11.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΩΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ

Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου

Ανήκω στη γενιά των θεολόγων που γαλουχήθηκαν με την θεωρία περί «κακοκεφάλου». Οι επιστημονικές έρευνες τις δύο κυρίως τελευταίες δεκαετίες, κατέδειξαν ότι οι επιπτώσεις του μαουρερικού αυτοκεφάλου για την πορεία της Ελλαδικής Εκκλησίας ήταν δυσμενέστατες. Από εγκρίτους πανεπιστημιακούς δασκάλους διδαχθήκαμε ότι το αντικανονικό αυτοκέφαλο έπληξε τη συνεκτική δύναμη του Έθνους, την Εκκλησία, και κατ’ αυτόν τον τρόπο ήταν ως να οδηγούσε το Έθνος στη διάπραξη αυτοκτονίας. Γιατί οι συνέπειες του αυτοκεφάλου -διδαχθήκαμε- δεν έθιξαν μόνο την Εκκλησία και τη θρησκευτική ζωή, αλλά και σύνολο τον εθνικό βίο. Επίσης μόλις τις τελευταίες δεκαετίες συνειδητοποιήσαμε -πάλι μέσα από την επιστημονική έρευνα- ότι το ουσιαστικότερο επακόλουθο της πράξεως του 1833 ήταν η κατάσταση απόλυτης πολιτειοκρατίας στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, καθώς η Εκκλησία περιήλθε στη θλιβερή κατάσταση ενός Σωματείου για την εξυπηρέτηση της Πολιτείας. Οι επεμβάσεις της Πολιτείας ήταν τέτοιες καθ’ όλη την διάρκεια του νεοελληνικού κράτους ώστε να μιλάμε για ελεύθερη εκλογή Αρχιεπισκόπου, χωρίς δηλ. κρατικές και πολιτικές παρεμβάσεις, μόλις το 1998, οπότε εξελέγη ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος ο από Δημητριάδος Χριστόδουλος. Μελετώντας τις συνέπειες του Αυτοκεφάλου αρχίσαμε να κατανοούμε και τον ξεχωριστό ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μας έμαθαν πως το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπηρετεί την ενότητα της Ορθοδοξίας, ότι είναι υπερεθνικό και γι’ αυτό καταδίκασε συνοδικώς τον εθνοφυλετισμό που καλλιεργήθηκε με ένταση τον 19ο αιώνα, ότι διασώζει την ορθοδόξη Εκκλησιολογία και κινείται πέρα και πάνω από πολιτικές σκοπιμότητες. Η Μεγάλη Εκκλησία, αν και εν αιχμαλωσία, εξακολουθεί να εκφράζει τη συνείδηση του Γένους των Ελλήνων και των Ορθοδόξων. Αυτή η προσέγγιση από τους θεολόγους των τελευταίων ετών δεν ήταν μικρή υπόθεση. Αντιθέτως, τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα της Ελλαδικής Θεολογίας, η οποία επηρεασμένη από εθνικιστικές αντιλήψεις και ιδεοληψίες, άλλα φρονούσε. Ο Ελλαδισμός εξαντλούσε τη σχέση του με το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην θυσία του Εθνομάρτυρος Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄. Από κει και πέρα οι υπόλοιποι Πατριάρχες ήσαν φιλότουρκοι, αν μη και προδότες -μη ξεχνάμε ότι και ο Γρηγόριος κατηγορήθηκε ως τέτοιος- μασόνοι, οικουμενιστές, πράκτορες των Αμερικανών (!) και άλλα παρόμοια. Τα τελευταία, επίσης, χρόνια, πλήθυναν οι λεγόμενες εκδηλώσεις μνήμης: Για την Άλωση της Πόλης, για τις χαμένες Πατρίδες. Εκατοντάδες οι σχετικές εκδηλώσεις, πραγματοποιούμενες σ’ ένα κλίμα πατριωτικής έξαρσης και εθνικής ανάτασης. Το αξιοπερίεργο είναι ότι στις περισσότερες αυτές δεν γίνεται ούτε αναφορά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο σε πείσμα των καιρών και των θνητών ζει και βασιλεύει στη Βασιλεύουσα. Παρελθοντολογία ανέξοδη χωρίς καμιά διάθεση να ιδωθεί η ιστορία κατάματα σήμερα και -γιατί όχι- και αύριο. Η στροφή μιας μερίδας θεολόγων προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την ιστορία του, υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση ενός άλλου κλίματος, με απήχηση κυρίως στους νέους, που αναγνωρίζουν στο Φανάρι αυθεντικότητα και πλατιά αντίληψη της ιστορίας. Σε μια ευρύχωρη κατανόηση των πραγμάτων, συντέλεσαν και άλλα γεγονότα πολιτιστικής φύσεως. Άρχισαν να συνυπάρχουν μουσικές, ποιήματα, κάθε λογής καλλιτεχνήματα, αλλεπάλληλες πολύτιμες ιστορικές εκδόσεις μας δίνουν συνεχώς μιαν άλλη φιλοσοφία. Αυτή που ο Κωνσταντινουπολίτης συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης χαρακτηρίζει ως «πολίτικο κοσμοπολιτισμό», που την αντιστοιχία μπορούμε να τη βρούμε μόνο στην Αλεξάνδρεια. Αυτός ο κοσμοπολιτισμός σφραγίζεται από την ανεκτικότητα. Οι διάφορες εθνότητες δεν ζουν η μία μέσα στην άλλη, αλλά παράλληλα, η μία δίπλα στην άλλη. Βιώνοντας οι Πολίτες μιαν αβέβαιη ελευθερία ανέπτυξαν ένα άλλο χαρακτηριστικό τους, που πάλι ο Πέτρος Μάρκαρης ονομάζει «πολίτικη στωϊκότητα». Οι χαρές είναι παροδικές και τις λύπες τις υπομένουν διότι είναι μέρος του παιχνιδιού. Αυτός ο τρόπος ζωής σωρεύει μια εμπειρία αιώνων που και σήμερα είναι έκδηλη στην Πόλη. Με αυτή την εμπειρία αιώνων το Οικουμενικό Πατριαρχείο παλεύει για την διατήρηση της ομογένειας. Άραγε αυτό δεν είναι εθνική υπόθεση; Μάχεται για την αρχοντική μαρτυρία των λίγων ρωμηών στην Πόλη των 17 εκατομυρίων. Συντηρεί με υποδειγματικό τρόπο τα φιλανθρωπικά καταστήματα -όπως λέγονται- του Γένους. Φαινόμενα θλιβερά σαν αυτά του Γηροκομείου Αθηνών, στο Γηροκομείο του Μπαλουκλή είναι αδιανόητα. Κι αυτό είναι εθνική υπόθεση, απλώς δεν το ’χουμε καταλάβει. 

