Μέσα σε ατμόσφαιρα βαθιάς συγκίνησης και θλίψης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος τέλεσε σήμερα τρισάγιο μπροστά στον τάφο του στενού του φίλου, μακαριστού μητροπολίτη Δράμα κυρού Παύλου.
Ο μακαριστός ποιμενάρχης τη ακριτικής Δράμας πέθανε ξαφνικά στις 2 Μαΐου από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και μετά από επιθυμία του τάφηκε στην ιερά μονή Αναλήψεως του Σωτήρος στους Ταξιάρχες εκεί όπου ασκήτευσε ο όσιος Γεώργιος ο Καρσλίδης επί των ημερών του οποίου ανακηρύχθηκε άγιος.
Ο κ. Βαρθολομαίος μετά το τρισάγιο απευθυνόμενος σε πρώτο πρόσωπο μίλησε προς τον μακαριστό μητροπολίτη εμφανώς συγκινημένος και χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του σε πολλά σημεία της ομιλία του.
«Ήρθα από το μαρτυρικό Φανάρι, ως φίλος σου γνήσιος», τόνισε ο Παναγιώτατος, «από την Πόλη που την αγάπησες. Ήρθα από εκεί όπου χτυπάει η καρδιά του Πόντου, της ανατολικής Θράκης, τη Καππαδοκίας, της Μικράς Ασίας, του Αιγαίου που ενώνει. Παύλε, άνθρωποι όπως εσένα γνωρίζουν να ζουν και να πεθαίνουν λεβέντες, όρθιοι, αλύγιστοι στις δυσκολίες, απερίσπαστοι στους πειρασμούς της εξουσίας. Είχες ιδανικά και αυτά διακόνησες με αλήθεια και αγάπη».
«Ήρθα στον τάφο σου», συνέχισε, «να τιμήσω την εύσπλαχνη αφοσίωσή σου και την φιλία στην ψυχή, φέροντας λίγα άνθη από την πατρίδα σου τον Πόντο. Ήρθα να σου πω ευχαριστώ που επέλεξες την οδό της Αλήθειας και της Εντιμότητας. Αγάπησες το Φανάρι, τη Ρωμιοσύνη και τα χώματα του Πόντου».
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης θυμήθηκε το προσκύνημα που έκαναν από κοινού στον Πόντο και τη Θεία Λειτουργία που τέλεσαν τον Δεκαπενταύγουστο στην Παναγία Σουμελά στην Τραπεζούντα, τονίζοντας πως πάντα ο μητροπολίτης Δράμας αποτελούσε ένα μεγαλείο σεμνότητας.
Με μια υπόσχεση προς τον στενό του φίλο, τον μακαριστό μητροπολίτη Δράμας ολοκλήρωσε την ομιλία του ο κ. Βαρθολομαίος: «τον Πόντο θα τον έχω πάντα στην καρδιά μου, θα τον φροντίζω σαν τα μάτια μου, όπως μου τον κληροδότησαν οι Οικουμενικοί Σύνοδοι. Θα τον φροντίζω και θα μεριμνώ γι΄ αυτόν. Σε αποχαιρετώ με τη θέρμη της φιλίας δυο αγίων της Καππαδοκίας, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του Μεγάλου Βασιλείου».
Ακολουθεί η ομιλία του Παναγιωτάτου:
Πολυφίλητέ μοι Παῦλε,
Ἦλθεν ἀδά «ὁ Τρανόν» ἀπό τήν Βασιλίδα! Ἦλθεν ὁ Πατριάρχης σου, ὁ Πατριάρχης τῆς Ρωμηοσύνης μας, ὁ φίλος σου ὁ γνήσιος. Ὅταν ἔμαθα, ἀδελφέ, τά περί τῆς ἐκδημίας σου, μετά τήν πρώτη ἔκπληξη τοῦ κεραυνοῦ καί τήν βροντή τῆς εἰδήσεως, ἀμέσως εἶπα μέσα μου ὅτι στήν πρώτη μου Ἱεραποδημία στήν Ἑλλάδα, θά ἔλθω κατευθεῖαν στόν τάφο σου, νά γονατίσω καί νά σοῦ διαβάσω Τρισάγιο κατά τίς παραδόσεις τῆς πίστεώς μας. Καί ἰδού!
