία.
Και φυσικά ο λόγος που θα εκφέρουμε ως Ορθόδοξη Εκκλησία, θα πρέπει να αγγίζει τους ανθρώπους της εποχής μας και να δίνει απαντήσεις στα καινούργια, σύνθετα και πιεστικά προβλήματα που έχουν ανακύψει. Λόγος αναχρονιστικός γίνεται αναπόφευκτα και αναξιόπιστος. Το ζωντάνεμα της χριστιανικής μαρτυρίας και η αναστήλωση της αξιοπιστίας του εκκλησιαστικού λόγου αποτελεί το πλέον επιτακτικό αίτημα του καιρού μας. Αν αυτό δεν επιτευχθεί, δεν θα κατορθώσουμε να λειτουργήσουμε ως άλας της γης και ως φως του κόσμου.
Ενεργώντας ως άλας της γης και ως φως του κόσμου καλούμεθα να αναμετρηθούμε πνευματικά με τα φαινόμενα της εποχής μας, όπως είναι η παγκοσμιοποίηση, ο εθνοφυλετισμός, η κακή χρήση των θεαματικών επιτευγμάτων της Τεχνολογίας. Έναντι αυτών, τα οποία οδηγούν στην απομονωτική, ατομική ή εθνική εσωστρέφεια και στην ψευδαίσθηση της πνευματικής αυτάρκειας, καλούμαστε να προβάλουμε την οικουμενική αντίληψη για τον κόσμο και την εν Χριστώ ενότητα της ανθρωπότητας.
Σ’ αυτή την λανθασμένη αντίληψη των πραγμάτων οφείλεται, κατά τη γνώμη μας, και η παρατηρούμενη σήμερα θλιβερή κατάσταση στους κόλπους της Ορθοδοξίας. Κάποιοι αισθάνθηκαν κραταιοί και αυτάρκεις. Και θέλησαν να διασπάσουν τον άρραφο χιτώνα του Κυρίου, διαγράφοντας από τα δίπτυχα άλλους, τους αδελφούς τους. Ο θεωρών τον εαυτό του αυτάρκη, βιώνει μια φανταστική πληρότητα, μια φανταστική παντοδυναμία. Αυτή η αυτάρκεια, όμως, είναι αφέλεια και φρεναπάτη. Τέλειο ψυχογράφημα του αυτάρκους μας προβάλλει η Αποκάλυψη στο πρόσωπο του Αγγέλου της εν Λαοδικεία Εκκλησίας: «λέγεις ότι πλούσιός ειμι και πεπλούτηκα και ουδενός χρείαν έχω, και ουκ οίδας ότι συ ει ο ταλαίπωρος και ο ελεεινός και πτωχός και τυφλός και γυμνός» (Απ. 3, 17-18).
Γι’ αυτό και κατά την Ιεράν αυτή στιγμή και από τον Ιερότατο αυτό χώρο, κάνουμε έκκληση, εμείς, ο χρονικά τελευταίος στο αξίωμα του προκαθημένου των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, εν ονόματι της κοινής μας πίστης, να παύσουν τα σχίσματα και η παραβίαση των κανόνων και των θεσμίων που διέπουν τις σχέσεις των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Τα κριτήρια στην Ορθοδοξία ουδέποτε υπήρξαν ποσοτικά. Ας σκεφτούν κάποιοι την πείραν άλλων στην Χριστιανική ζωή και τη χρονική είσοδο των ιδίων στην Εκκλησία. Κι ας παύσουν να κινούν «τήν πτέρναν κατά τοῦ Εὐεργέτου». Μέσα σε έναν κόσμο αλλοθρήσκων και αλλοδόξων αλλά και με αυξανόμενο τον αγνωστικισμό και την αθεΐα, έχουμε χρέος να κρατήσουμε ενωμένη την Ορθοδοξίας μας, γιατί έτσι μόνο θα μπορέσουμε να υπηρετήσουμε καλύτερα και τους πιστούς μας και ολόκληρη την ανθρωπότητα».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ευχαρίστησε και πάλι τον Παναγιώτατο για τη δυνατότητα που έδωσε στον ίδιο και τους συνοδούς του να συνεορτάσουν την ημέρα της Ορθοδοξίας στην ένδοξη κοιτίδα της.
«Με αυτές τις σκέψεις και διαθέσεις, Παναγιώτατε, τόσον η τιμία συνοδεία μου όσο και εγώ σας ευχαριστούμε και πάλι για τη δυνατότητα που μας δίνετε να εορτάζουμε την ημέρα της Ορθοδοξίας στην ένδοξη κοιτίδα της και να ψηλαφούμε την Ιστορία και τις ταλαιπωρίες του Γένους μας πάνω στα ίδια τα αποτυπώματά τους. Ως προς εμέ, με τον βαρύ σταυρό του καθήκοντος επί των ώμων, θα βαδίσω στη νέα οδό της αποστολής μου, πιστεύοντας στη συναρωγή του Θεού και στη δική σας συναντίληψη. Η φωνή της συνείδησής μου με ωθεί στο να αναλώσω τη ζωή μου για την ιδιαίτερή μου πατρίδα και την Εκκλησία της αλλά και για σύμπασα την Ορθοδοξία.
Μεταφέρουμε, Παναγιώτατε, την υική αγάπη και τον σεβασμό της Ιεράς Συνόδου, του κλήρου και ολόκληρου του Κυπριακού λαού, ο οποίος εκτίμησε ιδιαίτερα την επίσκεψή σας στη νήσο για την κηδεία του πολύκλαυστου Προκατόχου μας Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄. Παρακαλούμε τον Θεό να σας χαρίζει σταθεράν υγεία και ακμή δυνάμεων, στη δε Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως κάθε ευλογία επ’ αγαθώ της όλης Ορθοδοξίας».
Φωτό: Νίκος Παπαχρήστου / Οικουμενικό Πατριαρχείο