Η εκκλησιαστική κρίση που ξέσπασε επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου στις σχέσεις με το Φανάρι, έφερε και πάλι στην επιφάνεια αυστηρώς ελλαδοκεντρικά επιχειρήματα, πνίγοντας έτσι τον μείζονα Ελληνισμό, που εκπροσωπεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το περίεργο είναι ότι τότε κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου τάχθηκαν -έστω έμμεσα- και κάποιοι από εκείνους που «αναθεμάτιζαν» το αυτοκέφαλο. Δεν τίθεται θέμα βέβαια άρσεως του αυτοκεφάλου, όπως μερικοί έσπευσαν να υποστηρίξουν. Αναιτίως όμως φοβήθηκαν (;) κάτι τέτοιο κι έσπευσαν να το προασπιστούν. Εκείνη η κρίση πήρε, ως ήτο αναμενόμενον, και διεθνείς διαστάσεις με την εμπλοκή -άμεσα ή έμμεσα- και άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ιδιαιτέρως επισημάνθηκε η Ρωσική παρέμβαση, η οποία δεν είναι καθόλου άσχετη με τις βλέψεις της Μόσχας, όπως μάλιστα αυτή είναι ενισχυμένη μετά την πτώση του κομμουνισμού. Ο Απόστολος Παύλος περιγράφοντας τις φοβερές αντιξοότητες που συνάντησε κατά τις περιοδείες του, αναφέρει μεταξύ άλλων (στην Β΄ προς Κορινθίους Επιστολή) και τα εξής: «…κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδυνοις εν ψευδαδέλφοις…» (ια΄, 26). Νομίζω ότι αυτοί οι κίνδυνοι που αντιμετώπισε ο Απόστολος Παύλος, ταιριάζουν απόλυτα στην περίπτωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου: 

