16.3 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024

Η ρωσική παρερμηνεία της Βυζαντινής “συμφωνίας”

Η ΡΩΣΙΚΗ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ «ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ»

ΚΑΙ Η ΒΙΒΛΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-ΚΟΣΜΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Η σημερινή κατάσταση στον Oρθόδοξο κόσμο, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την μεταφυσική αιτιολόγηση του πολέμου από το Πατριαρχείο Μόσχας, επί τη βάση μιας εσφαλμένης ερμηνείας της παραδοσιακής “συμφωνίας” στις «Σχέσεις Εκκλησίας-Κοσμικής εξουσίας», έφερε στην επιφάνεια την αναγκαιότητα της βιβλικής τους θεμελίωσης (Ρωμ. 13:1-10).

Μια επικαιροποιημένη παρουσίαση του δεύτερου μέρους της σχετικής μελέτης του Ομότ. Καθ. της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ Πέτρου Βασιλειάδη για την επιστημονική εξέλιξη της ερμηνείας της προς Ρωμαίους επιστολής του Απ. Παύλου παρουσιάζουμε από την πρωτότυπη έκδοση της μελέτης του με θέμα «Η προς Ρωμαίους στην νεότερη βιβλική επιστήμη» (academia.edu/39721183/)

Στo πλέον αξιόπιστο σήμερα βιβλίο αναφοράς της βιβλικής επιστήμης, στο Anchor Bible Dictionary τα θέματα που έχει αναδείξει η σύγχρονη βιβλική έρευνα ως καίριας θεολογικής σημασίας, τόσο για τη σύγχρονη επιστήμη όσο και για την εκκλησιαστική ποιμαντική, από την προς Ρωμαίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου είναι:

Α. Το Ρωμ 1:26-27, που αναφέρεται στην ομοφυλοφιλία,

Β. το Ρωμ 13:1–7, που αναφέρεται στις σχέσεις με την κοσμική εξουσία, και

Γ. το Ρωμ 16, που παρέχει σημαντικές ενδείξεις, αν όχι ουσιαστικές αποδείξεις, για τον ηγετικό ρόλο που διαδραμάτιζαν οι γυναίκες στην αρχαία Εκκλησία. (Ch. D. Myers, Jr, “Epistle to the Romans,” ΑΒD ad loc.),

Εδώ πρέπει νομίζω να προσθέσει κανείς και

Δ. το Ρωμ 9-11, με τις επιπτώσεις του στις σχέσεις με τον Ιουδαϊσμό, αλλά και ευρύτερα τον διαθρησκειακό διάλογο.

Το 13ο κεφ. άπτεται της κοινωνικής και κυρίως εκκλησιολογικής προβληματικής , τα κεφ. 9-11 της ιεραποστολικής, ενώ τα περί του ρόλου και της θέσης των γυναικών (κεφ. 16) και εκείνα περί ομοφυλοφιλίας (κεφ. 1-2) αποτελούν σημαντικά στοιχεία χριστιανικής ανθρωπολογίας.

α. Προλεγόμενα.

Η προς Ρωμαίους επιστολή είναι η εκτενέστερη της Κ.Δ. στην οποία βρίσκουμε την πληρέστερη έκθεση του παυλείου ευαγγελίου, έχοντας αναμφισβήτητα επηρεάσει καταλυτικά την χριστιανική πίστη. Υπομνηματίστηκε και από τις δυο θεολογικές σχολές της ελληνικής αρχαιότητας, Αλεξάνδρειας (Ωριγένης, Κύριλλος) και Αντιόχειας (Θεόδωρος, Θεοδώρητος, Χρυσόστομος), τον συγγραφέα της επιτομής της Ορθόδοξης θεολογίας (Δαμασκηνός), της λατινικής γραμματείας (Αυγουστίνος, [Ρωμ. 13,13] Εξομολογήσεις, 8.12), αλλά και τους μεταγενέστερους υπομνηματιστές, τόσο τους Έλληνες (Οικουμένιος, Θεοφύλακτος), όσο και τους Λατίνους του μεσαίωνα (Aκινάτης, Μελάγχθων, Λούθηρος). Η μεγάλη όμως έκρηξη ενδιαφέροντος παρουσιάστηκε στην νεότερη εποχή, με την πληθώρα κριτικών επιστημονικών εξηγητικών υπομνημάτων και μονογραφιών, με κλασσικό παράδειγμα το έργο του Κ. Barth. Το υπόμνημά του το 1918 δικαίως θεωρήθηκε από πολλούς ως «βόμβα στα θεμέλια των θεολόγων». Αντίθετα, η σύγχρονη Ορθόδοξη επιστημονική παραγωγή είναι από αμελητέα έως μηδαμινή.

