11.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Η ομιλία του Γέροντος Χαλκηδόνος Εμμανουήλ κατά την αναγόρευσή του σε Επίτιμο Διδάκτορα του ΕΚΠΑ

Χθες, Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2022 στις 7.00 μ.μ. στην κατάμεστη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο πρώτος τη τάξει Ιεράρχης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος κ. Εμμανουήλ, αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας. Την τελετή άνοιξε, προσφωνώντας τον τιμώμενο, ο Πρύτανης, Καθηγητής κ. Μελέτιος-Αθανάσιος Δημόπουλος. Την περιένδυση με την τήβεννο της Σχολής πραγματοποίησε ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής, Αν. Καθηγητής κ. Χρήστος Καραγιάννης, ενώ το ψήφισμα αναγνώστηκε από τον Πρόεδρο του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας, Μητροπολίτη Κρήνης κ. Κύριλλο.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τον έπαινο του τιμωμένου συνέθεσε ο Καθηγητής της Θεολογικής Σχολης, κ. Εμμανουήλ Καραγεωργούδης, ο οποίος επισήμανε: «Η ένταξη του Μητροπολίτη Γέροντος Χαλκηδόνος στην χορεία των επί τιμή Διδακτόρων μας εκφράζει την ομόθυμη ενσυναίσθηση ν’ αχτινοβολήσουμε μαζί του, το διάχυτο εκείνο πνεύµα κατά τα συναισθηµατικά κέντρα του κόσµου ολόκληρου. Κάθε στιγµή μας πρέπει να είναι κιόλας µια στιγμή της νέας πραγματικότητας· κάθε της αποτέλεσμα, το αποτέλεσμα µιας καινούριας, πιο τολμηρής, επέμβασης μέσα στον κόσμο. Ο Χαλκηδόνος Εμμανουήλ, δωρικός, γεμάτος, αληθινός, φέρει ζωντανούς και -για τούτο- ελκυστικούς τους ποιητικούς εκκλησιαστικούς τρόπους του Βυζαντίου. Είναι ο Ιεράρχης, που σαν τον ναυτίλο, έχει κάθε στιγμή επίγνωση των διαστάσεων καθώς και του στίγματος, όπου ο ίδιος βρίσκεται και που η νοητή ναυς της Εκκλησίας πάντα μετακινείται. Η Αλήθεια, που εκφράζει, είναι η αλήθεια του σοφού Ιεράρχη και -ευτυχώς ταυτόχρονα- η αλήθεια του πιο αθώου παιδιού, έτσι, όπως αγαπά να διαλέγει και να εκδηλώνεται στις κρίσιμες στιγμές η πρώτη φύση των πραγμάτων».

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος ανέπτυξε το θέμα «Φως φορεί, φως πέμπει, φως εστι: Η θέορτος αρτιφωνία του Χαλκηδονίου δόγματος ως εσαεί μέτρον της Κοινωνίας εν διαλόγω», σε μία ομιλία σταθμό για την σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία. Μεταξύ άλλων είπε: «Το δόγμα δεν είναι ένας τύπος αυθαίρετα επιβεβλημένος, μία μορφή «εργαστηριακής» θεολογίας. Είναι η έκφραση -με αιώνια γόνιμο τρόπο- της ουσιαστικής πραγματικότητας της χριστιανικής ζωής εν πίστει στο Σώμα του Χριστού, που είναι η Εκκλησία. Ο Όρος της Χαλκηδόνος δεν ήταν μια αυτονόητη μεταφυσική δήλωση. Ήταν μια δογματική απόφανση, μια ομολογία, μια δήλωση πίστεως. Δεν πρέπει να απομονώνεται από το συνολικό όραμα του μεγάλου μυστηρίου της ευσεβείας, που οφείλει να συλλαμβάνεται δια της πίστεως. Ήταν ένα θεολογικό κλειδί τόσο για την ιστορία της Καινής Διαθήκης όσο και για την εμπειρία της Εκκλησίας, που η ίδια ανήκει σε αυτό το μυστήριο, όντας το Σώμα του Ένσαρκου Λόγου».

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Κορυφαία στιγμή της Ομιλίας του ήταν όταν αναφέρθηκε στο μέτρο του χριστιανικού διαλόγου: «Στο Οικουμενικό Πατριαρχείο έχουμε εντονότερη από όλους την πικρία των αποτυχημένων προσπαθειών διαλλαγής, όταν η Χριστιανική Αυτοκρατορία της Ανατολής ευρέθη σε πολιτική αδυναμία. Ακόμη, όμως, και στις πιο δύσκολες στιγμές του Γένους των Χριστιανών το εκκλησιαστικό φρόνημα της πιστεύουσας κοινότητας παρέμεινε ρωμαλέο. Για κάθε Σύνοδο της Λυώνος η Ορθοδοξία γεννά έναν Γρηγόριο Παλαμά, για κάθε Φερράρα-Φλωρεντία έναν Μάρκο Ευγενικό. Στους σημερινούς καιρούς οι φύλακες των τιμαλφών της Πίστεως παραμένουν άγρυπνοι. Ο Πρώτος της Ορθοδοξίας, ο χριστοτερπώς ποιμαίνων την Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία, Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οραματιστής, ο δίκαιος, ο φιλάγιος και της Κανονικής Παραδόσεως εγκρατέστατος θεράπων και ερμηνευτής, μεριμνά για την κραταίωση της Ορθοδόξου μαρτυρίας και αυξάνει την παρακαταθήκη. Είμαι ευτυχής, διότι σε όλη την πορεία του σύγχρονου διαχριστιανικού διαλόγου δεν υπήρξαν ριψάσπιδες και μηδίσαντες από την πλευρά των Ορθοδόξων. Ίσως, σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρήθηκαν υπερβάλλων ενθουσιασμός και ζήλος, αλλά ποτέ προδοσία. Η Ορθοδοξία δεν θα ζήσει άλλη Φερράρα· στώμεν καλώς».

