18.1 C
Athens
Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024

Μοναχική ιδιότητα – δικηγορική ιδιότητα. Κώλυμα ή ασυμβίβαστο;

Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος

Δικηγόρος

Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.

Δημοσιεύθηκε στις 8 Απριλίου η υπ’ αριθ. 491/2022 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία επανήλθε στο προσκήνιο μία υπόθεση μοναδική στα χρονικά της Εκκλησίας αλλά και στο πλαίσιο των σχέσεων Κράτους –  Εκκλησίας. Η υπόθεση αφορά την εκ μέρους μοναχού – δικηγόρου κατάθεση αιτήσεως στον Δικηγορικό Σύλλογος Αθηνών, με την οποία ζητεί να εγγραφεί στο μητρώο του εν λόγω Συλλόγου ως μέλος του.

Σύντομο ιστορικό

Μοναχός, εγγεγραμμένος στο Μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής Πέτρας Καταφυγίου, η οποία υπάγεται στην κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων, έχοντας αποκτήσει την δικηγορική ιδιότητα στην Κύπρο, κατέθεσε στις 12.6. 2015 αίτηση στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, με την οποία ζητούσε την εγγραφή του ως δικηγόρου στο οικείο μητρώο.

Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών με την από 18.6.2015 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του απέρριψε την αίτηση, διότι κατά το άρθρο 6 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Προϋποθέσεις δικηγορικής ιδιότητας – Κωλύματα), και ειδικότερα την πργφ. 6, ο δικηγόρος δεν μπορεί να είναι κληρικός ή μοναχός.

Στη συνέχεια, ο μοναχός προσέβαλε την απόφαση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (Γ΄ Τμήμα). Επί της αιτήσεως αυτής, το Δικαστήριο υπό την προεδρία της νυν Προέδρου της Δημοκρατίας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου και μετά από εισήγηση του Παρέδρου Δημητρίου Βανδώρου εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1753/2017 απόφασή του, με την οποία διατύπωσε προδικαστικό ερώτημα προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, το οποίο έχει ως εξής: «Το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5/ΕΚ έχει την έννοια ότι η εγγραφή ενός μοναχού της Εκκλησίας της Ελλάδος ως δικηγόρου στα μητρώα της αρμόδιας αρχής κράτους-μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχει αποκτήσει τον επαγγελματικό του τίτλο, προκειμένου να ασκεί εκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, μπορεί να απαγορεύεται από τον εθνικό νομοθέτη, για τον λόγο ότι οι μοναχοί της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν δύνανται, κατά το εθνικό δίκαιο, να εγγράφονται στα μητρώα των Δικηγορικών Συλλόγων, επειδή δεν παρέχουν, λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, ορισμένα απαραίτητα για την άσκηση της δικηγορίας εχέγγυα;». Με άλλες λέξεις, το ερώτημα που τέθηκε, ήταν αν το ελληνικό δίκαιο μπορεί να απαγορεύει σε πρόσωπο, που απέκτησε τον επαγγελματικό τίτλο του Δικηγόρου σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, να ασκήσει το επάγγελμά αυτό στην Ελλάδα.

Επί του ερωτήματος αυτού, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εξέδωσε την από 7.5.2019 απόφασή του (υπόθεση C – 431/17), με την οποία δικαίωσε τον προσφεύγοντα μοναχό, διατυπώνοντας την άποψη, ότι η διάταξη 6 πργφ. 6 του Κώδικα περί Δικηγόρων, που ορίζει ότι ο δικηγόρος δεν πρέπει να είναι κληρικός ή μοναχός, είναι αντίθετη με το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 98/5/ΕΚ και συνεπώς ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών παρανόμως αρνήθηκε την εγγραφή του ανωτέρω μοναχού στο οικείο Μητρώο του Συλλόγου.