Η σπουδαιότητά της, όμως, διαφαίνεται – με βάση την κριτική του κειμένου – και κατά την πρώτη φάση διάδοσης της επιστολής. Η παράλειψη π.χ. των αρχικών παραληπτών (τοῖς οὖσιν ἐν ῾Ρώμῃ, 1:7) σε ορισμένα χειρόγραφα (βλ. κώδικας G κλπ) αποτελεί πιθανότατα εσκεμμένη προσπάθεια αναφοράς του περιεχομένου της στην ευρύτερη χριστιανική κοινότητα, αν και μεταγενέστερα η θέση της στον κανόνα δεν ήταν αυτή των καθιερωμένων πλέον έντυπων εκδόσεων, της προμετωπίδας δηλ. των επιστολικών κειμένων της Κ.Δ. Εδώ να σημειώσουμε πως η αρχαιότερη πληρέστερη σωζόμενη συλλογή της Κ.Δ. είναι εκείνη του p 46, των παπύρων του Chester Beatty από το 200 μ.Χ. περίπου, και περιέχει τμήματα των κεφ. 5, 6, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, και 16. Το σύνολο του κειμένου της προς Ρωμαίους διασώζεται ως γνωστόν στον πλέον αξιόπιστο Αλεξανδρινό τύπο κειμένου: τους κώδικες Σιναϊτικό και Βατικανό (Β), του 4ου  μ.Χ. αι., και Αλεξανδρινό (Α) του 5ου.

Βεβαίως, η προς Ρωμαίους επιστολή ούτε αποτελεί απάντηση σε ερωτήματα χριστιανικής κοινότητας σε αντίθεση π.χ. με την Α’ Κορινθίους, ούτε συγκεκριμένη αντίδραση σε διαφορετική στάση ή (αιρετική;) διδασκαλία, όπως π.χ. η προς Γαλάτας.

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ (ΡΩΜ 13:1-7)

Η πρώτη ενότητα του παραινετικού τμήματος της προς Ρωμαίους (12-15) αρχίζει στο 12:3 και τελειώνουν στις 13:7. Η ζωή μέσα στο σώμα του Χριστού είναι το θέμα του πρώτου μισού αυτής της ενότητας (12:3-14 [16α]), ενώ οι σχέσεις με εκείνους εκτός της Εκκλησίας εξετάζονται στο δεύτερο μισό (12:15 [16β] -13:7).

Ρωμ 13:1-7. Η προτροπή του Αποστόλου Παύλου για υποταγή στην κρατική εξουσία («πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω», 13:1α) με το σκεπτικό ότι έχουν θεσπιστεί από τον Θεό («αἱ δὲ οὔσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν. 13: 1γ) έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα στην ζωή της Εκκλησίας (εκκλησιολογικά, βλ. συμφωνία) και την μαρτυρία της (ιεραποστολικά), μέχρι και τον 21ο  αιώνα. Αυτό το απόσπασμα απετέλεσε την βιβλική θεμελίωση στην υποστήριξη οποιαδήποτε κυβέρνησης, ανεξάρτητα από το πόσο τυραννική ή πόσο διεφθαρμένη είναι, αλλά και σε οποιαδήποτε κυβερνητική θεωρία και πολιτική, όσο κατασταλτική ή άδικη κι αν εμφανίζεται. Αυτό το χωρίο έχουν μέχρι πρόσφατα επικαλεσθεί οι χριστιανοί για να καταστείλουν απελευθερωτικά κινήματα (στην Καθολική  Λατινική Αμερική), να στηρίξουν τον πόλεμο, ακόμη και να δικαιολογήσουν γενοκτονίες (στην στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία  της Ορθόδοξης Ρωσίας). Στην πραγματικότητα, πολλοί χριστιανοί στη (Προτεσταντική, και όχι μόνο) Γερμανία του Χίτλερ απευθύνονταν σε αυτό το κείμενο ως το αποφασιστικό βιβλικό επιχείρημα για υπακοή στο ναζιστικό καθεστώς και ευθυγράμμιση της Εκκλησίας με το ναζιστικό καθεστώς. Και γι’ αυτό έχει και η βιβλική ερμηνευτική αναγκαστεί να επανεξετάσει την όλη ερμηνευτική διαδικασία, ιδιαίτερα από Γερμανούς βιβλικούς μελετητές.