Ἦλθα σήμερα κατευθεῖαν ἀπό τήν Πόλι πού τόσο ἀγάπησες! Ἦλθα ἀπό τό Φανάρι, ἀπό ἐκεῖ πού χτυπᾷ ἡ καρδιά τοῦ Πόντου, τῆς Μικρασίας, τῆς Καππαδοκίας, τῆς Θράκης, Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς, τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου, τῶν νησιῶν μας στό Αἰγαῖο πού μόνον ἑνώνει. Ἦλθα ἀπό τήν ἕδρα τῆς Ρωμηοσύνης γιά νά σοῦ πῶ ἀπό κοντά: «Ἀδελφέ, Χριστός Ἀνέστη!» Ρωμηοί, καί μάλιστα κληρικοί σάν κι ἐσένα, εἶναι φορεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναστασίμου ἤθους! Γνωρίζουν νά ζοῦν καί γνωρίζουν νά πεθαίνουν.
Λεβέντες, ὄρθιοι στή ζωή καί στόν Θάνατο! Ἀλύγιστοι στίς δυσκολίες, ἀνυποχώρητοι στόν πειρασμό τῆς ἐξουσίας, ἀκαταπόνητοι στήν διακονία τῶν ἱερῶν ὑποθέσεων. Αὐτός ἤσουν, ἅγιε ἀδελφέ! Αὐτός ἤσουν γιά τό Φανάρι μας, γιά τό Πατριαρχεῖο μας, γιά τήν Ἐκκλησία πού ὥρισαν οἱ κανόνες νά σκεπάζῃ καί τόν Πόντο τῆς καρδίας σου! Εἶχες ἰδανικά καί αὐτά ἐπέλεξες νά διακονῇς μέ Ἀλήθεια καί ἀγάπη!
Ἀπό αὐτό τό Φανάρι ἦλθα ὥστε νά τιμήσω ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης σου τήν ἀφοσίωσι καί τήν φιλία σου. Ἀφοσίωσι ἐκ σπλάχνων, φιλία ψυχῆς. Ἦλθα, μέ λίγα ἄνθη στά χέρια ἀπό τό χωριό τῶν προγόνων σου στόν Πόντο, πού τά ἔφερε ὁ ἐπιστήθιος φίλος σου Efkan Bey· ἦλθα ἐδῶ ὅπου ἀσκήθηκε καί ἐτάφη ὁ συντοπίτης σου Ὅσιος Γεώργιος ὁ Καρσλίδης, ὁ ὁποῖος ἀπήλαυσε τή στοργική ἀνακομιδή σου καί τίς μέριμνες ἀπό ἐσένα περί τῆς Ἁγιοκατατάξεώς του. Πλάϊ του ἀναπαύεσαι. Πλάϊ καί στήν ὀξυδερκῆ καί ἀνδρεία Γερόντισσα Ἀκυλίνα, τήν μεγάλη αὐτή Ἡγουμένη τῆς Μονῆς. Εὐλογημένη ἡ Μάνδρα τῆς Ἀναλήψεως πού ἀνέλαβε τά τίμια σώματα εὐλογημένων ἀνθρώπων, ὅσον οἱ ψυχές των θά προγεύωνται τῆς γλυκύτητος τοῦ Παραδείσου.
