Του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη
Είναι άξιο παρατηρήσεως ένα σημαντικό γεγονός που συνέβη στην Εκκλησία της Ρωσίας όταν έπαυσε να υπάρχει το τσαρικό καθεστώς (1917) που μεταχειριζόταν την Εκκλησία ως εργαλείο της διπλωματίας του για την προώθηση των κρατικών συμφερόντων του. Ο έντονος παρεμβατισμός της διπλωματίας του τσάρου στα της Εκκλησίας παράδοξα καταπραΰνθηκε και σταμάτησε η προώθηση της πλάνης του «Εθνοφυλετισμού» στις Διορθόδοξες σχέσεις. Όταν σταμάτησαν οι τσαρικές χρηματοδοτήσεις έπαυσαν και οι αντικανονικές αταξίες των Ρώσων που στα μέσα του 19ου αιώνα τάραξαν την ενότητα της κατ’ Ανατολάς Εκκλησίας. Το παλαίφατο Πατριαρχείο της Αντιόχειας που είχε καταληφθεί με εθνικιστικά επιχειρήματα από αραβόφωνους αρχιερείς με την παρέμβαση και του Ρωσικού Στόλου (!) μετά την επί χρόνια απομόνωσή του φυσιολογικά επανήλθε στην Ορθόδοξη κοινωνία. Η πατριαρχική εκλογή στη Δαμασκό από αρχιερείς που δεν παρασύρθηκαν από τις φαντασιοπληξίες περί της «Τρίτης Ρώμης», ούτε και εξαγοράσθηκε η συνείδησή τους, γιατί είχαν μαθητεύσει, αν και αραβόφωνοι, στην ελληνικής παιδείας Μεγάλη του Γένους Σχολή και στα εκκλησιαστικά γράμματα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπως οι Πατριάρχες της «Θεουπόλεως» της Αντιοχείας Αλέξανδρος, Θεοδόσιος και Ηλίας, που προσωπικά τους γνώρισα, πάλιν κατέστησαν το Πατριαρχείο τους «Αθήνα της Ανατολής» μέχρι το 1979, όταν και πάλι ενέσκηψαν στην Συρία οι εκ Ρωσίας συνεχιστές της διχαστικής πλάνης του περιλάλητου πανσλαβιστή Πορφύριου Ουσπένσκυ.
Όμως οι διαχειριστές της ζωής εκατομμυρίων πολιτών στη Ρωσία υπερέβησαν τα όρια του Σοβιετικού Σατραπισμού τους και έφθασαν το 1985 στα πρόθυρα της αυτοκαταστροφής. Το αδιέξοδο της σοσιαλιστικής περιπέτειας έφθασε στο τέλος του μετά μία εξηκονταετία εφαρμογής του (1924-1985) και για να αποφευχθεί η κατάρρευσή του ο τελευταίος ηγέτης της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και οι συνεργάτες του αποφάσισαν να περισώσουν ότι μπορούσαν από τον λεγόμενο «Υπαρκτό Σοσιαλισμό» με μία νέα πολιτική που την απεκάλεσαν της Ανασυγκροτήσεως (Περεστρόϊκας) και της Διαφάνειας (Γκλάσνοστ) μήπως τερματιστεί η περίοδος της οικονομικής στασιμότητας και καχεξίας. Για να συμβεί αυτό χρειαζόταν να εκδημοκρατιστεί η διακυβέρνηση στην Ρωσία για να σταματήσουν τα μεγάλα ελλείμματα στον προϋπολογισμό του κράτους και για να τιθασευτεί ο πληθωρισμός που επέφερε ελλείψεις αγαθών στις αγορές που εγκυμονούσαν μεγάλους κοινωνικούς τριγμούς και αναταραχές. Οι λαοί των περιθωρίων της σοβιετικής επικράτειας με τα νέα ηλεκτρονικά μέσα έβλεπαν τη ζωή των μη σοσιαλιστικών εθνών στην Ευρώπη και διεκδικούσαν την αποδέσμευση από την οικονομική δεσποτεία της κάστας του Κρεμλίνου και διεκδίκησαν την ελευθερία και την αυτονομία τους και σεβασμό στα εθνικά τους δίκαια. Οι Βαλτικές χώρες και οι λοιπές της Ανατολικής Ευρώπης ταλαιπωρήθηκαν από τους Σοβιετικούς και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σύμφωνα με τις νέες «Συνθήκες» ανέκτησαν την εθνική ανεξαρτησία τους ως κράτη της Ευρώπης.
