Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
«Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα», λέει ο ποιητής.
Ο π. Μιχαήλ Καρδαμάκης πέρασε από τον μάταιο τούτο κόσμο έχοντας δώσει μαρτυρία ομορφιάς!
Το βιβλίο για την Παναγία, που παρουσιάζεται σήμερα – και αξίζουν συγχαρητήρια στις εκδόσεις «Ακρίτας» για την επανέκδοση – είναι ένα εγκόλπιο Ορθόδοξης ζωής: Για τον λαό του Θεού, για τους ποιμένες, για τους μοναχούς, για τις γυναίκες, για τις μητέρες, για τους δασκάλους, για τους ιατρούς, για τους πολιτικούς, για τους Έλληνες, για την πορεία της Εκκλησίας στον κόσμο.
Ο λόγος του π. Μιχαήλ είναι λόγος αρρενωπός, στιβαρός, αληθινά ωραίος! Δεν έχει σχέση με λόγους που σήμερα ευδοκιμούν – δυστυχώς – στον εκκλησιαστικό χώρο: λόγους έξαλλους, λαϊκιστικούς, λιγωτικά συναισθηματικούς, α-νόητα ψυχολογικούς, κατ’ επίφασιν προοδευτικούς, ανέξοδα «ερωτικούς», λόγους που εν τέλει έχουν ως σκοπό την χειραγώγηση και όχι την εν Χριστώ ελευθερία.
Το βιβλίο του π. Μιχαήλ για την Παναγία είναι μια μαθητεία στην ομορφιά, στο απόθετον κάλλος, αλλά και μια πρόκληση για άσκηση στην ελευθερία και την αγάπη, δηλαδή στα βαρύτερα του νόμου.
Κάθε κεφάλαιο θα μπορούσε να αποτελεί υπόθεση βιβλίου. Αλλά ο π. Μιχαήλ μας δίνει συμπυκνωμένη την σοφία του. Κι απ’ αυτήν επιτρέψτε μου να σταθώ σε ενδεικτικά του προφητικού του λόγου σημεία. Στον π. Μιχαήλ αυτό που ονομάζουμε «προφητικός λόγος» συνίσταται πρωτίστως στην μάχαιρα του πνεύματος, δηλαδή στην «αυτοκριτική», ας το πούμε, έτσι της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία δεν πρέπει να πέφτει στον πειρασμό του προπατορικού αμαρτήματος, ήτοι στην μετάθεση ευθυνών, αλλά να αίρει τον σταυρό της, βοώντας μυστικά το «Ευλογημένος ο ερχόμενος».
Επομένως, δεν μπορεί να αναπτύσσει μια ρητορική του στυλ: φταίνε οι άθεοι πολιτικοί, οι αγνωστικιστές επιστήμονες, τα όποια εγκόσμια συστήματα κ.ο.κ.
Ο π. Μιχαήλ στοιχείται στον Παύλο: «ως περικαθάρματα του κόσμου εγενήθημεν» και στην προς Διόγνητον Επιστολή που λέει για τους χριστιανούς: «Πατρίδα έχουν κι αυτοί ένα ορισμένο τόπο, αλλά ως πάροικοι. Μετέχουν σε όλα ως πολίται και όλα τα υπομένουν ως ξένοι. Κάθε ξένος τόπος είναι πατρίδα τους και κάθε πατρίδα τους ξένος τόπος. Στη γη περνούν τις μέρες τους, αλλά στον ουρανό πολιτεύονται. Υπακούουν στους νόμους του κράτους, αλλά με τη ζωή τους νικούν τους νόμους».