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Στην τελετή παρέστησαν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, ο Μητροπολίτης Προικοννήσου κ. Ιωσήφ ως εκπρόσωπος της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, και πολλοί σημαίνοντες Ιεράρχες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος, μεταξύ των οποίων οι Μητροπολίτες, Ανέων, Λαρίσης, Κηφισίας, Φθιώτιδος, Πατρών, Μεσσηνίας, Νέας Σμύρνης και Νέας Κρήνης. Από την Κρήτη οι Μητροπολίτες Κυδωνίας, Αρκαλοχωρίου και Ρεθύμνης.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Παρευρέθησαν επίσης ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, η Υφυπουργός Παιδείας Ζέτα Μακρή, εκπροσωπώντας τον Πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, ο Υπουργός Τουρισμού Βασίλης Κικίλιας, ο Υφυπουργός Εξωτερικών Ανδρέας Κατσανιώτης, ο πρώην Υπουργός Κ. Γαβρόγλου ως εκπρόσωπος του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα, ο Βουλευτής Μιχάλης Κατρίνης ως εκπρόσωπος του Αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη, ο Δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης, ο πρώην Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος, οι Βουλευτές Ντόρα Μπακογιάννη και Κώστας Κυρανάκης καθώς και η Διευθύντρια του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού κ. Κυπραίου.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Παρόντες ήταν επίσης ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος, Άρχοντες του Οικουμενικού Θρόνου, μεταξύ των οποίων ο Διοικητής του Αγίου Όρους Αθανάσιος Μαρτίνος, ο Αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Λάτση Ευάγγελος Χρόνης ο επιχειρηματίας Γεράσιμος Φωκάς και ο δικηγόρος Σάκης Κεχαγιόγλου, καθώς και προσωπικότητες της ακαδημαϊκής κοινότητας, των Γραμμάτων, της Τέχνης και της κοινωνίας των πολιτών.

Η τελετή αναγόρευσης έκλεισε με τον τενόρο Ιωάννη Φίλια, που ερμήνευσε τραγούδια από το διεθνές και εγχώριο κλασικό ρεπερτόριο.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Φῶς φορεῖ, φῶς πέμπει, φῶς ἐστι: Ἡ θέορτος ἀρτιφωνία τοῦ Χαλκηδονίου δόγματος ὡς ἐσαεὶ μέτρον τῆς Κοινωνίας ἐν διαλόγῳ

Κύριε Πρύτανη,

Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ, παρακαλῶ, νὰ στηρίξω τὴν ταπεινὴ σκηνὴ τοῦ λόγου μου σὲ δύο σημεῖα ὑπερβατικὰ καὶ συνάμα ἀπόλυτα φυσικά· στὸ φῶς καὶ στὸ θαῦμα. Τὸ φῶς μεγαλύνει τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν· ὁ τόπος λαμβάνει ἄλλες προοπτικές, ἐνίοτε καὶ συντεταγμένες, αἰσθητοποιεῖται ὑπερβατικῶς -δηλαδὴ στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν- καὶ γεννᾶ ὅ,τι δικαιώνει τὸν οἶστρο τῆς ζωῆς ἔναντι τοῦ φόβου τοῦ θανάτου. Δημιουργεῖται στὸ Ἀττικὸ ἄστυ τὸ πρόπλασμα τῆς ἀληθείας τοῦ Λόγου. Ἡ φιλοσοφία ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν ἀλήθεια, τὴν αἰσθάνεται καὶ τὴν ἐκφράζει ἐν σπέρματι. «Τί γὰρ ἐστι Πλάτων ἢ Μωυσῆς ἀττικίζων;»[1] συμπεραίνει ὁ ἑλληνιστικὸς Ἰουδαϊσμός, ποὺ διψᾶ γιὰ ἕνωση μὲ τὸ μεγάλο ποτάμι τοῦ Ἕλληνος λόγου. Εἶχε ἤδη τμηθεῖ ἡ Ἱστορία ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο, καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὴν ἀττικὴ αὐτάρκεια στὸν κοσμοπολιτισμὸ τῆς οἰκουμενικότητας.

Ὁ Θεὸς θέτει τὶς συντεταγμένες τοῦ θαύματος πάνω στὸν χάρτη τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Τὸ θαῦμα δὲν εἶναι τρομακτικὸ γεγονός, ποὺ συνταράσσει τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ θεοκίνητη φανέρωση τῆς ἀσφαλοῦς ὁδοῦ πρὸς τὸν σκοπὸ τοῦ ταξιδιοῦ μας. Ὅμοια μὲ τὸ χέρι τῆς μητέρας, ποὺ τρυφερὰ ξυπνᾶ τὸ παιδὶ καὶ πλένει τὸ πρόσωπό του, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς μᾶς δείχνει πὼς ἡ ὑπαρκτική μας αἰτία εἶναι ἡ ἕνωση μαζί Του. Σκάβοντας τὴν χέρσα γῆ τοῦ Λάβαν, ἡ ζωὴ μας θεοφορεῖται ἀπὸ ἀπροσδόκητες ἀνορθώσεις. Καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Ἰωάννης ἔγραψε «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας»[2]. Σκεφτεῖτε μιὰν ἀγάπη τόσο δυνατή, ὥστε τὸ ἀγαπὸν πρόσωπο κατοικεῖ μέσα στὸ ἀγαπώμενο. Μιὰν ἀγάπη, ποὺ δὲν τροφοδοτεῖται ἀπὸ πρόσκαιρα ὑλικὰ ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Χάρη καὶ τὴν Ἀλήθεια. Αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα, ἡ ἀγάπη ποὺ ξεπερνᾶ ὅλα τὰ ἐμπόδια -ἀκόμα καὶ τὴν ἄρνηση- καὶ μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο σὲ Θεό, καὶ τὸν Θεὸ σὲ ἄνθρωπο.