Πρώτον. Κίνδυνοι εκ γένους: Πρώτα κίνδυνοι από το Ελληνικό Γένος. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι Ελληνικό πολιτιστικά και βιολογικά, αλλά δεν είναι Ελλαδικό, δηλ. τμήμα του Ελληνικού κράτους. Αυτό φαίνεται πως ενοχλεί πολλούς, όταν μάλιστα είναι γνωστό πως το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει επαρχίες στον Ελλαδικό χώρο. Η ελληνικότητά του μειώνεται από την εν αιχμαλωσία κατάστασή του. Ο Πατριάρχης αντιμετωπίζεται με καχυποψία και εχθρικότητα, πολλές φορές, για τις ρωμέϊκες κι όχι ελλαδικές θέσεις του. Αν είναι γνήσιος Έλληνας, λένε, για να εκφράζεται ελεύθερα και να ασκεί το έργο του ακώλυτα, ας μεταφέρει την έδρα του Πατριαρχείου στην Πάτμο ή τη Θεσσαλονίκη. Σκοπός ο εγκλωβισμός του Πατριαρχείου στα στενά όρια του Ελληνικού κράτους. Μήπως, άραγε, θα πρέπει να κάνουμε το ίδιο και για τα άλλα ελληνόφωνα Πατριαρχεία; Από το ελλαδικό κέντρο θα έχουν μεγαλύτερη άνεση στην άσκηση των «καθηκόντων τους»… Όταν μάλιστα δεν έχουν ποίμνιο, ποιός ο λόγος υπάρξεώς τους στις ιστορικές έδρες τους… Η λογική των αριθμών υιοθετήθηκε -δυστυχώς- από τους Ελλαδικούς. «Δύο χιλιάδες Ρωμηοί έχουν μείνει στην Πόλη, πάει χάθηκε ο Ελληνισμός», θρηνολογούν. Και την ίδια ώρα σε πανηγυρικούς εξαίρουν τους τελευταίους προμάχους της Βασιλεύουσας κατά την Άλωση. Ενώ τους τελευταίους(;) Έλληνες της Πόλης δεν θέλουν να τους ξέρουν. Μ’ αυτήν την λογική, οι Ελλαδικοί, δικαιώνουν πλήρως την Ρωσία που την περί Τρίτης Ρώμης θεωρία της στηρίζει πρωτίστως στην αριθμητική υπεροχή. Η παρουσία του Πατριάρχου στον Ελλαδικό χώρο έφτασε να θεωρείται κατάρα και όχι ευλογία. Και βέβαια δεν έλειψαν και οι φωνές -Ελλήνων, φευ!- που αμφισβήτησαν και την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου. Φωνές μέσα στην Ελλάδα, αλλά και εκτός αυτής. Είναι γνωστές, π.χ., οι αποσχιστικές τάσεις μιας ομάδας Ελλήνων της Αμερικής που επιζητούν Αυτοκεφαλία, θέλοντας να απαλλαγούν από την «τυραννία» του Φαναρίου! Η έννοια της οικουμενικότητας φαίνεται πως δεν απασχολεί τον σημερινό ελληνισμό, ο οποίος εκφράζει εντελώς στενόκαρδες και μίζερες αντιλήψεις. Το επίμονο αίτημα, και τελικά η ίδρυση Γραφείου της Εκκλησίας της Ελλάδος στις Βρυξέλλες, είχε ως κύριο επιχείρημα το ότι «δεν μπορεί μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μην έχει αυτόνομη παρουσία στην έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Το γεγονός αυτό άνοιξε τον δρόμο στη Ρωσική Εκκλησία να κάνει το ίδιο. Άραγε τώρα στην Ευρώπη των 27 μήπως θα πρέπει οι χώρες που έχουν ορθοδόξους πληθυσμούς (Κύπρος, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Φιλανδία) να επικαλεστούν το ίδιο επιχείρημα και να αξιώσουν την ίδρυση γραφείων των Εκκλησιών τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Πρόκειται, πάλι, για αμφισβήτηση της οικουμενικότητας του Πατριαρχείου, πρώτα από τους Έλληνες. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις Βρυξέλλες θα έπρεπε να είναι το στόμα της Ορθοδοξίας. Το στόμα των πολλών Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, που ασιγήτως θα εκφράζει την μία πίστη και τη δική τους βούληση ταυτόχρονα. Τέλος, τί άλλο είναι το άνοιγμα της Ελλαδικής Εκκλησίας προς το Βατικανό επί Χριστοδούλου, παρά ευθεία αμφισβήτηση της οικουμενικότητας του Πατριαρχείου; Ο δρόμος για τη Ρώμη περνάει μέσα από τη Νέα Ρώμη, δηλ. την Κωνσταντινούπολη, αφού το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει την ευθύνη για τον θεολογικό διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς και άρα -κυρίως η Ελλαδική Εκκλησία- θα έπρεπε να αναγνωρίζει αυτόν τον δύσκολο ρόλο που έχει επωμιστεί το Φανάρι (πόσο έχει κατηγορηθεί γι’ αυτό!) και να μην το υπονομεύει με κινήσεις ψευδαδέλφους. 