«Εκείνο που απαιτείται», γράφει ο π. Μιχαήλ για τους ποιμένες, «είναι η επίγνωση των πολλών ασθενειών μας ή των εγκληματικών λαθών μας, στην άσκηση της ταπεινόφρονος και ποιμαίνουσας ιερωσύνης μας». Μακριά από τον π. Μιχαήλ η ζητωορθοδοξία, μακριά οι ιαχές περί πιστού λαού, οι κολακείες του πληρώματος, οι ανέξοδες ρητορείες για την καθαρότητα της πίστης. «Το μοναδικό που απαιτείται», μας λέει, «είναι το αναζωπυρείν το χάρισμα της προφητείας, η ποιμαντική συνείδηση ότι αυτή η ώρα του κόσμου είναι το «νυν ή το σήμερον» της σωτηρίας εν Χριστώ, με άλλα λόγια, η αδιάπτωτη επικαιρότητα του μυστηρίου της Ενσαρκώσεως».
Αν αυτή είναι η θεώρηση της ιερωσύνης τότε:
“Η Εκκλησία δεν συγκρούεται με την Πολιτική, γιατί το πολίτευμά της δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Μ’ ένα εντελώς δικό της, χαρισματικό τρόπο, υπερασπίζεται τον άνθρωπο και την ελευθερία του, προσανατολίζοντάς τον προς τις απαρνήσεις και τις υπερβάσεις εκείνες, που κάνουν δυνατή την είσοδό του σε μια μεταμορφωμένη πραγματικότητα, όπου μεταμορφώνονται τα πάντα και φυλάσσονται τα νοήματά τους ή ο κατά Θεόν σκοπός τους. Η Εκκλησία δεν ασκεί Πολιτική αλλά Ποιμαντική, δεν είναι εξουσία αλλά διακονία. Η σωτηρία που ευαγγελίζεται η Εκκλησία δεν είναι η βασιλεία του ανθρώπου αλλά η βασιλεία του Θεού εντός του ανθρώπου, που σημαίνει όχι κυριαρχία, αλλά ταπείνωση Θεού.
Και η Θεοτόκος, αλλοίμονο, δεν έχει καμιά σχέση με την Πολιτική, ούτε καν γνωρίζει αν υπάρχει Πολιτική. Ζούσε το μυστήριο της κλήσεως και της εκλογής της, διακονούσε το μυστήριο της σωτηρίας μας, με τρόπο μυστικό ή την κρυμμένη αγιότητά της, διατηρούσε στην καρδιά της όλα τα θαυμάσια του Θεού και έκρυπτε τις πληγές της ρομφαίας όλων των αποφάσεων του Θεού. Παρά ταύτα η Θεοτόκος μας διδάσκει κάτι το ουσιώδες για την Πολιτική ή τους Πολιτικούς [ισχύει φυσικά και για τους εκκλησιαστικούς]: Ότι δηλαδή οφείλουν να σιωπούν ή να αρνούνται τους πολλούς ή κενούς λόγους, τη φλυαρία για όλα ή την ξύλινη γλώσσα, την τάση να τα ορίζουν όλα ή να τα υπόσχονται όλα, και μάλιστα πράγματα όχι αναγκαία ή σημαντικά.”
Επομένως, σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι ούτε η σύγκρουση αλλά ούτε και ο εναγκαλισμός της πολιτικής. Οι πολιτικοί προσβλέπουν συχνά στην Εκκλησία για ψηφοθηρικούς λόγους κι εκείνη καλείται να αντισταθεί στην εργαλειοποίησή της, με τη συνείδηση ότι το πολίτευμα των χριστιανών εν ουρανοίς υπάρχει. Όλα αυτά βέβαια μοιάζουν ουτοπικά σε έναν κόσμο συναλλαγής, δημοσίων σχέσεων και υποταγής στην κάθε φορά εξουσία. Αλλά ο π. Μιχαήλ είναι η ενσάρκωση της εκκλησιαστικής ουτοπίας και γι’ αυτό μας ενδιαφέρει.
