Του πολιού Άρχοντος της Μ.τ.Χ.Ε. Αριστείδη Πανώτη
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος πριν καταστήσει την πόλη του Βυζαντίου Βασιλεύουσα, θέλησε ως μονοκράτορας να διασφαλίσει την ενότητα της αυτοκρατορίας του και καλύτερα να αναδιοργανώσει στρατιωτικά και εκκλησιαστικά το κράτος του. Προς τούτο επιδίωξε να χωρίσει την στρατιωτική και πολιτική εξουσία από την ευσέβεια του λαού ώστε να μην συνυπάρχουν αυτές στα ίδια χέρια. Πρώτα θέλησε να καταστήσει απόλυτα σύμφωνους τους επισκόπους στην παγίωση της χριστιανικής Πίστεως προς θεσμοθέτηση της «Μονοθεΐα» αρχίζοντας από τον καθορισμό του «ποιητή» ορατού και του αόρατου κόσμου του «Ενός Δημιουργού Πατέρα». Τα επόμενα έξη άρθρα ιστορούν το Μυστήριον του «Λόγου του Θεού» που «σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού ως μονογενούς παρά του πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιω.α΄ 14). Αυτό θεσμοθετήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 από τους επισκόπους της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου στο κοινό «Σύμβολο Πίστεως» της Εκκλησίας ως αποστολική αλήθεια. Ήταν τα χρόνια που απειλούσε την ενότητα της Εκκλησίας ο «Αρειανισμός» και μάλιστα ερχόταν ο προσήλυτος σε αυτὀν βαρβαρικός λαός των Γότθων δυναμικά να επιβάλει βίαια στην Ευρώπη δια της στρατιωτικής ισχύος του!
Ο Μ. Κωνσταντίνος απεβίωσε ως χριστιανός στις 22 Μαΐου του 337 και τον διαδέχθηκαν οι τρεις γιοι του Κωνσταντίνος, Κωνστάντιος και Κώνστας, που μεταξύ τους ξέσπασε ανταγωνισμός. Ο πρώτος βασίλευσε μέχρι το 361, ο δεύτερος εξέλιπε το 340 και ο τρίτος το 350. Έτσι περιήλθε ο θρόνος στα εξαδέλφια τους Γάλλο και Ιουλιανό. Πρώτος σκοτώθηκε το 354 και παρέμεινε Καίσαρας ο Ιουλιανός. Αυτός παλινδρόμησε στον «πολυθεΐσμό» γιατί ήταν υπέρ της παγανιστικής λατρείας, αλλά στην πραγματικότητα πίστευε, όπως τότε και πολλές πλούσιες οικογένειες της Ρώμης στην Μανιχαϊκή «Ηλιολατρεία», η οποία όμως ιδρύθηκε τον 3ο αι. μ.X. και βασίζεται στη ζωροαστρική ιδέα της διαρχίας καλού και κακού που διαρκώς συγκρούονται μεταξύ τους! Όμως ο Ιουλιανός σε μάχη με τους Πέρσες το 363 πληγώθηκε θανάσιμα και απεβίωσε. Τον διαδέχθηκε κατ’ απαίτηση του Στρατού ο στρατηγός – φρούραρχος της Αυλής του Ιοβιανός που ήταν πιστός στο «Σύμβολο της Νικαίας». Όμως και αυτός σύντομα απήλθε και πάλι ο Στρατός ανύψωσε δύο αδελφούς τον Βαλεντιανό Α’ και τον Ουάλη σε αυτοκράτορες και ο μεν πρώτος ήταν πιστός στο «Σύμβολο της Νικαίας» και ανέλαβε την δυτική πλευρά της αυτοκρατορίας και απεβίωσε το 375, ενώ ο δεύτερος ανέλαβε την Ανατολή και απεβίωσε ως Αρειανός το 378 και τους διαδέχθηκαν ο Γρατιανός και ο Θεοδόσιος που ήταν έμπειρος στην αντιμετώπιση των βαρβάρων εισβολέων που επιδίωκαν την διάλυση της αυτοκρατορίας.