Δεύτερον. Κίνδυνοι από το Ορθόδοξο Γένος: Οι Σλάβοι και κυρίως οι Ρώσοι με ένταση τον τελευταίο καιρό αμφισβητούν την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου. Υιοθετούν το επιχείρημα και Ελλαδιτών, ότι ο Πατριάρχης συμπεριφέρεται ως Πάπας και δεν αναγνωρίζει την ανεξάρτητη υπόσταση των άλλων Ορθοδόξων. Σ’ ένα κείμενο του Κωνσταντίνου Τυπάλδου Ιακωβάτου, που έχει δημοσιεύσει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, γίνεται λόγος για τη σχέση της Ρωσικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εκεί τονίζεται ότι η Ρωσική Εκκλησία έχει στενούς δεσμούς με το Πατριαρχείο που της έδωσε την Αυτοκεφαλία, «μνημονεύει πρώτον τον Κωνσταντινουπόλεως εις τα ιερά Δίπτυχα… και εις αυτόν πάντοτε, καθώς και κάθε άλλο Πατριαρχείον, επρόστρεξε κατά περιστάσεις, αναγνωρίζουσα, το τούτου πρωτείον». Αυτό ακριβώς έγινε και στις μέρες μας όταν πριν λίγο καιρό ο Πάπας έκαμε ενέργειες για την ίδρυση Ουνιτικού Πατριαρχείου στην Ουκρανία. Ο Πατριάρχης Ρωσίας ενημέρωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο Οικουμενικός Πατριάρχης απέστειλε (29 Νοεμβρίου 2003) αυστηρότατο γράμμα στον Πάπα καλώντας τον να μην προχωρήσει σ’ αυτήν την ενέργεια που θα δυναμίτιζε κάθε προσπάθεια για διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και θα συνιστούσε αφορμή για οπισθοδρόμηση και πλήρη σχάση. Ο Πατριάρχης συμμερίστηκε απολύτως τον Ρωσίας και απέτρεψε τα χειρότερα. Παρ’ όλα αυτά η Ρωσική Εκκλησία εμφορούμενη πλέον από άκρατο εθνικισμό, δεν μπορεί για άλλη μια φορά στην ιστορία να κατανοήσει τον υπερεθνικό ρόλο του Πατριαρχείου και γι’ αυτό αμφισβητεί την οικουμενικότητά του. Αμφισβητώντας ευθέως και το κανονικό δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να παραχωρεί την Αυτοκεφαλία σε μία Ορθόδοξη Εκκλησία, η Μόσχα αναγνωρίζει ετσιθελικά ως Αυτοκέφαλες Εκκλησίες τους Ρώσους της Αμερικής και της Ιαπωνίας, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο και το ζήτημα της Εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας στην Διασπορά. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν πρέπει να έχει το αποκλειστικό προνόμιο δικού του Επισκόπου σε μια πόλη της Δύσης, όπου πλέον η ρωσική παρουσία είναι έντονη. 

Κίνδυνοι εξ εθνών: Λησμονούμε ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι στην Τουρκία, η οποία πρώτη αμφισβητεί την οικουμενικότητά του. Το θέλει ως ένα τουρκικό ίδρυμα περιορισμένης εμβέλειας. Ο Πατριάρχης είναι ο ηγέτης των ρωμηών της Πόλης και τίποτε παραπάνω. Η χρήση του όρου «Οικουμενικός», ενοχλεί αφάνταστα τους Τούρκους, που θεωρούν πρόκληση την προβολή του Ρωμηού Πατριάρχου ως «Οικουμενικού». Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι κατά την δεξίωση που παρέθεσε η Νοντσιατούρα στην Άγκυρα για τα 25χρονα του Πάπα Ιωάννου Παύλου του ΣΤ΄, ο Πατριάρχης προσφωνήθηκε από τους καθολικούς ως «Οικουμενικός», πράγμα που τότε προκάλεσε την οξεία αντίδραση των Τούρκων αξιωματούχων. 