Κατόπιν της εξελίξεως αυτής, το Συμβούλιο Επικρατείας επανήλθε και με την υπ’ αριθ. 491/2021 απόφασή του παρέπεμψε λόγω σπουδαιότητας του ζητήματος στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος (Γ΄ Τμήμα) και με δικάσιμο την 3η Ιουνίου 2021.

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω περιγραφέντα γεγονότα, η μέχρι σήμερα αντιμετώπιση του υπό κρίσιν ζητήματος έγινε επί τη βάσει της ελληνικής νομοθεσίας περί του δικηγορικού επαγγέλματος και του Ευρωπαϊκού Δικαίου περί επαγγελματικής ελευθερίας. Ουδεμία όμως εκ των δύο αντιδίκων πλευρών, αντιμετώπισε το ζήτημα από την οπτική γωνία του Κανονικού Δικαίου, το οποίο δεσμεύει τον προσφεύγοντα μοναχό και επηρεάζει άμεσα τις ενέργειές του και τις αποφάσεις του. Με άλλες λέξεις, όλες οι πλευρές ασχολήθηκαν με το αν ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών ορθώς ή εσφαλμένως απέρριψε την αίτηση του μοναχού περί εγγραφής αυτού στο οικείο Μητρώο. Κανείς όμως δεν ασχολήθηκε με το κυριότερο κατά την άποψη μου θέμα, δηλαδή κατά πόσο η αίτηση εγγραφής στο Μητρώο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών είναι συμβατή με την ιδιότητά του αιτούντος ως μοναχού και τις υποχρεώσεις που αυτός ανέλαβε με την κουρά του και αν ο αιτών μοναχός παραδεκτώς κατέθεσε την εν λόγω αίτηση.

Επ’ αυτού του θέματος θα διατυπώσω την άποψή μου.

  1. Σχέση Κανονικού Δικαίου –  Εθνικού Δικαίου – Ευρωπαϊκού Δικαίου

Στην χριστιανική Εκκλησία, αρχική πηγή και σημείο αναφοράς της εν γένει εξελικτικής πορείας της ως θεοΐδρυτου αλλά και ανθρώπινου Οργανισμού αποτελεί το θέλημα του Ιδρυτή της, όπως αυτό διατυπώθηκε από τον ίδιο προς δύο κατευθύνσεις, την κήρυξη του θείου λόγου για την πνευματική οικοδόμηση και ολοκλήρωση του νέου Οργανισμού και την θέση των βασικών κανόνων του οργανωτικού πλαισίου αυτού, το οποίο περιελάμβανε τις σχέσεις μεταξύ της Εκκλησίας (του νέου Οργανισμού) και του πληρώματος του, καθώς και τον τρόπο λειτουργίας της διοικήσεώς της.

Ειδικότερα, οι κανόνες ως προς την οργανωτική δομή της Εκκλησίας, που ο Ιδρυτής αυτής Ιησούς Χριστός έθεσε, ακολούθησαν μια εξελικτική πορεία τόσο ως προς τον τρόπο διατυπώσεως αυτών όσο και ως προς τα πρόσωπα που κατά καιρούς τους διατύπωσαν ή τους επαναδιατύπωσαν ερμηνεύοντας πάντοτε το θέλημα του Ιδρυτού της, καταλήγοντας στη μορφή του «κανόνα», διατυπωμένος είτε από συλλογικό όργανο (σύνοδος) είτε από ανεγνωρισμένες μορφές της Πατερικής σκέψεως (Πατέρες Εκκλησίας).

      Το σύνολο των κανόνων αυτών, παρά την αποκοπή από το σώμα της Εκκλησίας των οπαδών των αιρέσεων των πρώτων αιώνων και της εγκαθιδρύσεων οικείων Εκκλησιών, θα αποτελέσει μέχρι και το τελικό Σχίσμα του 1054, το κοινώς αποδεκτό από την καθόλου Χριστιανική Εκκλησία οργανωτικό πλαίσιο αυτής. Με την δογματική και διοικητική απόσχιση της Εκκλησίας της Ρώμης, η Χριστιανική Εκκλησία θα διαιρεθεί σε δύο τμήματα, την Δυτική Καθολική Εκκλησία (πρώην Εκκλησία Ρώμης) και την Ανατολική Καθολική Εκκλησία (Εκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως, Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Κύπρου).

