Τοῦ Ἀριστείδη Πανώτη
Ὁ Θεοδόσιος ὁ Μικρός (401-450) διαπιστώνει τὸ 421 ὅτι δημιουργήθηκαν ἔριδες μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἰλλυρίας καὶ ἐκδίδει νόμο μὲ τὸν ὁποῖο ἐπιβάλλει γιὰ κάθε κανονικὸ θέμα ποὺ ἀναφυόταν μεταξύ τους σὲ αὐτὴν τὴν περιοχὴ καὶ κατ’ ἐπέκταση καὶ σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτειάν του ὅτι: «οὐ δεῖ τέμνεσθαι παρὰ γνώμην τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς αὐτῆς Συνόδου, ἥτις ἔχει τὰ προνόμια τῆς ἀρχαίας Ρώμης» καὶ μὲ ἄλλη νομικὴ ρύθμιση διέταξε: «ἄνευ τῆς συγκαταθέσεως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως μηδεὶς Ἐπίσκοπος χειροτονεῖται ἐν Ἀσίᾳ καὶ Θράκῃ». Στὴν συνέχεια διαπιστώνει ὅτι ἔλαβε ἔκταση καὶ στὴν Συρία ἡ ἐνθουσιαστικὴ «προσευχητικὴ» κακοδοξία τῶν «Μασσαλιανῶν» μὲ τὶς πολλὲς γνωστικίζουσες πλάνες της καὶ πρέπει ἐγκαίρως νὰ ἀντιμετωπιστεῖ. Πρὸς τοῦτο συγκλήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 426 Μεγάλη Σύνοδος ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ διαδόχου τοῦ Νεκταρίου πατριάρχη Σισινίου Α´ (425-428), παρόντος μάλιστα καὶ τοῦ Ἀντιοχείας Θεοδότου (418-427), καὶ καταδίκασε τὶς κακοδοξίες τους. Οἱ συνοδικὲς ἀποφάνσεις τους περιβλήθηκαν τότε καὶ μὲ νομικὸ κῦρος ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα καὶ ἐλήφθησαν ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν αὐστηρὰ κατασταλτικὰ μέτρα.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ὡριμότητα ἐπέβαλε ὁ πρωταρχικὸς Μικρασιατικὸς ἀποστολικὸς πυρήνας νὰ συγκεντρωθεῖ ἀρτιότερα ὡς ἡ ἀνώτερη ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχὴ τῆς ἐν Χριστῷ Ὀρθόδοξης κοινωνίας. Ἐξ αὐτοῦ καί ἡ νέα Βασιλεύουσα Πόλη συγκέντρωσε ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις ποὺ ἦταν ἀναγκαῖες γιὰ νὰ καταστεῖ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Καθέδρας τῆς Νέας Ρώμης γιὰ νὰ καταστεῖ ἡ κατ’ Ἀνατολὰς θεσμικὴ πηγὴ τῆς ἀποστολικῆς εὐθύνης γιὰ ἱστορικοὺς καὶ γεωπολιτικοὺς λόγους. Μετὰ μία περίπου ἑβδομηκονταετία ἀπὸ τὴν Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο περὶ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀρχίζει νὰ συγκροτεῖται σύναξη τῆς ἱεραρχίας τῆς Θράκης καὶ τῆς Βυθινίας γιὰ νὰ προάγεται ὁ εὐαγγελισμὸς τοῦ πλήθους τῶν φυλῶν στὴν αὐτοκρατορία, ποὺ παρέμεναν ἀκατήχητοι καὶ ἀβάπτιστοι στὶς στέπες καὶ στὰ δάση «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς».
Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιος τὸ 451 ἐνώπιον τῶν 600 Ἐπισκόπων τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος ἐπιβεβαίωσε ὅτι: «Συνήθεια ἄνωθεν κεκράτηκε τοὺς ἐνδημοῦντας τῇ μεγαλωνύμῳ πόλει ἁγιωτάτους Ἐπισκόπους, ἡνίκα καιρὸς καλέσῃ περὶ ἀναπιπτόντων τινῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων συνεῖναι καὶ διαπιστοῦν ἕκαστα καὶ ἀποκρίσεις ἀξιοῦν τοὺς δεομένους». Οἱ συνοδικοὶ Πατέρες τῇ διαγνώμῃ τους μὲ τὶς κανονικὲς ἀποφάνσεις τοῦ παρελθόντος τῆς Ἐκκλησίας ἀποφαίνονται: «….τὰ αὐτὰ καὶ ἡμεῖς ὁρίζομέν τε καὶ ψηφιζόμεθα περὶ τῶν πρεσβείων τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς αὐτῆς Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης. Καὶ γὰρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης διὰ τὸ βασιλεύειν τὴν πόλιν ἐκείνην, οἱ Πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τὰ πρεσβεῖα. Καὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ κινούμενοι οἱ 150 θεοφιλέστατοι Ἐπίσκοποι τὰ ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς Νέας Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες τὴν βασιλεία καὶ συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν καὶ τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ρώμῃ, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς, ὡς ἐκείνην, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ ἐκείνην ὑπάρχουσαν» καὶ τότε τοῦ ἀναθέτουν διὰ τοῦ 28ου κανόνα τὴν κανονικὴ διοργάνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς δομῆς ὅλων τῶν «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς». Ἡ «ἐξαρχικὴ» διακονία ἐκτὸς τῶν συνόρων τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Κωνσταντινουπόλεως εἶναι «ὑπερδικαιδοσιακή» καὶ παρέχεται μόνον στὸν ἀρχιεπίσκοπο τῆς Νέας Ρώμης καὶ ὄχι στα λοιπὰ Πατριαρχεῖα τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ἡ «ὑπερόριος» (ultra montes) αὐτὴ διακονία κωδικοποιήθηκε τότε καὶ «de jure» γιὰ τοὺς ἀπαίδευτους στὸ εὐαγγέλιο καὶ στὴν καθολικὴ ὀρθόδοξο πίστη γιὰ λαοὺς «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς». Καὶ ἔκτοτε ἐπεκράτησε στὴν Ἱστορία καὶ στὴ Συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας «de facto» ἐπὶ 15 αἰῶνες ὡς συνέπεια τῆς «Χριστολογικῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας» ποὺ τότε ὁριστικὰ διατυπώθηκε σὲ αὐτὴν τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ παρέμβαση αὐτὴ εἶναι ἀπόλυτα θεμιτὴ γιατὶ οἱ λαοὶ αὐτοὶ εἶχαν παιδαγωγηθεῖ κατὰ τὰ ἀσιατικὰ ἤθη καὶ ἔθιμα στὴν ἐπιβολὴ τοῦ μονολόγου πρὸς ἐπιβολὴ τοῦ ἰδίου θελήματος, κάτι ποὺ ἀντιστρατεύεται στὸ ἀποστολικὸ «πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» γιὰ τὴν Σωτηρία τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Οἱ Πατέρες προνοήσαντες γενικὰ κατὰ πάσης ἀταξίας ἀνέθεσαν στὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Νέας Ρώμης μὲ δύο εἰσέτι κανονικὲς ἀποφάνσεις τους τοὺς Κανόνες θ´ (9) καὶ ιζ´ (17) ποὺ ἔχουν καθοριστικὴ σημασία γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς ὑπέρτατης δικαστικῆς ἐξουσίας, ὄχι μόνον στὴν ἴδια κανονικὴ δικαιοδοσία του, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκεῖνες ποὺ ἔχουν οἱ λοιποὶ πατριαρχικοὶ θρόνοι! Τὸ πνεῦμα αὐτῶν τῶν Ἱερῶν Κανόνων περὶ τοῦ αἰωνόβιου κύρους τῶν προνομίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸν μεταγενέστερο «Παπισμὸ» ποὺ καπηλεύονται ἐμπαθεῖς καὶ ἀδιάβαστοι ἱεροκατήγοροι. Οἱ ἀποφάνσεις τῶν Β´ καὶ Δ´ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὁ 3ος Κανὼν τῆς Β´ καὶ ὁ 28ος τῆς Δ´, ἐπικράτησαν de jure