Πριν από μερικά χρόνια ο Romano Penna στο διαχριστιανικό συνέδριο του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ και του Ινστιτούτου Πνευματικότητας του Ποντιφικού Πανεπιστημίου Antonianum (2013), στην εισήγησή του που μεταφράστηκε και στα ελληνικά (http://theologikadromena.theo.auth.gr/?p=6679) προέβη σε αναλυτική παρουσίαση και άλλων παρερμηνειών.

Η προσεκτική ανάγνωση του κειμένου και η συνειδητοποίηση του ιστορικού πλαισίου είναι απαραίτητες για την κατανόηση αυτού του προβλήματος. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Παύλος δεν κάνει λόγο για «υπακοή» ή «ανυπακοή» στις κρατικές αρχές. Αντίθετα, χρησιμοποιεί το ρήμα «ὑποτάσσεσθαι» (13:1,5), που μπορεί να περιλαμβάνει και την ανυπακοή.

Στο Ρωμ. 13:1-2, ο Παύλος υποστηρίζει ότι η εξουσία των κυβερνητικών αρχών έχει χορηγηθεί από τον Θεό. Και εδώ ο Παύλος βασίζεται στον Ελληνιστικό Ιουδαϊσμό, ο οποίος κατανοούσε ότι οι άρχοντες δεν είχαν εξουσία εκτός από αυτήν που τους είχε δώσει ο Θεός (βλ. Παρ 8:15-16·24:21 · Α΄ Πετ 2:17). Αλλά η εξουσία δεν ήταν άδεια εν λευκώ να κάνουν ό, τι θέλουν. Κατά την παράδοση αυτή οι ηγεμόνες ήταν υπόλογοι στον Θεό για τις πράξεις τους και ήταν υπεύθυνοι απέναντι στην κρίση του Θεού (βλ. π.χ. το ΣοφΣολ 6:1-11).

Επί πλέον στο Ρωμ 13:3-4, ο Παύλος υποστηρίζει ότι οι κυβερνήτες λειτουργούν ως υπάλληλοι του Θεού για να χρησιμοποιήσουν την εξουσία που τους έχει παραχωρηθεί για το κοινό καλό (οἱ γὰρ ἄρχοντες οὐκ εἰσὶ φόβος τῶν ἀγαθῶν ἔργων, ἀλλὰ τῶν κακῶν). Σύμφωνα με τον απόστολο, ο κυβερνήτης «Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστί σοι εἰς τὸ ἀγαθόν. ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς, φοβοῦ· οὐ γὰρ εἰκῇ τὴν μάχαιραν φορεῖ· Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν εἰς ὀργήν, ἔκδικος τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι). Με κανένα τρόπο δεν πρέπει να θεωρείται εκπρόσωπος του Θεού. Η εξουσία του αναγνωρίζεται, διότι είναι δοσμένη από το Θεό και το σωστό έργο τους είναι να υπηρετούν και όχι να καταδυναστεύουν. Η σωστή λειτουργία των κυβερνητικών αρχών είναι να εξασφαλίζουν την ευημερία της κοινωνίας, τιμωρώντας εκείνους που κάνουν το κακό και υποστηρίζοντας εκείνους που απεργάζονται το καλό.

Στο Ρωμ 13:5, ο Παύλος προσθέτει και ένα τρίτο σημείο επαναλαμβάνοντας την ανοιχτή προτροπή: («ἀνάγκη ὑποτάσσεσθαι οὐ μόνον διὰ τὴν ὀργήν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν»), όχι μόνο για τον φόβο τιμωρίας αλλά και για χάρη της συνείδησης. Μέχρι αυτό το σημείο ο Παύλος ισχυρίζονταν ότι οι πιστοί οφείλουν να υπόκεινται στις κρατικές αρχές, επειδή είναι διάκονοι του Θεού για τη διατήρηση του νόμου και της τάξης. Τώρα προσθέτει ότι αυτό πρέπει να γίνεται κατά συνείδηση, που σημαίνει την ικανότητα να εκφράζεται κριτικά για το τι είναι κατάλληλο, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα της ύπαρξης. Αυτός ο στίχος συνοψίζει το επιχείρημα του μέχρις αυτό το σημείο, αλλά το συμπέρασμα και το πραγματικό σημείο της παραγράφου έρχεται στο 13: 6-7.