Έλληνες, Σλάβοι και Τούρκοι λοιπόν αμφισβητούν την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου, όχι μόνο με λόγια αλλά και με συγκεκριμένες πράξεις. Οι πολλοί εναντίον του Ενός. Κι αν αφήσουμε απ’ έξω τους Τούρκους ως αλλοθρήσκους, πάλι οι πολλοί ομόθρησκοι εναντίον του Ενός, δηλ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το πρόβλημα, αυτό της σχέσεως του ενός και των πολλών είναι μεγάλο κι έχει τεράστιες φιλοσοφικές προεκτάσεις. Στο ορθόδοξο κανονικό δίκαιο ο 34ος από τους λεγόμενους αποστολικούς κανόνες, αποτελεί αληθινό μνημείο της εξισορροπήσεως της σχέσεως των πολλών (εδώ των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών) και του ενός (του Οικουμενικού Πατριαρχείου). Ο κανόνας αποτελεί ασφαλή οδηγό και στην ορθή έννοια του πρωτείου: «Τους επισκόπους εκάστου έθνους, ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν περιττόν· άνευ της εκείνου δε μόνα πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει και ταις υπ’ αυτήν χώραις. Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της πάντων γνώμης ποιείτω τι. Ούτω γαρ ομόνοια έσται…». Δηλαδή σε κάθε περιοχή πρέπει να αναγνωρίζουν οι επίσκοποι έναν από αυτούς ως πρώτο και ως κεφαλή τους. Δεν επιτρέπεται να κάνουν τίποτε χωρίς αυτόν, αλλά ούτε και εκείνος να κάνει τίποτε χωρίς αυτούς. Δίκαια ο κανόνας αυτός θεωρήθηκε ως πηγή του συνοδικού συστήματος. Μετά το σχίσμα του 1054 ο Ρώμης δεν τήρησε την ισορροπία αυτού του κανόνα. Θέλησε να είναι ο ένας χωρίς τους πολλούς. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες αναγνώρισαν πρωτείο τιμής στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος Ιακωβάτος στο κείμενο που μνημονεύσαμε, «υπάρχει και εις μεταξύ των Πατριαρχών ο Πρωτόθρονος, και τοιούτος είναι κατά τας ιεράς και σεβασμίους διαταγάς των Οικουμενικών Αγίων Συνόδων ο Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης, έχομεν άρα διά του Πρωτοθρόνου όλην την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν ηνωμένην και κοινωνούσαν συναλλήλως υπό μίαν ύψιστον Κεφαλήν τον Χριστόν». 

Όπως δηλ. οι Χριστιανοί έχουν κεφαλή τους τον Χριστό, έτσι και οι Εκκλησίες πρέπει να αναγνωρίζουν μεταξύ τους μία κεφαλή, που να τις ενώνει και να τις εκφράζει. Από τότε που ο Πάπας προέβαλε τις γνωστές αξιώσεις του να είναι κεφαλή όλης της Εκκλησίας, οι Ορθόδοξοι αναπτύξαμε μια αλλεργία έναντι κάθε μορφής πρωτείου. Αυτό ενισχύθηκε στα νεώτερα χρόνια, όταν ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός κατέρριψε κάθε έννοια αυθεντίας και ενίσχυσε τα δημοκρατικά πολιτεύματα, στα οποία τον τελικό λόγο έχουν πάντα οι πολλοί. Είναι η Εκκλησία δημοκρατία, με την ίδια έννοια; Πρέπει να τονισθεί ότι, παρά την αυτοδιοίκηση μιας Εκκλησίας, που γινόταν «κατά την αρχαίαν συνήθειαν», υπήρχε ενότητα στην Εκκλησία. Η «ιεραρχία της τιμής», που συνδεόταν με την καθολικότητα της Εκκλησίας, και η οποία αναπτύχθηκε διά μέσου των αιώνων, δεν μπορεί να αντικατασταθεί με την λεγόμενη «ισοτιμία» που συνιστά ένα είδος δημοκρατικότητας. Το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι συνοδικό – ιεραρχικό κι όχι απλώς δημοκρατικό με την έννοια των ίσων δικαιωμάτων. Ο όρος αυτοκέφαλη Εκκλησία σημαίνει κυρίως την αυτοδιοίκησή της, η οποία δεν διασπά την ενότητα της Εκκλησίας στα δογματικά ζητήματα και στην γενική αντιμετώπιση των εκκλησιαστικών θεμάτων. Το Αυτοκέφαλο δεν λειτουργεί διασπαστικά, ούτε προτεσταντικά μέσα στην Εκκλησία. Τίθεται μέσα στην προοπτική της αλληλεξάρτησης μεταξύ των Εκκλησιών, στις οποίες πρωτεύοντα και καθοριστικό ρόλο -όχι απλώς συντονιστικό- έχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δηλ. δεν είναι δυνατόν να νοηθεί ενότητα της Εκκλησίας χωρίς τον Ένα. Ο Κωνσταντινουπόλεως δεν μπορεί παρά να είναι εκφραστής της συνειδήσεως όλων των άλλων Εκκλησιών. Και δεν μπορεί να αποφαίνεται εν ονόματι όλης της Ορθοδοξίας χωρίς τη συναίνεση των άλλων. Για το λόγο αυτό με πρωτοβουλία του μακαριστού Πατριάρχου Αθηναγόρα, όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έχουν αρχίσει μια διαδικασία Πανορθοδόξων Διασκέψεων, στην οποία χαράσσουν ενιαία στάση έναντι των ετεροδόξων και του συγχρόνου κόσμου, με προοπτική την συγκρότηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας, που πραγματοποιήθηκε τελικά από τον σημερινό Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.

