Του Δρ. Συμεών Σολταρίδη
Ιστορία
Η πρόσφατη απόφαση της Υπηρεσίας Προστασίας Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού της Τουρκίας, η οποία ενέκρινε τα σχέδια αναστήλωσης του σχολικού κτιρίου του Ορφανοτροφείου, και η αδειοδότηση της αποκατάστασης του κτιρίου, που είναι παράρτημα του Ιδρύματος, χαροποίησε την Ομογένεια και δικαίωσε όλους όσους αγωνίστηκαν για τον σκοπό αυτό παρά τα εμπόδια τα οποία υπήρξαν στο παρελθόν.
Αυτή η άδεια έδωσε το έναυσμα για μια ιστορική ανασκόπηση γύρω από το Ίδρυμα αλλά κυρίως το σχολείο και τα βιώματα που είχαν μαθητές που σπούδασαν σε αυτό καθώς και εκπαιδευτικοί που εργάστηκαν εδώ.
Σκοπός της αρθρογραφίας που θα αναπτυχθεί σε τρεις συνέχειες είναι να γνωρίσει το κοινό εν συντομία την ιστορία αυτών των Ιδρυμάτων αγάπης της Πόλης.
Ιστορία των Ορφανοτροφείων
Μικρά Ορφανοτροφεία υπήρχαν διάσπαρτα σε όλη την Πόλη από το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αι.. Κατά συνοικία ή και ακόμη κατά Κοινότητες και περιοχές. Για την ίδρυση τους μέσα στην Ομογένεια έπαιξαν ρόλο οι πόλεμοι, όπως Κριμαϊκός και οι Βαλκανικοί. Επίσης το γεγονός ότι Ρωμιοί Ορθόδοξοι από πολλές περιοχές της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για λόγους βιοποριστικούς εγκαθίσταντο στην Πόλη. Τα ιδρύματα αυτά διέθεταν «παραμάνες» ή «τροφούς » ή «θηλάστρες».
Ένα τέτοιο σημαντικό Ίδρυμα ήταν με επίκεντρο την Παναγία των Εισοδίων Σταυροδρομίου «τα Ορφανά της Παναγίας», που ιδρύθηκε το 1837 και διοικούνταν από την Κεντρική Εφορεία της Κοινότητας. Το 1904 στον Κανονισμό «της εν Σταυροδρομίω Αδελφότητος Τα Ορφανά της Παναγίας», τον οποίο παραθέτει ο Μητροπολίτης Μύρων κ. Χρυσόστομος στο πόνημά του «τα Έκθετα», που εκδόθηκε το 2018 στο άρθρο 1, γράφει «Συνιστάται εν Σταυροδρομίω Αδελφότης υπό τον τίτλον «Τα Ορφανά της Παναγίας», σκοπούσα την περίθαλψιν και συντήρισιν των εν τη περιφερεία του Σταυροδρομίου βρεφών, άτινα αγνώστων όντα γονέων εγκαταλείπονται λάθρα εις τους Ναούς της ενορίας και τους περιβόλους αυτών».
Αργότερα ιδρύθηκε η Φιλόπτωχος Αδελφότητα Κυριών του Πέρα που ασχολήθηκε με αυτά. Σκοπός της ίδρυσης της Αδελφότητας βάσει του Κανονισμού του 1895 είναι «η αρωγή των εν τη περιφερεία Σταυροδρομίου πτωχών και πένητων» ενώ στο άρθρο γ΄ σημειώνεται «δια παροχής βοηθημάτων αναλόγως των πόρων της Αδελφότητος , εις ανηλίκους, ορφανούς, χήρας, γέροντας, και τους μη δυναμένους να εργασθώσιν αναπήρους».
Μετά πάροδο ετών από την Παναγία τα μεν αγόρια στέλνονταν στο Ορφανοτροφείο του Βαλουκλή και στην Πρίγκηπο. Ενώ τα κορίτσια, όπως σημειώνει ο Μητροπολίτης Μύρων κ. Χρυσόστομος, «σε οικογένειες επιλεγόμενες για το ήθος τους όπου συνήθως έμεναν, είτε αποκαθιστάμενα είτε γερνούσαν στα σπίτια φιλοξενίας των όπου υπηρετούσαν μια ζωή ως παραδουλεύτρες».