Δείτε τι λέει για τους Μοναχούς, που – δυστυχώς – κάποιοι απ’ αυτούς, συμπεριφέρονται με έναν απίθανο δεσποτισμό μέσα στην Εκκλησία:
«Υπάρχει ο κίνδυνος, οι Μοναχοί μας, στην υπερβολή του μη κατ’ επίγνωσιν ζήλου τους να φρονούν, ότι αυτοί είναι οι έσχατοι κριτές για όλους και για όλα, ν’ αρνηθούν δηλαδή την ίδια την παράδοσή τους, που τους θέλει μάρτυρες της φιλανθρωπίας και της ελεημοσύνης του Θεού για όλους και για όλα. Είναι καταθλιπτικό το φαινόμενο οι Μοναχοί μας να επεμβαίνουν σε όλα, να πολυπραγμονούν, να φλυαρούν λόγω και έργω για πράγματα που θα καταργηθούν ή που έχουν απαρνηθεί με τις μοναχικές τους υποσχέσεις».
Μοναχοί από την Ελλάδα έδιναν συγκεκριμένες οδηγίες για την πανδημία σε ομογενείς μας από τον Καναδά μέχρι την Αυστραλία. Μοναχοί αναλώνονται σε μια πρωτοφανή κοινωνικότητα και εξωστρεφή δραστηριότητα στο όνομα της «προσφοράς» και της «μαρτυρίας», όταν ο π. Μιχαήλ μας καλεί: «Δεηθείτε στην Παναγία να ανθοφορεί και να καρποφορεί στο περιβόλι της (ενν. το Άγιον Όρος) ο Ορθόδοξος Μοναχισμός, όχι βέβαια για να έχουμε μοντέρνους ή σύγχρονους Μοναχούς, με τις κατά κόσμον αρετές και την κοινωνική δραστηριότητα, αλλά Μοναχούς αναχωρητές, που ποθούν τον βίο της ασκήσεως, ένα βίο που όλοι μας έχουμε ανάγκη».
Στο κεφάλαιο για τις Γυναίκες, ο π. Μιχαήλ αποφαίνεται ρεαλιστικά ότι «ο κόσμος εξακολουθεί να οικοδομείται ανδροκρατικά και η θεωρούμενη απελευθέρωση της γυναίκας εκφυλίζεται και εκπίπτει σε μια βαθύτερη και απανθρωπότερη υποδούλωσή της, σε μια παρατεινόμενη ειδωλοποίηση ή γελοιοποίηση της φύσεώς της». Ο π. Μιχαήλ επισημαίνει εμφαντικά την βιομηχανία που υπάρχει γύρω από την γυναίκα, αναφέρεται στον «πολιτισμό του κρέατος» και γενικά με τη σκέψη του μας δίνει τα κλειδιά για να προσεγγίσουμε τα προβλήματα των γυναικών στις μέρες μας. Βέβαια ο π. Μιχαήλ διακηρύττει ότι η Εκκλησία παρά τον ανδροκρατικό χαρακτήρα του πολιτισμού μας, οι γυναίκες είναι αυτές που «σηκώνουν το σταυρό της πνευματικής ζωής και της ποιμαντικής μέριμνας της Εκκλησίας». Σημειώνει, μάλιστα, πως «είναι τιμή να το ομολογήσουν οι Ποιμένες, αυτοί που έχουν άμεση γνώση αυτής της πραγματικότητας».
Ο π. Μιχαήλ δέεται στην Παναγία να ξυπνήσει στην καρδιά των ανθρώπων την αγάπη για τις αδύναμες και πονεμένες μητέρες με τα αδύναμα και πονεμένα παιδιά «σ’ έναν κόσμο, όπου εκατομμύρια παιδιά δε γνωρίζουν την παιδικότητα και την παρθενικότητά της, που πεθαίνουν από την πείνα και τις αρρώστιες ή που ζουν σε τρώγλες και τους υπονόμους, για να μπορούμε εμείς οι πολιτισμένοι να ασκούμε την πολιτική μας ή να οργανώνουμε την φιλανθρωπία μας». Μια κατά πάντα εύστοχη ειρωνεία…
Εδώ ο π. Μιχαήλ συναντά μυστικά τον Ματθαίο Μουντέ, ο οποίος σε ένα ποίημά του γράφει:
Η Παναγία δεν είναι μια ξένη σε τούτο τον τόπο.