Άρα ο Οικουμενικός Θρόνος αντιλαμβάνεται την οικουμενικότητά του όχι ως παπικό συγκεντρωτισμό, αλλ’ ως διακονία ενότητας, με την ελεύθερη πάντα συγκατάθεση των άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών. Υπηρέτης των άλλων είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης όντας Κεφαλή της Ορθοδοξίας. 

Επιτρέψτε μου να κλείσω μνημονεύοντας ένα σχετικό με το θέμα μας, ανέκδοτο κείμενο του Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου Ζηζιούλα: «Η Εκκλησία είναι ο χώρος των πολλών που συνυπάρχουν με τον Ένα και εκφράζονται από αυτόν εν ελευθερία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία κρατεί με ευλάβεια την ισορροπία αυτή. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει τοποθετηθεί από την πρόνοια και το έλεος του Θεού στην θέση του Πρώτου. Ταπεινωμένο εξωτερικά, για να μην ίσως επαρθεί, σταυρωμένο, ασκεί το χρέος του Πρώτου ως ταπεινή διακονία. Το Γένος μας έχει το μέγα προνόμιο να έχει βγάλει από τα σπλάχνα του αυτόν τον Πρώτο θρόνο της Ορθοδοξίας. Ας μη συντελέσει έναντι μικρών φιλοδοξιών και στενών εθνικισμών στην αποδυνάμωσή του. Δεν θα είναι αυτό απλή πράξη μητροκτονίας, αλλά πράξη αυτοκτονίας για το Γένος. Η δόξα του Πατριαρχείου μας είναι απαραίτητη για την επιβίωσή του. Σε μια εποχή που η Ορθοδοξία αντιμετωπίζει τόσους κινδύνους, μόνο η ενότητά της θα τη σώσει. Η ενότητα αυτή είναι αδιανόητη χωρίς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σε μια εποχή εξάλλου κατά την οποία ο Ελληνισμός καλείται να σώσει τον Ελλαδισμό, να περισώσει ό,τι απομείνει από τον Ελλαδισμό ο οποίος απειλείται, η σημασία ενός θεσμού ο οποίος είναι Ελληνικός χωρίς να είναι Ελλαδικός γίνεται πια πελώρια. Ας μην αφήσουμε τον στενό Ελλαδισμό να πνίξει τον ευρύτερο Ελληνισμό. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει ενσαρκώσει επί αιώνες τη γνήσια οικουμενική ιδέα του Ελληνισμού. Η ιδέα αυτή του δίνει το δικαίωμα και το χρέος να είναι υπηρέτης της γνήσιας οικουμενικής ιδέας, μιας ιδέας που γίνεται διαρκώς και πιο πολύ σημαντική, είτε ο κόσμος σπαράσσεται από διαιρέσεις, είτε βαδίζει προς ενότητες όπως εκείνη της Ευρώπης. Το μέλλον ανήκει στην οικουμενική ιδέα. Σε μια οικουμενικότητα υγιά και γνήσια. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως υπηρέτης της ιδέας αυτής γίνεται σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά απαραίτητο για όλους. Και αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να το είχαμε εφεύρει».

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