Η «περίοδος» καταπατήσεως της ελευθερίας της συνειδήσεως και των θρησκευτικών καταπιέσεων εγκαταλείφθηκε πλέον και πραγματοποιήθηκε η συνάντηση του πατριάρχη Μόσχας Ποιμένα (1971-1990) και της Ιεράς Συνόδου του το 1988 με τον τότε Γενικό Γραμματέα του κόμματος Μιχαήλ Γκορμπατσώφ ώστε να συμφωνηθεί η νέα γραμμή στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας. Εξ αυτής της επαφής ο «επί των θρησκευτικών υποθέσεων» σύντροφος Κωνστ. Χάρτσεφ συνεκάλεσε σε σύσκεψη πολλούς θεωρητικούς παράγοντες του σοβιετικού καθεστώτος και ακαδημαϊκούς επιστήμονες που του εισηγήθηκαν μια νέα αντίληψη επί του «θέματος της Θρησκείας» δεδομένου ότι η πολυδάπανη και έντονη αθεϊστική προπαγάνδα 1917-1987 ουδέν απέδωσε. Αυτό αποδείχθηκε και στατιστικά αφού στο σύνολον των 115 εκατομμυρίων των σοβιετικών πολιτών οι θρησκευόμενοι δεν είναι το 20%, αλλά το 70 % που δεν μπορούσε πλέον να αγνοηθεί. Το 1914 στη Ρωσία υπήρχαν 73 εκκλησιαστικές επαρχίες με μητροπολίτες, αρχιεπισκόπους αι επισκόπους και το 1939 είχαν παραμείνει φανεροί λόγω των διωγμών μόνον 7 «εν ενεργεία» ιεράρχες1 ενώ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1980 εμφανίζονται εντός και εκτός της Σοβιετικής επικρατείας 78 αρχιερείς ανήκοντες στην ρωσική Ιεραρχία! Στην υπό ελέγχον του κράτους από το 1943 Ορθόδοξον Εκκλησία της Ρωσίας κάθε χρόνο ένα εκατομμύριο πολίτες απέρχονται της ζωής με την ιεροτελεστία της κηδείας στους υπάρχοντες ναούς κάθε Σάββατο! Χιλιάδες γάμοι γίνονται ομαδικά στις Εκκλησίες και πολλές χιλιάδες βαπτίσεων διεξάγονται φανερά και μυστικά προς συνεχή ανανέωση του εκκλησιαστικού σώματος.
Η σύσκεψη που συγκάλεσε ο Κ. Χόρτσεφ έδωσε συμπεράσματα και αυτά τελικά αποκρυσταλλώθηκαν από τον διάδοχο του Γκορμπατσόφ Μπόρις Γέλτσιν το 1997 σε νόμο, όπου το σοσιαλιστικό κράτος αναγνώριζε τον εθνικό ρόλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη ζωή της ρωσικής επικράτειας, αλλά και στην εξέλιξη του πολιτισμού αυτής της χώρας. Η νέα μορφή της πολιτικής οντότητας δεν μπορούσε να αγνοήσει το ένστικτο της ελευθερίας της υπάρξεως που είναι συνυφασμένο σε κάθε ζωντανό οργανισμό. Η αναθεώρηση της περί Εκκλησίας στάσεως του καθεστώτος, άρχισε από την εξέταση του Διατάγματος του Λένιν περί χωρισμού του Κράτους από την Εκκλησία και επεκτάθηκε στον Σταλινικό νόμο του 1929 ο οποίος θεσπίστηκε εν μέσω των τότε ασύνετων διωγμών. Τότε το Κομμουνιστικό κόμμα για να απομονώσει την Εκκλησία από την κοινωνική ζωή του ρωσικού λαού, αρνήθηκε κάθε δικαίωμα «νομικού προσώπου» στην Εκκλησία για να καταστήσει από νομικής πλευράς κάθε εκκλησιαστικό τέλεσμα ανίσχυρο μετά από τους «αυταρχικούς» και «απάνθρωπους» νόμους του αθεϊστικού κράτους. Επομένως, η προκατάληψη του κόμματος για την Εκκλησία την ανάγκασε να αποκρύπτει την εσωτερική ζωή της και το κόμμα προοδευτικά έχασε κάθε έλεγχο επί του Κλήρου και των θρησκευόμενων πολιτών. Και εξ αυτού η Πολιτεία που πρέπει να γνωρίζει την θρησκευτική ζωή του για να εκτιμά όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής παρέμενε χωρίς γνώση των μυχίων σκέψεων του εκκλησιαστικού σώματος. Η «περί Εκκλησίας» νομοθεσία του Λένιν και Στάλιν σημαντικά πάλιωσε και στέρησε την πληροφόρηση του κράτους για τα συμβαίνοντα θρησκευτικά γεγονότα που συμβαίνουν στην Ρωσία, όπου πραγματικά υπάρχουν συνολικά 57 Ομολογίες οι οποίες δικτυώνονται μέσα σε 15.000 νόμιμα λειτουργούντα σωματεία, τα πλείστα των οποίων δέχονται χρηματοδοτήσεις και έξωθεν κατευθύνσεις για τις δραστηριότητές τους.
