13.3 C
Athens
Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου, 2024

Η Αντιόχεια δεν υπάρχει αλλά θα υπάρξει

Κείμενο – φωτογραφίες: Ρέα Ξενιάδου Πουρνάρα

Αξιώθηκα πριν μερικά χρόνια να επισκεφθώ την Αντιόχεια και να ζήσω τον πλούτο των πολιτισμών που συνέθεταν τον ιστό των ανθρώπων της. Δέος!

Το οφείλω σ’ ένα βρεταννό συγγραφέα, τον Ουίλιαμ Νταλρίμπλ, και στο «Ταξίδι στην Σκιά του Βυζαντίου» του. Όσοι το διαβάσατε θα συνοδοιπορήσατε μαζί του στα χνάρια  δύο μοναχών, του Ιωάννου Μόσχου και του μαθητού του Σωφρονίου μετέπειτα Πατριάρχου Ιεροσολύμων, στα έσχατα της τρανής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το 587! Για να συλλέξουν την σοφία των πατέρων της ερήμου, των σοφών και των μυστών της Ανατολής, προτού καταρρεύσει ο εύθραυστος κόσμος τους.

Και θα συνοδοιπορήσατε με οδηγό το Λειμωνάριο του Μόσχου, έργο μεγάλης σημασίας της βυζαντινής γραμματείας και κειμήλιο της Μονής Ιβήρων, που καταγράφει τον χριστιανισμό που γνώρισε αλλά και που ήξερε ο Μόσχος. Οι ερημίτες που ζήτησαν τα υψηλά και οι απλοί που έζησαν την καθημερινότητα τόσους αιώνες καθυποτάχθηκαν και υποδουλώθηκαν στο πέρασμα των αιώνων. Η φθίνουσα πορεία συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς στις μέρες μας. Μια διαδικασία που συνεχίστηκε μέσα στον χρόνο για μιάμιση σχεδόν χιλιετία. Ο Μόσχος είδε την αρχή της και εμείς μαζί με τον Ντάλριμπλ ίσως την αρχή του τέλους της. 

Ένα ταξίδι λοιπόν στο νοτιότερο σημείο της σημερινής Τουρκίας, ένα συναπάντημα  αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με την αρχή της Χριστιανοσύνης, ένας τόπος ιερός και άγιος στο διάβα των αιώνων. Μια ειρηνική συνύπαρξη σήμερα μουσουλμάνων, αλεβιτών και σουνιτών, χριστιανών ορθοδόξων, λίγων Αρμεναίων και ακόμη λιγότερων Εβραίων.

Αυτή η σπουδαία Αντιόχεια, η τρίτη μεγαλούπολη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που ιδρύθηκε περίπου το 300 π.Χ, από τον στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου Σέλευκο Α΄τον Νικάτορα, και πήρε το όνομα της προς τιμήν και εις μνήμην του πατέρα του Αντιόχου. Αυτή η πόλη που έγινε το λίκνο του ελληνικού πολιτισμού στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, εδώ που αναπτύχθηκαν  γράμματα,  επιστήμες, και φιλοσοφικά ρεύματα. Εδώ που συνέρρεαν Έλληνες, Σύροι, Ιουδαίοι, και διαμόρφωσαν ένα πολυπολιτισμικό κέντρο γραμμάτων, τέχνης και εμπορίου της ελληνιστικής, ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου.

Και φυσικά αυτή η πόλη που έσμιξε με την Χριστιανοσύνη, αφού εδώ κήρυξαν τον λόγο του Θεού, ο Απόστολος Πέτρος και ο Απόστολος Παύλος, κι εδώ ονομάστηκαν για πρώτη φορά Χριστιανοί οι μαθητές του Χριστού. Εδώ ο Άγιος Πέτρος έκτισε την πρώτη εκκλησία. Εδώ ακόμη γεννήθηκε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο χρυσορρήμων εκ των τριών φωστήρων ιεραρχών, και Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, κι εδώ ασκήτευσαν οι στυλίτες, οι ερημίτες που περνούσαν όλοι τους την ζωή πάνω σ’ ένα στύλο. Οι δρόμοι ανάμεσα στην Αντιόχεια και τις ακτές της Σελεύκειας ήταν ασφυκτικά γεμάτοι από προσκυνητές και πιστούς που έρχονταν απ’ όλα τα μέρη της Μεσογείου να δουν τον Άγιο Συμεών τον Στυλίτη, και τους άλλους που κατοικούσαν στους στύλους στις κορυφές της Αντιόχειας.