Τώρα αὐτὸ τὸ θαῦμα, ποὺ βρίσκεται στὴν σάρκωση, τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι, πάνω ἀπ’ ὅλα, προσωπικὴ κοινωνία. Εἶναι κάτι ποὺ ἀπευθύνεται ξεχωριστὰ σὲ κάθε ἄνθρωπο. Ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς, ἐντρυφώντας στὰ μυστήρια τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου μας, ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ κάμει τίς δικές του σκέψεις καὶ νὰ λάβει ἀπὸ τὸ μυστήριο τὸν καρπό ποὺ τοῦ ταιριάζει, τὴν εὐαισθησία ποὺ ἐγείρεται στὴν καρδιά του, τὴν θεληματικὴ πράξη ποὺ προκύπτει ἀπ’ την συνείδησή του, καὶ ὅλα αὐτὰ ὑφίστανται ὡς δυνατότητες γιὰ τὴν ἐλευθερία του. Ἡ λύτρωση εἶναι πάνω ἀπὸ ὅλα ἐφικτὴ πρὸς πάντας, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὰ φυσικὰ ταλέντα ἢ τίς εὐκαιρίες μας, τὴν μορφωτική, πολιτιστική ἢ πνευματική μας ἀνάπτυξη. Ἐπιπλέον, ἐπειδὴ ἡ ἱστορία ἀνήκει στὸν Θεό, καὶ ὁ Θεὸς εἰσέρχεται στὴν ἱστορία, ἡ κοινωνία Του μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀποτελεῖ γεγονός, ποὺ σημαίνει τὸν ἁγιασμό, τὴν μεταμόρφωση καὶ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι κάποια ἀφηρημένη θεωρητικὴ πρόταση ἀλλὰ μιὰ πράξη ὁλοκλήρωσης. «Ὅμως, γιὰ νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ αὐτὸ κανείς, πρέπει νὰ ᾿χει περάσει ἀπ᾿ ὅλες τὶς διεργασίες, ὅσες ἀπαιτοῦνται γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει ποῦ κεῖται τὸ καίριο. Τὸ καίριο στὴ ζωὴ αὐτὴ κεῖται πέραν τοῦ ἀτόμου»[3].

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος -αὐτὸς ὁ θαυμαστὴς τῆς ἀττικῆς εὐσέβειας- παρατηρεῖ: «Καὶ ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσει, δι᾽ ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν»[4]. Ὁ Παῦλος ἐπιμένει στὴν συνάφεια τῆς λύτρωσης γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο. Τονίζει, ὡστόσο, ὅτι ἡ ἀτομικὴ πρόσληψη καὶ ἀντίληψη τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ ἐλλιπὴς ἄποψη. Ὄχι λανθασμένη· λανθάνει μόνον γιατί εἶναι ἐλλιπής. Λανθάνει στὸν βαθμό, ποὺ τείνει νὰ εἶναι ἀποκλειστική, καθὼς περιορίζεται καὶ καθίσταται στατικὴ ἀντὶ νὰ αὐξάνεται, νὰ ἀναπτύσσεται καὶ νὰ ἀρτιώνεται. Ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος, ὁ ἁπλοῦς διδάσκαλος τῆς ἐρήμου τῆς Γάζας, περιέγραψε στοὺς μαθητές του τὴν φύση, τὴν ἀξία καὶ τὴν σωτηριώδη πορεία τῆς ἀγάπης: «Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι εἶναι ἕνας κύκλος πάνω στὴν γῆ, σὰν ἕνα στρογγυλὸ χάραγμα, γινωμένο μὲ διαβήτη καὶ ἔχοντας ἕνα κέντρο. Τὸ κεντρικὸ σημεῖο τοῦ κύκλου εἶναι ὁ Θεός, οἱ δὲ εὐθεῖες γραμμὲς ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν περιφέρεια τοῦ κύκλου πρὸς τὸ κέντρο εἶναι οἱ δρόμοι, δηλαδὴ οἱ τρόποι ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Ἐφόσον, λοιπὸν, προχωροῦν οἱ ἅγιοι πρὸς τὸ κέντρο, θέλοντας νὰ πλησιάσουν τὸν Θεό, ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο προχωροῦν, πλησιάζουν καὶ τὸν Θεὸ καὶ μεταξύ τους. Καὶ ὅσο πλησιάζουν τὸν Θεό, πλησιάζονται μεταξύ τους καὶ ὅσο πλησιάζονται, πλησιάζουν τὸν Θεό. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἐννοῆστε καὶ τὸν χωρισμό. Γιατί, ὅταν ἀπομακρύνονται οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γυρίζουν πίσω, πρὸς τὰ ἔξω, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι, ὅσο βγαίνουν πρὸς τὰ ἔξω καὶ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν Θεό, τόσο ἀπομακρύνονται καὶ μεταξύ τους. καὶ ὅσο ἀπομακρύνονται μεταξύ τους, τόσο ἀπομακρύνονται καὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ, λοιπὸν, εἶναι ἡ φύση τῆς ἀγάπης»[5]. Αὐτὴ ἡ δημιουργικὴ στροφὴ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, στὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός, συμφωνεῖ μὲ τὴν μέθοδο ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό Του στὸν κόσμο καὶ νὰ ἐγκαινιάσει τὴν ἀμφίδρομη σχέση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, τῆς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία εἶναι καὶ ὄργανο καὶ ἔκφραση. Διότι, ἐνῶ εἶναι ἀλήθεια πὼς ἡ Θεία Ἀποκάλυψη ἔγινε «πατρικαῖς τοῦ Θεοῦ μεθόδοις»[6] σὲ ἕνα ἀδιαμφισβήτητο ἱστορικὸ πλαίσιο, ἐντούτοις εἰσήχθῃ στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ μὲ τοὺς κατάλληλους τρόπους διὰ τοῦ Λόγου καὶ τῆς Θείας Χάριτος, ποὺ μεταδίδεται στὶς ψυχὲς ἐσωτερικὰ καὶ ἐμβαθύνεται μὲ τὴν κατάφαση τῆς Πίστεως ὡς ἀρχὴ τῆς σωτηρίας μας. Καὶ ἡ χρησιμότητα τῆς Θεολογίας ἢ τῆς θεολογικῆς θεώρησης εἶναι, ὅτι προσπαθεῖ νὰ προσφέρει μιὰ συνολικὴ ἔποψη, ὄχι γιὰ νὰ ἀντικαταστήσει αὐτὸ ποὺ ἤδη κατέχει, ἀλλὰ μὲ σκοπὸ τὴν δημιουργικὴ διαπλάτυνση τῆς κοινωνίας τοῦ αἰωνίου μηνύματος. Τοῦ μηνύματος τῆς ἐνανθρωπήσεως, ὅπως περιεγράφη τέτοιες μέρες πρὶν ἀπὸ 1571 χρόνια στὸν τόπο τῆς διακονίας μου, τὴν Χαλκηδόνα.

Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς δείξω τὴν Χαλκηδόνα, νὰ σᾶς ξεναγήσω ἀπὸ τὸ Ρύσιον ἕως τὴν Ἄμυκο, νὰ σᾶς θυμίσω ὅτι ὑπῆρξε μέλος τῆς Ἀθηναϊκῆς Συμμαχίας καὶ θυγατέρα τῶν Μεγαρέων, μιὰ Ἀττικὴ κόρη στὶς ἀκτὲς τῆς Βιθυνίας, ἀλλὰ προκρίνω τοὺς αἰώνιους, ὑπερβατικοὺς δρόμους της, ποὺ μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἐσώτερη ὀμορφιά της – μυρίσαι τὸ ἄριστον, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Μελωδός[7]. Τὸ γεγονὸς τῆς Χαλκηδόνος λαμβάνει τὸ νόημά του ἀπὸ ὅλο τὸ παρελθὸν ποὺ συνοψίζει, ἀλλὰ καί, ἴσως ἀκόμη περισσότερο, ἀπὸ τὴν μετέπειτα ἐξέλιξη ποὺ ἐγκαινιάζει: ἡ Σύνοδος τοῦ 451 δὲν ἀντιπροσωπεύει οὔτε ἕνα ὁριστικὸ τέλος οὔτε μία ἀπόλυτη ἀρχή. Ὅμως, ἐὰν ἡ ἱστορία τοῦ δόγματος πρόκειται νὰ κατανοήσει τὸ σύνολο τῆς ἐν χρόνῳ ἀνάπτυξής του, θὰ τὸ κάνει χωρὶς νὰ προδώσει τὴν μοναδικότητα τῆς πεπερασμένης στιγμῆς, ἐφόσον μεταφέρει τὴν ἤρεμη βεβαιότητα τῆς ὡριμότητας στὶς ἀβεβαιότητες μιᾶς ἔξαρσης, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ἐγκυμονεῖ ποικίλες δυνατότητες. Ἡ Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνος συνῆλθε γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν χριστολογικὴ ἔριδα, ποὺ τὸν 5ο αἰῶνα εἶχε φτάσει στὸ ἀποκορύφωμά της. Ἐὰν ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ὑποβιβαζόταν σὲ κατώτερη θέση σὲ σχέση μὲ τὴν θεία φύση Του, ὁ ρόλος Του ὡς ἔνσαρκου Θεοῦ Σωτῆρος θὰ σμικρύνετο. Ἄν περιοριζόταν ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἡ λυτρωτική του δύναμη θὰ ἐκμηδενιζόταν. Ἄν ἡ ἀνθρώπινη καὶ ἡ θεία φύση Του δὲν ἦταν ἀληθινὰ ἑνωμένες, ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πραγματοποιηθεῖ, καὶ ἡ ἀπόσταση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου θὰ παρέμενε τεράστια καὶ ἀδιάβατη, ὅπως καὶ προηγουμένως.

Κεντρικὸ ζήτημα τῆς χριστολογικὴς ἔριδας ὑπῆρξε ἡ ἀριστοτέλεια φιλοσοφικὴ καὶ κοσμολογικὴ ἀντίληψη, ὅτι δύο τέλεια εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνουν ἕνα: «ἀδύνατον γὰρ εἶναι ἐκ δύο ἕν ἢ ἐξ ἑνὸς δύο γενέσθαι»[8]. Οἱ λεπτὲς θεολογικὲς συζητήσεις καὶ ἡ ἀλληλογραφία κορυφαίων Πατέρων μὲ ἐπίκεντρο τὸν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, καταδεικνύουν τὴν σημασία καὶ τὴν δυσκολία τῆς ὑπέρβασης αὐτῆς τῆς φιλοσοφικῆς θέσης, ποὺ εἶχε καταστεῖ καὶ θεολογική. Ἡ «Ἔκθεσις πίστεως τῶν Διαλλαγῶν», ποὺ τὸ 433 εἶχε γίνει δεκτὴ ὡς πρόσθετος δογματικὸς Ὅρος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἐπέφερε σχετικὴ εἰρήνευση στὴν ἔριδα, ἀνατράπηκε ἀπὸ τὴν Ληστρικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τὸ 439. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ζοφερὸ ἱστορικὸ ὑπόβαθρο, μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴν σημασία τῆς ὁμολογίας Πίστεως τῆς Χαλκηδόνος. Ὡστόσο, πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι -μιλώντας ἱστορικά- αὐτὴ ἡ εὐγενὴς προσπάθεια γιὰ τὴν ἀνάκτηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀπέτυχε ὡς πρὸς αὐτό. Ὁ Ὅρος τῆς Συνόδου προκάλεσε βίαιη ἀντίδραση σὲ ὁρισμένες ἀνατολικὲς ἐπαρχίες τῆς Αὐτοκρατορίας. Γιὰ περισσότερους ἀπὸ δύο αἰῶνες, ἡ Ἐκκλησία θὰ κλυδωνιζόταν καὶ πάλι ἀπὸ θεολογικὲς διαμάχες.

Ἡ δογματικὴ ἄμπελος τῆς Χαλκηδόνος δίδει ὡς καρπὸ σαφήνειας τὴν ἀπόφανση, ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση, κατέχοντας δύο πλήρεις καὶ τέλειες φύσεις, μὴ δεχόμενες τροπὴ καὶ σύγχυση, σύγκραση ἢ φυρμό, ἀδιαίρετες καὶ ἀχώριστες, ἔχοντας ἀνθρώπινη φύση ὁμοούσια μὲ τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ θεία φύση ὁμοούσια μὲ τὸν Θεὸ κατὰ τὴν θεότητα, γεννηθέντα πρὸ τῶν αἰώνων ἐκ τοῦ Πατρός, ἐν χρόνῳ δὲ ἀνθρωπίνως καὶ διασώζοντας τίς ἰδιότητες ἑκάστης φύσεως σὲ ἕνα πρόσωπο καὶ μία ὑπόσταση. Πολλὲς φορὲς, ἔγιναν προσπάθειες νὰ ἀποδυναμωθεῖ ἡ γλῶσσα καὶ ἡ στιβαρὴ λογική τοῦ Χαλκηδονίου δόγματος. Ἀλλ’ ἡ δύσθεος γλωσσαλγία ἐξεφαυλίσθη. Ὡστόσο, ἂν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐπικράτησε, ἡ εἰρήνη δὲν ἀποκαταστάθηκε ποτὲ στὴν Χριστιανικὴ Ἀνατολή. Καί, τελικά, ἕνα μεγάλο τμῆμα τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου ἀποσχίστηκε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων, ἀντιτιθέμενο σθεναρὰ στὴν Σύνοδο.