Ίδρυμα Βαλουκλή -Πριγκήπου
Ο πρώτος ιδρυτής των Ορφανοτροφείων στην Πόλη ήταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γερμανός ο Δ΄, ο οποίος ολοκλήρωσε τις εργασίες για την ανοικοδόμηση του τότε υπάρχοντος ακινήτου στην περιοχή του Επταπυργίου, που από το 1853πλέον λειτουργούσε ως Ορφανοτροφείο με σκοπό «να διασώσει και προφυλάξει τα ορφανά και απόκληρα παιδιά της Ομογένειας». Το 1882 οι τρόφιμοι ήταν 150 και φοιτούσαν σε σχολείο με τρεις τάξεις και παρακολουθούσαν μαθήματα ραπτικής, υποδηματοποιίας και κηπουρικής. Ο σεισμός όμως του 1894 το κατέστρεψε. Τότε αποφασίστηκε να μεταφερθεί στο κτίριο του Γηροκομείου από το οποίο οι τρόφιμοι είχαν μεταφερθεί στο Νοσοκομείο Βαλουκλή. Με προσπάθειες είχε ανεγερθεί σε διόροφο κτίριο, όπου το 1901 ζούσαν 150 ορφανά.
Όταν ο Ανδρέας Συγγρός επισκέφθηκε τα ορφανά και είδε τις απαράδεκτες εγκαταστάσεις που διέμεναn, υποσχέθηκε την ανέγερση νέου οικήματος οπότε και κληροδότησε την δημιουργία με 15.000 Οθωμανικές χρυσές λίρες.
Όρος απαράβατος η ανέγερσή του μακράν του Επταπυργίου και όπως σημειώνει ο Ιωάννης Σιδηράς όπως «το νέον Ορφανοτροφείον μεταφερθή μακράν του εθνικού νοσοκομείου, διότι εθεώρει την ανίδρυσίν του εν Επταπυργίω ως επιβλαβή δια τα ορφανά μας υπό πάσαν άποψιν».
Το όνειρο πραγματοποιήθηκε επί Πατριαρχίας του Ιωακείμ του Γ΄, ο οποίος αγόρασε τίτλους κυριότητας και έγινε η μεταγραφή της πράξης στο όνομα του Οικουμενικού Πατριαρχείου του ξύλινου κτιρίου στην Πρίγκηπο δίπλα στη Μονή του Χριστού. Αρωγός υπήρξε η Ελένη Ζαρίφη, σύζυγος Γεωργίου, η οποία αγόρασε το ξενοδοχείο που ανήκε στην εταιρεία Sosiete des Grand Hotels Europeens με Πρόεδρο τον Μωρίς Μποσδάρι αντί 3.700 χρυσών λιρών. Το ακίνητο βγήκε προς πώληση αφού ο Σουλτάνος δεν έδωσε άδεια να χρησιμοποιηθεί για τουριστικούς λόγους αρνούμενος τη δημιουργία καζίνου.
Το 1902 εκδόθηκε Αυτοκρατορικό Διάταγμα που «επέτρεπε να εγκατασταθεί το Ορφανοτροφείο εις Πρίγκηπον, πράγμα το οποίον αναφέρεται και εις τον τίτλον ιδιοκτησίας»
Έτσι στις 21 Μαίου του 1903 το μεγαλοπρεπές οίκημα δέχθηκε τους πρώτους οικοτρόφους-υποτρόφους άρρενες τρόφιμους . Ορφανά από έναν γονιό, από δύο γονιούς, προσφυγόπουλα και παιδιά των οποίων οι γονείς έδιναν κάποια «δίδακτρα» .
Ο Γενικός Κανονισμός του εν Πριγκήπω Εθνικού Ορφανοτροφείου του 1903
Όπως παραθέτει ο Μητροπολίτης Μύρων κ.Χρυσόστομος στον Θ΄τόμο του έργου του «Και ο λόγος περί Κανονισμών», αυτός ο κανονισμός υποβλήθηκε στις δύο συνεδριάσεις των δύο σωμάτων στις 4 Ιουλίου και 2 Αυγούστου 1903 και αφού επικυρώθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κυρό Ιωακείμ τέθηκε σε ενέργεια.