Βέβαια, δεν έχει καμιά σχέση με τα φιλόπτωχα ταμεία
ούτε με τα κλουβιά, ούτε με τα πυροτεχνήματα.
Όμως κάτι παιδιά είπαν πως την είδαν να κοιμάται
πολλές βραδιές σ’ εκείνα τα χαλάσματα στο ρέμα.
Άραγε πληροφορήθηκε για τη λόγχη;
Τα πηγάδια – ευτυχώς– φέτος γέμισαν.
Λένε πως βοήθησαν σ’ αυτό πολύ τα δάκρυά της.
Δυστυχώς υπάρχει μια μαξιμαλιστική λογική μέσα στην Εκκλησία και στον τομέα της φιλανθρωπίας. Δεν μπορεί ο ιερέας στο όνομα ενός κοινωνικού έργου να θέλει να «κατακυριεύσει» τον κόσμο. Χρειάζεται σύνεση, διάκριση, αληθινή ταπεινοσύνη, δηλαδή επίγνωση των ορίων και των αντοχών. Το όποιο κοινωνικό έργο της Εκκλησίας, για να μην είναι απλώς μία σειρά δράσεων – έστω αγαθών – θα πρέπει να πηγάζει από αυτό που τονίζει ο π. Μιχαήλ για τους ποιμένες: «η καρδιά μας να είναι βαθειά πληγωμένη από αγάπη για την ανθρωπότητα».
Ένα από τα πλέον έμπονα και βιωματικά ζητήματα του π. Μιχαήλ ήταν αυτό της εκπαίδευσης.
«Φωτοδόχον λαμπάδα τοις εν σκότει φανείσαν ορώμεν την Αγίαν Παρθένον», λέμε στους Χαιρετισμούς. Και ο π. Μιχαήλ μας λέει: «Οι δάσκαλοι δεν είναι η λαμπάδα που καίγεται για να φωτίζει. Είναι, έτσι τους θέλει η σύγχρονη αντίληψη, οι υπάλληλοι ή οι επαγγελματίες, ιδιαίτερα οι συνδικαλιστές ή πολιτικάντηδες, μ’ ένα λόγο οι Εκπαιδευτικοί, που διαχειρίζονται και διεκπεραιώνουν απέραντα τυποποιημένες γνώσεις και θεωρίες, που με την ταξική τους πάλη ζητούν να κατοχυρώσουν τη διάκρισή τους και να επιβάλλουν την αναγνώρισή τους».
Είναι προφανές ότι εδώ θεωρεί τους επαγγελματίες συνδικαλιστές, που συνήθως είναι και – φευ! – ισόβιοι, ως τροχοπέδη της αληθινής παιδείας. Επίσης, ψέγει τις αλλεπάλληλες και αλληλοσυγκρουόμενες ή αλληλοαναιρούμενες αποφάσεις και νομοθεσίες, μεταρρυθμίσεις και αντιμεταρρυθμίσεις, που δεν έχουν κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα. Θεωρεί πως η ελληνική κοινωνία είναι πνιγμένη κυριολεκτικά στον ωφελιμισμό και τον καταναλωτισμό της κι έτσι η Παιδεία – και η Εκπαίδευση έχουν χωρισθεί από την αλήθεια και την ελευθερία της, από την ύπαρξη και τη ζωή της. Αποτέλεσμα; Οι νέοι να αισθάνονται γηρασμένοι και να ζουν ανέραστα.
Τονίζει, μάλιστα πως «αν μιλούμε για την κύρια ευθύνη των δασκάλων, είναι γιατί η Παιδεία μας δεν είναι πια η αγαπητική σχέση δασκάλου και μαθητή και αυτή τη σχέση πρέπει να ξαναβρούμε. Γιατί, μας λέει, «τι είναι οι δάσκαλοι παρά το φλεγόμενο θυσιαστήριο, τα πληγωμένα πουλιά ή οι «χαμένοι ποιητές»…σε μια κοινωνία αποπετρωμένη, που χλευάζει τους ποιητές και περιφρονεί τους πνευματικούς ανθρώπους…».