      Η νέα, πλέον, αλλόδοξη Χριστιανική Εκκλησία θα αποστεί και από το μέχρι προ του χωρισμού κοινό οργανωτικό πλαίσιο, δημιουργώντας το δικό της και διαφοροποιούμενη ακόμη περισσότερο από την πραγματικότητα της μίας, ενιαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας. 

      Η κατάσταση αυτή θα αλλάξει εκ νέου με την εκδήλωση της κινήσεως της Διαμαρτυρήσεως τον 16ο αιώνα, η οποία προέκυψε δι’ αποσπάσεως από τους κόλπους της Δυτικής Καθολικής Εκκλησίας, με αποτέλεσμα η Εκκλησία του Χριστού να διασπασθεί περαιτέρω, το δε τμήμα που αποσπάσθηκε διαφοροποιήθηκε ακόμη εντονότερα σε σύγκριση με τη Δυτική Καθολική Εκκλησία, αρνούμενο όχι μόνο το προ του 1054 οργανωτικό πλαίσιο αλλά και το μετά αυτού πλαίσιο, από το οποίο άλλωστε και αποκόπηκε διαγράφοντας ως προς τον τρόπο οργανώσεως μια νέα πορεία στους κόλπους της Εκκλησίας του Χριστού.

      Κατόπιν των ανωτέρω γεγονότων, το οργανωτικό πλαίσιο της μιας, ενιαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας διατηρήθηκε μόνον εντός των γεωγραφικών ορίων της Ανατολικής Καθολικής Εκκλησίας, παραμένοντας παρά ταύτα υπερτοπικό, υπερεθνικό και γενικής και καθολικής ισχύος. Το οργανωτικό αυτό πλαίσιο συνιστά το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας, το οποίο παρά τις αναπόφευκτες κατά την πορεία των αιώνων παραβιάσεις του αλλά και τους αλλεπάλληλες διασπάσεις του πληρώματος της Εκκλησίας του Χριστού, διατηρήθηκε αναλλοίωτο, διαφυλάσσοντας τη μορφή του αρχέτυπου οργανωτικού πλαισίου και παραμένοντας για τον λόγο αυτό και σύμφωνο με το μήνυμα του Ιδρυτή της Εκκλησίας μας.

Περαιτέρω, η Ανατολική Καθολική Εκκλησία δογματικώς μεν είναι μία, ενιαία και αδιαίρετη, διοικητικώς δε συντίθεται από περισσότερες αυτοκέφαλες και αυτόνομες Εκκλησίες, οι οποίες τελούν υπό διάφορα καθεστώτα σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, αναλόγως του Κράτους, εντός του οποίου λειτουργούν και δραστηριοποιούνται. Παρά ταύτα, όλες οι αυτοκέφαλες και αυτόνομες Ορθόδοξες Εκκλησίες εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις του κοινού οργανωτικού πλαισίου της μίας, ενιαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας, δηλαδή το Κανονικό Δίκαιο.

Συνεπώς, Κανονικό Δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων, που η ίδια η Εκκλησία έθεσε μέσῳ των αρμοδίων οργάνων της και των Πατέρων της Εκκλησίας, και οι οποίοι κανόνες καθορίζουν το οργανωτικό πλαίσιο και τη ορθή λειτουργία των θεσμών της Εκκλησίας του Χριστού και τις σχέσεις της με το πλήρωμά της, σήμερα δε της εν γένει Ανατολικής Καθολικής Εκκλησίας.

