Πασχάλης
Βαλσαμίδης
Αναπληρωτής
Καθηγητής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΑ
Πανελλήνιον Λεύκωμα Εθνικής Εκατονταετηρίδος
1821-1921. Εκκλησία-Κλήρος, τόμος ΣΤ΄, επανέκδοση,
εκδ. Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη 2021, σσ. XIX+246.
Ο συμπαθητικός επετειακός τόμος-λεύκωμα για πρώτη φορά εκδόθηκε
από τον Εκδοτικό Οίκο Ιωάννου Χρ. Χατζηϊωάννου με την ευκαιρία του εορτασμού των
εκατό χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 στην Αθήνα το 1921. Μετά από
εκατό χρόνια με τη συμπλήρωση των διακοσίων χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης επανεκδόθηκε
από τον αγαπητό φίλο και γνωστό εκδότη της Θεσσαλονίκης Χαράλαμπο Μπαρμπουνάκη.
Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
των πρεσβυγενών Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, για τις
Εκκλησίες Ελλάδος, Κύπρου Κρήτης, Δωδεκανήσων, για το Άγιο Όρος και περιέχει αξιόλογα
άρθρα, βιογραφικά ανώτερων και κατώτερων κληρικών με πλούσιο και σπάνιο
φωτογραφικό υλικό της εποχής.
Τις πρώτες σελίδες του τόμου καταλαμβάνουν τα προλογικά σημειώματα
του Μητροπολίτη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου Δαμασκηνού (σσ. V-VII) και του καθηγητή Αθανάσιου Αγγελόπουλου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης (IX-X). Ακολουθεί
η εισαγωγή του επιμελητή του τόμου Αν. καθηγητή Πασχάλη Βαλσαμίδη του Δημοκριτείου
Πανεπιστημίου Θράκης (XI-XIX).
Το κύριο σώμα του τόμου διαρθρώνεται σε έξι μέρη και αποτελείται
από 246 σελίδες. Είναι αφιερωμένος «Τη Ορθοδόξω ελληνική ιεραρχία τη αγωνισθείση μαρτυρησάση και
αγωνιζομένη υπέρ της ολοκληρωτικής του Έθνους αποκαταστάσεως και τω διαπρεπεί
ιεράρχη Φώτιω Μανιάτη πρώην Μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως νυν δε Κοζάνης διά τους
κατά των Βουλγάρων αγώνας του».
Συμμετέχουν αξιόλογοι συγγραφείς, όπως ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Παύλος Καρολίδης, ο Μανουήλ Γεδεών, ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Φιλάρετος, ο
Βασίλειος Στεφανίδης, ο Γρηγόριος Δεληγιάννης, ο Χαρ. Ι. Παπαϊωάννου, ο Δημ. Σ.
Μπαλάνος, ο Αρχιμ. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ο
Α. Κωνσταντινίδης, ο Ν. Καταλανός, ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος κ.ά.