Στις 17 Μαρτίου 1991 διεξάγεται το πρώτο ελεύθερο Δημοψήφισμα για την πολιτειακή μεταβολή των Κρατών της Σοβιετικής Ενώσεως σε μία Ομοσπονδιακή μορφή Πολιτειών και προκύπτει η απόφαση με μεγάλη πλειονοψηφία. Τον Ιούνιο του ιδίου έτους εκλέγεται άμεσα και ο πρώτος εκλεγμένος Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μπόρις Γιέλτσιν. Όμως οι δύστροποι και πανούργοι κομμουνιστές της Κ.G.B., όπως ο σημερινός διάδοχός του Β. Πούτιν επιχειρούν τον Αύγουστο πραξικόπημα που αμέσως ευτυχώς καταστάλθηκε και έτσι διαλύθηκε το Κ.Κ. Σοβιετικής Ενώσεως και στις 25 Δεκεμβρίου 1991, ημέρα των Χριστουγέννων, εγκαθιδρύεται η νέα «Ρωσική Ομοσπονδία» που περιλαμβάνει 15 νέα πρώην σοβιετικά κράτη. Κατά την αλλαγή μορφής του πολιτειακού συστήματος στη Ρωσία τα έθνη που συνωθούντο με τη βία μέσα στην σοβιετική επικράτεια, άδραξαν την ευκαιρία να απαλλαγούν από την απόλυτη κυριαρχία του Κρεμλίνου και έδωσαν προβάδισμα στην ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία, όπως η Ουκρανία που βίαια είχε συνδεθεί με την Μόσχα για να συντελέσει στον «Ρωσικό Γιγαντισμό» και επί μία γενεά και πλέον ο αντιστασιακός Ουκρανικός Λαός παρέμεινε ανυπότακτος και με διάφορα αισχρά κόλπα τον δυσφημούν ως «Ναζιστικό» και εκκλησιαστικά ως αποτελούμενο από «Αχειροτόνητους» και γι’ αυτό τώρα τους πολεμά για να τον εξαφανίσει! Όμως αυτή η αντίσταση παρά τις αμαρτίες εννοίων πολιτικών είναι συνυφασμένη με την «ύπαρξη» του κάθε ζωντανού οργανισμού προκειμένου να κινητοποιηθεί και να αναπτύξει τις δυνατότητές του μέσα στην κοινωνία, ώστε να συντελεστεί η αναδημιουργία στην πατριωτική κοινωνία. Έτσι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πρώτες επιδίωξαν την ελευθερία του το 1945 οι Βαλτικές Εκκλησίες. Το 1991 κατά την εφαρμογή της ανασυντάξεως της Ρωσικής επικράτειας σε κράτη οι Ορθόδοξοι κληρικοί της Εσθονίας ζήτησαν την ανασύσταση της «Αυτονομίας» τους του 1923 και καθαιρέθηκαν από τη Μόσχα, γιατί έθιξαν την «Υπερόρια Δικαιοδοσία» που υπερβαίνει τα καθορισμένα όριά της υπό των Μεγάλων Συνόδων της Κων/πόλεως του 1590 και του 1583 και δεν συμπίπτουν με την έκταση της σημερινής ρωσικής Ομοσπονδίας. Το κράτος της Εσθονίας ζήτησε κατά τις διεθνείς συνθήκες την τέλεια ανεξαρτησία από τη Μόσχα της τοπικής Εκκλησίας του για τον τερματισμό του διχαστικού εκκλησιαστικού προβλήματος της χώρας. Η παράταση της εκκλησιαστικής εκκρεμότητας πάντα κυοφορεί πολλούς πνευματικούς κινδύνους για τους Εσθονούς και το Φανάρι απέστειλε ως τοποτηρητή στην Εσθονία τον από Ναζιανζού επίσκοπον Στέφανον Χαραλαμπίδη το 1997 ζήσαντα στις Βρυξέλλες το ιδεώδες της ενώσεως των ευρωπαϊκών κρατών. Ο Τοποτηρητής Στέφανος επιμελήθηκε της εκκλησιαστικής