            Υποκείμενα του Κανονικού Δικαίου είναι, λοιπόν, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το Σχίσμα του 1054 μέχρι τις μέρες μας, δηλαδή τα τέσσερα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία (Οικουμενικό Πατριαρχείο, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων), η Εκκλησία της Κύπρου, καθώς και οι νεώτερες αυτοκέφαλες Εκκλησίες (Πατριαρχείο Ρωσίας, Πατριαρχείο Σερβίας, Πατριαρχείο Ρουμανίας, Πατριαρχείο Βουλγαρίας, Πατριαρχείο Γεωργίας, Εκκλησία Ελλάδος, Εκκλησία Πολωνία, Εκκλησία Αλβανίας, Εκκλησία Τσεχίας και Σλοβακίας, Ουκρανίας) και αυτόνομες Εκκλησίες (Εκκλησία Φιλανδίας, Εκκλησία Εσθονίας).  Κατόπιν τούτου, καθίσταται σαφές ότι δεν συνιστούν υποκείμενα του Κανονικού Δικαίου της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας οι άλλες χριστιανικές Εκκλησίες (Δυτική Καθολική Εκκλησία, Διαμαρτυρόμενες Εκκλησίες, καθώς και οι χριστιανικές Εκκλησίες, που αποκόπηκαν ως αιρέσεις από το σώμα της Εκκλησίας του Χριστού, όπως η Αρμενική Εκκλησία, η Κοπτική Εκκλησία, η Συριακή Εκκλησία και η Αιθιοπική Εκκλησία).

            Το Κανονικό Δίκαιο, όπως εκτέθηκε παραπάνω, συνιστά υπερτοπικό – υπερεθνικό δίκαιο και για τον λόγο αυτόν η ενσωμάτωση του στην ελληνική έννομη τάξη γίνεται μέσω συνταγματικής διατάξεως, διαδικασία που ακολουθείται ήδη από τα πρώτα μετεπαναστατικά Συντάγματα μέχρι και σήμερα, όπως σαφώς προκύπτει από το άρθρο 3 του ισχύοντος Συντάγματος. Το γεγονός αυτό δεν δύναται να αμφισβητηθεί ούτε υπό την ισχύ της απόψεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την οποία εκ των ιερών κανόνων κατοχυρώνονται μόνον αυτοί, που αφορούν στο δόγμα και αυτοί που αφορούν σε βασικούς θεσμούς που έχουν παγίως καθιερωθεί από μακρού στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Και τούτο, διότι μεταξύ των βασικών θεσμών της Ορθόδοξης Εκκλησίας περιλαμβάνεται κατ’ αδιαμφισβήτητο τρόπο ο μοναχικός θεσμός και εξ αυτού απορρέουσες υποχρεώσεις και συνεπώς δεν δύνανται να καταργηθούν ή να τροποποιηθούν αλλά ενσωματώνονται διά της συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 3 υπό την μορφή των διατάξεων του Κανονικού Δικαίου στην ελληνική έννομη τάξη, κατοχυρούμενοι έκτοτε και συνταγματικώς. Υπό αυτή την έννοια, η διάταξη του άρθρου 3 του Συντάγματος επιτελεί ρόλο παράλληλο και ίσου κύρους με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 28 πργφ. 1 του επίσης ισχύοντος Συντάγματος.

            Κατόπιν των ανωτέρω, συνάγεται, ότι το Κανονικό Δίκαιο ως σύνολο κανόνων δικαίου υπερτοπικού – υπερεθνικού χαρακτήρα, που ενσωματώνεται στην ελληνική έννομη τάξη μέσω του Συντάγματος – ακόμη και υπό την ισχύ της απόψεως του Συμβουλίου της Επικρατείας –  ευρίσκεται στο ίδιο επίπεδο ισχύος και κύρους με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ισχύει παραλλήλως προς αυτό και υπό αυτή την έννοια δεν δύναται να τύχει ερμηνείας βάσει των εν ισχύϊ Ευρωπαϊκών Οδηγιών.