στὸ Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ διαχρονικὸς σεβασμὸς τοὺς κατέστησε de facto τηρητέους στὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν συντεταγμένων ἐκκλησιαστικὰ πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων. Αὐτὸ τὸ επιβεβαιώνει σύμπασα ἡ Ἐκκλησία μας μὲ «Τὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας» (Θ´ αἰῶνος) ποὺ διαβάζεται «ἐπ’ ἐκκλησίαις» τὴν Α´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ «Τριώδιο». Σήμερα ἡ ἀνώτατη κρίση γιὰ τὴν «Ἔκκλητο» διαδικασία ἀσκεῖται μὀνον πρὸς τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τόσον διὰ τοὺς ἐκ τοῦ κλίματός του ἱεράρχες, ὅσον καὶ διὰ τοὺς προερχόμενους ἐκ τῶν περιοχῶν τῶν προδικαιοδοσιακῶν δικαιωμάτων του, ὡς ἀσκήσαντες τὴν παραληφθεῖσα ἀρχιερωσύνη ἐκ τῆς «Μητρικῆς Ἐκκλησίας», δηλαδὴ ἐκ τῆς ἀπαραβίαστης διαδοχῆς τῆς δικαιοδοσίας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας τῆς δυναστείας τοῦ Θεοδοσίου Α´ καὶ τῶν διαδόχων του Ἀρκαδίου καὶ Θεοδοσίου Β´ ἀπὸ τὸ 379-474 ἡ Αὐτοκρατορία ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὶς ρωμαϊκὲς παραδόσεις καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαιολατρεία τῶν παγανιστῶν καὶ ἐπικρατεῖ ἡ Τριαδικὴ πίστη στὸν Ἕνα Θεό κατά τὰ ἀποφασισθέντα στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 325 κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Μὲ νέες Οἰκουμενικὲς Συνόδους καταδικάζονται οἱ νέες αἱρέσεις: τοῦ Νεστοριανισμοῦ (431) καὶ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ (451) καὶ τελικὰ ἀναγορεύεται ὡς ἐπίσημη Θρησκεία τοῦ κράτους ἡ πίστη τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Περὶ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰῶνος καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (451) ἀρχίζει νὰ ἐπεκτείνεται ἡ τιμὴ τῆς πατριαρχικῆς ἀξίας σὲ κατέχοντες ἀποστολικὲς καθέδρες Ἀρχιεπισκόπους καὶ διαμορφώνεται τὸ κανονικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς «Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν» ὡς ὁ ὕπατος θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σύστημα αυτό δὲν ὑφίστατο ἐκ παλαιοῦ στὴν Ἐκκλησία ὅμως ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ κατασταθεῖ γιὰ νὰ λειτουργεῖ ἀποστολικὰ ἡ συνοδικότητα στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ τηρεῖται πιστὰ ἡ Κυριακὴ ἐντολὴ «ἵνα πάντες ἓν ὧμεν» οἱ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Οἱ δύο «Πρῶτοι» Ἀρχιεπίσκοποι ποὺ ἀναγορεύονται ἰσότιμοι Πατριάρχες εἶναι ὁ Ρώμης καὶ ὁ Νέας Ρώμης κεκτημένοι τὸ «πρωτεῖον τῶν Ἀποστολικῶν «Στύλων» καὶ οἱ Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας καὶ τέλος ἀνυψώθηκε ὡς πέμπτος Πατριάρχης καὶ ὁ Ἐπίσκοπος τῶν Ἱεροσολύμων ἐπειδὴ στὰ Ἱεροσόλυμα συντελέσθηκε «τὸ Πάθος καὶ ἡ Ἀνάσταση» καὶ ἐκεῖ συνεστήθη ἡ πρώτη Σιωνίτιδα Ἐκκλησία! Αὐτοὶ οἱ Πατριάρχες είναι «πρωτεύοντες» μὲ τὴν κληρονομίαν τους στὰ ἰσάριθμα κλίματα τῶν πέντε ἀρχαίων ἀποστολικῶν κέντρων τῆς Χριστιανοσύνης συνερχόμενοι «ἐπὶ τῷ αὐτῷ» σὲ Οἰκουμενικὴ συνεδρίασιν ἀποτελοῦν τὴν ἀνώτατη ἔκφραση τῆς Συνειδήσεως «τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη διαχυμένης Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» καὶ ἐξ αὐτοῦ κληρονόμησαν τὸν τόπον τῶν «Στύλων» τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ «Κεφαλὲς» αὐτές τῶν πέντε Πατριαρχῶν λειτουργοῦν κατὰ τὸν μεγάλο κανονολόγο Θεόδωρο Βαλσαμόνα ὡς ἡ «Πεντὰς τῶν αἰσθήσεων» τῆς μιᾶς χειρὸς τοῦ ἀρχιτέκτονα καὶ πλάστη Θεοῦ καὶ δὲν συγχέωνται μεταξύ τους: «οὐ κατατρέχει τυχὸν ἡ ὅρασις τῆς ὀσφρήσεως, οὐδὲ ἡ ἀκοὴ τῆς ἀφῆς, καὶ τῆς γεύσεως».
Παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τοῦ Πατριάρχη τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, ὁ ὁποῖος πολλὲς φορὲς ἐκλαμβάνει ὡς ὑπερβολικὲς τὶς παρεμβάσεις τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἡ Καθέδρα τοῦ δευτερεύοντος βαθμηδὸν ἐπεξέτεινε τὴν ἐπιρροή του στὴν Ἀνατολή, σύμφωνα μὲ τὰ δοθέντα στὴν Ἐκκλησία του προνόμια ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἀποφάνσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὅπου διαπιστώνονταν ταραχὲς ἀπὸ θεολογικὲς ἔριδες ἢ διαφωνίες γιὰ τὴν ἀνάδειξη προσώπων στὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα παρενέβαινε ο Κωνσταντινουπόλεως γιὰ προληπτικοὺς ἢ κατασταλτικοὺς λόγους ὥστε νὰ προληφθοῦν οἱ δεινότερες ἐξελίξεις καὶ πρὸς ἐπαναφορὰ τῆς κανονικῆς τάξεως συνήθως μὲ τὴν συνεργασία καὶ τοῦ πολιτειακοῦ παράγοντα. Γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ τὸ κῦρος τῶν ἀποφάσεων τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴν Συρία μὲ παρέμβαση τοῦ Αὐτοκράτορα Ἰουστίνου (518-527) ἀπομακρύνθηκε τὸ 518 ὁ Ἀντιοχείας Σεβῆρος (513-518) ἐπειδὴ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Μονοφυσίτη προκάτοχό του Φλαβιανὸ Β´ καὶ ἐκλέχθηκε ὡς Ἀντιοχείας ὁ Ὀρθόδοξος Παῦλος Β´ (518-521) ὁ ὁποῖος μὲ συνοδικὴ ἀπόφανση χειροτονήθηκε στὴν πόλη του ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο (520-535). Ὁ Ἐπιφάνιος κατὰ τὸ λεγόμενο «Ἀκακιανὸ σχίσμα» μεταξὺ τοῦ Ρώμης Φήλικος Γ´ καὶ τοῦ Νέας Ρώμης Ἀκακίου (484-519) ἐπιδίωξε νὰ γεφυρώσει τὸ σχίσμα μὲ τὸν Ρώμης Ὀρμίσδα καὶ παρενέβη στὸ στασιαζόμενο θέμα τῆς ἐγκυρότητος τῆς ἐκλογῆς στὴν Λάρισα κάποιου Στεφάνου καὶ ὑπέδειξε ὅτι ἡ Θεσσαλία δὲν ἀποτελεῖ προνόμιον τοῦ «Ἔκκλήτου» τοῦ Ἐπισκόπου της Ρώμης, γιατί ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία τῆς Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως ὡς ἑλληνικὴ περιοχὴ καὶ μὲ τὴν Σύνοδό του καθῄρεσε τὸν κατασταθέντα Στέφανον.