Το πρώτο μέρος περιέχει μελέτες και βιογραφικά κληρικών που
αφορούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο καθηγητής του Εθνικού Πανεπιστημίου
Αθηνών Παύλος Καρολίδης παρουσιάζει
μελέτη με τίτλο «Η Εκκλησία
προς αποκατάστασιν και αναγέννησιν του Γένους» (13-22). Αναφέρεται στο ρόλο της Εκκλησίας που
συνέβαλε στη διατήρηση της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και βοήθησε στη
μόρφωση των νέων. Κάνει λόγο για τον πρώτο πατριάρχη μετά την Άλωση Γεννάδιο
Σχολάριο (1454-1456), για τον πατριάρχη Ιερεμία Β΄ (1572-1579, 1580-1584,
1587-1595), για τις συζητήσεις που είχε στα τέλη του 16ου αιώνα με
τους Προτεστάντες θεολόγους της Γερμανίας, για την αλληλογραφία του με τον Πάπα
Ρώμης Γρηγόριο ΙΓ΄ και για την ανύψωση της Μόσχος σε Πατριαρχείο. Στη συνέχεια για
τον Κύριλλο Λούκαρη (1612, 1620-1623, 1623-16331633-1634, 1637-1638), για τον
Μελέτιο Πηγά (1550-1601) και για τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο Νοταρά (1669-1707),
που εργάστηκαν υπέρ της πνευματικής ανάπτυξης με τη δημιουργία σχολείων και την
έκδοση ωφελίμων βιβλίων. Για τους μάρτυρες της Ελληνικής Επανάστασης, για τον
Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, για τους μητροπολίτες Εφέσου Διονύσιο (1803-1821),
Αγχιάλου Ευγένιο (1752-1821) και Νικομηδείας Αθανάσιο (1791-1821) που
απαγχονίστηκαν την ημέρα του Πάσχα (10 Απριλίου 1821), για τον Δέρκων Γρηγόριος
(1801-1821), Αδριανουπόλεως Δωρόθεος (1813-1821) κ. ά που βρήκαν μαρτυρικό
θάνατο. Για τον Παλαιών Πατρών Γερμανό (1771-1826) που συνεργάστηκε με τον
Ανδρέα Ζαΐμη (1791-1840)
και Ανδρέα Λόντο (1786-1846). Για τον αρχιμανδρίτη Νεόφυτο Δούκα (1760-1845), άριστο
γνώστη και χειριστή της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας, μελετητή των αρχαίων
Ελλήνων ποιητών και εκδότη πολλών έργων. Για τον αρχιμανδρίτη Νεόφυτο Βάμβα (1776-1855), για τον Θεόφιλο Καΐρη (1784-1853) και για τον πολυμαθέστατο Μέγα Οικονόμο του Οικουμενικού
Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνο (1780-1857).
Στη συνέχεια υπάρχει ανώνυμο άρθρο με τίτλο «Επίσκοποι και πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως» (22-31), στο οποίο παρουσιάζονται βιογραφικά
με φωτογραφίες του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ (1797-1798, 1806-1808,
1818-1821), του Μητροπολίτου Παλαιών Πατρών Γερμανού
(1771-1826),
του Δίκαιου Παπαφλέσσα (1788-1825), του Αθανάσιου Διάκου (1786-1821) και παρατίθενται
κατάλογος πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως από τον Απόστολο Ανδρέα έως τον Κύριλλο
ΣΤ΄ (1813-1818) (31-32).
Ο Μανουήλ Γεδεών με τίτλο «Οι πατριάρχαι της τελευταίας εκατονταετίας (1821-1921)» (32-42)
γράφει για τους πατριάρχες: Ευγένιο Β΄ (1821-1822), Άνθιμο Γ΄ (1822-1824),
Χρύσανθο (1824-1826), Αγαθάγγελο (1826- 1830), Κωνστάντιο Α΄ (1830-1834), Κωνστάντιο
Β΄ (1834-1835), Γρηγόριο ΣΤ΄ (1835-1840, 1867-1871), Άνθιμο Δ΄ (1840-1841, 1848-1852),
Άνθιμο Ε΄ (1841-1842), Γερμανό Δ΄ (1842-1845, 1852-1853), Μελέτιο Γ΄ (1845),
Άνθιμο ΣΤ΄ (1845-1848, 1853-1855, 1871-1873), Κύριλλο Ζ΄ (1855-1860), Ιωακείμ Β΄
(1860-1863, 1873-1878), Σωφρόνιο Γ΄ (1863-1866), Ιωακείμ Γ΄ (1878-1884, 1901-1912),
Ιωακείμ Δ΄ (1884-1886), Διονύσιο Ε΄ (1887-1891), Νεόφυτο Η΄ (1891-1894), Άνθιμο
Ζ΄ (1895-1897), Κωνσταντίνο Ε΄ (1897-1901), Γερμανό Ε΄ (1913-1918) και για τους
τοποτηρητές του Θρόνου Προύσης Δωρόθεο Μαμμέλη (1918-1921) και Καισαρείας
Νικόλαο Σακόπουλο (1921).
Ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Φιλάρετος με τίτλο «Σελίδες τινές εκ της ιστορίας του
Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως από του 1821-908» (42-48), χωρίζει τη μελέτη του σε δύο μέρη: «Α΄ Αι σχέσεις του Πατριαρχείου Κων/πόλεως
προς την Τουρκικήν Κυβέρνησιν».