Ο σκοπός του Ιδρύματος αναγράφεται στο Α΄Κεφάλαιο στο άρθρο 1. Γράφει: «Το εν Επταπυργίω τέως υφιστάμενον Εθνικόν Ορφανοτροφείον , μετατεθέν εσχάτως, αποφάσει των δύο Διοικητικών της Εκκλησίας Σωμάτων και υψηλή Αυτοκρατορική επινεύσει, εις το εν Πριγκήπω παρά την Μονήν του Χριστού κτίριον «Πρίγκηπο Παλάς», χειραφετείται από της Εφορίας των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων, τη συγκατεθέση αυτής και αποτελεί χωριστόν ίδρυμα διοικούμενον υπό ιδίας Εφορίας. Σκοπός του Εθνικού τούτου Ορφανοτροφείου είναι η εν αυτώ εγκατάστασις διατροφή και θρησκευτική ηθική, πνευματική και επαγγελματική μόρφωσις των εξ Επταπυργίου προσληφθέντων 140 ορφανών και των από τούδε, συμφώνως τω παρόντι Κανονισμώ προσληφθισομένων».
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο «Κανονισμός της εσωτερικής λειτουργίας του εν Πριγκήπω Εθνικού Ορφανοτροφείου» όπως τον καταγράφει ο Μητροπολίτης Μύρων κ.Χρυσόστομος στο ίδιο έργο του.
Το πρόγραμμα των μαθητών του σχολείου σύμφωνα με τον κανονισμό διαμορφωνόταν ως εξής:
«8 η ώρα τα ορφανά μπαίνουν στο διδακτήριο. Κατά το πρόγραμμα της σχολής οι τέσσερις κατώτερες τάξεις διδάκονται 5-6 ώρες , οι δε δύο τελευταίες ( Ε+ ΣΤ) που συμπληρώνουν το 12 ο έτος ηλικίας στις 09.00 πηγαίνουν στα τεχνουργεία , ασχολούνται με τις τέχνες, κάνουν μαθήματα θεωρητικά μόνο 2 ώρες , που γίνονται από τις 07.00 μέχρι τις 09.00
Μεσημεριανό στις 12.00. Μετά το φαγητό σχολείο μέχρι τις 17.00
Στις 17.00 σπουδαστήριο μέχρι τις 19.00. Στις 19.00 βραδινό και στις 20.00 ύπνος» .
Όσον αφορά το διδακτικό προσωπικό, προβλεπόταν ότι:
Οι δάσκαλοι του Ορφανοτροφείου υπάγονται στην άμεση εποπτεία του Διευθυντή, καθήκον τους δε πρώτιστο είναι η διαπαιδαγώγηση των ορφανών και η διδασκαλία αυτών προς τα γράμματα.
Ιστορία Ορφανοτροφείου Θηλέων
Στο μεταξύ το 1905, ο μεγάλος ευεργέτης Καππαδόκης από την Μουταλάσκη και Κωνσταντινοπολίτης, ο Συμεών Σινιόσογλου, με επιστολή του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ΄ ενημερώνει το Φανάρι ότι επιχορηγεί με 10.000 Οθωμανικές χρυσές λίρες την ίδρυση Ορφανοτροφείου Θηλέων που θα φέρει την ονομασία του. Το Ορφανοτροφείο θα χτιζόταν στο οροπέδιο του νησιού Πρώτη στην Μονή του Χριστού, στην Μονή της Μεταμορφώσεως που ανάγεται στην βυζαντινή εποχή.
Κάτι που κάνει τον Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο να τον ευχαριστήσουν εγγράφως και να αποδεχθούν το αίτημα του. Συγκεκριμένα στις 23/6 Ιουλίου 1905 σε επιστολή του σημειώνει «την ίδρυση και συντήρηση Ορφανοτροφείου θηλέων , που στο εξής θα ονομάζονταν Ορφανοτροφείον των Θηλέων της Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητος Συμεών Σινιόσογλου».Χαρακτηρίστηκε δε λόγω των φιλανθρωπικών του προσφορών «ευεργέτης των ορφανών».