Ο Θεοδόσιος από κατηχούμενος ενδιαφερόταν για την καθαρότητα της πίστεώς του και όταν εκλέχτηκε Αύγουστος της Ανατολής βαπτίστηκε στην Θεσσαλονίκη από τον επίσκοπο Ασχόλιο πιστόν στο «Σύμβολο Πίστεως» της Νικαίας του. Ο Θεοδόσιος ευφυέστατος το 380 εδημοσίευσε Διατάγμα με το οποίο καθιέρωσε την προσωπική του πίστη με εκείνη που δεχόταν και ο συμπατριώτης Ίβηρας επίσκοπος Ρώμης Δάμασος και η οποία σίγουρα την εγγυόνταν η δυάδα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου που επί Νέρωνος το 64-67 μαρτύρησαν για την χριστιανική πίστη και την διδαχή τους με το αίμα τους στη Ρώμη.
Κατά την περίοδο των διωγμών τα ιερά λείψανά τους ανακομίστηκαν και απεκρύβησαν στις νεκροπόλεις των Κατακόμβων. Επί Μ. Κωνσταντίνου κτίστηκαν στη Ρώμη μεγαλοπρεπείς «βασιλικές» και εκεί τότε τοποθετήθηκαν τα ιερά λείψανά τους στο κεντρικό θυσιαστήριο ή στα ανεγερθέντα «κιβώρια», όπως είναι οι σεπτές κάρες των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου που τοποθετήθηκαν στην «Καθέδρα» του επισκόπου Ρώμης στο λόφο του Λατερανού.
Ο Μ. Θεοδόσιος όταν ανέλαβε την βασιλεία στην Ανατολή και επιδίωξε την εκκαθάριση της συγκεχυμένης ατμόσφαιρας πίστεως που επικρατούσε στην Βασιλεύουσα την εποχή του Ουάλη. Και γι’ αυτό δήλωσε επίσημα την πίστη του στην ισότιμη Θεία Τριάδα του Ενός Θεού, όπως εδίδασκαν οι Απόστολοι, το Ευαγγέλιο. Με ιδιοφυή τρόπο έδειχνε υποχρεωτικά τι πρέπει να προστατεύει ο αυτοκράτορας και εξέδωσε διάταγμα που περιείχε το «Πιστεύω» του και επειδή πρέπει να αποσαφηνίσουν ακόμη τα περί της θεότητος του Αγίου Πνεύματος επιδίωξε να αποφασιστεί από Σύνοδο τα υπόλοιπα επτά άρθρα και συνεκάλεσε το 381-2 στην Κωνσταντινούπολη την Γενική Σύνοδο 150 επισκόπων εξ όλης κυρίως της Ανατολής. Αυτοί θέσπισαν ιερούς κανόνες με βάση την γνησία «Αποστολική Παράδοση» της Εκκλησίας. Ο 1ος κανόνας επικυρώνει την καθορισθείσα πίστη στην Νίκαια και ο 2ος κανόνας προφυλάσσει από τους αυτόκλητους «επιβάτες» επισκόπους άλλων δικαιοδοσιών τις δικαιοδοσίες της Εκκλησίας. Όμως ο 3ος κανόνας αποδίδει την «ισοστάσια αποστολική τιμή των Πρεσβείων» του επισκόπου της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης και στον αρχιεπίσκοπο της πόλεως του Κωνσταντίνου, διότι τα «Πρεσβεία» εμπεριέχουν όλην έγκυρον αποστολικήν παράδοσιν του Ευαγγελίου, που και παραδόθηκε προφορικά και καταγράφηκε πιστά και συνειδητά δια της «αλύσεως» διαδοχής των κανονικά εκλεγέντων και χειροτονηθέντων επισκόπων.
Το κύρος του «Πρώτου» της Εκκλησίας που παρέλαβε η «Πρεσβυτέρα» Ρώμη διά του μαρτυρίου των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου επί Νέρωνος ήταν πολύ πλέον βαρυσήμαντο για την Μία Εκκλησία του Χριστού. Τότε υφίσταντο και τρεις αρχαιότερες πρωτεύουσες αποστολικών θρόνων όπως τα Ιεροσόλυμα, η Αντιόχεια και η Αλεξάνδρεια. Όμως το κύρος του «Πρώτου» φαίνεται να ομοίαζε με εκείνο που είχαν στα αποστολικά χρόνια ο Αδελφόθεος Ιάκωβος, ο Πέτρος-Κηφάς και ο Ιωάννης που απεκλήθησαν στην αποστολική γλώσσα Στύλοι της Εκκλησίας (Γαλ. β΄ 9) και η διακονία του Στύλου θεωρείται κατάλληλη για να διαφυλάσσει την Ενότητα της Εκκλησίας όταν μάλιστα αυτή χρειάζεται για να αποδοθεί η ανώτατη δικαστική κρίση της «Εκκλήτου», η σύσταση νέων επισκοπών και οι εκλογές και εγκρίσεις χειροτονιών και η σύσταση αποστολών και εξαρχιών κτλ. και όλα αυτά τα ιερά και σοβαρά καθήκοντα ο καταλληλότερος «Πρώτος» για να ανατεθούν συνοδικά είναι μόνον ο αρχιεπίσκοπος της Νέας Ρώμης με την συνοδική μεταβίβαση εις αυτόν «των αυτών πρεσβείων» του επισκόπου της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης.
