Παντελής Καλαϊτζίδης
Η εκλογή, τον Νοέμβριο του 1991, του από Χαλκηδόνος Βαρθολομαίου ως Οικουμενικού Πατριάρχη, συμπίπτει με μια εποχή ραγδαίων αλλαγών και ανακατατάξεων. Απαριθμώ ενδεικτικά κάποιες από αυτές χωρίς σε καμία περίπτωση να ισχυρίζομαι ότι τις εξαντλώ: πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και του σοβιετικού μπλοκ, ενδυνάμωση της ακτινοβολίας του ευρωπαϊκού οράματος, εντατικοποίηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, διαδικασίες παγκοσμιοποίησης και κοσμοπολιτισμός των αξιών, αλλά και επανεμφάνιση εθνικισμών και εθνοτικών συγκρούσεων, πολιτικές ανακατατάξεις σε Ελλάδα και Τουρκία, κ.ά. Στην τελευταία μάλιστα περίπτωση η κορύφωση της πολιτικής ηγεμονίας του τότε πρωθυπουργού Τουργκούτ Οζάλ, θα σηματοδοτήσει την απαρχή μιας πιο θετικής στάσης του τουρκικού κράτους έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της ρωμέϊκης κοινότητας της Πόλης.
Σ’ ένα τέτοιο λοιπόν περιβάλλον ξεκινά την πατριαρχική του διακονία ο Βαρθολομαίος, δίνοντας προτεραιότητα, ανάμεσα στα άλλα, στην ενδυνάμωση της πανορθόδοξης ενότητας και την επιτάχυνση των διαδικασιών για την ολοκλήρωση της προσυνοδικής διαδικασίας ενόψει της σύγκλησης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Στην κατεύθυνση αυτή, εντάσσονται οι ειρηνικές επισκέψεις στις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες τις οποίες ταχύτατα και με επιτυχία πραγματοποιεί ο νέος τότε Οικουμενικός Πατριάρχης, όπως και οι τολμηρές πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει με στόχο την πανορθόδοξη ενότητα, μην διστάζοντας μάλιστα να καινοτομήσει, όπου το κρίνει απαραίτητο, προκειμένου να υλοποιήσει τους στόχους που έθεσε στο ξεκίνημα της πατριαρχίας του. Χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω η καθιέρωση του θεσμού των Συνάξεων των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, που αρχίζει να συγκαλεί λίγους μήνες μετά την άνοδό του στον Οικουμενικό θρόνο και μέσω των οποίων λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις.
Ακόμη πιο σημαντική είναι όμως η σπουδή και η επιμονή που επιδεικνύει ο πατριάρχης για την προώθηση της σχετικής προσυνοδικής διαδικασίας μέσω των Πανορθοδόξων Διασκέψεων και τη σύγκληση εν τέλει της επί δεκαετίες προετοιμαζόμενης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Ο Παναγιώτατος δεν θα φεισθεί κόπων και μόχθων, δεν θα διστάσει να προβεί σε υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, εκεί όπου απαιτείται και επιτρέπεται, προκειμένου να επιτευχθεί ή να διαφυλαχθεί η ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, προκειμένου η Εκκλησία να καταφέρει να εκφραστεί συνοδικά και να ακουστεί η φωνή και το μήνυμά της στον σύγχρονο κόσμο. Υπό τη στιβαρή ηγεσία του πατριάρχη Βαρθολομαίου και χάρη στους επιδέξιους και λεπτούς χειρισμούς του, η προσυνοδική διαδικασία επιταχύνεται, ειδικά μετά το 2008 και το 2009, και ολοκληρώνεται τον Ιανουάριο του 2016, οπότε και ρυθμίζονται οι τελευταίες λεπτομέρειες και αποφασίζεται κατά την τελευταία Σύναξη των Προκαθημένων στο Σαμπεζύ της Γενεύης η σύγκληση της Συνόδου στην Κρήτη, τον Ιούνιο του 2016. Έστω και αν την τελευταία στιγμή, υπό την πίεση της Μόσχας, τέσσερις Εκκλησίες δεν προσήλθαν τελικά στη Σύνοδο, η σύγκλησή της και η υποδειγματική διεξαγωγή των εργασιών της πιστώνεται στον Παναγιώτατο ο οποίος και προήδρευσε της Συνόδου. Όσον αφορά στην απουσία των τεσσάρων αυτών Εκκλησιών, ο Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Θρόνου π. Ιωάννης Χρυσαυγής μας καλεί να δούμε την απουσία των τεσσάρων εκκλησιών υπό διαφορετικό πρίσμα:
«[…] δέκα εκκλησίες […] συγκεντρώθηκαν και συνομίλησαν. Δέκα εκκλησίες τήρησαν τον λόγο τους να συγκεντρωθούν μαζί. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Αυτό και μόνο είναι ιστορικό. […] Καμία άλλη σύνοδος στην ιστορία [της Ορθόδοξης Εκκλησίας] δεν είχε συγκεντρώσει τόσες πολλές εκκλησίες. Και αυτό επιτεύχθηκε χωρίς την ισχυρή παρέμβαση ενός κοσμικού αυτοκράτορα, ο οποίος κατάφερε να διατηρήσει την ειρήνη στην πρώτη χιλιετία».