Κανονισμός του εν τη νήσω Πρώτη Εθνικού Ορφανοτροφείου των Θηλέων Συμεών Σινιόσογλου
Ο Μητροπολίτης Μύρων κ. Χρυσόστομος στον τόμο Θ΄του έργου του παραθέτει τον Κανονισμό του παρόντος Ορφανοτροφείου , κεφάλαιο Α΄, Άρθρο 1 και σημειώνει ότι «ιδρύεται εν τη νήσω Πρώτη «Εθνικόν Ορφανοτροφείον των Θηλέων , Συμεών Σινιόσογλου» από του ιδρυτού επωνυμούμενον. Ούτω και η σφραγίς αυτού φέρει την επιγραφήν « Εθνικόν Ορφανοτροφείον των Θηλέων Συμεών Σινιόσογλου» και το έτος της ιδρύσεως μετά της εικόνος του Σωτήρος εν τω μέσω. Εορτή δ΄αυτού ορίζεται η 8η Σεπτεμβρίου».
Η Λήδα Ιστικοπούλου στην μελέτη της με τίτλο «Συμεών Σινιόσογλου – Ο Μουταλασκηνός και Κωνσταντινουπολίτης» που δημοσιεύθηκε στον τόμο του 2003 του περιοδικού «Παρνασσός», γράφει ότι για το έργο του αυτό ο Μητροπολίτης Καισαρείας Ιωάννης έγραψε «απελπισθείς και προαισθανόμενος το μοιραίον τέλος κατέλιπεν ιεράν περί των Ορφανοτροφείων παραγγελίαν, ονομάσας προστάτην του λοιπού και πατέρα των Ορφανών τον μέγαν των Ορφανοτροφείων ευεργέτην, εξοχώτατον Συμεωνάκην Σινιόσογλου».
Από το 1915 αρχίζει η «περιπλάνηση» του Ορφανοτροφείου αφού το κτίριο επιτάχτηκε από τις αρχές λόγω του πολέμου για να εγκατασταθεί η Στρατιωτική Σχολή Κούλελι. Αργότερα Γερμανοί στρατιώτες, μετά Ρώσοι πρόσφυγες, οι λεγόμενοι « Λευκοί Ρώσοι», οι οποίοι και προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στο κτίριο. Τότε τα παιδιά μεταφέρθηκαν στην Ελληνική Εμπορική Σχολή Χάλκης και αργότερα στην Θεολογική Σχολή Χάλκης.
Κανονισμός του Ορφανοτροφείου της Πριγκήπου και της Εθνικής Στέγης Θηλέων Χάλκης
Το 1921 Ο Αναπληρωτής Τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου Μητροπολίτης Καισαρείας Κυρός Νικόλαος υπογράφει τον Κανονισμό «του εν Πριγκήπω Εθνικού Ορφανοτροφείου «Αρρένων» και της εν Χάλκη Εθνικής Στέγης «Θηλέων». Τον Κανονισμό παραθέτει ο Μητροπολίτης Μύρων κ. Χρυσόστομος στο ίδιο έργο του στον τόμο Θ΄. Σημειώνει τον σκοπό : «Το παρά την Μονήν του Χριστού εν Πριγκήπω και εν ιδιοκτήτω κτιρίω …..υφιστάμενον και λειτουργούν Εθνικόν Ορφανοτροφείον των Αρρένων συνενωθέν υπό όρους μετά της εν αυτώ και της εν Χάλκη λειτουργούσης Εθνικής Στέγης , δυνάμει των υπό ημερομηνίαν 9 Οκτωβρίου 1920 και 29 Ιανουαρίου 1921 αποφάσεων του Δ.Ε.Μ. Συμβουλίου σκοπεί την περίθαλψιν , ως και την θρησκευτικήν, ηθικήν, πνευματικήν και επαγγελματικήν μόρφωσιν απόρων ομογενών ορφανών».
