π. Ιωάννης Χρυσαυγής
Η διαδικασία εκλογής επισκόπων με το πέρασμα των αιώνων έχει αλλάξει και εξελιχθεί σημαντικά. Ενα χαρακτηριστικό αυτής της αλλαγής έχει να κάνει με την κατάργηση της συμμετοχής των λαϊκών στην ανάδειξη του επισκόπου τους.
Η αναμενόμενη εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου για την αρχαία Εκκλησία της Κύπρου, η οποία διατηρεί και την αρχαία παράδοση της συμμετοχής λαϊκών, αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να προβληματιστούμε για τον ρόλο των λαϊκών στην επιλογή υποψηφίων προς χειροτονία γενικά και ειδικότερα για την εκλογή τους στον ανώτατο βαθμό της ιεροσύνης.
Hδη στην Κύπρο οι μητροπολίτες και επίσκοποι, εκείνοι που διεκδικούν τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, έχουν εκδηλώσει δημοσίως τις τελευταίες ημέρες την πρόθεσή τους να είναι υποψήφιοι. Η εκλογική διαδικασία που θα εξελιχθεί τις επόμενες εβδομάδες γίνεται με βάση τον ισχύοντα καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου. Προβλέπει τη συμμετοχή όλων των βαπτισμένων ορθοδόξων κατοίκων της Κύπρου στην ψηφοφορία μεταξύ των υποψηφίων για την κατάρτιση του τριπροσώπου. Τα ονόματα των τριών πλειοψηφούντων θα υποβληθούν στην Ιερά Σύνοδο, η οποία στη συνέχεια θα εκλέξει από αυτούς τον νέο πρόεδρό της.
Στο μεταξύ, ήδη έχει ξεκινήσει μια πλήρης «προεκλογική» εκστρατεία κατά τα πρότυπα των πολιτικών εκλογών, με διάφορες δημοσκοπήσεις και παρασκηνιακές συνδιαλλαγές, έντονη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ενώ δεν θα λείψουν βεβαίως και οι «θεωρίες συνωμοσίας», οι εκτοξεύσεις κατηγοριών για «κλεμμένες» ψήφους, μέχρι και οι υποψίες για «στημένες» εκλογές. Με άλλα λόγια εκτυλίσσεται ένας προεκλογικός αγώνας που διαθέτει όλες τις πιθανές παγίδες που χαρακτηρίζουν τις πολιτικές εκστρατείες, με τη μόνη διαφορά ότι εδώ οι πρωταγωνιστές είναι εκκλησιαστικοί άνδρες.
Η Εκκλησία της Κύπρου είναι η μόνη και τελευταία από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες που διατηρεί την αποστολική πρακτική της εκλογής επισκόπων και με λαϊκή ψήφο και συνοδική επικύρωση. Οι υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν –βολικά και αυτάρεσκα– υιοθετήσει ή διαμορφώσει ένα σύστημα εκλογής στον ανώτατο βαθμό ιεροσύνης κεκλεισμένων των θυρών. Eτσι, οι άλλες Εκκλησίες είναι βέβαιο ότι δεν θα υπεισέλθουν στην εκλογική διαδικασία της Εκκλησίας που ίδρυσε ο Απόστολος Βαρνάβας, ασφαλώς στο όνομα της αποχής από κάθε παρέμβαση στα εσωτερικά μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Προσωπικά όμως αναρωτιέμαι αν η σιωπή αυτή υποδηλώνει ουσιαστικά κάποια δόση αμηχανίας αλλά και αποστροφής απέναντι στο ενδεχόμενο της μετατροπής μιας «δημόσιας» ή «δημοκρατικής» διαδικασίας, όπως θα έπρεπε να είναι η εκλογή ενός Αρχιεπισκόπου, σε μια «ιδιωτική» ή «πνευματική» υπόθεση.
Iσως χρειάζεται να αναφερθεί ότι στη συζήτηση για τη συμμετοχή λαϊκών ή ειδικών συμβούλων στις συνοδικές συνεδριάσεις που καθορίζουν την εκκλησιαστική θέση ή την κατεύθυνση έναντι σύγχρονων κοινωνικών ζητημάτων και προκλήσεων, οι επίσκοποί μας συνήθως διαμαρτύρονται ισχυριζόμενοι ότι κάτι τέτοιο θα μετέτρεπε την ιεραρχία σε έναν δημοκρατικό θεσμό ή θα οδηγούσε στον εκπροτεσταντισμό της Εκκλησίας. Αποτιμώντας μάλιστα τα οφέλη σε σχέση προς τις ζημίες από τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην εκλογή ενός νέου Αρχιεπισκόπου, τόσο οι επίσκοποι όσο και μερικοί λαϊκοί θεολόγοι είναι επιρρεπείς στο να εκφράσουν τη δυσπιστία τους για τα αποτελέσματα.