Κατὰ τὴν πατριαρχία τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Γ´ τοῦ Σχολαστικοῦ (565-577) ἐπαναλαμβάνεται τὸ 567 ἡ παρέμβασή του στὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἰωάννη Δ´ τοῦ Θεοπειθοῦς (567-579) γιὰ τὸ Θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας, καὶ ὅταν ἀντιδρᾶ καὶ διαμαρτύρεται ὁ Ἀντιοχείας Ἀναστάσιος Α´ (561-571), ἐπειδή αὐτός ἧταν Ἀντιοχειανὸς κληρικός, καὶ ἀντ’ αὐτοῦ χειροτονεῖται στὴν Ἀλεξάνδρεια ὁ Γρηγόριος Α´ (571-594). Ἡ παρέμβαση αὐτὴ στὰ λοιπὰ Πατριαρχεῖα ἀπηχεῖ τὴν κανονικὴ καὶ νομικὴ στήριξη τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ (527-565), ὅπως ὁ τῆς παλαιᾶς Ρώμης Πατριάρχης ἤλεγχε ἀπόλυτα τὶς χειροτονίες τῶν Ἐπισκόπων στὴν δικαιοδοσία του. Ἔχει ἐπικρατήσει ἤδη ὅτι ὁ δευτερόθρονος Πατριάρχης τῆς Νέας Ρώμης ἀποτελοῦσε κυρίαρχη: «Κεφαλὴ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν» καὶ ἐξ αὐτοῦ ὤφειλε νὰ κατέχει ἐξέχουσαν θέση μεταξὺ τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς. Ἐξ αὐτοῦ ὁ ἴδιος αὐτοκράτορας καθώρισε μὲ τὴν ρλα´ (131) Νεαρά του: «Τὸν ἁγιώτατον Πάπαν τῆς παλαιᾶς Ρώμης πρῶτον εἶναι πάντων τῶν ἱερέων, τὸν δὲ Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης δευτέραν τάξιν ἐπέχειν μετὰ τὸν ἁγιώτατον Ἀποστολικὸν θρόνον τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, τῶν ἄλλων πάντων προτιμᾶσθαι». Μάλιστα τότε πρώτη ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ἀπουσίαζε ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Β´ ὁ Καππαδόκης (518-520), οἱ συνοδικοὶ τὸν ἀπεκάλεσαν σὲ ἐπιστολή τους ἐγγράφως μὲ τὸν ἴδιο τίτλο ποὺ ἡ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποκάλεσε στὰ Πρακτικά της τὸν Πάπα Ρώμης Λέοντα ὡς: «Τῷ Ἁγιωτάτῳ καὶ Μακαριωτάτῳ Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ τῆς Μεγάλης Ῥώμης Λέοντι». Ἐξ αὐτοῦ καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κωνσταντινουπόλεως προσφωνήθηκε καὶ κατεγράφη: «Τῷ Ἁγιωτάτῳ καὶ Μακαριωτάτῳ Πατρὶ Πατέρων Ἀρχιεπισκόπῳ καὶ Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ». Τὸ αὐτὸ ἐπαναλάμβανε καὶ ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς στοὺς νόμους καὶ στὰ διατάγματα ποὺ ἐξέδιδε γιὰ τοὺς συγχρόνους του Πατριάρχες Ἐπιφάνιο, Ἄνθιμο καὶ Μηνᾶ. Κλέος τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ παραμένει στοὺς αἰῶνες ἡ τρίτη μεγαλειώδης ἀνακατασκευή τοῦ περίλαμπρου ναοῦ τῆς «τοῦ Θεοῦ Σοφίας», (532-537) που παραμένει διαχρονικά τὸ αἰώνιο σύμβολο τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ. Τὸ σχέδιό της μὲ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ γλῶσσα ἀπηχεῖ τὸ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ εἰδικά διαιωνίζει τὴν ὀρθόδοξη πίστη στὴν «ἀσυγχύτη, ἀτρεπτη, ἀδιαίρετη ἕνωση καὶ ἀλληλοπεριχώρηση τῆς θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Ἰησοῦ, ὡς Λόγου τοῦ Θεοῦ στὸ “μυστήριο” τῆς Ἐνότητος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Τριάδος». Αὐτό εἶναι ἀκατανόητο σὲ «ἀπαίδευτους» «ἄλογους» καὶ ἐν γένει καὶ «ἀμαθεὶς» «παράλογους» ἀσιάτες. Καὶ τοῦτο διότι ἡ «Σοφία τοῦ Θεοῦ», που ἐκφράζεται στὸ ἱερό αὐτὸ κτῖσμα ποὺ τὰ πάντα «ἀρχιτεκτονεῖ» διαλαλεῖ θεολογικὰ καὶ αἰσθητικὰ τὴν Τριαδικότητα τοῦ Ἑνὸς Θεοῦ καὶ μὲ τὸ μῆκος τῆς ἀπεραντοσύνης της καὶ μὲ τὸ ἀγκάλιασμα τοῦ εὔρους του καὶ προπαντῶς μὲ τὸ οὐράνιο ὕψος τοῦ μεγαλειώδους σημερινοῦ δευτέρου Ἰσιδωρείου τρούλου της, πού τὸ κέντρο του σήμερα ἀποκρύπτει μὲ τὸ βαρβαρικό ἀραβούργημα τῶν ἀγαρινῶν τὸν Παντοκράτορα Κύριο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ «Σοφίαν τοῦ Θεοῦ» που οἱ αἱρετικοὶ «ἀντιτριαδιστὲς» ἀγνοοῦντες καθυβρίζουν.
