ΒΟΣΤΩΝΗ. Για το παρεκκλήσιο των Αγίων Ισιδώρων του Λυκαβηττού στην Αθήνα και τον ιερέα του, Δημήτριο Λουπασάκη, ο οποίος έχει δημιουργήσει κι ένα είδος Μοναστικής Συνοδείας, έχουν λεχθεί, γραφτεί και εξακολουθούν να λέγονται και να γράφονται πολλά. Ο «Εθνικός Κήρυκας» εφαρμόζοντας την πάγια φιλοσοφία και τακτική του ζήτησε από τον Μητροπολίτη Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιερώνυμο, ο οποίος έκανε έρευνα και ανακρίσεις επί τριετία για το θέμα να πληροφορήσει περί αυτού.
Ο Σεβασμιώτατος κ. Ιερώνυμος ο οποίος είναι και Νομικός μας παραχώρησε την ακόλουθη συνέντευξη:
«Εθνικός Κήρυκας»: Σεβασμιώτατε ποίες οι σκέψεις σας για το ζήτημα του παρεκκλησίου των Αγίων Ισιδώρων του Λυκαβηττού και τα εκεί διαμειβόμενα από τον Εφημέριο Δημήτριο Λουπασάκη, μιας που διενεργήσατε τριετή έρευνα για το θέμα και καταθέσατε πολυσέλιδο πόρισμα; Σας παρακαλούμε, ει δυνατόν, πείτε στην Ομογένεια της Αμερικής η οποία παρακολουθεί τα γενόμενα, τι ακριβώς συμβαίνει εκεί.
Μητροπολίτης Ιερώνυμος: Οπως έχω τονίσει, επειδή με καλύπτει πρωτόκολλο εμπιστευτικότητας, δεν μπορώ να αποκαλύψω τα όσα με το πόρισμά μου εξέτασα και απέδειξα. Θέλω μόνον να τονίσω πως επειδή ο επίσημος τίτλος του πορίσματος είναι «έγγραφη ανακριτική πρόταση», δεν σημαίνει ότι είναι κάτι το υποκειμενικό. Κανένας Ανακριτής, πολλώ δε μάλλον ο εκκλησιαστικός, δεν μπορεί να αποφασίσει. Αυτό είναι δουλειά των συλλογικών οργάνων, των Δικαστηρίων. Ο κάθε Ανακριτής όμως, συγκεντρώνει το αποδεικτικό υλικό, το επεξεργάζεται και προτείνει είτε την τοποθέτηση του ανακριτικού φακέλου στο αρχείο και την απαλλαγή του κατηγορουμένου, είτε την περαιτέρω δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης εφόσον στοιχειοθετούνται αδικήματα. Στην περίπτωση του π. Δημητρίου Λουπασάκη, δεν υπήρχε δυνατότητα να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο, καθώς τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν συντριπτικά. Γι’ αυτό και ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, μόλις παρέλαβε το πόρισμά μου, εξέδωσε Παραπεμπτικό Βούλευμα και εισήγαγε την υπόθεση στο Επισκοπικό Δικαστήριο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, όπου όμως μετά την πρώτη αναβολή δεν ξανασυζητήθηκε. Από αυτό και μόνον, αλλά και από το διαρρεύσαν μεγάλο χρονικό διάστημα, κατανοεί κανείς τις μεθοδεύσεις κάποιων ώστε να αποφευχθεί ή και να ακυρωθεί η όλη διαδικασία, καθώς ο π. Δημήτριος Λουπασάκης, εάν δικαζόταν μάλλον δεν θα απέφευγε τις κανονικές ποινές, δηλαδή ποινές βάσει των Ιερών Κανόνων που τιμωρούν τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται.
Με άλλα λόγια, εάν πίστευε στην αθωότητά του, θα προτιμούσε να δικαστεί για να καταρρίψει το κατηγορητήριο. Δεν το έκανε, οπότε κατά τη νομική αντίληψη θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε έμμεση ομολογία ενοχής.
Θα παρακαλούσα τους ομογενείς μας, να μην είναι εύπιστοι και να μην επιτρέπουν στην εύλογη συγκίνηση για την πατρίδα να τους κάνει ευάλωτους σε ευαίσθητα θέματα Πίστεως, όπου πρέπει να ακούμε την Εκκλησία κι όχι μεμονωμένες φωνές ή ενθουσιαστικές τάσεις.