  • Το καθεστώς κανονικής δικαιοδοσίας επί των μοναχών.

            Οι μοναχοί ως γνωστόν αποτελούν την δεύτερη τάξη του πληρώματος της Εκκλησίας, το δε καθεστώς κανονικής δικαιοδοσίας επ’ αυτών προσιδιάζει προς αυτό των κληρικών.

Ως μοναχός νοείται καταρχήν κάθε λαϊκός, ο  οποίος εντάσσεται στην τάξη των μοναχών με την τέλεση της μοναχικής κουράς (βλ. 42ος και 43ος της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου, 2ος της Πρωτοδευτέρας Οικουμενικής συνόδου). Εξαιρούνται συνεπώς οι «ρασοφόροι», καθώς και οι δόκιμοι μοναχοί, οι οποίοι θα πρέπει να γίνει δεκτό κατά τη διάρκεια της ασκήσεώς τους υπό την ιδιότητα του δοκίμου μέχρι την κουρά τους ανήκουν στην τάξη των λαϊκών. Αντιθέτως, υπό το καθεστώς κανονικής δικαιοδοσίας των μοναχών θα περιληφθούν οι ιερομόναχοι, οι οποίοι παρά τη διπλή ιδιότητά τους (κληρικός και μοναχός) υπάγονται υπό τη δικαιοδοσία του επισκόπου, στου οποίου τα γεωγραφικά όρια της περιφερείας του βρίσκεται η μονή της εγκαταβιώσεώς τους (βλ. 8ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου). Θα πρέπει τέλος να γίνει δεκτό ότι η διάκριση των μοναχών σε «μεγαλόσχημους» και «μικρόσχημους» δεν έχει καμία νομική ή κανονική συνέπεια, αφού οι ιεροί κανόνες δεν γνωρίζουν τέτοια διάκριση.

        Με το ζήτημα της υπαγωγής των μοναχών υπό την αρμοδιότητα ορισμένης εκκλησιαστικής αρχής  – και δή του επιχωρίου επισκόπου – ασχολήθηκε για πρώτη φορά αλλά και κυρίως η Δ΄ Οικουμενική σύνοδος, η οποία με δύο κανονικές διατάξεις  ρύθμισε το θέμα.

Η πρώτη ρύθμιση, η οποία υπήγαγε τις μονές και κατ’ επέκτασιν και τους μονάζοντες σ’ αυτές υπό την εποπτεία του επιχωρίου επισκόπου, είναι η διάταξη του 4ου κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, λόγω της αταξίας και της απειθαρχίας που επικρατούσε εντός του μοναχικού κινήματος, εξαιτίας της ανέλεγκτης περιφοράς των μοναζόντων εκτός μονών και ανεγέρσεως μονών και ευκτηρίων οίκων.

Η δεύτερη ρύθμιση είναι η διάταξη του 8ου κανόνα της ίδιας συνόδου, κατά την οποία οι κληρικοί των πτωχοκομείων, των μοναστηρίων και των μαρτυρίων τέθηκαν και αυτοί υπό την κανονική δικαιοδοσία του επιχωρίου επισκόπου.

            Κατόπιν των ανωτέρω, οι μοναχοί υπήχθησαν υπό την κανονική δικαιοδοσία του επιχωρίου επισκόπου, δηλαδή του επισκόπου στην γεωγραφική περιφέρεια του οποίου ευρίσκεται η μονή της εγκαταβιώσεως αυτών. Η κανονική αυτή δικαιοδοσία του επισκόπου επί των μοναχών που εγκαταβιώνουν στην περιφέρειά του είναι αποκλειστική και συνεπάγεται το δικαίωμα ελέγχου από πλευράς του επισκόπου, της συμφωνίας του τρόπου ζωής των μοναχών με τους ιερούς κανόνες, της τηρήσεως από αυτούς των εκ των ιερών κανόνων υποχρεώσεων των παραδόσεων και του πνεύματος εν γένει του μοναχισμού. Σε περίπτωση δε μη τηρήσεως των παραπάνω, ο επιχώριος επίσκοπος έχει την εξουσία δικαιοδοτικής κρίσεως και επιβολής των προβλεπομένων από τους ιερούς κανόνες ποινών.

