Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος
Δικηγόρος
Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.
Μόλις προχθές δημοσιοποιήθηκαν εκ νέου οι θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Πολωνίας επί του Ουκρανικού αυτοκεφάλου, από το περιεχόμενο των οποίων προκύπτει, ότι η εν λόγω Εκκλησία παραμένει σταθερή στην άποψη της περί της αντικανονικότητας των χειροτονιών του, που τέλεσε – αν και καθηρημένος – ο Μητροπολίτης πρώην Κιέβου Φιλάρετος Ντενισένκο. Σημειώνω, δε, ότι μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και ο Προκαθήμενος της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας, ο Μητροπολίτης Κιέβου Επιφάνιος.
Ως προς το ζήτημα αυτό, δηλαδή του κύρους της χειροτονίας του Μητροπολίτη Κιέβου Επιφανίου και όσων άλλων κληρικών είχε χειροτονήσει ο κάποτε καθαιρεθείς και μετέπειτα αποκατασταθείς Μητροπολίτης πρώην Κιέβου Φιλάρετος, έχω ήδη εκθέσει τις απόψεις μου. Εν ολίγοις πρόκειται περί ζητήματος, το οποίο άπτεται της εκκλησιαστικής δικονομίας, και ειδικότερα του ειδικού θέματος των αποτελεσμάτων, που επέρχονται από την άσκηση του ενδίκου μέσου του εκκλήτου. Αφ’ ης στιγμής υπάρχει απόφαση του ανωτάτου εκκλησιαστικού δικαστηρίου, δηλαδή της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η θεμελίωση του εγκύρου των ανωτέρω χειροτονιών στο εξαιρετικό πόνημα του Αρχιεπισκόπου Αγχιάλου (και μετέπειτα Σμύρνης) Βασιλείου «Πραγματεία περί του κύρους της χειροτονίας των κληρικών υπό επισκόπου καθηρημένου και σχισματικού χειροτονηθέντων» είναι επιστημονικώς άρτια αλλά περιπτωσιολογικώς μη συμβατή. Και τούτο, διότι στην συζητούμενη περίπτωση υπάρχει απόφαση εκκλησιαστικού δικαστηρίου που αποκατέστησε στην ιερωσύνη αναδρομικώς (ex tunc) τους καθηρημένους κληρικούς, οπότε μη όντες πλέον καθηρημένοι δεν έχει νόημα η θεμελίωση της κανονικότητας των υπ’ αυτών χειροτονιών στην κανονική αυτή βάση. Με άλλες λέξεις, το έγκυρο των χειροτονιών από καθηρημένο κληρικό θεμελιώνεται στην ως άνω μελέτη, όσο ο καθηρημένος κληρικός παραμένει καθηρημένος. Εάν αποκατασταθεί με απόφαση εκκλησιαστικού δικαστηρίου, παύει να είναι καθηρημένος και το έγκυρο των χειροτονιών που τέλεσε, εδράζεται πλέον στην απόφαση αυτή.
Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν, ότι η άρνηση από τις περισσότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες αποδοχής του κανονικώς ανακηρυχθέντος αυτοκεφάλου της Ουκρανικής Εκκλησίας συνιστά μια σοβαρή και μεγάλης εκτάσεως κανονική παρεξήγηση.
Η διαπίστωση αυτή γίνεται ακόμη πιο σαφής, αν αναλογισθούμε, ότι οι θέσεις των Ορθοδόξων αυτών Εκκλησιών δεν κατατείνουν προς μία, κοινή και μοναδική αντιρρητική βάση αλλά παρατηρείται μία πολυεπίπεδη προς διαφορετικές κατευθύνσεις διαφωνία (π.χ. αντικανονικότητα χειροτονιών, μη έγκυρο διαδικασίας παραχωρήσεως αυτοκεφάλου, υφαρπαγή της Μητροπόλεως Κιέβου από το Πατριαρχείο Μόσχας κ.ο.κ.), η οποία διαφωνία ποικίλλει ως προς την βάση της από Εκκλησία σε Εκκλησία.
Και το ερώτημα που τίθεται, είναι: Τι μέλλει γενέσθαι;
Γεγονός είναι, ότι το «Ουκρανικό ζήτημα», ας μου επιτραπεί η φράση, συνεχίζει να «σέρνεται». Δεν μπορεί, όμως, και δεν πρέπει αυτή η κατάσταση να συνεχισθεί, διότι κατά την άποψή μου όσο ένα πρόβλημα δεν επιλύεται, τόσο αποκτά όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Και στο σημείο αυτό δεν θα με βρεί καταρχήν αντίθετο η άποψη της Πολωνικής Εκκλησίας περί συγκλήσεως Συνόδου Προκαθημένων. Εκεί που με βρίσκει η άποψη της Εκκλησίας αυτής αντίθετο είναι η βάση επί της οποίας θα «κτισθεί» η σύγκληση της συνόδου.
Την άποψη μου υπέρ της συγκλήσεως Συνόδου Προκαθημένων την είχα ήδη υποστηρίξει στο βιβλίο μου για το Ουκρανικό ζήτημα.
Επειδή όμως στο διαρρεύσαν χρονικό διάστημα προέκυψαν και άλλα δύο σοβαρά ζητήματα, τα οποία είναι στερεώς συνδεδεμένα με το ουκρανικό ζήτημα, ήτοι:
α) η εμφανής πλέον εισπήδηση του Πατριαρχείου Μόσχας στα όρια κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και
β) η υπόθεση της «Μακεδονικής Εκκλησίας» με όλες τις προεκτάσεις της (αποκατάσταση της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αντικανονική παραχώρηση αυτοκεφαλίας από το Πατριαρχείο Σερβίας και «αναγνώριση» από το Πατριαρχείο Μόσχας,
μπορώ να πω, ότι είμαι πλέον σε απόλυτο βαθμό βέβαιος, πως η ανάγκη για σύγκληση Συνόδου Προκαθημένων είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη, εμπλουτισμένη όμως σαφώς ως προς την θεματολογία της.