Στο Ρωμ 13: 6-7, ο Παύλος δηλώνει ακριβώς πώς πρέπει να συμμορφώνεται ο πιστός στις απαιτήσεις της κρατικής εξουσίας: πληρώντας φόρους. Όλα όσα προηγήθηκαν (13:1-5) στην πραγματικότητα οδηγούν (13:6-7) στην υποχρέωση έναντι των “φόρων”. Ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνεται αυτή η προτροπή υποδηλώνει ότι ο Παύλος έχει ένα συγκεκριμένο θέμα κατά νουν, που απορρέει από την χρησιμοποίηση στο 13:7 δύο διαφορετικών όρων (φόρος και τέλος) αναφερόμενος στους οφειλόμενους φόρους, σε αντίθεση με το 13:6, που αναφέρει μόνο “φόρους” (λειτουργοὶ γὰρ Θεοῦ εἰσιν εἰς αὐτὸ τοῦτο προσκαρτεροῦντες), τους άμεσοι φόροι, οι οποίοι συλλέγονταν από τους κυβερνητικούς αξιωματούχους.

Η αναφορά όμως στα τέλη (βλ. τελώνες) στο 13:7 είναι αναφορά στους έμμεσους φόρους (όπως τα λιμενικά τέλη, οι εισαγωγικοί και εξαγωγικοί δασμοί), οι οποίοι συλλέγονταν από Ρωμαίους πολίτες γνωστούς για την εκμετάλλευση των πολιτών. Ο Ρωμαίος ιστορικός Tacitus (Annales 13.50) λέει ότι η δημόσια δυσαρέσκεια με τις διεφθαρμένες πρακτικές των «τελωνών» έφτασε στο αποκορύφωμα του 58 μ.Χ. Ως αποτέλεσμα της ευρείας δυσαρέσκειας, ο Νέρων αποφάσισε να καταργήσει τους φόρους αυτούς, και να αναμορφώσει γενικά το φορολογικό σύστημα της αυτοκρατορίας. Στον στίχο 13:7 τονίζει την ανάγκη να αποδίδεται η φορολογική υποχρέωση σε όλα όσα οφείλονται («ἀπόδοτε οὖν πᾶσι τὰς ὀφειλάς, τῷ τὸν φόρον τὸν φόρον, τῷ τὸ τέλος τὸ τέλος, τῷ τὸν φόβον τὸν φόβον, τῷ τὴν τιμὴν τὴν τιμήν»).

Η προς Ρωμαίους γράφτηκε μεταξύ 55-57 μ.Χ., πριν από την Νερώνεια φορολογική μεταρρύθμιση, παροτρύνοντας τους Ρωμαίους πιστούς να συνεχίσουν να πληρώνουν τον άμεσο φόρο (13:6) καθώς και τον αμφιλεγόμενο έμμεσο φόρο (13:7), ως ένδειξη σεβασμού του νόμου και της τάξης. Υποστηρικτική της υπόθεσης αυτής είναι και η κατάληξη της επιστολής στο 16ο κεφ. στίχ. 17: «Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, σκοπεῖν τοὺς τὰς διχοστασίας καὶ τὰ σκάνδαλα παρὰ τὴν διδαχὴν ἣν ὑμεῖς ἐμάθετε ποιοῦντας, καὶ ἐκκλίνατε ἀπ᾿ αὐτῶν».

Το Ρωμ 13:1-7, κατά συνέπεια, απευθύνεται αρχικά σε μια συγκεκριμένη κατάσταση στη Ρώμη στα μέσα της δεκαετίας του ’50, αρκετά χρόνια πριν από τον θάνατο του Παύλου και πριν από τους διωγμούς επί Νέρωνα τη δεκαετία του ‘60.

Παρόλα αυτά, η σκέψη του Παύλου για τις κρατικές αρχές σε αυτούς τους στίχους δεν είναι πρωτότυπη. Βασίζεται στην ελληνιστική εβραϊκή παράδοση που κληρονόμησε. Αλλά ο Παύλος χρησιμοποιεί αυτή την παράδοση για να αντιμετωπίσει μια συγκεκριμένη κατάσταση στη Ρώμη, επειδή ο Παύλος δεν πίστευε ότι οι Ρωμαίοι χριστιανοί πρέπει να εμπλακούν στην αντιδικία για το φορολογικό ζήτημα. Για το λόγο αυτό, το σημείο της συζήτησης είναι η καταληκτική φράση: «ἀπόδοτε οὖν πᾶσι τὰς ὀφειλάς» (13:7).

H ουσία όμως της παύλειας επιχειρηματολογίας δεν είναι άλλη από την κατάληξη, που μέχρι πρόσφατα δεν συμπεριλαμβάνονταν στη ερμηνευτική ανάλυση των στίχ. 13:1-7, δηλαδή τους στίχους που ακολουθούν (8-10), οι οποίοι άλλωστε χρησιμοποιούν και το ρήμα ὀφείλετε: «μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους. ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν ἕτερον νόμον πεπλήρωκε· τὸ γὰρ οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐκ ἐπιθυμήσεις, καὶ εἴ τις ἑτέρα ἐντολή, ἐν τούτῳ τῷ λόγῳ ἀνακεφαλαιοῦται. ἐν τῷ, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. ἡ ἀγάπη τῷ πλησίον κακὸν οὐκ ἐργάζεται· πλήρωμα οὖν νόμου ἡ ἀγάπη».