Αναφέρεται στην κατάσταση που επικρατούσε μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης
(1453), στη συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), η οποία έπεισε τον σουλτάνο
Σελίμ Γ΄ (1789-1807) να κάνει μεταρρυθμίσεις στην αυτοκρατορία (Νιζάμι Δζεδίδ),
δηλ. να εκσυγχρονίσει το στρατό, να διαδοθούν οι τέχνες και οι επιστήμες, να εισαχθούν
τα ευρωπαϊκά ήθη και έθιμα και να δοθεί ανεξιθρησκία στους Χριστιανούς. Επίσης στα
διατάγματα Χάτι Σερίφ (Τανζιμάτι χαϊριγιέ) (1839) του Γκιουλχανέ, το οποίο αναγνώριζε
τους Χριστιανούς ίσους με τους Μουσουλμάνους και παρείχε ασφάλεια ζωής, τιμής
και περιουσίας, και στο Χάτι Χουμαγιούμ (1856) που εξασφάλιζε πλήρη θρησκευτική
ελευθερία και έδινε τη δυνατότητα να κτιστούν νέοι ναοί και να επισκευαστούν, την
ίδρυση σχολείων και διεκήρυττε πλήρη ισότητα των υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Στη
συνέχεια ασχολείται με το προνομιακό ζήτημα που απασχόλησε το Οικουμενικό
Πατριαρχείο σε τρεις φάσεις. Το δεύτερο μέρος του άρθρου τιτλοφορεί «Εκκλησιαστικόν πολίτευμα-Πατριαρχείον
Κων/πόλεως». Ασχολείται
με τους Γενικούς Κανονισμούς, με το θεσμό του γεροντισμού, με τα μητροπολιτικά
δικαστήρια που καταρτίστηκαν από κανονισμών και εγκυκλίων του 1881 και του 1891
και διαιρέθηκαν σε πνευματικά και μικτά, με τη δημιουργία δημογεροντιών,
εφορειών των σχολείων και επιτροπών των εκκλησιών. Επίσης με την ανασύσταση του
Πατριαρχικού Τυπογραφείου από τον Γρηγόριο Ε΄ (1797-1798, 1806-1808, 1818-1821),
με την Πατριαρχική Μουσική Σχολή (1815), με τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης
(1844), με το Εθνικό Ορφανοτροφείο, με την Ιερατική Σχολή (1876), με την
ανέγερση του κτηρίου της Μεγάλης του Γένους Σχολής (1882) και με άλλα θέματα.
Ο Βασίλειος Στεφανίδης με τίτλο «Το προνομιακόν ζήτημα εν τω Οικουμενικώ Πατριαρχείω» (48-51) εξιστορεί τα προνόμια που απέκτησε το
Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον αγώνα που κατέβαλε να τα διατηρήσει. Την εποπτεία
των σχολείων και τον περί σχολείων νόμο (1915) που έφερε αλλαγές στη λειτουργία
τους, τη βεζυρική εγκύκλιο περί κοινοτήτων και την έκδοση του νόμου περί γάμου
(1916).
Ο Παύλος Καρολίδης ασχολείται με το «Το Βουλγαρικόν σχίσμα» (51-57). Αναφέρεται στις σχέσεις των Ελλήνων με τους Βουλγάρους,
στους Βούλγαρους φοιτητές που σπούδασαν στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στη
Θεολογική Σχολή της Χάλκης και στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και αναδείχθηκαν
επίσκοποι, ιερείς και δάσκαλοι. Κάνει λόγο για την εθνική ιδέα των Βουλγάρων, για
την ανεξαρτητοποίησή τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και για να τη
δημιουργία ανεξάρτητης ορθόδοξης θρησκευτικής κοινότητας. Για τις ακολουθίες που
τελούνταν στην ελληνική γλώσσα στους βουλγαρικούς ναούς και ζητούσαν να αντικατασταθεί
με την Σλαβωνική. Στην ίδρυση της Βουλγαρικής Εκκλησίας (Εξαρχία) το 1870, για
τον εθνοφυλετισμό και για την καταδίκασή του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Στη συνέχεια γράφει ο Μανουήλ Γεδεών με γενικό τίτλο «Εκκλησιαστική γεωγραφία» (57-59). Παρουσιάζει τις αλλαγές που επήλθαν
στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως από τον Πατριάρχη Διονύσιο Ε΄ (1887-1891) έως
τον Γερμανό Ε΄ (1913-1918).