Ενώ ως προς το ίδιο το γεγονός της σύγκλησης και εν τέλει της διεξαγωγής της Συνόδου, παρά τις πολλές δυσκολίες και τα εμπόδια της τελευταίας στιγμής, ο Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware δεν θα διστάσει να υποστηρίξει ότι επρόκειτο για επιτυχία καθώς, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει,
«δεν είχε γίνει ποτέ εφικτό να συγκληθεί σύνοδος αυτού του είδους στην πρόσφατη ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, [καθώς] είναι η πρώτη φορά μετά την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο [το 787 μ.Χ.] που μια σύναξη αυτού του διαμετρήματος έλαβε χώρα. Ήταν λοιπόν ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός το γεγονός ότι μετά από μακρά προετοιμασία, έλαβε πράγματι επιτέλους χώρα η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος».
Από την πλευρά του ο καθηγητής Paul Gavrilyuk, Ιδρυτής και Πρόεδρος της Διεθνούς Ενώσεως Ορθοδόξων Θεολόγων (IOTA), δεν θα διστάσει να δηλώσει ότι,
«το σημαντικότερο επίτευγμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι ότι οι επίσκοποι κατόρθωσαν να συναντηθούν, μετά από δεκαετίες προετοιμασίας και την απόπειρα της τελευταίας στιγμής τεσσάρων εκκλησιών να τορπιλίσουν το γεγονός. Με τη συμμετοχή σε μια σύνοδο με μέλη από όλα τα μέρη του κόσμου, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες απέδειξαν στον εαυτό τους και στον υπόλοιπο κόσμο ότι δεν ήταν απλώς μια χαλαρή συνομοσπονδία τοπικών εκκλησιών, αλλά ότι ήταν ένα ενιαίο σώμα, ιστορικά συνεχές με τη “μία, αγία, καθολική και αποστολική” εκκλησία του Συμβόλου της Πίστεως».
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με ρητή δήλωση του Προέδρου της ΙΟΤΑ, η ίδια η ίδρυσή της το καλοκαίρι του 2016, θεωρείται καρπός της Συνόδου της Κρήτης, όπως επίσης και καρπός της συνοδικής λειτουργίας που εγκαινιάζεται με τη Σύνοδο αυτή θα πρέπει να θεωρείται η δημοσίευση, τον Μάρτιο του 2020, του κειμένου «Υπέρ της του κόσμου ζωής: Το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας», που έλαβε την έγκριση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ακόμη και για τη χορήγηση αυτοκεφάλου στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, για το οποίο τόσο πολλές επικρίσεις διατυπώθηκαν ότι δήθεν διχάζει την Ορθοδοξία, όσο περνάει ο καιρός και υπό το φως των πρόσφατων τραγικών εξελίξεων, όλο και περισσότερο δικαιώνεται ο Πατριάρχης.