Η ταλαιπωρία όμως ήταν επώδυνη και για τα κορίτσια της Πρώτης αφού επιτάχθηκε και το δικό τους Ορφανοτροφείο. Τότε αποφασίσθηκε να μεταφερθούν μέχρι το 1927 στα Φιλανθρωπικά Καταστήματα Βαλουκλή και στην συνέχεια στην Ελληνική Εμπορική Σχολή Χάλκης. Η ταλαιπωρία των παιδιών έληξε το 1942, όταν επέστρεψαν όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, στην Πρίγκηπο, στο «σπίτι» τους.
Για την ιστορία, μετά την απαγόρευση της λειτουργίας από τις αρχές του Ορφανοτροφείου της Πριγκήπου το 1964, όπως είναι γνωστό, τα παιδιά μεταφέρθηκαν σε κάποια μοναστήρια. Στην Μονή του Χριστού, δίπλα στο Ορφανοτροφείο, που ανάγεται στην βυζαντινή εποχή και αναφέρεται στην εποχή του Μανουήλ Κομνηνού του Α΄ τα κορίτσια και στην Μονή του Αγίου Νικολάου που βρίσκεται κάτω από τον Άγιο Γεώργιο τον Κουδουνά και απέναντι από την Αντιρρόβυθο τα αγόρια.
Συνένωση των Ορφανοτροφείων Πριγκήπου και Χάλκης
Το 1942 ενώνονται τα δύο Ορφανοτροφεία Πριγκήπου και Χάλκης που είχε ιδρυθεί το 1919 και φιλοξενούσε κορίτσια. Αναφέρει ο Άρης Κυριαζής, ο οποίος δημοσιεύει στο προσωπικό του αρχείο τον «Κανονισμό και τον Κανονισμό της Εσωτερικής Λειτουργίας του Ορφανοτροφείου της Πριγκήπου «αρρένων» και του Ορφανοτροφείου της Χάλκης «θηλέων».
Σχετικά με τον σκοπό συνένωσης στο άρθρο 1 γίνεται γνωστό ότι «στο «συνενωθέν» Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου με την Εθνική Στέγη της Χάλκης δυνάμει των υπό ημερομηνίας 9 Οκτωβρίου 1920 και 29 Ιανουαρίου 1921, σκοπεί την περίθαλψην, ως και την θρησκευτικήν, ηθικήν, πνευματικήν και επαγγελματικήν μόρφωσην απόρων ομογενών ορφανών». Στο άρθρο 2, σημειώνεται «Το τμήμα « Θηλέων της Εθνικής Στέγης» που παραμένει στην Χάλκη που είναι εξάρτημα του Εθνικού Ορφανοτροφείου που είναι διοικητικά και οικονομικά ενωμένο ονομάζετε «Εθνική Στέγη Θηλέων».
O Χρήστος Μαυροφρύδης, σημειώνει ότι από το 1942 κατοικούν κάτω από την ίδια στέγη αγόρια και κορίτσια , ότι από το 1919 έως το 1942 στο Ορφανοτροφείο θηλέων στην Χάλκη φοίτησαν 2.342 ενώ στο Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου από την χρονιά ίδρυσης του, το 1903 μέχρι το 1958 φοίτησαν 5.744 παιδιά. Στο ίδιο διάστημα τα δύο Ιδρύματα «ανέθρεψαν 9.068 άπορα και απόκληρα ορφανά». Οι εγκαταστάσεις του σχολείου που ήταν στον περίβολο του Ιδρύματος βρίσκονταν περίπου 500 μέτρα από το κεντρικό κτίριο. Είναι χαρακτηριστικό πως κατασκευάστηκε εσωτερικός περίβολος που διαχώριζε το χώρο του σχολείου από αυτόν του κτιρίου του Ορφανοτροφείου. Υπήρχαν δε αυλόπορτες ώστε τα παιδιά να αισθάνονται ότι φοιτούν σε άλλο χώρο και όχι στον τόπο διαμονής τους.