Ο Ρώμης Άγιος Δάμασος μελετούσε από μακρού χρόνου τα της αποστολικής κληρονομίας του, δηλαδή αυτά που συνοψίζονται μέσα στα «Πρεσβεία τιμής» της πρώτης αποστολικής Καθέδρας. Τα παραδοθέντα «Πρεσβεία» από τους Πρωτοκορυφαίους Αποστόλους στην πρωτόθρονη Εκκλησία περικλείουν την πλήρη ακρίβεια της πίστεως στην Αποκάλυψη του Ιησού Χριστού και αποτελούν την πρώτη γραμμή τείχους αντιστάσεως κατά των κακοδοξιών που κυκλοφόρησαν τους τέσσερις πρώτους αιώνες και διατάραξαν την ενότητα της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Επομένως τα «Πρεσβεία» δεν είναι μόνον χρήσιμα κατά την τάξη στη θεία λατρείας, αλλά στην περιφρούρηση της «αποστολικής παραδόσεως» των αυθεντικών μαρτύρων του Αναστάντος Κυρίου, που είναι κεντρική πεποίθηση στην Εκκλησία του Χριστού. Ο Πέτρος είναι ο «αυτόπτης» του κενού μνημείου με «τα οθὀνια και το σουδάριον κείμενα μόνα» (Ἰω. κ΄ 4-10) ταυτόχρονα γενόμενος αψευδής γενόμενος και ο πρώτος πειστικός ομολογητής της Αναστάσεως ενώπιον των Ιουδαίων (Πράξ. β΄. 24,31). Ο δε Παύλος είναι ο «κατ’ εξοχήν» ερμηνευτής της σημασίας της Αναστάσεως του Κυρίου (Α΄Κορ. ιε΄. 12 κ.ά) και γι’ αυτό το 384 ο Θεοδόσιος πρωτοστάτησε για να οικοδομηθεί επί του τάφου του «έξω των τειχών» της Ρώμης η πεντάκλιτη μεγαλειώδης βασιλική του. Το ότι η αποστολική αυτή δυάδα μαρτύρησε κατά τον διωγμό του Νέρωνα το 64-67 υπονοείται στο Ευαγγελίου του Ιωάννη (κα΄. 18 κ.ε) και στην «Α΄ προς Κορινθίους» του Ρώμης Κλήμεντα το 95 μ.Χ., όπως επίσης και από τον μαθητή του Σμύρνης Πολυκάρπου επίσκοπον Λουγδούνου (Λυών) Ειρηναίον και από τον Ρωμαίο πρεσβύτερο Γάΐον στα τέλη του 2ου αιώνα!
Ο αυτοκράτορας Μαρκιανός μετά 70 χρόνια συγκάλεσε πλησίον της Νέα Ρωμης «εκ πάσης της οικουμένης προερχόμενων» τους 630 Πατέρες την Δ Οικουμενική Σύνοδο προς λύση του Χριστολογικού ζητήματος. Εκεί καταδικάστηκε ο αμιγής Μονοφυτισμός που συγχέει την θεότητα του σαρκωθέντος « Λόγου του Θεού. με την ομοούσια προς τους ανθρώπους φύση. Στην Οικουμενική αυτή Σύνοδο θεσπίστηκε ο 28ον κανόνα, ο οποίος στην πραγματικότητα αποτελεί τον «τόμον» συστάσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Με τον ιερό αυτό κανόνα παραδίδεται κατ’ εξαίρεση η «δικαιοδοσία των εν τοις βαρβαρικοίς» στην «οικουμενική υπευθυνότητα» της Εκκλησίας της Νέας Ρώμης! Αυτό δεν ήταν μια χαριστήρια αυτοκρατορική πράξη που επικυρώθηκε με τέσσερα διατάγματα του 452 των αυτοκρατόρων Μαρκιανού και του Ουαλεντιανού, αλλά μία σημαντική ποιμαντική εντολή των Πατέρων της Συνόδου για την χειραγωγία υπό του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως των βαρβαρικών φυλών ώστε ομαλά να συγκροτήσουν τις νεοπαγείς Εκκλησίες τους μέσα στην «δικαιοδοσία» της Νέας Ρώμης.