Οἱ νεο-ἀριστοτελικὲς λογικὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς ἀπόψεις ἔμελλε νὰ ταλανίσουν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τοὺς χρόνους τῆς πνευματικῆς ἐποποιίας τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ὅπως ὁ Ἀδὰμ προσπάθησε -προοδεύοντας κατὰ τὴν δική του ἄποψη σὲ γνώση- νὰ γίνει θεός, ἔτσι κι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολούθησαν ἕναν ἄγονο θεολογικὸ ἀριστοτελισμό, ἀγωνίζονταν νὰ γίνουν θεοὶ μὲ τὴν κατὰ Ἀδὰμ σοφία καὶ λογική. Ὅμως, οἱ Πατέρες κήρυξαν, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, κατὰ τὸν τρόπο τῶν Ἀποστόλων καὶ ὄχι τοῦ Ἀριστοτέλους: «δογματικς ἀλλ’  οὐκ ἀντιλογικῶς, ἁλιευτικῶς ἀλλ’ οὐκ ἀριστοτελικῶς, ἐκκλησιαστικῶς ἀλλ’ οὐκ ἀγοραίως»[9]. Καὶ τὴν δογματικὴ διαύγαση ποὺ δὲν ἀντιλαμβάνονταν ὅσοι προτιμοῦσαν νὰ ἐκλογικεύουν τὸ αἰώνιο ἔαρ τῆς χαρισματικῆς θεολογίας, τὴν κήρυξε σιωπηρῶς ἡ Ἁγία τοῦ τόπου μου, ἡ ματωμένη ἀνεμώνα τοῦ Χαλκηδονίου Βοσπόρου, μεγαλομάρτυς Εὐφημία, ποὺ ἔπειτα ἀπὸ αἰῶνες θεοφορούμενης ἀγάπης στὸ μακάριο πέλαγος τῆς θείας σιγῆς, κράτησε στὴν ἀγκαλιά της, σὰν τὸ βρέφος, ποὺ δὲν ἀξιώθηκε νὰ γαλουχήσει, τοὺς κανόνες τῆς Πίστεως.

Ἡ ἀνύψωση τοῦ χοϊκοῦ σὲ θεϊκὸ μέγεθος καὶ ἡ κατάβαση τοῦ θεϊκοῦ στὰ ἀνθρώπινα μέτρα εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Χαλκηδονίου δόγματος, ἡ βελόνα στὴν πυξίδα τῆς Πίστεως, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινή μας πατρίδα. Ὁ ἀρχαϊκὸς τύπος τῆς θεολογικῆς ἀπόφανσης ἴσως νὰ φαίνεται ἀνεπίκαιρος στὴν σύγχρονη ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, σὲ ἕνα περιβάλλον καταιγισμοῦ πληροφοριῶν. Μπορεῖ νὰ ἰσχύει, ὅτι οἱ παλαιοὶ τύποι ἀποτυγχάνουν νὰ ἐντυπωσιάσουν τὸν σύγχρονο νοῦ. Ὡστόσο, ὅταν παύει νὰ μᾶς γοητεύει το «παρὰ θῖν᾽ ἁλὸς»[10] τοῦ Ὁμήρου, ὁ «ἦρος ἄγγελος»[11] τῆς Σαπφοῦς ἢ ὁ «ὕψους ἀνάσσων οὐρανῶν»[12] τοῦ Δαμασκηνοῦ, τὸ λάθος δὲν βρίσκεται στὴν ἀρχαϊκὴ ἔμπνευση, ἀλλὰ μᾶλλον στὸν «σύγχρονο νοῦ». Τὸ δόγμα δὲν εἶναι ἕνας τύπος αὐθαίρετα ἐπιβεβλημένος, μία μορφὴ «ἐργαστηριακῆς» θεολογίας. Εἶναι ἡ ἔκφραση -μὲ αἰώνια γόνιμο τρόπο- τῆς οὐσιαστικῆς πραγματικότητας τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἐν πίστει στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὁ Ὅρος τῆς Χαλκηδόνος δὲν ἦταν μιὰ αὐτονόητη μεταφυσικὴ δήλωση. Ἦταν μιὰ δογματικὴ ἀπόφανση, μιὰ ὁμολογία, μιὰ δήλωση πίστεως. Δὲν πρέπει νὰ ἀπομονώνεται ἀπὸ τὸ συνολικὸ ὅραμα τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς εὐσεβείας[13], ποὺ ὀφείλει νὰ συλλαμβάνεται δια τῆς πίστεως. Ἦταν ἕνα θεολογικὸ κλειδὶ τόσο γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Καινῆς Διαθήκης ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἡ ἴδια ἀνήκει σὲ αὐτὸ τὸ μυστήριο, ὄντας τὸ Σῶμα τοῦ Ἔνσαρκου Λόγου. Ἦταν, κατὰ μίαν ἔννοια, ἕνα θεολογικὸ τεῖχος γύρω ἀπὸ τὸ Μυστήριο. Ὁλόκληρο τὸ πνευματικὸ ὁπλοστάσιο, ποὺ χρησιμοποίησαν οἱ Πατέρες, εἶχε σκοπὸ νὰ ἐξυπηρετήσει ἕναν μόνον στόχο – νὰ τονίσει αὐτὸ τὸ μοναδικὸ καὶ καινὸ μυστήριο.