συγκροτήσεως σε σώμα της τοπικής Εκκλησίας των Εσθονών και το 1999 καταστάθηκε και ο κανονικός μητροπολίτης Ταλίνης και πάσης Εσθονίας. Αυτό το σημαντικό γεγονός το ανεγνώρισαν όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, χωρίς τον ρωσικό παρεμβατισμό της Μόσχας. Έκτοτε η ρωσική πατριαρχία κατηγορηματικά απορρίπτει κάθε διοικητική ανεξαρτησία προηγηθείσης από την ίδια τοπικής Εκκλησίας, όπως της Ουκρανίας, της Μολδαβίας και της Λευκορωσίας αρνούμενη την αποδόμηση του κτατικού Γιγαντισμού της. Τότε αμέσως ενεργοποιείται ο ρουβλιωτικός εκμαυλισμός «των διψώντων χρήματα και δόξα» και οι εκβιαστικές «αποκαλύψεις» των «προσωπικών δεδομένων» πάντων των ανθιστάμενων. Η Μόσχα το 1961 για να φιλοτιμήσει (;) ή μάλλον για να «καπελώσει» πάλι το εθνικό φρόνημα των Εσθονών κατέστησε επίσκοπο Ταλλίνης τον Εσθονό τευτονικής καταγωγής Αλέξιο Ρίντιγκερ μετατεθέντα, μετά τον θάνατο του μητροπολίτη Λένινγκραντ Νικοδήμου Ροτώφ στο Βατικανό το 1986 στην Μητρόπολη της Αγίας Πετρουπόλεως, και κατασταθέντα το 1990 σε πατριάρχη Μόσχας μέχρι το 2008. Όμως ο Αλέξιος Β΄ διετέλεσε μεταβατικός πατριάρχης μάλλον προς εξόντωση του φιλόδοξου Κιέβου Φιλάρετου Ντενισέκο και όταν απέτυχε στην εκλογή του στον Μοσχόβιο θρόνο και αυτοανακηρύχθηκε «Πατριάρχης των Ουκρανών», αμέσως καθαιρέθηκε και αναθεματίστηκε για να καταλάβει τελικά τον πατριαρχικό θρόνο της Μόσχας, ο γνωστός παρ’ ημίν ως «φιλοκυδής» της φιλοπρωτίας Κύριλλος Γκουντιάγιεφ, μετά από ένα μυστηριώδη θάνατο του Αλεξίου Β΄ και ως ο ένας παλαιός «ευλογημένος» υπό της KGB. Τώρα ο ηθικός αυτουργός της καταστάσεως στην Ουκρανία Μόσχας Κύριλλος, μαζί με τον παράφωνο μαέστρο του, υποδύονται τους κήνσορες της «κανονικότητας» χωρίς ίχνος αρχιερατικής συνειδήσεως.
Όμως η υπευθυνότητα του αρχιεπισκόπου Κων/πόλεως δεν πολεμάται με υβριδικές αντικανονικές και οθνείες κατεργαριές γιατί η άσκηση των καθηκόντων του πηγάζει «άνωθεν και εκ παλαιού» κατά τον πατέρα της Εκκλ. Ιστορίας Καισαρείας Ευσέβιον2 και οι ανάδελφοι εκβιασμοί μητραλοίων βαθύτερα στερεώνουν στις χείρες της Αποστολικής Καθέδρας της Πόλεως του Κωνσταντίνου τις κλείδες της ενότητος της κατ’ Ανατολάς Χριστιανοσύνης.-
Α. Π.
- Εκείθεν και το πρόβλημα περί των δήθεν άκυρων χειροτονιών κάθε διωκόμενης παρατάξεως όπως γινόταν στην μεταπολεμική Ουκρανία που αναγκάστηκαν οι ανθιστάμενοι Ορθόδοξοι αντιστασιακοί να κατέλθουν στις «κατακόμβες» για να διασωθεί η πίστη τους και τώρα οι διάφοροι υποτακτικοί της Μόσχας φωνασκούν για την δήθεν «αντικανονικότητα», ωσάν να είναι αμόλυντοι των τεράστιων ευθυνών τους για το αίμα που όπως τότε πάλι τώρα χύνουν στην Εκκλησία του Κιέβου!
- Ευσέβιος Καισαρείας: Migne P.G. τ. 21. στ.279.