Του Δρος Συμεών Σολταρίδη
Ότι η περιοχή Φαναρίου, και ιδιαίτερα αυτή ανάμεσα στο Φανάρι, τον Μπαλατά και το Μουχλί, είναι γνωστή από την ύπαρξη των «Πατριαρχείων», δηλαδή του Οικουμενικού και του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου, στο οποίο κατοικούσαν πολλοί Πατριάρχες των Ιεροσολύμων, του Μετοχίου της Μονής Σινά, της Βουλγαρικής «βιδωτής» εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου (πολύ αργότερα και υπό τις γνωστές συνθήκες) είναι πανθομολογούμενο.
Η περιοχή αυτή εξάλλου, εκτός από κέντρο για τους Ορθοδόξους λαούς, και μάλιστα κατά τους χρόνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτέλεσε σημείο αναφοράς της πανσπερμίας θρησκειών, αλλά και ισλαμικών αιρέσεων και ταγμάτων. Στις ίδιες γειτονιές και στα σοκάκια του Φαναρίου και των πέριξ περιοχών οι διαφορετικές θρησκείες συμβιούσαν με σεβασμό και συνυπήρχαν αλληλένδετες. Σε αυτήν την περιοχή της πολυπολιτισμικής παρουσίας επέλεξαν και εγκαταστάθηκαν Βλάχοι, από τις Παραδουνάβιες περιοχές κυρίως, και έκτισαν τα αρχοντικά και τα σαράγια τους. Λέγεται ότι ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν, το 1529, παραχώρησε μεγάλη έκταση στους Βλάχους πρίγκηπες για τον σκοπό αυτό.
Ο ιστορικός τέχνης Χαϊρή Φεχμί Γιλμάζ σημειώνει στην σχετική του έκθεση: «οι ηγεμόνες έστελναν τα αδέρφια ή τους γιους τους στην Κωνσταντινούπολη και ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη όσο ήταν στην εξουσία. Αυτοί οι ευγενείς, που έμαθαν τουρκικά και γνώρισαν τις οθωμανικές παραδόσεις, έπρεπε επίσης να παρευρεθούν στις τελετές που γίνονταν στην πόλη και στο παλάτι Τοπ Καπί.
Η παρουσία των πριγκήπων στην πόλη είχε πολλά πρακτικά οφέλη για τους Οθωμανούς. Στα χρόνια της Κωνσταντινούπολης, οι πρίγκηπες ζούσαν σε αυτά τα ανάκτορα που ανήκαν στις χώρες τους στο Φανάρι».
Τις πνευματικές τους ανάγκες θεράπευαν στον Ναό της Παναγίας της Παραμυθίας, μετά τη δωρεά του 1529, οι αρχοντικές οικογένειες των Βλάχων (εξ ου και πήρε την ονομασία Βλάχ Σαράϊ από τα «Βλάχικα») ανάμεσα στις οποίες και αυτές των Σούτσων και των Κατακουζηνών. Κοντά εκεί και το άλλο, το Μπογδάν Σαράϊ.
Ο κάλαμος του οξυγράφου συγγραφέα των ημετέρων Μανουήλ Γεδεών διασώζει ότι στον αυλόγυρο του Ναού δίδασκε Θεόκτιστος, ο μοναχός (1816). Επίσης κάθε Φεβρουάριο, στη μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους, γινόταν η πανήγυρις της Φιλοπτώχου Αδελφότητος, την οποία ίδρυσε με την υπογραφή του ο Άγιος Γρηγόριος Ε΄. Το μεγαλείο της Ρωμιοσύνης κρυμμένο και φανερό στις οδούς του Διπλοφάναρου. Κάπου εκεί και ο οίκος του Δημητρίου Κάντεμιρ, του Πρίγκηπα της Μολδαβίας, η πολύπλαγκτη ζωή του οποίου αξίζει ξεχωριστής μελέτης.
Η Παναγία Παραμυθία, λοιπόν, είναι κομμάτι αυτού του ιστορικού παζλ, που διαμορφώθηκε στην περιοχή.
Σε παλιούς χάρτες φαίνεται ότι υπάρχουν κάποιες ξύλινες κατασκευές δίπλα στους τοίχους της ταράτσας μέσα στο οικόπεδο. Οι κατασκευές αυτές χτίστηκαν ως χώροι που εξυπηρετούσαν το Ναό και φαίνεται πως χτίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Λέγεται ότι τα σπίτια αυτά με τις ξύλινες όψεις τους, όπως αναφέρουν σχετικές αρχιτεκτονικές μελέτες, φέρουν τα ίχνη παρόμοιας περιόδου με τις ξύλινες προσθήκες που φαίνονται στις πλαϊνές όψεις του ναού. Τα υπάρχοντα θεμέλια, καθώς και χάρτες, σχέδια και φωτογραφίες βοηθούν στον εντοπισμό των δομών αυτών.