Κατά πρώτο λόγο, θα πρέπει ο Οικουμενικός Πατριάρχης να συγκαλέσει σύνοδο Προκαθημένων με τα θέματα:
ΘΕΜΑ 1Ο: «Εξέταση των ενστάσεων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών επί του κύρους της παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος στην Εκκλησία της Ουκρανίας».
ΘΕΜΑ 2Ο: «Κανονική αξιολόγηση της αδελφικής συνάξεως στο Αμμάν της Ιορδανίας».
ΘΕΜΑ 3Ο: «Κανονική αξιολόγηση των ενεργειών του Πατριαρχείου Μόσχας εντός των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας Πατριαρχείου Αλεξανδρείας».
ΘΕΜΑ 4Ο: «Κανονική αξιολόγηση των ενεργειών του Πατριαρχείου Σερβίας, των αφορωσών στην Εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας και των εξ αυτών συνεπειών».
ΘΕΜΑ 5Ο: «Σύνταξη Κανονισμού Λειτουργίας της συνόδου των Προκαθημένων».
Στη συνέχεια, ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα απευθύνει πρόσκληση στις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες για την υποβολή εγγράφως στη Γραμματεία της Συνόδου των ενστάσεων τους επί του πρώτου θέματος, με παράθεση και της κανονικής θεμελιώσεως των απόψεών τους. Οι ενστάσεις αυτές θα κοινοποιηθούν από την Γραμματεία της Συνόδου σε όλες τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.
Τέλος, θα ακολουθήσει η σύγκληση της Συνόδου Προκαθημένων στην Κωνσταντινούπολη, ή όπου αλλού ήθελε αποφασισθεί.
Με το ανωτέρω πλαίσιο θεωρώ, ότι θα δοθεί σε όλες τις Εκκλησίες η ευκαιρία, να εκφρασθούν «εν συνόδω». Έτσι, αντί να αρκούνται κατά καιρούς σε δηλώσεις και να συναθροίζονται εκτός πλαισίου του συνοδικού συστήματος, θα αναγκασθούν θεσμικώς να καταθέσουν εγγράφως τις απόψεις τους και να αναλάβουν τις ευθύνες τους, καθόσον «verba Volant scripta manent». Αλλά θα δοθεί και στον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο Α΄ η δυνατότητα, να επεξηγήσει στους Προκαθημένους των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών τα αυτονόητα και μη επαρκώς κατανοηθέντα.
Περαιτέρω, το ανωτέρω πλαίσιο θα «συμπαρασύρει» και την ευχερέστερη επίλυση των υπολοίπων θεμάτων, τα οποία υπάρχουν, διότι ακριβώς διαιωνίζεται η εκκρεμότητα του ουκρανικού ζητήματος, στο οποίο οφείλουν εν πολλοίς την γέννησή τους και την ύπαρξη τους.
Βεβαίως, κατανοώ το δυσχερές του εγχειρήματος, καθόσον μπορεί να προκύψουν διάφορα διαδικαστικής φύσεως ζητήματα, όπως η πιθανότητα μη ανταποκρίσεως στην πρόσκληση ορισμένων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών ή η διατύπωση αντιρρήσεων ως προς την συμμετοχής στις εργασίες της Συνόδου του Μητροπολίτη Κιέβου Επιφανίου.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, θα πω τα εξής: Όταν η σύγκληση αυτής της συνόδου αποτελεί πάγιο αίτημα όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, που διαφωνούν με την παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος στην Ουκρανική Εκκλησία, η τυχόν άρνησή αυτών να συμμετάσχουν θα συνιστά αντιφατική συμπεριφορά και ταυτόχρονη παραβίαση της σχετικής αρχής (non venire contra factum proprium). Οπότε, η επιλογή είναι δική τους και νομίζω, ότι η συμμετοχή τους είναι μονόδρομος. Στην αντίθετη περίπτωση, θα απολέσουν όχι μόνον την ευκαιρία να συμμετάσχουν σε μία κορυφαία εκδήλωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που αυτές ζήτησαν, αλλά και την ηθική «νομιμοποίηση» τους να συνεχίσουν να διαφωνούν και να μην αναγνωρίζουν την νέα Αυτοκέφαλη Εκκλησία και τον Προκαθήμενο της.
Ως προς το δεύτερο ζήτημα, θα μου επιτρέψετε να μην εκφράσω άποψη. Άποψη έχω αλλά η δημοσιοποίησή της δεν είναι της παρούσης. Σας διαβεβαιώνω, όμως, ότι ένα τέτοιο ζήτημα δεν θα αποτελούσε λόγο κωλυτικό της συγκλήσεως και ολοκληρώσεως μίας τέτοιας Συνόδου. Αυτά για την ώρα.
Ολοκληρώνοντας, επιθυμώ να τονίσω, ότι οι προεκτεθείσες απόψεις είναι απολύτως προσωπικές και δεν εκφράζουν στο ελάχιστο τυχόν απόψεις του Οικουμενικού Πατριάρχη ή μελών της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ούτε βεβαίως είναι προϊόν προσυνεννοήσεως. Άλλωστε, οι πραγματικοί ηγέτες συνηθίζουν να ακολουθούν απόψεις κατ’ ιδίαν εις αυτούς υποβαλλόμενες και όχι δημοσίως διατυπωμένες, χωρίς βεβαίως να αποκλείονται και οι εκπλήξεις, χαρακτηριστικό επίσης των πραγματικών ηγετών.
Οψόμεθα.