Στη σκέψη όμως και την πράξη του Παναγιωτάτου, το αίτημα της πανορθόδοξης ενότητας δεν αποσυνδέεται από αυτό «της των πάντων ενώσεως», αλλά εντάσσεται οργανικά στο συνεκτικό, περιεκτικό του όραμα που περιλαμβάνει επίσης τον οικουμενικό και διαθρησκειακό διάλογο, τη συμφιλίωση και την καταλλαγή σε πολλαπλά επίπεδα, όπως επίσης και την αποκατάσταση του ακατάλυτου δεσμού του ανθρώπου με τη φύση και την κτιστή δημιουργία. Πιστός λοιπόν στην οικουμενική στράτευση του αειμνήστου προκατόχου του Πατριάρχη Αθηναγόρα και του γέροντά του Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνα, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δεν θα διστάσει να ταξιδέψει κατ’ επανάληψη προκειμένου να συναντήσει και να συνομιλήσει με τους Πάπες Ιωάννη-Παύλο τον Β΄, Βενέδικτο τον ΙΣΤ΄ και Φραγκίσκο, με τους Αρχιεπισκόπους του Καντέρμπερυ Rowan Williams και Τζάστιν Γουέλμπι, με τους κατά καιρούς Γεν. Γραμματείς του ΠΣΕ, την έδρα του οποίου μάλιστα στη Γενεύη τίμησε με την παρουσία του. Ανάμεσα στις πολλές επαφές και συναντήσεις του με εκπροσώπους των Προτεσταντικών Εκκλησιών θα ήταν σημαντικό να αναφέρουμε τις τιμητικές προς το πρόσωπό του εκδηλώσεις, τον Μάϊο του 2017, στη Στουτγάρδη και την Τυβίγγη, το ιστορικό πανεπιστήμιο της οποίας τον ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα. Κατά τη δεκαετία του 1990 θα προβεί σε συντονισμένες ενέργειες προκειμένου να βρεθεί λύση στο ακανθώδες πρόβλημα της Ουνίας, που τελικά θα οδηγήσει στη διακοπή του θεολογικού διαλόγου Ορθοδόξων και Καθολικών το 2000. Παραμένοντας όμως πιστός στο οικουμενικό του όραμα που τον καθοδηγεί ήδη από τη νεότητά του και αρνούμενος να αποδεχτεί το σκάνδαλο της διαιρέσεως, θα εντείνει τις προσπάθειές του και θα συγκατανεύσει στην επανέναρξη του θεολογικού διαλόγου καταρχήν με την Ολομέλεια του Βελιγραδίου το 2006 και εν συνεχεία με τη Ραβέννα το 2007. Η οικουμενική του όμως ευαισθησία δεν τον εμπόδισε να μιλήσει τη γλώσσα της αλήθειας και να ασκήσει κριτική στους οικουμενικούς εταίρους όταν χρειαζόταν. Έτσι, ενώ είναι γνωστές οι δυσκολίες και οι τριβές στις σχέσεις και τις συναντήσεις του με τον Πάπα Ιωάννη-Παύλο Β΄, η επικοινωνία του με τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄ είχε σαφώς θετικότερο πρόσημο, ενώ με τον νυν Πάπα Φραγκίσκο, σύμφωνα και με δικές του δηλώσεις, διατηρεί αδελφικές σχέσεις. Δεν πέρασε μάλιστα απαρατήρητο το γεγονός ότι μετέβησαν και οι δύο στην Ιερουσαλήμ το 2014, προκειμένου να τιμήσουν από κοινού τα 50 χρόνια από την ιστορική συνάντηση του Πατριάρχη Αθηναγόρα και του Πάπα Παύλου του ΣΤ΄ το 1964. Σε ανάλογο κλίμα κινήθηκε και η δραστηριότητα και εμπλοκή του Παναγιωτάτου σε σχέση με τους διαθρησκειακούς διαλόγους, και μάλιστα οι συναντήσεις και οι ανταλλαγές με εκπροσώπους του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ.
Όπως ήδη ελέχθη, το συνεκτικό περιεκτικό οικουμενικό όραμα του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ο οποίος επάξια φέρει τον τίτλο του «Πράσινου Πατριάρχη», το όραμα δηλ. της καταλλαγής και της συμφιλίωσης, δεν μπορούσε παρά να αφορά και στη μέριμνα για την κτιστή δημιουργία και την αποκατάσταση της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση και το φυσικό περιβάλλον. Πολύ συνοπτικά θα σημειώσουμε εδώ τα γνωστά εν πλω ανά την υφήλιο οικολογικά συνέδρια και τις «Διασκέψεις της Χάλκης» (Halki Summits, η επόμενη «Διάσκεψη» αναμένεται να λάβει χώρα 8-11 Ιουνίου 2022).