Στη μεγάλη αυτή έκταση των Βλάχων πριγκήπων, περί τον Ναό της Παναγίας της Παραμυθίας, κατά την πρόσφατη εποχή είχαν οικοδομηθεί και 5 ξύλινα σπίτια στα οποία έμεναν Ρωμιοί, μεταξύ των οποίων ο νεωκόρος και ο ιερέας, όταν έρχονταν να λειτουργήσει. Το ένα ήταν δίπατο και τα άλλα ισόγεια , όπως μας είπε ο Αλέκος Ναούμ, που έζησε εκεί τα παιδικά του χρόνια μαζί με άλλους φίλους του και τώρα ζει με την οικογένεια του στην Θεσσαλονίκη.
Ο προαναφερθείς Αλέκος Ναούμ, γεννημένος στην Πόλη στα τέλη της δεκαετίας του 1940, παρέμεινε στην γενέθλια γη μέχρι περίπου στα μέσα του 1960. Έμενε με την οικογένεια του στα σπίτια του αυλόγυρου της εκκλησίας της Παραμυθίας ή Βλάχσαραϊ. Στην αρχή έφυγε στα 16 του χρόνια στην Ελβετία αλλά σε μικρό χρονικό διάστημα επέστρεψε πίσω. Στην συνέχεια ξανά αναχώρησε στα 18 του και παρέμεινε για μια δεκαετία και πάλι στην Ελβετία. Μετά τον γάμο του επέστρεψε στην Ελλάδα και έκτοτε ζει στην Θεσσαλονίκη.
Κανονάρχος στο αναλόγιο του Στανίτσα, μαθητής της Αστικής Σχολής του Ταξιάρχη Μπαλατά, Μεγαλοσχολίτης για κάποια φεγγάρια και εργαζόμενος στο τυπογραφείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Απόστολος Ανδρέας», θυμάται ότι στα σπίτια κατοικούσαν 6-8 οικογένειες, μεταξύ αυτών και ο ιερέας π. Κωνσταντίνος Παϊκόπουλος που έρχονταν από την Αντιγόνη για να εξυπηρετήσει την κοινότητα.
Ήταν 5 σπίτια. Ένα δίπατο και τα 4 ισόγεια. Στο δίπατο, στον επάνω όροφο, έμενε η θεία του Ευδοξία με την γιαγιά του Μαριγώ, ενώ στο ισόγειο έμενε η οικογένεια του φόντιατζη (παπουτσά) του Κώτσου με την γυναίκα του και τις δύο κόρες του. Από τα 5 οικήματα τα 3 βρίσκονταν στην μπροστινή πλευρά καθώς ανεβαίνεις από τις αριστερές σκάλες. Εκεί ήταν το δίπατο και τα σπίτια του Αλέκου και του καντηλανάφτη. Στην πίσω πλευρά του ναού, όταν ανέβαινες από τις δεξιές σκάλες, έμενε η οικογένεια του Λευτέρη Πανταζίδη, του οποίου ο πατέρας είχε εκτός αυλόγυρου ένα βαρελάδικο, που σήμερα είναι πολυκατοικία και κάποιος σιδεράς στο επάγγελμα με την οικογένεια του.
Στην συνομιλία που είχαμε θυμήθηκε το μαρμάρινο πηγάδι που βρίσκονταν στον κήπο της εκκλησίας, όπου τα καλοκαίρια βάζανε, όπως μου είπε, τα καρπούζια για να κρυώσουν.
Αν και το παιχνίδια τα χρόνια εκείνα για πολλούς θεωρούνταν πολυτέλεια, εν τούτοις με φίλους του, τον Μηνά, τον Μάνο, τον Λευτέρη ξεκινούσε το παιχνίδι από τον Ναό και στην συνέχεια έφταναν στους μαχαλάδες του Φαναρίου. Το παιχνίδι γνωστό στους Πολίτες ως «τσελίκ- τσομάκ» και με αυτό γυρνούσαν όλο το Μπαλατά και το Φανάρι.
Οι προσωπικές αναμνήσεις και βιωματικές διηγήσεις έρχονται να προστεθούν στα ιστορικά στοιχεία και να ενώσουν το νήμα από το ιστορικό με το πρόσφατο παρελθόν. Γιατί η ιστορική συνέχεια για την περιοχή του Φαναρίου και ειδικά για το Βλαχ-Σαράι που μας απασχολεί τελευταία, είναι αδιάκοπη και χρέος όλων μας είναι να φροντίσουμε να μη διακοπεί στο μέλλον.
Οι προσπάθειες λοιπόν αποκατάστασης αυτού του ναού δεν αφορούν μόνο την ελληνορθόδοξη Κοινότητα της Πόλης, γιατί θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο αναφοράς της πολυδιάστατης παρουσία του ορθόδοξου στοιχείου διαχρονικά στην περιοχή του Φαναρίου σε συνδυασμό με το μουσουλμανικό στοιχείο και τις υπόλοιπες θρησκευτικές ομάδες της περιοχής.