Δὲν εἶναι περίεργο, ποὺ ἡ θεολογική του περιγραφὴ εἶναι «λεπτὴ» καὶ «περίπλοκη». Δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ ἀποφύγει τὴν διαλεκτικὴ ἔνταση στὴν πιστοποίηση τοῦ μυστηρίου. Ἁπλότητα σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση θὰ σήμαινε ἀναπόφευκτα ἁπλούστευση καὶ ἀπώλεια τῆς οὐσίας. Τὸ μυστήριο τῆς Ἐνσάρκωσης δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ γίνει πλήρως κατανοητὸ ἀπὸ ἕναν πεπερασμένο νοῦ. Ἡ πίστη φέρνει φώτιση στὴν ἀνθρώπινη διάνοια. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ κινητήρια δύναμη ὅλης τῆς θεολογικῆς σπουδῆς. Ἡ ἀσαφὴς διατύπωση ἢ τὸ ἀκατάλληλο λεξιλόγιο μποροῦν νὰ συσκοτίσουν καὶ νὰ προδώσουν τὴν ἀλήθεια. Ἡ πρώιμη Ἐκκλησία εἶχε ἀπόλυτη ἀνάγκη ἀπὸ ἕνα ἐπαρκὲς λεξιλόγιο. Ἔπρεπε νὰ ἐπινοήσει νέους ὅρους γιὰ νὰ καταδείξει ὅτι «ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου» εἶναι «ὁ Υἱὸς τοῦ Ζῶντος Θεοῦ». Αὐτὸ ἦταν τὸ μεγάλο χριστολογικὸ ἐπίτευγμα τοῦ «Χρυσοῦ Αἰῶνος» τῆς Θεολογίας: ἡ ξεκάθαρη ἐπιβεβαίωση τῆς Θεότητας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνος διατήρησε τὴν ἰσορροπία μεταξὺ τῶν δύο φύσεων μὲ ἔμφαση στὴν ἑνότητα Θεότητας καὶ Ἀνθρωπότητας, δηλώνοντας, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἕνα Πρόσωπο μὲ δύο φύσεις χωρὶς σύγχυση, τροπή, διαίρεση ἢ ἀποκοπή. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο φύσεων δὲν καταργεῖται λόγῳ τῆς ἕνωσης, ἀλλὰ ἡ τελειότητα τῆς καθεμιᾶς διατηρεῖται, καὶ ἑνοῦνται σὲ ἕνα Πρόσωπο καὶ μία Ὑπόσταση.

Μὲ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν σοφία Του ὁ Θεὸς ἐπέλεξε νὰ ἀποκαλυφθεῖ καὶ νὰ μᾶς κάνει γνωστὸ τὸν σκοπὸ τοῦ θελήματός Του μέσῳ τοῦ Ἔνσαρκου Λόγου, προκειμένου οἱ ἄνθρωποι νὰ μποροῦν διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ μετέχουν τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τῆς Ὑπερουσίου Τριάδος. Μέσῳ αὐτῆς τῆς ἀποκάλυψης ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀφθονία τῆς ἀγάπης Του ἀπευθύνεται στοὺς ἀνθρώπους ὡς φίλος καὶ ζεῖ ἀνάμεσά τους, ὥστε νὰ τοὺς προσκαλέσει καὶ νὰ τοὺς φέρει σὲ κοινωνία μαζί Του. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ τόσο πολύ, ὥστε διακινδυνεύει νὰ συνομιλήσει μαζί μας καὶ νὰ μᾶς καλέσει σὲ μία σχέση μέσῳ τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ σὲ διάλογο μὲ τὸν ἄνθρωπο.

Τούτη ἡ ὕψιστη πράξη διαλόγου, ἡ ἐπανανοηματοδότηση τῆς ἔννοιάς του, θὰ πρέπει νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ προχωρήσουμε στὴν πρακτικὴ καὶ ρεαλιστικὴ κατανόηση τῆς φύσης καὶ τῶν δυνατοτήτων τῆς ἐν Λόγῳ ἀγάπης. Ὁ διάλογος πρέπει νὰ διασωθεῖ ἀπὸ τὴν ρομαντικὴ αἰσιοδοξία τῶν νεωτεριστῶν καὶ ἀπὸ τίς συναισθηματικὲς φαντασιώσεις ἐκείνων, ποὺ βρίσκουν τὴν οὐσία στὸ ἀτομικιστικὸ συναίσθημα καὶ βίωμα. Ὁ διάλογος τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος τοῦ Χριστοῦ δύναται νὰ ἔχει μόνον σωτηριολογικὴ προοπτική. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ βαθιὰ πεποίθηση καὶ συνείδηση, ὅτι εἶναι ὁ φορέας καὶ ὁ μάρτυρας τῆς Πίστεως καὶ τῆς Παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πιστεύει ἀκράδαντα, ὅτι κατέχει κεντρικὴ θέση σὲ θέματα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν προαγωγὴ τῆς χριστιανικῆς ἑνότητας στὸν σύγχρονο κόσμο. Στὴν πορεία τῆς ἱστορίας, γιὰ διάφορους λόγους καὶ μὲ διαφορετικοὺς τρόπους, ὑπῆρξαν πολλὲς καὶ σημαντικὲς ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν Παράδοση τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας. Ἔτσι, στὸν Χριστιανικὸ κόσμο προέκυψαν ἀποκλίνουσες ἀντιλήψεις γιὰ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεμελιώνει τὴν ἑνότητα στὸ γεγονός, ὅτι ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, στὴν κοινωνία μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ στὰ Ἱερὰ Μυστήρια. Αὐτὴ ἡ ἑνότητα ἐκδηλώνεται μὲ τὴν Ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ τὴν Πατερικὴ Παράδοση, ποὺ ζεῖ καὶ θὰ ζεῖ ἐν Αὐτῇ μέχρι τερμάτων αἰῶνος.