Το τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, στοιχείο του περιεκτικού οικουμενικού οράματος του Πατριάρχη αφορά τη συμφιλίωση και την καταλλαγή σε πολλαπλά επίπεδα: την ειρήνη και την αποφυγή του πολέμου, την επίλυση των τοπικών διενέξεων και τη συμφιλίωση των λαών και μάλιστα τον διάλογο μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, και περαιτέρω τον διάλογο μεταξύ κοσμικών και θρησκευόμενων πολιτών, μεταξύ εκκοσμικευμένων και θρησκευτικά προσανατολισμένων φορέων. Εάν στην περίπτωση της Τουρκίας ο Πατριάρχης λειτούργησε ως γέφυρα ανάμεσα στις δύο πλευρές, και εάν επιπλέον η φιλελεύθερη κοσμική διανόηση αυτής της χώρας είδε να ενσαρκώνονται στο πρόσωπό του οι ευρωπαϊκές αξίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας του λόγου και της ανοχής του διαφορετικού, στην ελληνική περίπτωση, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, με τη στάση που υιοθέτησε από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του 1990, και μάλιστα με την αντίθεσή του στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, τον εθνικισμό και τον αντιδυτικσμό, συμφιλίωσε ένα μεγάλο μέρος της προοδευτικής διανόησης με την Εκκλησία, που μέχρι τότε ήταν σχεδόν αποκλειστικά ταυτισμένη με τον πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό συντηρητισμό.
Αντί επιλόγου, ας μου επιτραπεί να δανειστώ τα όσα εμπνευσμένα σημειώνει ο Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Θρόνου π. Ιωάννης Χρυσαυγής στην κατακλείδα του βιβλίου του, Βαρθολομαίος. Αποστολή και Όραμα:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στον κόσμο μας· μπορεί να χρησιμεύσει ως η κριτική και προφητική συνείδηση των εμπεπιστευμένων σε αυτή λαών. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει να απεγκλωβιστεί από την ειδωλολατρία του επαρχιωτισμού και του εθνικισμού, προκειμένου να αγκαλιάσει μια πιο ανοικτή, οικουμενική Ορθοδοξία. Επιπλέον, θα πρέπει να μάθει να μιλά με μια φωνή, προκειμένου αυτή να ακούγεται και να έχει αποτέλεσμα.
»Και εδώ είναι που αποκτά σημασία το Οικουμενικό Πατριαρχείο· εδώ είναι που φανερώνεται η κομβική σημασία της ηγεσίας του Οικουμενικού Πατριάρχη, με τις Πανορθόδοξες Διασκέψεις, τις Συνάξεις Προκαθημένων, τις Επισκοπικές Συνελεύσεις, και πρωτίστως την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο. Διότι, με την καθοδήγηση του Φαναρίου, η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να πάψει να είναι ένα καθίδρυμα στραμμένο στο παρελθόν, και να “ευαγγελίζεται την βασιλείαν του Θεού” (Λουκ. 16:16), κομίζοντας τη μαρτυρία της ζωής και της ελπίδας της αναστάσεως στο παρόν, για τη ζωή ολόκληρου του κόσμου».
Αυτή λοιπόν τη μαρτυρία ζωής και την ελπίδα της αναστάσεως, το όραμα «της των πάντων ενότητος» και καταλλαγής, αναγγέλλει εδώ και τριάντα χρόνια στα πέρατα της οικουμένης ο οραματιστής Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, προς τον οποίο η σημερινή ακαδημαϊκή σύναξη αποδίδει την οφειλόμενη τιμή και τον δίκαιο έπαινο.
Ο Παντελής Καλαϊτζίδης, Δρ.Θ., είναι Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, Ερευνητικός Εταίρος των Πανεπιστημίων KULeuven και Münster, Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της European Academy of Religion.
Το παρόν κείμενο αποτελεί συντομευμένη απόδοση εισήγησης στο Διεθνές Συνέδριο «Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος: Τριάντα χρόνια διακονίας», που διοργάνωσε η Θεολογική Σχολή ΑΠΘ και το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών στη Θεσσαλονίκη, από 26 έως 29 Μαΐου 2022. Η παρούσα συντομευμένη εκδοχή δημοσιεύεται με την άδεια των διοργανωτών, ενώ το πλήρες κείμενο της εισήγησης, με την προσθήκη των απαραίτητων παραπομπών και υποσημειώσεων, θα δημοσιευθεί στον τόμο των Πρακτικών του συνεδρίου.