Οι συνοδικοί Πατέρες εγνώριζαν την εξ ορμεμφύτου αγρία τάση των «εν τοις βαρβαρικοίς» προς ληστρική υφαρπαγή και κατάκτηση της γης «του πλησίον» (Δευτ. ιθ΄.14), αφού το «όριον» των εθνών το έθεσε ο Κύριος (Ψαλμ. κβ΄ 25)και διά τούτο είναι ρητή η εντολή: «μη μέταιρε όρια αιώνια» (Παρ.κβ΄18 και κγ΄10) και καταδικάζεται κάθε βίαιη και αυθαίρετη μετάθεση «των τεθέντων ορίων εκάστου έθνους» είναι εντελώς αντίθετη προς το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού. Τα βαρβαρικά στίφη πορεύονται διαπράττοντα κάθε θηριωδία χωρίς ίχνος ελέους και οικτιρμού. Ενεργούν ως αδίστακτοι και αρπακτικοί επιδρομείς ενεργούντες μισάνθρωπες πράξεις, όπως είναι οι σφαγές και οι γενοκτονίες και εξ αυτού εθεωρείτο «μάστιγες Θεού». και τα καθεστώτα τους που αποτελούν απάνθρωπες και σκληρές τυραννίες, θεοποιούσες την ισχύ της δυνάμεως και του όγκου τους, σκορπίζοντας με αθεόφοβους τρόπους τον πλούτον για να παρατείνουν την εξουσία τους. Προς τούτο και η Εκκλησία δέεται: «τα βάρβαρα έθνη τα τους πολέμους θέλοντα ποίησον εν τη χρηστότητί Σου Κύριε»!
Η αποστολική Καθέδρα της Νέας Ρώμης που έγινε η θεσμική Μητέρα των «εν τοις βαρβαρικοίς» και ειδικά των προς Άρκτον για να μην ξεχνούν ότι γράφει «Το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας»: πως «όσοι απορρίπτουν και δεν δέχονται τους κανόνες τον 3ον της Δευτέρας και τον 28ον της Τετάρτης καθώς και τον 2ον της Έκτης, που όλους τους επικυρώνει η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος είναι «αναθεματισμένοι»!
Η «αποστολική παράδοση» της πάνσεπτης Δυάδος Πέτρου και Παύλου έχει διαδοθεί και φθάσει στην Ανατολή πολύ πέραν 6ου αιώνα, όπως φαίνεται από τους ελληνικής καταγωγής επισκόπους των μεταναστών σε όλες τις παραθαλάσσιες πλευρές του Ευξείνου Πόντου, δηλαδή πολύ πριν τον 9ον αιώνα βαπτιστούν οι Ρώς χριστιανοί. Του λόγου μου το ασφαλές δείχνουν οι ασημένιες «Λειψανοθήκες» που βρέθηκαν σε ανασκαφές παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Η πρώτη προέρχεται εκ της Κωνσταντινουπόλεως περί το του 550 που ήλθε στο φώς από την Χερσώνα της Κριμαίας το 1897 και φέρει εκατέρωθεν εγχάρακτη την μορφή του Κυρίου περιβαλλόμενη από τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, διαχρονικό σύμβολο της αποστολικής παραδόσεως προς αγιασμόν θυσιαστηρίου και η δεύτερη πάλι από παράκτιας ανασκαφές βασιλικής του Πόντου που φέρει σκηνή από συγγενές γλυπτό εκ σαρκοφάγου του 4ου αιώνα που δείχνει σαφέστατα την αποστολή της αποστολικής δυάδος προς ευαγγελισμόν των εθνών.