Στα χνάρια αυτού του ένδοξου παρελθόντος, βρέθηκα να θαυμάζω τα σημαντικά εκθέματα στο Μουσείο της Αντιόχειας: τα πάμπολλα ειδώλια, τους λαξευτούς τάφους, την συλλογή των ψηφιδωτών δαπέδων των κατοικιών της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου, που θεωρείται η μεγαλύτερη στον κόσμο, με παραστάσεις από την ελληνική μυθολογία και ελληνικές επιγραφές. Μετά ρίγησα στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου, επίσης μουσείο, στην οποία γίνεται με ειδική άδεια λειτουργία από εκπροσώπους όλων των χριστιανικών δογμάτων στις 29 Ιουνίου.

Αυτό όμως που υπήρχε ήταν οι άνθρωποι που ζούνε ακόμη εκεί ριζωμένοι στις παραδόσεις τους και μαρτυρούν την αδιάκοπη αγάπη τους στον Χριστό. Είναι οι Αντιοχείς, οι ντόπιοι, οι πιο παλιοί.

«Να έρθετε με την οικογένεια σου από το Σάββατο του Λαζάρου, να ζήσετε το Πάσχα εδώ, εάν ζήσεις εδώ το πάθος και την ανάσταση  θα μείνει η καρδιά σου εδώ…» με είχε πει ο αμπούνα Δημήτρης, ο εφημέριος της κεντρικής εκκλησίας των Αγίων Πέτρου και Παύλου της Αντιόχειας (Aziz Petros ve Pavlos Rum Ortodoks Kilisesi).

« Είμαστε περίπου 1.000 χριστιανοί ορθόδοξοι στην Αντιόχεια, και 12.000 στην γύρω περιοχή. Η καμπάνα μας χτυπάει κάθε μέρα στις 8.30 το πρωί και στις 5 το απόγευμα, στον όρθρο και στον εσπερινό. Ζούμε εδώ από τότε που ονομαστήκαμε Χριστιανοί, από την εποχή των κορυφαίων Αποστόλων. Λόγω δυσχερών συνθηκών το Πατριαρχείο μας έχει μεταφερθεί στη Δαμασκό της Συρίας, τον 14ο  αιώνα, ζούμε όμως όλοι μας εδώ τώρα, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, με βαθειά αλληλοεκτίμηση μεταξύ μας. Ο ναός μας χτίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα ξύλινος, η τωρινή του όμως μεγαλόπρεπη πέτρινη και βυζαντινή μορφή  χρονολογείται από το 1872. Οι 10 μεγάλες κολόνες που στηρίζουν τον τρίκλιτο ναό συμβολίζουν τις 10 εντολές του Μωϋσή. Το 80% των ιερέων και αρχιερέων μας είναι απόφοιτοι της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, και τώρα, τόσα χρόνια που παραμένει κλειστή, οι περισσότεροι κληρικοί μας εκπαιδεύονται στην Θεολογική Σχολή του Λιβάνου. Η εκκλησία μας λειτουργεί ανελλιπώς κάθε Κυριακή και φυσικά σε όλες τις μεγάλες γιορτές μας, στην αραβική και τουρκική γλώσσα, και λίγες προσευχές λέγονται ακόμη στα ελληνικά.»(1) μάς ανέφερε ο επίτροπος του ναού στην πρώτη ξενάγηση μας στο κέντρο της Αντιόχειας.