Ωστόσο, αναλογιζόμενοι την ισχύουσα διαδικασία εκλογής, δεν θα έπρεπε να μας προβληματίζει το γεγονός ότι η «δημοκρατία» υποτιμάται ή ακυρώνεται με σκοπό την προστασία της «ιεραρχίας»; Μήπως πρέπει να ανησυχούμε που η «Εκκλησία» τείνει να θέτει εαυτήν υπεράνω και απέναντι στον «κόσμο»; Μήπως πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί για τη σύνοδο εκείνη που εκδηλώνει μειωμένη εμπιστοσύνη απέναντι στην κοινωνία; «Ο κόσμος δεν επιλέγει πάντα τον καλύτερο υποψήφιο», μου λένε. Και τότε πώς μπορεί ένα «μυστικό» κονκλάβιο που συνεδριάζει πίσω από κλειστές πόρτες να «επιλέγει πάντα τον καλύτερο υποψήφιο»; Τι ακριβώς φοβόμαστε όταν πρόκειται για τον δήμο, τη δημοκρατία ή τη δημόσια σφαίρα; Εντέλει, τι νόημα έχει οι λαϊκοί να αναφωνούν «Αξιος!» στο τέλος μιας χειροτονίας αν δεν γνωρίζουν τίποτα για τον νέο επίσκοπο; Βέβαια «το πνεύμα όπου θέλει πνει» (Ιωάν. 3.8), ακόμη και «και των θυρών κεκλεισμένων … διά τον φόβον» (Ιωάν. 20.19). Εμείς όμως έχουμε ανάγκη από ανοικτές πόρτες και διαφάνεια.
Αντί η συμμετοχή των λαϊκών στην εκλογή επισκόπων να εκλαμβάνεται ως ανταγωνιστική, θα ήταν ίσως σκόπιμο και χρήσιμο η εκλογική διαδικασία να ενταχθεί στο πλαίσιο της κοινωνίας. Ας μη λησμονούμε ότι εκτός από τη μυστηριακή υπάρχει και η ευχαριστιακή διάσταση στην εκλογή ενός επισκόπου ή αρχιεπισκόπου. Οπως ακριβώς δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει η Λειτουργία (που ετυμολογικά και κυριολεκτικά σημαίνει «έργο του λαού») ως έργο αποκλειστικά και μόνο του κλήρου χωρίς την παρουσία και συμμετοχή του ποιμνίου, έτσι και η εκλογή επισκόπου ή στην προκειμένη περίπτωση Αρχιεπισκόπου περιλαμβάνει και ενσωματώνει τα δύο βασικά συστατικά από τα οποία συγκροτείται η Εκκλησία –δηλαδή, τον κλήρο και τον λαό– σε ζωντανό οργανισμό με σώμα και ψυχή. Δεν μπορεί να υπάρξει θεία ευχαριστία χωρίς την παρουσία λαϊκών. Και δεν θα έπρεπε να υπάρχει επισκοπική εκλογή χωρίς τη συμμετοχή λαϊκών.
Περιττό να πούμε, ωστόσο, ότι το γενικότερο ζήτημα της διαφάνειας αποτελεί μόνιμο πρόβλημα για την Εκκλησία. Οχι επειδή η ιεραρχία δεν κατανοεί επαρκώς τη σημασία της στη σύγχρονη εποχή, αλλά ακριβώς επειδή αναγνωρίζει πλήρως τη βαρύτητα και τις προεκτάσεις της για έναν πατριαρχικό θεσμό, που πολλές φορές λειτουργεί σαν ένα μεσαιωνικό σύστημα στον σύγχρονο κόσμο. Γι’ αυτό σε κάθε τέτοια περίπτωση επιστρατεύεται το ισχυρό άλλοθι της παράδοσης ενάντια σε όποιον και ό,τι θα τολμήσει να αμφισβητήσει την καθιερωμένη πρακτική. Τότε είναι που εκείνοι που έχουν την εξουσία διατυπώνουν αμφιβολίες αδιακρίτως για «φιλελευθερισμό», «νεωτερικότητα» και «εκκοσμίκευση».