«Ε.Κ.»: Από όσα διέρρευσαν από το πόρισμά σας, ουσιαστικά ζητήσατε την άμεση αντιμετώπιση του φαινομένου για το οποίο χρησιμοποιήσατε αυστηρές εκφράσεις.
Μητρ. Ιερώνυμος: Σημασία έχει ότι σήμερα υφιστάμεθα τις συνέπειες των προβλημάτων που δεν αντιμετωπίσθηκαν τότε. Κάποιοι έχουν αποθρασυνθεί σε σημείο που να επιφέρουν φρικτές αλλοιώσεις ακόμη και στον παγιωμένο και παραδεδομένο τρόπο της Ορθόδοξης λατρείας, προκειμένου να καλλιεργήσουν την προσωπολατρεία και τον φτηνό εντυπωσιασμό. Για παράδειγμα το πετραχήλι που φόρεσαν σε ξύλινο ομοίωμα του Αγίου Δημητρίου κατά την πρόσφατη γιορτή του. Δέκα-επτά αιώνες οι Θεσσαλονικείς, που γιορτάζουν μεγαλοπρεπώς τον Αγιο, δεν σκέφτηκαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Μήπως υστερούν σε ευσέβεια; Μάλλον τηρούν με προσήλωση τα παραδεδομένα και διαφυλάττουν το Ορθόδοξο φρόνημα, κάτι που δεν βλέπουμε να συμβαίνει στους Αγίους Ισιδώρους.
Την Κυριακή 30 Οκτωβρίου μάλιστα, έγινε ακόμη κάτι πιο προκλητικό, το οποίο κάποιοι άφησαν να περάσει «στα ψιλά». Ο π. Δημήτριος έλειπε στα Χανιά (άραγε πήρε άδεια από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών;) και ο ιερέας που τον αναπλήρωνε (άραγε ήξερε η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών ποιος αναπληρώνει τον π. Δημήτριο κατά την απουσία του;) έφθασε στο κήρυγμά του να μειώσει την αξία και την σημασία των Ιερών Κανόνων στη ζωή της Εκκλησίας (μήπως γιατί βάσει αυτών αποδεικνύονται τα αντικανονικά παραπτώματα όσων από κοινού ενεργούν στον λόφο του Λυκαβηττού), λέγοντας ότι άνθρωποι τους έγραψαν και συνεπώς πρέπει να προσέχουμε περισσότερο στο θαύμα και λιγότερο στα κείμενα των ανθρώπων. Με τον τρόπο αυτό κατήργησε αυτό που στην Εκκλησία λέμε θεοπνευστία των Ιερών Κειμένων.
Ολοι γνωρίζουμε πως όλα τα κείμενά μας άνθρωποι τα έγραψαν. Ο Χριστός δεν έγραψε τίποτε. Ολοι όμως, πιστεύουμε, ακολουθώντας τις αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, τη Θεολογία της Εκκλησίας μας και την διδασκαλία των Πατέρων μας ότι τα κείμενα αυτά είναι θεόπνευστα, καθώς γράφηκαν με τον φωτισμό και την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος. Στον Λυκαβηττό όμως, η θεοπνευστία δεν συμφέρει. Ελαφρά τη καρδία λοιπόν, αλλοιώνεται το Ορθόδοξο ήθος και φρόνημα και κηρύσσεται αίρεση, κάτι το οποίο συστηματικά συμβαίνει και στον τρόπο με τον οποίο γίνεται λόγος περί θαυμάτων. Αλλα διδάσκει η Εκκλησία μας περί θαύματος κι άλλα βλέπουμε εκεί. Οι λόγοι του Κυρίου μας: «όρα μηδενί μηδέν είπεις» (Μαρκ. α΄,44), ή και «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιω. κ΄, 29) έχουν όχι απλώς ξεχαστεί, αλλά βάναυσα κακοποιηθεί.