Και ήρθε αυτή η ώρα η κακιά, και κουνήθηκε ο τόπος συθέμελα και χάθηκε η Αντιόχεια. Κυριολεκτώντας. Και έχασαν οι οικογένειες παιδιά, συγγενείς, φίλους, κι έχασαν τα παιδιά μανάδες, παππούδες, θείες, θείους. Κι έχασαν οι μουσουλμάνοι τους χριστιανούς τους κι οι χριστιανοί τους μουσουλμάνους τους. Και δεν έμαθε κανείς τίποτα… Η βοήθεια άργησε πολύ στην Αντιόχεια και στην γειτονική Αλεξανδρέττα λίγο βορειότερα. Κανείς τις πρώτες 30-40 ώρες από τα ξημερώματα της Δευτέρας 6ης Φεβρουαρίου. Ούτε από εντός ούτε από εκτός Τουρκίας. Μόνο οι Αντιοχείς κινητοποιήθηκαν άμεσα με καμπάνιες στήριξης από το πρώτο λεπτό.

Βαθειά τεθλιμμένος ο αμπούνα Δημήτρης με είπε την δεύτερη μέρα του σεισμού: «Δεν υπάρχει τίποτε, δεν μπορούμε να σκεφθούμε το μέγεθος της απώλειας, χάσαμε δύο στην οικογένεια, ήρθαμε στους συγγενείς μας στην Μερσίνα για να σκεφθούμε!».

Εξ ίσου οδυνηρά ήταν χθες και τα λόγια ενός άλλου ιερέως, του π. Ιωάννη, επίσης Αντιοχέως από το κλίμα της Εκκλησίας της Ελλάδος, που με είπε: «Η πόλη μας δεν υπάρχει πια, το λίκνο της Εκκλησίας, η Καθέδρα της Εκκλησίας όπως την αποκαλεί ο Χρυσόστομος, δεν υπάρχει, χάθηκε. Οι καμπάνες δεν χτυπούν, ούτε πένθιμα, αφού δεν έμεινε ούτε μία να χτυπήσει. Ούτε στα χωριά. Οι κηδείες ανά πέντε, στην μοναδική εκκλησία που έμεινε στην Αλεξανδρέττα, στον Άγιο Γεώργιο του κοιμητηρίου.

Όταν έπεσε η Αντιόχεια τον 6ο αιώνα από ένα παρόμοιο σεισμό, ο Αυτοκράτορας Ιουστίνος έκλαψε και έβγαλε το στέμμα του γονατιστός στην εκκλησία με τον πορφυρό μανδύα του να προσεύχεται για την Αντιόχεια και τους κατοίκους της. Σήμερα καμμιά εκκλησία δεν χτύπησε πένθιμα τις καμπάνες της για την Αντιόχεια ούτε έγινε αναφορά από τις πολιτικές  αρχές ή τις εκκλησιαστικές.

Εμείς την Αντιόχεια θα την κτίσουμε και οι καμπάνες μας θα ξαναχτυπούν. Και ο Άγιος Πέτρος θα δεσπόζει όπως πάντα στην Μεγάλη Αντιόχεια…»

Το άστυ χάθηκε, ο σπόρος όμως όχι. Και ο ιστός του πλούτου της Αντιόχειας θα υφανθεί και πάλι με τον μόχθο των ανθρώπων της, χριστιανών και μη, με την αταλάντευτη θέληση και την προσήλωση στο καθήκον των γηγενών της και των παρεπιδημούντων της. Είναι η μόνη αλήθεια που πρέπει όλοι οι της καλής θελήσεως να πιάσουν από την ρίζα για να ευδοκιμήσει με το πλήρωμα του χρόνου.

Ρέα Ξενιάδου Πουρνάρα

Πόλις, 11 Φεβρουαρίου 2023

(1) Από το άρθρο ΡΠ «Αντιόχεια η Μεγάλη» στην εφημερίδα Ανατολή, Νοέμβριος 2018.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