Ζώντας μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκφράζει, σὲ κάθε ἐποχή, τὸ θεϊκὸ φῶς πρὸς ὁποιαδήποτε κατεύθυνση καὶ μὲ ὅποιον τρόπο θελήσει τὸ Πνεῦμα. Τοῦτο σημαίνει στὸν παρόντα χρόνο, ὅτι μεριμνᾶ νὰ διαφυλάξει ἀβλαβῆ, ἑνωμένη καὶ ἄφθορη τὴν οἰκογένεια τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ποὺ συγκροτοῦν τὴν Μία Ἐκκλησία, μετέχοντας τοῦ κοινοῦ ποτηρίου τῆς Εὐχαριστίας καὶ τηρώντας ἀπαραχάρακτη τὴν δογματικὴ παρακαταθήκη τῆς Πίστεως. Τὸ πρωτεύθυνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως θεμελιώθηκε στὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος διὰ τοῦ 28ου Κανόνος καὶ ἀποτελεῖ τὴν ἰσχυρότερη ἰεροκανονικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ παρακαταθήκη της. Τόσο γιὰ τοὺς πρεσβυγενεῖς Θρόνους τῆς Ἀνατολῆς ὅσο καὶ γιὰ τίς θυγατέρες καὶ ἀδελφὲς Ἐκκλησίες, ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὰ σπλάχνα Της, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀποτέλεσε καὶ θὰ ἀποτελεῖ ἐσαεὶ τὴν ἀσφαλῆ μητρικὴ καὶ ἀδελφικὴ καταφυγή, τὸ πνευματικὸ ἰατρεῖο κάθε προβλήματος, τὴν σκέπη προστασίας καὶ τὸ κριτήριον τῆς εὐσπλαγχνίας. Οἱ πρόσκαιρες προστριβὲς χρειάζεται νὰ λύονται καὶ νὰ συγχωροῦνται ἄμεσα, πρὶν ὁ χρόνος παγιώσει τὴν πικρία στὶς καρδιὲς τῶν ἀδελφῶν. Ὁτιδήποτε δὲν ἀποτελεῖ δογματικὴ συνθήκη εἶναι ἐπιλύσιμο, ὅπως μᾶς ἔχει διδάξει ἡ πείρα τῶν αἰώνων. Οἱ λόγοι παραπικρασμοῦ ἂς μεταβληθοῦν σὲ πράξεις ἀγάπης καὶ οἰκοδομῆς. Ἔχουμε τὸ παράδειγμα τῶν Ἀποστόλων, τὴν διαδοχὴ τῶν ὁποίων φέρουμε ὡς σθένος μαρτυρίου καὶ μαρτυρίας.

Ἀποστολὴ καὶ καθῆκον μας εἶναι νὰ μεταδώσουμε, σὲ ὅλη της τὴν πληρότητα, τὴν ἀλήθεια ποὺ περιέχεται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση, τὴν ἀλήθεια ποὺ δίδει στὴν Ἐκκλησία τὸν οἰκουμενικὸ χαρακτῆρα Της. Γραφὴ καὶ Παράδοση δὲν εἶναι δύο πηγὲς ἀποκάλυψης ἀλλὰ ἀλληλένδετοι τρόποι μετάδοσης τοῦ μηνύματος τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Ὑπάρχει μόνον μία Ἀποκάλυψη – ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ – ποὺ ἔχει διακηρυχθεῖ διὰ τῶν Προφητῶν, ἐνσαρκώθηκε στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐνεγράφη στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ ζεῖ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, στὰ γεγονότα τῆς ἱστορίας σὲ ὅλες τίς ἐποχές, ἕως τίς μέρες μας. Ἡ εὐθύνη μας, καθὼς καὶ ἡ οἰκουμενικὴ ἀποστολή μας γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφράστηκαν ἀπὸ τίς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Σ’ αὐτές, ἰδιαίτερα, τονίστηκε ὁ ἄρρηκτος δεσμός, ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς ἀληθινῆς πίστεως καὶ τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πάντα προσπαθεῖ νὰ φέρει τίς Χριστιανικὲς Ὁμολογίες σ’ ἕναν κοινὸ τόπο μὲ στόχο τὴν ἀναζήτηση τῆς χαμένης ἑνότητας τῶν Χριστιανῶν, ὥστε ὅλοι νὰ φτάσουν στὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως. Ὁ χρόνος δὲν μᾶς καταβάλει, οὔτε οἱ κόποι, διότι γνωρίζουμε, ὅτι Θεοῦ παρόντος ἅπαν ἄπορον πόριμον[14].

Στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἔχουμε ἐντονότερη ἀπὸ ὅλους τὴν πικρία τῶν ἀποτυχημένων προσπαθειῶν διαλλαγῆς, ὅταν ἡ Χριστιανικὴ Αὐτοκρατορία τῆς Ἀνατολῆς εὑρέθη σὲ πολιτικὴ ἀδυναμία. Ἀκόμη, ὅμως, καὶ στὶς πιὸ δύσκολες στιγμὲς τοῦ Γένους τῶν Χριστιανῶν τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα τῆς πιστεύουσας κοινότητας παρέμεινε ρωμαλέο. Γιὰ κάθε Σύνοδο τῆς Λυῶνος ἡ Ὀρθοδοξία γεννᾷ ἕναν Γρηγόριο Παλαμᾶ, γιὰ κάθε Φερράρα-Φλωρεντία ἕναν Μάρκο Εὐγενικό. Στοὺς σημερινοὺς καιροὺς οἱ φύλακες τῶν τιμαλφῶν τῆς Πίστεως παραμένουν ἄγρυπνοι. Ὁ Πρῶτος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ χριστοτερπῶς ποιμαίνων τὴν Κωνσταντινουπολίτιδα Ἐκκλησία, Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὁ ὁραματιστής, ὁ δίκαιος, ὁ φιλάγιος καὶ τῆς Κανονικῆς Παραδόσεως ἐγκρατέστατος θεράπων καὶ ἑρμηνευτής, μεριμνᾶ γιὰ τὴν κραταίωση τῆς Ὀρθοδόξου μαρτυρίας καὶ αὐξάνει τὴν παρακαταθήκη. Εἶμαι εὐτυχής, διότι σὲ ὅλη τὴν πορεία τοῦ σύγχρονου διαχριστιανικοῦ διαλόγου δὲν ὑπῆρξαν ριψάσπιδες καὶ μηδίσαντες ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Ὀρθοδόξων. Ἴσως, σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις παρατηρήθηκαν ὑπερβάλλων ἐνθουσιασμὸς καὶ ζῆλος, ἀλλὰ ποτὲ προδοσία. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν θὰ ζήσει ἄλλη Φερράρα· στῶμεν καλῶς.