«Ε.Κ.»: Γιατί όμως το ζήτημα χρόνισε και έφτασε στο σημερινό του σημείο που να μην τολμά η θεσμική εκπροσώπηση της Εκκλησίας, εν προκειμένω ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος, στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται να το αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα;
Μητρ. Ιερώνυμος: Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος έχει μια μεγάλη αγάπη στον Ιερό Κλήρο και θέλει να φέρεται ως πατέρας. Αυτό δε το κάνει ακόμη και με προσωπικό κόστος. Ποιος είμαι εγώ που θα κρίνω τον Μακαριώτατο; Θαυμάζω τις αρχές του και την προσπάθειά του, όχι μόνον ως Αρχιεπισκόπου, αλλά και ως Ποιμένος της Ορθοδόξου Εκκλησίας από την πρώτη αρχή. Απλά πολλές φορές αυτό γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από όσους ενεργούν προπετώς και χωρίς πνευματικό υπόβαθρο. Αυτό συνέβη και με την περίπτωση των Αγίων Ισιδώρων, όπου κάποιοι που είχαν μία επικοινωνιακή δυνατότητα, θέλοντας να προσφέρουν «υπηρεσίες», έσπευσαν να ερμηνεύσουν κατά το δοκούν την στάση του Μακαριωτάτου, θεωρώντας πως η ευγένειά του κι η υπομονή του σήμαιναν αποδοχή των όσων συνέβαιναν εκεί. Επιπλέον, επιχείρησαν με μειωτικούς χαρακτηρισμούς και συκοφαντίες, να πλήξουν όσους τόλμησαν και μίλησαν με συναίσθηση της ποιμαντικής τους ευθύνης για το πρόβλημα του Λυκαβηττού. Θύμα αυτής της τακτικής υπήρξε ο Σεβ. Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος, αλλά τώρα τελευταία κι η ελαχιστότητά μου. Μην ξεχνούν όμως, πως όταν κάποια ζητήματα εξελίσσονται σε προβληματικές καταστάσεις, τότε την λύση την δίνει η Εκκλησία βουλευομένη εν Συνόδω. Ο δε Μακαριώτατος έχει πολλές φορές αποδείξει την προσήλωσή του και την υπακοή του στο Συνοδικό μας πολίτευμα.
«Ε.Κ.»: Γιατί προ ετών ο Μητροπολίτης Θερμοπυλών κ. Ιωάννης δεν προχώρησε τη δικαστική διαδικασία, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει με υπόδειξη του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου;
Μητρ. Ιερώνυμος: Διότι προφανώς και τότε θα συνέβη ό,τι ακούμε να συμβαίνει και σήμερα, οπότε κάποιοι αυτόκλητοι και πολλές φορές Κληρικοί ξένοι προς την Αρχιεπισκοπή και τα προβλήματά της, έρχονται ως «διαμεσολαβητές» υποσχόμενοι αναίμακτες λύσεις. Προσεύχομαι αυτό τουλάχιστον το θαύμα να αξιωθώ να το δω…
«Ε.Κ.»: Πώς ένας πρεσβύτερος μ’ έναν σταυρό στο χέρι έχει κατορθώσει να δημιουργήσει μία τέτοια κατάσταση στην Εκκλησία;
Μητρ. Ιερώνυμος: Οχι στην Εκκλησία. Στην κοινωνία. Η Εκκλησία σύσσωμη συμφωνεί ότι αυτό που συμβαίνει στον Λυκαβηττό είναι πρόβλημα, γι’ αυτό και δεν ακούστηκαν σοβαρές φωνές υποστήριξης του π. Δημητρίου. Στην κοινωνία πάλι διαπιστώνουμε ότι υπάρχει στον Λυκαβηττό προσέλευση, όχι τόσο μεγάλη όσο κάποιοι διαφημίζουν, η οποία δεν έχει ενιαία χαρακτηριστικά. Τα κίνητρα των ανθρώπων είναι ποικίλα, γι’ αυτό κι η Εκκλησία φέρει την ευθύνη της προστασίας αυτών των ανθρώπων από έκθεση σε πνευματικούς κινδύνους και κακοδοξίες. Σε κάθε περίπτωση αναδεικνύεται το έλλειμμα κατήχησης που χαρακτηρίζει τον λαό μας, αλλά και η αγωνία των ανθρώπων να πιαστούν από κάπου.