Του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση
Μετά την απόλυση του Εσπερινού της Αγάπης, το μεσημέρι της Κυριακής του Πάσχα, στον αυλόγυρο του Ιερού Ναού του Αγίου Παύλου του εν Σαμπεζύ Πατριαρχικού Σταυροπηγίου, με πλησίασε μια άγνωστή μου μεσήλικη κυρία, προφανώς πρόσφατα εγκατεστημένη στη Γενεύη ή περαστική επισκέπτρια, η οποία μετά τον Πασχάλιο χαιρετισμό «Χριστός Ανέστη», μου έκανε την εξής εξομολόγηση: «Πάτερ μου, ομολογώ πως για πρώτη φορά στη ζωή μου βίωσα μια τόσο ήρεμη και κατανυκτική Μεγάλη Εβδομάδα, όπως αυτή που έζησα φέτος σε αυτό τον Ναό».
Δεν εξεπλάγην από την αυθόρμητη αυτή ομολογία. Και έφερα στο νου μου τους ευλαβείς εκείνους πιστούς που μεταβαίνουν στον Ναό μετά φόβου Θεού, προκειμένου να προσευχηθούν ήρεμα και να βρουν ψυχική γαλήνη, αλλά κωλύονται από τους ψίθυρους και το κουβεντολόϊ των «συμπροσευχομένων» ή από τις εκκεντρικότητες και λειτουργικές παρατυπίες των λειτουργών, που «ευσεβείας» ένεκα, άρχισαν να εισάγονται βαθμιαίως σε Ιερές Ακολουθίες της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος, αλλά αλλοιώνουν την ουσία των τελεσιουργουμένων. Πρόκειται περί νεωτερισμών που δεν αποκλείεται σε λίγο να θεωρηθούν από το πλήρωμα ως ένα «εκ των ων ουκ άνευ» στοιχείο της Ορθοδόξου λειτουργικής «παραδόσεως»!
Ο λόγος περί της ενεργού συμμετοχής του χοροστατούντος Αρχιερέως στήν λιτάνευση του Εσταυρωμένου κατά τον Όρθρο της Μεγάλης Παρασκευής (εσπέρας Μ. Πέμπτης), ή στην Αποκαθήλωσή του κατά τον Εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου (πρωί Μ. Παρασκευής).
Εν τούτοις, δεν είναι τυχαίο ότι η εν χρήσει σήμερα τυπική διάταξις της Μεγάλης Εβδομάδος ορίζει όπως, η (σχετικά νέα, μόλις το 1864 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Σωφρόνιο θεσπισθείσα) τελετή της περιφοράς του Τιμίου Σταυρού μετά το ε΄ Ευαγγέλιο του Όρθρου τῆς Μ. Παρασκευής, καθώς και η τελετή της Αποκαθηλώσεως, τελούνται από το Πρεσβυτέριο και όχι από τον χοροστατούντα Αρχιερέα. Και τούτο, διότι ο επί του Θρόνου «εις τύπον και τόπον Χριστού» ιστάμενος Αρχιερεύς, δεν μπορεί να λιτανεύει το σώμα Εκείνου τον Οποίον εικονίζει, ούτε να υποδύεται τον από Αριμαθαίας Ιωσήφ και να προβαίνει, τρόπον τινά, στην ιδίαν αυτού αποκαθήλωση!
Είναι λυπηρό ότι με την άκριτη και καταχρηστική εφαρμογή από κληρικούς όλων των βαθμών, της νηφάλιας υποδείξεως του Τυπικού «ως δόξει τω προεστώτι», με τον χρόνο παρεισέφρησαν στη λατρεία μας εκκεντρικότητες και παρατυπίες, οι οποίες όσο και αν φαίνονται ευλαβείς ή εντυπωσιακές, δεν βρίσκουν έρεισμα στην Ορθόδοξη λειτουργική παράδοση. Καθώς έλεγε πριν από πενήντα ήδη χρόνια ο μακαριστός Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος, «εἰς φωτισμένους καί συνετούς ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας, τύπους λειτουργικούς καί ἐν τῷ ναῷ σχολάζοντας, ἀφορᾷ τό ἐν τῷ Τυπικῷ ἀσύγκριτον ἐκεῖνο καί φιλελεύθερον ἀξίωμα ″ὡς δόξη τῷ προεστῶτι″». (Βλ.Διονυσίου Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καί Κοζάνης, Περί Λειτουργικῆς Ἀνανεώσεως ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις, 1972).