* * *

Καθὼς τὸ μελιχρὸ φῶς τῆς Σελήνης ἀποκαθιστᾶ τρυφερὰ τὴν Ἀττικὴ στὴν ὀνειρική της διάσταση, ἀντὶ γιὰ τὰ ὑλικὰ τῆς σκηνῆς μου, βρίσκω τὴν σκόνη τῶν αἰώνων. Ἴσως αὐτὴ ἡ σκόνη νὰ ἔπεσε στὰ κενὰ τῶν στοχασμῶν σας. Γιατί τὸ μόνο ποὺ ἔμαθα ἕως τὰ τώρα εἶναι νὰ σκάβω ἀκατάπαυστα τὸ φῶς. Θαρρῶ ὅτι τὸ Τμῆμα Κοινωνικῆς Θεολογίας καὶ Θρησκειολογίας μὲ τὴν ἀποψινὴ τιμή, ποὺ ἀποφάσισε, θέλησε νὰ μοῦ ἀπευθύνει ἐκεῖνο τὸ παλαιὸ ἐπίγραμμα, ποὺ διασώζεται σὲ ἕνα ἑλληνιστικὸ ἐπιτύμβιο: οἱ σύμψυχοί σου λέγουσιν εὐψύχει.

Κύριε Πρύτανη,

Ἔδοξε ὑμῖν καὶ τῇ συγκλήτῳ, ὡς τὸ ἀρχαιότερο πνευματικὸ καθίδρυμα τῆς Ἑλλάδος, νὰ ἀποδώσετε τιμὴ στὸ πρόσωπό μου. Τὴν ἀποδέχομαι μὲ συγκίνηση καὶ εὐχαριστῶ ἐσᾶς καὶ τὸν Καθηγητὴ κ. Καραγεωργούδη γιὰ τοὺς λόγους εὐαισθησίας καὶ κατανόησης, τὸ «ἄδοξον εὖχος»[15], ποὺ εὐτυχῶς περιέγραψε τὴν σκιά μου καὶ ὄχι τὸ δέμας μου. Ὀφείλω, συνάμα, εὐχαριστίες σὲ δύο ἀκόμη Καθηγητές, ποὺ εἶχαν τὴν πρωτοβουλία τῆς προτάσεως, τὴν κυρία Κομνηνοῦ καὶ τὸν κύριο Λιανό-Λιάντη· μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω[16].

Τὴν ἐσχάτην παραβολὴν γιὰ τὸν κρείττονα. Ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τῆς λευιτικῆς μου πορείας μὲ φώτιζε σὰν ἥλιος συμπυκνωμένης ἀγάπης ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος. Ὅ,τι καλὸ μὲ ἀξίωσε ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος νὰ ἐπιτύχω ἐνεργήθηκε μέσῳ τοῦ Σεπτοῦ Προσώπου Του. Αὐτὸς εἶναι ὁ ὁδηγὸς τῆς διανοίας μου «μέσα στὰ ἄγρια ρουμάνια τῆς Ὀρθοδοξίας»[17], ὁ πνευματικὸς διδάσκαλος, ὁ ἐμπνευστὴς καὶ τὸ ζωηφόρον σέλας τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς μου· «Κ᾿ ἐπότισέ μου τὴν ψυχὴ ποὺ χόρτασεν ἀμέσως»[18].

Ἀγαπητοὶ φίλοι,

«Γεννήθηκα ἀνάμεσα σὲ νησιά, νησὶ κι ἐγὼ, πρόσκαιρα ἀναδυόμενο, ὅσο νὰ δῶ ἕνα φῶς, κι αὐτὸ σὰν πέτρα, καὶ πάλι νὰ βουλιάξω. Τὰ βουνα ἦρθαν ἀργότερα. Τὰ διάλεξα. Ἔπρεπε κάπως νὰ συμμεριστῶ τὸ βάρος, ποὺ αἰῶνες πλάκωνε τὸν τόπο»[19].

Αὐτὴ ἡ βιογραφικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ποιητῆ εἶναι ἡ μόνη ποὺ εἰρηνεύει τὴν ψυχή μου. Εἰσήλθατε λαμπαδηφόροι, ἴσως γιὰ νὰ ἀντικρύσετε κάποιο θαῦμα. Σᾶς εὐχαριστῶ ἀπὸ καρδιᾶς γιὰ τίς μεγάλες προσδοκίες σας. Τὸ μόνο θαῦμα ποὺ μπορῶ νὰ σᾶς ἀναγγείλω εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ δικαίωση τοῦ Ἕλληνος λόγου. Δὲν εἶναι λίγο, γιατί στὴν δική μου ἰδανικὴ Πολιτεία κυβερνοῦν οἱ ποιητές.

Σᾶς εὐχαριστῶ


[1] Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματεῖς, 1.23.

[2] Ἰω 1:14.

[3] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Τὰ Δημόσια καὶ τὰ Ἰδιωτικά, Ἀθήνα 1997, σ. 11.

[4] Α΄ Κορ 8:11.

[5] Ἀββᾶ Δωροθέου, Ἔργα Ἀσκητικά, Ἀθήνα 1983, σ. 201.

[6] Γενναδίου Σχολαρίου, Dialogus Christiani cum Iudaeo, Lipsiae 1893, σ. 30.

[7] Κοντάκιο τῆς Μεγάλης Τετάρτης τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ του Μελῳδοῦ.

[8] Ἀριστοτέλης, Μεταφυσικά, 1039a, 9-10.

[9] Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Λόγος ΚΓ’, Εἰρηνικός γ΄ εἰς τὴν σύμβασιν ἥν μετὰ τὴν σύστασιν ἐποιησάμεθα οἱ ὁμόδοξοι, PG 35, 1164.

[10] Ὅμηρος, Ἰλιάς, Α΄ 316.

[11] Σαπφώ, απ. 136 Lobel-Page.

[12] Ὠδὴ Γ΄ Ἰαμβικοῦ Κανόνος τῶν Χριστουγέννων τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ.

[13] Α΄ Τιμ 3:16.

[14] Συνέσιος Κηρυναῖος, Ἐπιστολὴ ΡΛΘ΄, PG 66, 1529.

[15] Ὠδὴ Η΄ Ἰαμβικοῦ Κανόνος τῶν Χριστουγέννων τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ.

[16] Α΄ Τιμ 4:12.

[17] Νίκος Ἐγγονόπουλος, Ὄρνεον 1748 (ἑρμηνεία τῶν ζωγράφων), ἀπὸ τὴν συλλογὴ Ἡ Ἐπιστροφὴ τῶν Πουλιῶν.

[18] Διονύσιος Σολωμός, Οἱ Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Β΄.

[19] Τίτος Πατρίκιος, Τὰ Βουνά, ἀπὸ τὴν συλλογὴ Προαιρετικὴ Στάση.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