Υπό αυτά τα δεδομένα καθίσταται σαφής η σχέση εξαρτήσεως του μοναχού αλλά και του ιερομονάχου από τον επιχώριο επίσκοπο, σχέση η οποία διαπνέει το σύνολο της ζωής του ως μοναχού, επηρεάζοντας καθοριστικώς όχι μόνο τον βίο του μοναχού εντός της ιεράς μονής αλλά και εκτός αυτής.

Εάν στην σχέση αυτή εξαρτήσεως προστεθεί και η εκ μέρους του μοναχού δόση της μοναχικής επαγγελίας, η οποία περιλαμβάνει την υποχρέωση υπακοής (βλ. 17ο της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου) στον επιχώριο επίσκοπο όσο και στον επικεφαλής της μοναστικής αδελφότητας, δηλαδή τον Ηγούμενο, τότε επαυξάνεται η δέσμευση της προσωπικής ελευθερίας του μοναχού και μειώνεται αναλόγως και η ελευθερία στην λήψη των αποφάσεων είτε αυτές αφορούν την προσωπική του ζωή είτε τις σχέσεις του με τους τρίτους.

Εν κατακλείδι και ως συνέπεια των παραπάνω, με την είσοδο ενός προσώπου στον μοναχικό βίο, αυτό θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως «τον βίον τελευτάν», εξ ού και μετά την κουρά ο νεοεισελθών στον μοναχισμό κληρονομείται κατά τις διατάξεις περί κληρονομικού δικαίου μοναχών, οι οποίες διαφέρουν αναλόγως της περιοχής της ελληνικής επικρατείας, στην οποία βρίσκεται η μονή εγκαταβιώσεως ή μετανοίας του κληρονομουμένου μοναχού.

Αλλά, ας δούμε το ζήτημα και από την πρακτική πλευρά του. Ας υποθέσουμε, ότι ένας μοναχός την 6η Δεκεμβρίου, ανήμερα του Αγίου Νικολάου, έχει ως διακόνημα να ψάλλει στο αναλόγιο κατά την θεία λειτουργία. Την ίδια ημέρα και ώρα όμως, θα πρέπει να βρίσκεται και στο Δικαστήριο, διότι θα πρέπει να καταθέσει τις προτάσεις στην αρμόδια Γραμματεία. Τι θα γίνει; Θα πάει στον Ηγούμενο και θα ζητήσει να τον απαλλάξει από το διακόνημα, για να καταθέσει τις προτάσεις στη Γραμματεία του Δικαστηρίου; Και αν ο Ηγούμενος δεν κάνει δεκτό το αίτημα, τι θα πράξει ο μοναχός – δικηγόρος; Θα αποδεχθεί την ερήμην του εντολέα του εκδίκαση της υποθέσεως ή θα ζητήσει παράταση της προθεσμίας καταθέσεως προτάσεων, επικαλούμενος το διακόνημά του και την άρνηση του Ηγουμένου του να τον απαλλάξει από αυτό; Ή θα εγκαταλείψει το διακόνημά του αυτοβούλως και θα σπεύσει να ασκήσει το επάγγελμά του, επιδεικνύοντας ανυπακοή στον Ηγούμενό του;

Απάντηση: Εάν τηρήσει την υπόσχεση υπακοής, που έδωσε ως μοναχός, θα απέχει από την άσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων του, οπότε ο εντολέας του θα δικασθεί ερήμην και ο μοναχός – δικηγόρος θα έχει παραβιάσει την κύρια υποχρέωση του λειτουργήματός του, που είναι η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του (άρθρο 1 πργφ. 2 Κώδικα περί Δικηγόρων).