Η ομολογία της άγνωστης σε μένα προσκυνήτριας, για την οποία έκανα λόγο στην αρχή των στοχασμών μου αυτών, ίσως να οφείλεται στο ότι κατά την Μεγάλη Εβδομάδα, στον Σταυροπηγιακό Ναό του Αγίου Παύλου εν Σαμπεζύ Γενεύης, στον οποίο εκκλησιάσθηκε κατά τις άγιες αυτές μέρες, τηρείται η απλή, γαλήνεια και ανεπιτήδευτη λειτουργική πράξη της Μεγάλης Εκκλησίας, ακριβώς όπως επιτάσσουν οι Τυπικές διατάξεις, αλλά και η λιτή, χωρίς «κορώνες» και ψιμύθια, μουσική παράδοση του Πατριαρχικού Ναού, έτσι όπως αυτή διεσώθη από Πρωτοψάλτη σε Πρωτοψάλτη και κατεγράφη από τον αλησμόνητο Κωνσταντίνο Πρίγγο στην Συλλογή του «Μεγάλη Εβδομάς».
Κατακλείοντας, θα ήθελα να περιγράψω μία μόνο Ιερά Ακολουθία της Μ. Εβδομάδος, η οποία ελπίζω να δώσει στον αναγνώστη κάποια ιδέα περί του τρόπου του ιεροπράττειν στον Σταυροπηγιακό Ναό του Σαμπεζύ.
Μετά το πέρας της προ-πασχαλινής ποιμαντορικής του επισκέψεως σε όλες τις Ενορίες της Επαρχίας του στην γερμανόφωνη, γαλλόφωνη και ιταλόφωνη Ελβετική Συνομοσπονδία, το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων, ο Σεβ. Μητροπολίτης Ελβετίας κ. Μάξιμος εγκαινίασε την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα στον Άγιο Παύλο, χοροστατώντας στην Ακολουθία του Νυμφίου, σύμφωνα με την τάξη του Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού στο Φανάρι. Τουτέστι, χωρίς μανδύα, με επιστήθιο μόνο Σταυρό αντί Εγκολπίου και κρατώντας χαζράνιο, αντί ποιμαντορικής ράβδου (πατερίτσας). Την Ιερά Ακολουθία του Όρθρου, ετέλεσε ο Εφημέριος του Ναού (χωρίς Διάκονο), ενδεδυμένος με απλά, και άνευ κεντητών ποικιλμάτων, μαύρα επιτραχήλιο και φελώνιο. Ενώ ο χοροστατών Ἀρχιερεύς, κατά την τάξιν, ανέγνωσε τον Εξάψαλμο, εκφώνησε το «Ειρήνη πάσι», έψαλε το Εξαποστειλάριο «Τον νυμφώνα σου βλέπω…», και απήγγειλε την καταληκτήρια ευχή “Επουράνιε βασιλεῦ…”. Τίποτε περισσότερο!
Ανάλογη λιτότητα υπήρξε και στις λοιπές Ιερές Ακολουθίες της Μ. Εβδομάδος, την Μ. Πέμπτη, την Μ. Παρασκευή, το Μέγα Σάββατο και την Κυριακή του Πάσχα, κατά τις οποίες ο Αρχιερεύς έπραξε τα του Αρχιερέως, οι Πρεσβύτεροι τα των Πρεσβυτέρων και οι Διάκονοι τα των Διακόνων.
Η μόνη (αναμενόμενη δυστυχώς) παραφωνία την νύκτα του Πάσχα ήταν η τροπή εις φυγήν μεγάλου μέρους του πλήθους, (που είχε ασφυκτικά πληρώσει τον Ναό και τον αυλόγυρό του), μόλις ήχησε το πρώτο «Χριστός Ανέστη». Προτίμησε, κατά το έθος που επικρατεί στην πατρώα γη, να γιορτάσει «Πάσχα Ελλήνων» και όχι Πάσχα Κυρίου, προκειμένου να βιώσει το Μυστήριο της Αναστάσεως, να κοινωνήσει «του κοινού της αμπέλου γεννήματος», να μεταλάβει «Σώμα και Αίμα Χριστού».
Σε ένα από τα στοχαστικά ποιήματά του, ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός και ομογάλακτος αδελφός μου στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης έλεγε:
«Χάθηκε το φιλότιμο από τον κόσμο, όπως το ψωμί στην Κατοχή».
Με όσα φαιδρά και αλλοπρόσαλλα βλέπουμε σήμερα στον χώρο της Λατρείας μας, με κάποια παραλλαγή, μπορούμε να πούμε:
«Χάθηκε το μέτρο στην Εκκλησία, όπως το ψωμί στην Κατοχή».
Χριστός Ανέστη!