Συμπερασματικά, ο Παύλος δεν επιδιώκει ούτε να τονίσει το ρόλο της κρατικής εξουσίας, ούτε βέβαια να την θεοποιήσει! (βλ. και Α´ Κορ. 8:5–6, όπου ο Παύλος διευκρινίζει πως αν στον κόσμο υπάρχουν πολλοί θεοί και άρχοντες, για μας υπάρχει ένας Θεός και ένας Κύριος). Άρα, δεν αναπτύσσει καμιά παραίνεση σε σχέση με την κρατική εξουσία, αλλά ούτε και καμία ξεκάθαρη κριτική, που θα τον έφερνε αντιμέτωπο με την ελευθερία του χριστιανού.

Η αναφορά στην ελληνιστική ιουδαϊκή παράδοση πρέπει να εκληφθεί ως περίπτωση της πολιτιστικής ενσωμάτωσης (inculturation) του ευαγγελίου. Χαρακτηριστική η αναφορά του Πολύκαρπου, επισκόπου Σμύρνης, ο οποίος περίπου εκατό χρόνια μετά τον Παύλο θα επικαλεστεί αυτό ακριβώς το παύλειο χωρίο κατά τη στιγμή του μαρτυρίου του. Απαντώντας στον Ρωμαίο αξιωματούχο που επρόκειτο να τον καταδικάσει, τονίζει: «Έχουμε διδαχθεί να αποδίδουμε ‘ταις αρχαίς και εξουσίαις υπό Θεού τεταγμέναις τιμήν’, τόση όμως όση συμφέρει και τέτοια ώστε ‘μη βλάπτουσαν ημάς’» (Μαρτύριον Πολυκάπου, 10,2.13). Άρα, η τιμή που αποδίδει κάποιος προς στις κρατικές αρχές δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να πεθάνει για την πίστη του, κάτι που αξίζει περισσότερο από την πολιτική εξουσία.

Με δυο λόγια, ο Παύλος επικαιροποιεί το ευαγγέλιο στον χώρο της κοινωνίας και όχι της πολιτικής. Η εκκλησία δεν μπορεί να είναι συνομιλήτρια της πολιτικής εξουσίας (η λεγόμενη βυζαντινή σύνθεση;), παρά την επιθυμία της να ασκήσει άμεση επιρροή στις κρατικές δομές. Είναι μάλλον χώρος καινοτόμων κοινωνικών εμπειριών, ένα εργαστήρι αδελφοσύνης και μετατροπής των διαπροσωπικών σχέσεων (βλ. τα περί αγάπης στο 13:10), κυρίως αναφορικά προς τους ασθενέστερους (περισσότερα στο R. Aguirre, Saggio sulle origini del cristianesimo, Roma 2004, 60-65). Σήμερα, στην εποχή της νεωτερικότητας, η ιστορική απήχηση της χριστιανικής πίστης δεν θα πρέπει να εκδηλώνεται ως προσπάθεια να καταστήσει ισχυρή την παρουσία της στα εκάστοτε πλαίσια της πολιτικής εξουσίας (με την οποία βέβαια είναι οργανικά συνδεδεμένη τόσο η κατασταλτική όσο και η οικονομική εξουσία), όσο μάλλον με την ικανότητα της να εξυφαίνει ένα δίκτυο προσωπικών και κοινωνικών εναλλακτικών λύσεων.

Η συμπερασματική του πρόταση είναι πως ούτε ο Νόμος ούτε η πολιτική εξουσία ανήκουν οργανικά στο ευαγγέλιο. Αμφότερα τα μεγέθη αποτελούν ίσως ένα εξωτερικό περιέχον, σχεδόν ένα πλαίσιο ή μια συσκευασία, στο περιβάλλον του οποίου ο χριστιανός ζει και εκδηλώνει την δική του αυτόνομη ταυτότητα, η οποία αντλεί το λόγο ύπαρξής της από την δύναμιν του ευαγγελίου και σίγουρα όχι από το Δίκαιο ή την Πολιτική (Από τα συμπεράσματα του Romano Penna).

(Αγγλική μετάφραση του πιο πάνω άρθρου δημοσιεύτηκε στο https://orthodoxtimes.com/the-russian-understanding-of-symphony-and-the-biblical-foundation-of-church-secular-state-relation/?)

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