Εάν επιλέξει την άσκηση του επαγγέλματός του και εγκαταλείψει το διακόνημά του, παραβιάζοντας την υπόσχεση υπακοής,  τον αναμένει η προσαγωγή του ενώπιον της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης.

Συνεπώς, είναι de jure και de facto βέβαιο, ότι ο μοναχός – και ο ιερομόναχος – στερούμενος εκ της ιδιότητας του τα δικαιώματα, που συνάδουν με τον «εν τω κόσμω» βίο, τον οποίο αυτός εγκατέλειψε με την οικεία βουλήσει είσοδό του στον μοναχισμό, δεν έχουν καν την ελευθερία της επιλογής επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Αλλά, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί, ότι η ελευθερία αυτή υφίσταται, αυτή τελεί υπό την αίρεση της αναγνωρίσεως της από τον Ηγούμενο της μονής, στην οποία εγκαταβιώνει ο μοναχός ή έτι περαιτέρω οπωσδήποτε από τον επιχώριο επίσκοπο και της παροχής σχετικής αδείας, πάντοτε όμως εντός του πλαισίου, που προδιαγράφουν οι εκ της μοναχικής ιδιότητας υποχρεώσεις.    

            Επιπλέον, πέραν της υποσχέσεως υπακοής, υπάρχουν ακόμη δύο βασικές αρχές του Κανονικού Δικαίου, οι οποίες δεσμεύουν και τους μοναχούς.

Α) Η πρώτη είναι η απαγόρευση αναλήψεως κοσμικών φροντίδων.

Πράγματι, η κανονική νομοθεσία απαγορεύει στους μοναχούς την ανάληψη κοσμικών φροντίδων (βλ. 3ο της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου), περιλαμβάνοντας σ’ αυτές τόσον τις δραστηριότητες που συνδέονται με υποχρεώσεις κοσμικού χαρακτήρα, δηλαδή ανάληψη διαχειρίσεως περιουσίας, εκμισθώσεις ακινήτων και άλλων παρεμφερών δραστηριοτήτων, οι οποίες αποβλέπουν στην απόκτηση κέρδους ή ευρύτερα αμοιβής. Από τις ρυθμίσεις αυτές εξαιρούνται εκείνες οι δραστηριότητες, που συνδέονται αμέσως με το έργο της Εκκλησίας, οπότε υπό  αυτήν την ιδιότητα καθίστανται επιτρεπτές, όπως η επιμέλεια ανηλίκων και η κατόπιν αδείας του επισκόπου επιμέλεια εκκλησιαστικής φύσεως υποθέσεων ή ορφανών ή χηρών απρονοήτων. Αν παρά ταύτα, ο μοναχός αναλάβει μία η περισσότερες από τις απαγορευμένες δραστηριότητες, και δεν μεταβάλλει γνώμη εγκαταλείποντας τις δραστηριότητες αυτές, υπόκειται στην ποινή του αφορισμού (βλ. 7ος της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου).

Συνεπώς, η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος ως δραστηριότητα, η οποία δεν υπάγεται στις επιτρεπτές αλλά αντιθέτως υπάγεται στις απαγορευμένες από την κανονική νομοθεσία δραστηριότητες, καθόσον προσπορίζει όφελος σ’ αυτόν που την ασκεί (άρθρο 3 πργφ. 2 Κώδικα περί Δικηγόρων), δεν συνάδει με την μοναχική ιδιότητα και για τον λόγο αυτόν η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος από μοναχό συνιστά μη επιτρεπτή κατά τους ιερούς κανόνες δραστηριότητα και επιφέρει σε περίπτωση μη μεταμέλειας την προβλεπόμενη από τους ιερούς κανόνες ποινή.

Β) Η δεύτερη είναι η υποχρέωση εγκαταβιώσεως εντός της μονής.