Ἀδελφέ μου Παῦλε,
Ἦλθα νά σοῦ πῶ ἕνα μεγάλο «εὐχαριστῶ»! Ὄχι διότι ἐργάσθηκες γιά τήν Ἐκκλησία-αὐτό εἶναι καί θά πρέπει νά εἶναι ἡ ἐπιλογή κάθε κληρικοῦ-, ἀλλά διότι ἐπέλεξες τήν ὁδό τῆς Ἀληθείας καί τῆς ἐντιμότητος! Ἀγάπησες μέ ὅλο σου τό «εἶναι» τό Φανάρι μας, τή Ρωμηοσύνη, τά χώματα τῆς γενετείρας τῶν προγόνων σου. Ἀναδείχθηκες ἄξιος διάδοχος μορφῶν σπουδαίων Ποντίων, μέ λογιότητα, μέ μεράκι, μέ ὁραματισμούς, μέ λογισμό καί μ᾿ ὄνειρο. Ἦσουν ποιμένας, δεσπότης, κληρικός, φιλογενής, πεπαιδευμένος, ἀτόφιος, ἀληθινός, χωρίς τήν ὑπερβολή τῆς ἐπιδειξιομανίας ἀλλά μέ τό μεγαλεῖο τῆς σεμνότητος.
Ὁ Πόντος, ἴσως ποῦν πολλοί ὅτι τώρα ὀρφάνεψε! Ξεχνοῦν ἵσως αὐτό πού ἀκράδαντα πίστευες: «Ἡ Ρωμανία κι ἄν πέρασεν, ἀνθεῖ καί φέρει κι ἄλλο». Εἶπες χειροτονούμενος Ἀρχιερεύς: «Νοερῶς καθ᾿ ἑκάστην ἐπισκέπτομαι τόν Πόντον τόν «ἀνάσπαλτον, τόν τσιτσεκοσκεπαγμένον», πραγματοποιῶν καρδιακόν προσκύνημα εἰς τήν πόλιν τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Εὐγενίου, τήν κλεινήν καί περίδοξον Τραπεζοῦντα, ἀνέρχομαι εἰς τόν Φαιόν λόφον, ἔνθα τά ἀνάκτορα τῶν Μεγάλων Κομνηνῶν, ἀποθαυμάζω τήν καλλίστην θέαν, φέρω εἰς τά χείλη μου τούς στίχους τοῦ ποντίου δημώδους ᾄσματος: «ἐξέβα ᾿παν᾿ σό Πόζ-τεπέ κι εἶδα τήν Τραπεζοῦνταν, ἔμορφος κάτω σό Μεϊτάν, κι ἄσκεμος σήν Δαφνούνταν». Ἐξυμνῶ μετά τοῦ νομοφύλακος Ἰωάννου τοῦ Εὐγενικοῦ τό κάλλος τῶν Ναῶν αὐτῆς: «Καί αἴρει αὕτη κύκλῳ τούς ὀφθαλμούς, ἡ νέα Σιών, καί βλέπει θεοφεγγεῖς ὡς φωστῆρας ἐκ δυσμῶν καί βορρᾶ καί θαλάσσης καί ἑώας τά τέκνα αὐτῆς, τούς ἱερούς Πατέρας, ἐν τοῖς θείοις τεμένεσιν ἀπαύστως εὐλογοῦντας Θεόν», καί ἐν συγκινήσει ἀναλογίζο-μαι ὁποίας παρακαταθήκης φύλαξ καί φορεύς ὑπάρχω.”.
Αὐτῆς τῆς περιωπῆς Πόντιος Ἱεράρχης ὑπῆρξες! Ἀητός μονοκέφαλος, σάν ἐκείνους πού κοσμοῦσαν τά Βασιλικά ἐνδύματα Μανουήλ Α΄, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας Τραπεζοῦντος, στραμμένος, δηλαδή, μόνον πρός Ἀνατολάς!