Αυτό που προσωπικά με εκπλήσσει ιδιαίτερα στην εκλογική διαδικασία που εκτυλίσσεται στην Κύπρο αυτό το διάστημα είναι ο άμεσος και απερίφραστος τρόπος με τον οποίον οι υποψήφιοι προβάλλουν χωρίς αναστολές και ενδοιασμούς τα προσόντα τους ή διαμορφώνουν με ειλικρίνεια και ευτολμία τις προτάσεις τους.
Φαίνεται, βεβαίως, μάλλον περίεργο και ασυνήθιστο για ένα θεσμό όπως η Εκκλησία, που έχει συνηθίσει, επικαλούμενη λόγους προστασίας, να κλείνεται στην απομόνωση και τη μυστικότητα. Αυτό όμως συνεπάγεται, άραγε, ότι είναι λάθος μια διαδικασία που συμπεριλαμβάνει τη συμμετοχή των λαϊκών; Θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί μια τέτοια διαδικασία ως ένα εφαρμόσιμο μοντέλο προς μίμηση εάν μπορούσαν να θεσπιστούν βασικοί σχετικοί κανόνες; Δεν είναι πιο ιδιοτελές, επισφαλές και υποκριτικό να επιλέγουμε και να προωθούμε μονάχα «τους ημετέρους» χωρίς συνεννόηση ή συνεργασία με «τους υπολοίπους» –αυτό που άλλωστε με τεχνικούς όρους ονομάζεται «πλήρωμα»– της Εκκλησίας;
Εκφράζοντας την ταπεινή μου γνώμη θα έλεγα ότι μάλλον θεωρώ πιο έντιμο και πιο αμερόληπτο για τους υποψηφίους προς εκλογή –γενικά στην περίπτωση των επισκόπων ή των μητροπολιτών, αλλά σίγουρα στην περίπτωση των Αρχιεπισκόπων ή των Πατριαρχών– να υποβάλλονται σε δημόσια εξέταση ή ακόμη και σε προσωπικό έλεγχο. Δεν θα ήταν άραγε ωφέλιμο για όλους να αποκτήσουν μια εικόνα για τις απόψεις των υποψηφίων για μια τόσο σημαντική θέση γύρω από θεμελιώδη ζητήματα, όπως ο ρόλος της Εκκλησίας στην κοινωνία, η επιστήμη και η τεχνολογία, ο πόλεμος και η βία, η πολιτική και η οικονομία; Μια τέτοια διαδικασία θα προφύλασσε την ίδια την Εκκλησία από παθογένειες που ενδεχομένως εμφανίζονταν κατόπιν εκλογής προκαλώντας μεγαλύτερο κακό σε αυτήν. Και πάλι οι βασικοί κανόνες και οι τελικές αποφάσεις θα ήταν υπόθεση αποκλειστικά και μόνο των επισκόπων, χωρίς, ωστόσο, ο ρόλος των λαϊκών να αποκλείεται προκλητικά. Η κάθε Εκκλησία μπορεί μάλιστα να αναλάβει πρωτοβουλία να επαναφέρει τη συμμετοχή των λαϊκών στην εκλογική διαδικασία, σύμφωνα με τη δική της ιδιοπροσωπία και παράδοση.
Και στην πορεία ίσως η αναφώνηση «Αξιος!» γίνει ξανά η σφραγίδα της επιδοκιμασίας, όπως άλλωστε ξεκίνησε, αντί για μια απλή εκδήλωση προσωπολατρίας, όπως έχει καταντήσει. Ξέρω ότι κάτι τέτοιο είναι μάλλον ένα όνειρο απατηλό. Ομως τίποτε δεν μας εμποδίζει από το να θέσουμε σε λειτουργία τη φαντασία μας για μερικές ημέρες. Σίγουρα πάντως θα ήταν μια καλύτερη και καταλληλότερη διαδικασία από το να περιμένει κανείς μοιρολατρικά να βγει κάποια «ομόφωνη εκλογή» σαν άσπρος καπνός από καρικατούρες βατικάνειων καμινάδων!
* Ο πατήρ Ιωάννης Χρυσαυγής, αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Θρόνου και κληρικός της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής, είναι απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.