Σχετικά με το παλαιό σχολικό κτίριο του Ορφανοτροφείου των 13 δωματίων και την ανανέωση του, γράφει η Μαρίκα Χάτσου, που υπήρξε τελευταία διευθύντρια του σχολείου στο πόνημα της «Η πορεία και το τέλος του Εθνικού Ορφανοτροφείου» ότι «ο φιλογενής Ευεργέτης Κυριάκος Παμούκογλου ανέλαβε την αναγκαία δαπάνη για να αποκτήσει το Ορφανοτροφείο σγχρονισμένο σχολείο, ανακαινίζοντας από τα θεμέλια το άχρηστο, ξύλινο, παλαιό κτίριο το οποίο βρισκόταν στον περίβολο του ιδρύματος» και το οποίο « άρχισε να λειτουργεί το 1959».
Παίρνοντας η Ομογένεια αφορμή από τις ελευθερίες που παρείχαν τα διατάγματα Χάττι Σερίφ και Χάττι Χουμαγιούν ιδρύθηκαν σχολεία βασιζόμενοι στο σκεπτικό ότι «σκοπός της Ελληνικής Ομογενειακής παιδείας στην Κωνσταντινούπολη είναι η διατήρηση της ιδιαιτερότητας που έχει σχέση με την ομογενειακή ταυτότητα. Ο τρόπος με το οποίο επιτυγχάνεται αυτό είναι η διδασκαλία, η καλλιέργεια και η διάδοση και διάσωση της γλώσσας». Μεταξύ των πολλών εκπαιδευτηρίων ήταν και του Ορφανοτροφείου της Πριγκήπου.
Από πηγές μαθαίνουμε ότι στο Εθνικό πλέον Ορφανοτροφείο λειτουργούσε αστική σχολή έξι τάξεων που κατά το πρόγραμμα που καταρτίστηκε στο Φανάρι «επιδίωκε την διάπλαση του ήθους των ορφανών και την διαμόρφωση ηθικού χαρακτήρα, την απόκτηση πρακτικών γνώσεων για την περεταίρω ζωή τους».
«Περί της εκπαιδεύσεως των Ορφανών»
«Το Ορφανοτροφείον παρέχει εις τα ορφανά την συνήθη πρώτην αστικήν παίδευσιν ήτις τείνει εις άρτιαν μεν θρησκευτικήν εν τη πίστη ημών μόρφωσιν, την απόκτησιν δε γνώσεων της νεοελληνικής, πραγματολογίας, γεωγραφίας, ιστορίας, μαθηματικών, φυσικών, ανθρωπολογίας και φυσιολογίας».
«Η παίδευσις της ελληνικής γλώσσας θα περιορίζεται στην ορθή ανάγνωση, χρήση και γραφή της καθομιλουμένης, ενώ απαγορεύονται τα αρχαία κείμενα και η γραμματική αυτής. Γενική Ιστορία και γεωγραφία στοιχειωδώς, ειδικώς η γεωγραφία και η ιστορία των νεότερων χρόνων Ελλάδας και Τουρκίας. Τα μαθηματικά πρακτικά ως προς την εφαρμογή τους στο εμπόριο , τέχνες, βιομηχανία. Στοιχειώδεις γνώσεις στις ανθρωπολογικές και φυσιολογικές σπουδές. Από το πρώτο έτος θα διδάσκονται ιχνογραφία ,ζωγραφική, μουσική και μηχανική» .
Σχετικά με τα τεχνικά και επαγγελματικά διδάσκονταν «Μουσική εκκλησιαστική, φωνητική και οργανική, λεπτουργική και επιπλοποιία, σιδηρουργική, υποδηματοποιία, ραπτική, βαφική και τοιχογραφία, γεωπονία, οινοποιία, δενδροκομία και μελισσοτροφία, ανθοκομία και σηροτροφία».
Έτσι συνενώθηκαν τα Ορφανοτροφεία Πριγκήπου και Χάλκης το οποίο από πολύ νωρίς και για κάποιο διάστημα είχε δεχθεί τα κορίτσια του «Ορφανοτροφείου Συμεών Σινιόσογλου» τα οποία το 1927 μετέβησαν στο Ίδρυμα Βαλουκλή. Τελικά ενώθηκαν το 1942 στο Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου .
Ξεκινά λοιπόν μια νέα εποχή για το Ρωμαίικο Σχολείο του Ορφανοτροφείου.