Καί ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέν πρόκειται νά λησμονήσῃ αὐτόν τόν ἀνυστερόβουλο προσανατολισμό σου, τήν ἀγάπη σου, τήν γενναιότητά σου, τήν παρρησία σου, τήν προάσπισι τῶν εὐθυνῶν της, τήν πιστότητά σου ἀκόμη καί μόνος μονώτατος μένοντας. Ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία γνωρίζει μέ σοφία νά τιμᾷ τούς ἀνθρώπους πού σπεύδουν νά τήν τιμοῦν καί νά φερθοῦν μέ στοργή στό πενιχρό μεγαλεῖο καί στήν κατά κόσμον ἀδυναμία της.
Σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι τόν Πόντο θά τόν ἔχω σάν τά μάτια μου, ὅπως μοῦ τόν κληροδότησαν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Θά συνεχίσω, ὅσο μοῦ ἐπιτρέπει ὁ Θεός, νά τόν περιδιαβαίνω, νά τόν φροντίζω, νά τόν ἀγαπῶ, νά βλέπω στά σεμνώματά του τήν ἀγάπη σου, νά ἀφουγκράζωμαι στήν Κρώμνη τίς προγονικές σου διηγήσεις, νά ἡμερεύω τήν ψυχή μου στήν Ἴμερα, στήν ἑπτάκωμο Σάντα νά σέ συνδυάζω μέ τό μαρτυρολόγιο, νά σέ θυμᾶμαι στίς Λειτουργίες στοῦ Μελᾶ, νά νοσταλγῶ τό βραχῶδες καί ἄκαμπτο τοῦ φρονήματός σου ὑπέρ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
Καί, λοιπόν, φίλε Δράμας Παῦλε, σέ ἀποχαιρετῶ μέ τή θέρμη τῆς φιλίας δύο Ποντιοκαππαδοκῶν Ἁγίων, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Βασιλείου τοῦ Μεγάλου:
«Σέ παρακαλῶ νά εἶσαι κοντά μου, νά σέ καίῃ ἡ ἴδια φλόγα τῆς ἀρετῆς καί νά συνεργάζεσαι μαζύ μου, καί ὅποια ὠφέλεια εἴχαμε συγκεντρώσει κάποτε, νά τήν διατηρῇς μέ τίς προσευχές, γιά νά μή διαλυθοῦμε σάν σκιά λίγο λίγο καθώς γέρνει ἡ μέρα». (Ἐπιστολή Η’, Βασιλείῳ…PG 37, 32 Α-Β).
Χριστός Ἀνέστη!
Στην είσοδο της ιεράς μονής τον Παναγιώτατο και τη συνοδεία του υποδέχθηκαν η ηγουμένη αδελφή Πορφυρία, ο μητροπολίτης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας, ο περιφερειάρχης ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, ο δήμαρχος Δράμας και ο τοποτηρητής της χηρεύουσας μητροπολίτης Δράμας, Σεβασμιότατος μητροπολίτης Ξάνθης και Περιθεωρίου κ. Παντελεήμονας. Ο μητροπολίτης Ξάνθης ευχαρίστησε τον Οικουμενικό Πατριάρχη που απότισε φόρο τιμής στον μακαριστό ποιμενάρχη της Δράμας, αλλά και για την αγάπη του προς τον πρόσωπό του.
Λόγια ειλικρινούς συμπάθειας και παρηγοριάς απηύθυνε ο κ. Βαρθολομαίος προς τους κατά σάρκα συγγενείς του μητροπολίτη Δράμας, την μητέρα του και την αδελφή του, προσφέροντας τους μάλιστα και λουλούδια που ήρθαν από τον Πόντο.
O Οικουμενικός Πατριάρχης και η συνοδεία του αφίχθηκαν σήμερα το πρωί στο αερολιμένα «Μέγας Αλέξανδρος» της Καβάλας με ιδιωτική πτήση από την Κωνσταντινούπολη. Στο αεροδρόμιο τον Παναγιώτατο υποδέχθηκαν ο οικείος ποιμενάρχης, μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ. Στέφανος και τοπικές αρχές της Καβάλας.