Ανάλογη είναι η θεώρηση του π. Μιχαήλ και για τους γιατρούς. Η ιατρική δεν μπορεί να γίνεται διαχειριστής της ανθρώπινης ασθένειας ή δυστυχίας, της τραγικής αδυναμίας ή απελπισίας του ανθρώπου. Οι ιατροί είναι «προφήτες του μυστηρίου ή του θαύματος της αγάπης». Και εδώ μας διαφωτίζει πλήρως. Σε μια εποχή που οι πιστοί πάσχουν από μιαν απίστευτη θαυματολαγνεία, ο π. Μιχαήλ οριοθετεί το αληθινό θαύμα που «δεν είναι ν’ απαλλαγούμε από την ασθένεια και τον πόνο της, αλλά να κατέχουμε τη χάρη για να μπορούμε να τα υποφέρουμε και να ανακαλύπτουμε τη χαρισματικότητά τους. Το θαύμα είναι να είσαι με το Θεό ή να μη σε χωρίζει τίποτε από την αγάπη του Χριστού: ούτε η θλίψη ούτε η χαρά, ούτε η ασθένεια ούτε η υγεία, ούτε ο θάνατος ούτε η ζωή».
Στο κεφάλαιο για τους Έλληνες ο π. Μιχαήλ μιλάει για το σύνδρομο της μειονεξίας μας έναντι της Ευρώπης ή για την περιφρονητική στάση της Ευρώπης απέναντι στην ελληνορθόδοξη πραγματικότητα. Σήμερα, όμως, που η Ευρώπη αποχριστιανίζεται και που όντως βιώνει η σύγχρονη μορφή αθεΐας είναι η αδιαφορία, ο π. Μιχαήλ μας λέει κάτι πολύ σημαντικό: «Το πρωταρχικό για μας τους Ελληνορθοδόξους είναι η αυτογνωσία, η επιστροφή στον εαυτό μας, που θα μας επιστρέψει στον τόπο μας και στον πραγματικό έρωτά μας γι’ αυτόν».
Μας υποδεικνύει, δηλαδή, τα κλειδιά της πορείας μας: αυτογνωσία και πόθος. Ουσιαστικά ευθύνη και αγάπη. Δεν γίνεται να ζούμε με τη λογική ότι φταίνε οι άλλοι, οι «κακοί», όταν εμείς δεν εκπληρώνουμε την αποστολή μας, δηλαδή όταν δεν φυλάσσουμε τις θεολογικές και εσχατολογικές ρίζες του πολιτισμού μας. Γι’ αυτό, ο π. Μιχαήλ μας καλεί να πορευόμεθα «ελεύθεροι από κάθε μοιρολατρεία και αυτοκαύχηση, από κάθε υπερβολή εθνικής εκλεκτικότητας και εθνικιστικού παραληρήματος».
Ο π. Μιχαήλ – αλίμονο – ποτέ δεν θα έβαζε ως κάλυμμα την ελληνική σημαία στην Αγία Τράπεζα ούτε θα έψαλε τον Εθνικό Ύμνο μέσα στην Εκκλησία, γιατί πίστευε στο θαύμα της παρατεινόμενης ενσαρκώσεως του Χριστού, στο μυστήριο της θεανθρωπινότητος των πάντων. Εκεί δεν χωρούν σχήματα του κόσμου τούτου, ακόμα και τα υψηλόφρονα, όπως ο Ελληνισμός.
Ο π. Μιχαήλ είναι ο θεολόγος των εσχάτων, της Βασιλείας. Γι’ αυτόν «το θαύμα είναι, ότι σε ώρες ανθρώπινης απομονώσεως, απογυμνώσεως και απογνώσεως, μπορούμε να στρεφόμαστε προς το μυστήριο της θεανθρωπινότητος των πάντων, το μυστήριο που υπηρέτησε η Θεοτόκος».
Όσοι λευκοφόροι εννοήτωσαν!