Αυτά επαναλαμβάνονται ως εικονογραφικό θέμα από τον 4ον αιώνα τονίζοντας την οικουμενικότητα της διδαχής και παραδόσεως των δύο Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων και των διαδόχων τους «Πρώτων» της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης και της Νέας Ρώμης. Ο αυστηρός τιμητής κάθε αντιευαγγελικής εξουσίας κατά του λαού του Θεού αρχιεπίσκοπος Μιλάνου Άγιος Αμβρόσιος (339-397), που εξωεκκλησίασε ακόμη και τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μέγα, για τα κατασταλτικά μέτρα που εφήρμοσε κατά των στασιαστών Θεσσαλονικαίων, αποφάνθηκε: «Οι ημέρες του Πέτρου, και οι ημέρες του Παύλου… γι’ αυτόν τον ειδικόν λόγον είναι ο εσώτατος θησαυρός καρδιακής πίστεως κηρύττουσας τον Χριστόν» («Dies factus est Petrus, dies Paulus… hoc est, ex intimo thesauro cordis fidem praedicant Christi». Migne P. L. 16, 313)!
Πίστευε στον περσικό συγκρητισμό του Μανιχαίου η Μάνη (216-277) που ανεμίγνυε στοιχεία του «Παρσισμού», του «Βουδισμού» με την χριστιανική διδασκαλία. Από προσωπική ιδιοσυγκρασία ήταν ενάντιος στην Εκκλησία κτίζοντας Ηλιακά ειδωλεία και καταδιώκοντας σε εξορίες τους ηγέτες των ιεραποστολικών αποστολικών θρόνων της Ρώμης, της Αλεξάνδρειας κ.α. Ο «Μανιχαϊσμός» στα Ρωμαϊκά χρόνια έλαβε χθόνια σημασία και γέμισαν οι Κατακόμβες των ειδωλολατρών με θυρίδες διαφυλάξεως των οστών των αποθανόντων πλούσιων Ρωμαίων. Βλ. Ivanna Della Portella. Subterra nean Roma. 2120. p.275.
Τις έρευνες για τον τάφο του Πέτρου άρχισε πριν το 1940 η αρχαιολόγος Μαργαρίτα Guarducci και για τον τάφο του Παύλου άλλη αρχαιολογική αποστολή που αποκάλυψε το 2003-4 και την τη μαρμάρινη σαρκοφάγο που σήμερα βρίσκεται στην αρχική της θέση κάτω από την Αγία Τράπεζα. Τα λείψανα του Παύλου μεταφερθέντα από την κρύπτη των Κατακομβών μαζί με κόκκους από λιβάνι αλλά και τα υπολείμματα από δύο λινά υφάσματα που φαίνεται ότι είχαν τυλίξει το σώμα του Παύλου, πράγμα ενδεικτικό της σπουδαιότητας του ανθρώπου που είχε ταφεί εκεί. Την παράδοση, των χριστιανών ότι εκεί βρισκόταν ο τάφος του Παύλου μαρτυρούσε και η επιγραφή πάνω στη μαρμάρινη επιγραφή που ανέγραφε «Paulo Apostolo Mart.», δηλαδή «Παύλος, Απόστολος μάρτ(υρας)». Την παράδοση αυτή επιβεβαίωσε και η εξέταση των λειψάνων που αποφάνθηκε με τον άνθρακα 14 για τη χρονολόγησή τους η οποία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα λείψανα ανάγονται στον 1ο ή το 2ο μ.Χ. αιώνα και πρέπει να είναι του Αποστόλου Παύλου! Η σημασία της ανακάλυψης ήταν τέτοια που η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία ανακοίνωσε επισήμως τα πορίσματα των επιστημόνων. Ο διαπρεπής θεολόγος των καιρών μας ἠταν τότε Πάπας, ο Βενέδικτος 16ος στις 29- 30 Ιουνίου 2009. Αυτή είναι η ημερομηνία που τιμάται η μνήμη των Πέτρου και Παύλου τόσο από την Ορθόδοξη όσο και από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία!
Την πραγματική κανονική ερμηνεία αυτού του 3ου κανόνα της Β’ Οικουμενικής Συνόδου την δίδουν τα πεπραγμένα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου επί Θεοδοσίου Β’ από την περιοδεία του στην Μικρασιατική Εκκλησία με τις καθαιρέσεις και τις εκλογές άλλων ευσυνείδητων επισκόπων που ανταποκρίθηκαν πιστά στην εκεί αποστολή τους.