Πρῶτος ἐκ τῶν Πατριαρχῶν τῆς Νέας Ρώμης ποὺ ἀποφάσισε ἐπίσημα χρήση αὐτοῦ τοῦ τίτλου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ἧταν ὁ Ἰωάννης Δ´ ὁ Νηστευτής (582-595). Ὁ αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος στοὺς νόμους ποὺ ἐκδίδει μεταξὺ τῶν ἐτῶν 612-629 ἀποκαλεῖ τὸν σύγχρονό του Πατριάρχη Σέργιο (610-638) «Ἁγιώτατον καὶ Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον καὶ Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην».
Ὅλη ἡ πολιτικὴ ἐξουσία ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Ἰουστινιανοῦ μὲ τὰ νομοθετήματά της ὑποδεικνύει τὰ προνόμια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ προετοιμάζει καὶ τὴν πλήρη κανονικὴ συνοδικὴ ἀποδοχή τῶν προνομίων του. Τὰ ἐπίσημα κείμενά του ἐκφράζουν τὴν ἰδιάζουσα τιμὴ στὸν θεσμὸ ποὺ ἐκπροσωπεῖ ὁ Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀπήχηση τοῦ οἰκουμενικοῦ κύρους του, ἀλλὰ καὶ τῆς θεσμικῆς ἐμβέλειας τῆς διακονίας του. Αὐτὴν ἀνέλαβε τὸ 692 ἡ ἐν Τρούλλῳ ΣΤ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος νὰ τὴ διατυπώσει στὸ διηνεκὲς μὲ κάθε ἀκρίβεια μὲ τὸν λστ´ (36) Κανόνα της, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἀνανεούμενοι τὰ παρὰ τῶν 150 ἁγίων Πατέρων, τῶν ἐν τῇ θεοφυλάκτῳ ταύτῃ καὶ βασιλίδι πόλει συνελθόντων, καὶ τῶν 630, τῶν ἐν Χαλκηδόνι συναθροισθέντων νομοθετηθέντα, ὁρίζομεν, ὥστε τὸν Κωνσταντινουπόλεως θρόνον τῶν ἴσων ἀπολαύειν πρεσβείων τοῦ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης θρόνου, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς, ὡς ἐκεῖνον, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δεύτερον μετ’ ἐκεῖνον ὑπάρχοντα, μεθ’ ὅν τῆς Ἀλεξανδρέων μεγαλοπόλεως ἀριθμείσθω θρόνος, εἶτα ὁ Ἀντιοχείας, καὶ μετὰ τοῦτον, ὁ τῆς Ἱεροσολυμιτῶν πόλεως» (Ἀποστολικοὶ Κανόνες, Β´ γ´, Δ´ κη´καὶ Ε´/ΣΤ´ λστ´). Ὁ Κανόνας αὐτὸς ἐξ ἀρχῆς δείχνει ὅτι δὲν εἰσάγεται κάτι νεότερο μέσα στὰ Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἐπαναλαμβάνεται ἡ ἐκ παλαιοῦ κληρονομικὴ τάξη που ἐπικράτησε τελικὰ στὴν Ἐκκλησία περὶ τῆς Καθέδρας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἁρμοδιότητα ἡ ὁποία δὲν ἔχει σχέση οὔτε μὲ τὸν ὄγκο τοῦ πλήθους, οὔτε καὶ μὲ τὴν εὐμάρεια τοῦ πληρώματος μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Στηρίζεται ἀπὸ τὴν ὀρθὴ καὶ ἄφθαρτη ἀποστολικὴ μνήμη ποὺ εὔορκα καὶ ἀφοσιωμένα μεταβιβάζεται διὰ τῆς κανονικῆς διαδοχῆς καὶ τῆς πληρότητος τῆς Ἱερωσύνης. Ἡ συνέπεια αὐτῆς τῆς κανονικῆς πράξεως ἐπιβεβαιώνεται μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν κατὰ κόσμο νομοθεσία.