Συμφώνως προς την υποχρέωση αυτή, ο μοναχός έχει από της κουράς του υποχρέωση εγκαταβιώσεως εντός της μονής της εγκαταβιώσεως του ή της μετανοίας του, εξερχόμενος μόνο κατόπιν αδείας του Ηγουμένου της μονής και μόνο για επείγουσα ανάγκη (βλ. 23ο της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου, 46ο  της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου, 17ο και 21ο της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου 21).

Από δε της κουράς του και της εγγραφής στο μοναχολόγιο της οικείας μονής, η μονή αυτή (εγκαταβιώσεως ή μετανοίας) συνιστά και την νόμιμη κατοικία του μοναχού, αποκλειομένης άλλης νόμιμης ή άλλου χαρακτήρα (επαγγελματικής) έδρας.

Το γεγονός δε αυτό της υποχρεώσεως εγκαταβιώσεως εντός της μονής συνιστά και de facto κώλυμα κτήσεως επαγγελματικής έδρας, αφού εκ την υποχρεώσεως αυτής γεννάται και στην πράξη αδυναμία χρήσεως της οποιασδήποτε επαγγελματικής έδρας. Η αδυναμία δε αυτή χρήσεως υπάρχει, όταν η επαγγελματική έδρα βρίσκεται εντός των γεωγραφικών ορίων της επισκοπικής περιφέρειας, που βρίσκεται και η μονή εγκαταβιώσεως ή μετανοίας του μοναχού. Πολλώ δε μάλλον η αδυναμία χρήσεως είναι εντονότερη, όταν η έδρα αυτή βρίσκεται και σε τοποθεσία, η οποία είναι εκτός των γεωγραφικών ορίων της επισκοπικής περιφέρειας, που κείται η ιερά μονή που εγκαταβιώνει ο μοναχός. Και τούτο, διότι κατά το άρθρο 23 πργφ. 1 ο δικηγόρος υποχρεούται να έχει έδρα και γραφείο στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου, που είναι διορισμένος. Συνεπώς, στην σχολιαζόμενη περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί, ότι ο μοναχός δύναται να έχει επαγγελματική έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, πώς θα μετέβαινε σ’ αυτήν, όταν εγκαταβιώνει σε μονή, που βρίσκεται σε άλλη γεωγραφική περιφέρεια;

            Συμπερασματικώς, η κανονική νομοθεσία, η οποία διέπει την προσωπική κατάσταση του αιτούντος μοναχού και επιφυλάσσει γι’ αυτόν ιδιαίτερη μεταχείριση λόγω ακριβώς της μοναχικής ιδιότητάς του, ως δικαιϊκή έννομη τάξη υπερτοπικού – υπερεθνικού χαρακτήρα δεν υπόκειται στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο και δεν ερμηνεύεται βάσει αυτού, ισχύον αντιθέτως παραλλήλως προς αυτό.

Περαιτέρω, η κανονική νομοθεσία και ειδικότερα οι περί μοναχών διατάξεις ως ειδικότερες υπερισχύουν πάσης άλλης διατάξεως, με αποτέλεσμα να στερούν από τον μοναχό το δικαίωμα ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος, ακόμη και αν δεν υπήρχε η σχετική διάταξη του άρθρου 6 πργφ. 6 του Κώδικα περί Δικηγόρων.

Τούτο σημαίνει, ότι καταρχήν ο μοναχός απαραδέκτως κατά την κανονική νομοθεσία κατέθεσε την αίτηση εγγραφής του στο μητρώο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, καθόσον δεν νομιμοποιείται εκ της ιδιότητάς του να ασκήσει τέτοια αίτηση. Από την στιγμή όμως που την κατέθεσε, ορθώς ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών την απέρριψε βάσει του άρθρου 6 πργφ. 6 του Κώδικα περί Δικηγόρων, το οποίο άρθρο απηχεί το γράμμα και το πνεύμα της κανονικής νομοθεσίας.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