Αναφέρουμε ενδεικτικά ο Πατριάρχης Διονύσιος προήγαγε τον Νοέμβριο του 1887 τις
αρχιεπισκοπές Δισκάτης και Νευροκοπίου, τις επισκοπές Λέρου και Καλύμνου,
Κολωνίας και Ελευθερουπόλεως σε μητροπόλεις. Ο Άνθιμος Ζ΄ (1895-1897) ανύψωσε τον
Μάιο του 1895 τις επισκοπές Βελλάς και Κονίτσης και Παραμυθίας και Φιλιατών σε
μητροπόλεις και συνένωσε τα δώδεκα χωριά της Πατριαρχικής εξαρχίας Γηρομερίου. Ο
Κωνσταντίνος Ε΄ (1897-1901) συνέστησε τη Μητρόπολη Βανιαλούκα και Βιχάτς,
απέμεινε στον Μητροπολίτη Χαλδίας και Χερριάνων τη φήμη «υπέρτιμος και έξαρχος Ελενοπόντου». Ο Ιωακείμ Γ΄ (1878-1884, 1901-1912) στην πρώτη
πατριαρχία του τον Οκτώβριο του 1882 συνέστησε τις αρχιεπισκοπές Δισκάτης και
Νευροκοπίου, προβίβασε την Επισκοπή Σερβίων και Κοζάνης σε μητρόπολη,
δημιούργησε τις επισκοπές Κρήνης και Ανέων και στις 20 Οκτωβρίου 1879 κήρυξε
αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Σερβίας. Το 1901 προήγαγε τις επισκοπές Ηλιουπόλεως και Θυατείρων και
Καλλιουπόλεως και Μαδύτου σε μητροπόλεις, το 1909 τις επισκοπές Κρήνης,
Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Μετρών και Αθύρων και το 1906 συνέστησε τη Μητρόπολη
Τυρολόης και Σερεντίου και Σαράντα Εκκλησιών. Ο Γερμανός Ε΄ (1913-1918) τον Μάρτιο του 1913 συνέστησε τη Μητρόπολη
Δαρδανελλίων και Λαμψάκου, το 1917 προήγαγε την Επισκοπή Ανέων σε μητρόπολη.
Παρακάτω υπάρχουν βιογραφικά
μητροπολιτών με φωτογραφίες τους και σε ορισμένες περιπτώσεις στο τέλος
δημοσιεύονται επισκοπικοί κατάλογοι των μητροπόλεών τους. Αναφέρουμε ορισμένους
από τους πολλούς ιεράρχες του Θρόνου: Ηρακλείας και Ραιδεστού Γρηγόριος
Καλλίδης (60), Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης (61), Διδυμοτείχου Φιλάρετος
Βαφείδης (62), Νεοκαισαρείας και Κοτυώρων Πολύκαρπος Ψωμιάδης (67), Γρεβενών
Αιμιλιανός Δάγγουλας (68), Μογλενών και Φλωρίνης Πολύκαρπος Σακελλαρόπουλος
(69), Σερβίων και Κοζάνης Φώτιος (70), Μηθύμνης Βασίλειος Κομβόπουλος (71), Κρήνης
Καλλίνικος Λαμπρινίδης (72), Καστορίας Ιωακείμ (76), Κυδωνιών Γρηγόριος
Ωρολογάς (76), Νικοπόλεως και Πρεβέζης Ιωακείμ (77), Καλλιουπόλεως και Μαδύτου
Κωνσταντίνος Κοϊδάκης (78), Τυρολόης και Σερεντίου Χρυσόστομος Παπαχρήστου (79),
Σερρών Χριστόφορος Κνήτης (86),
Αδριανουπόλεως Πολύκαρπος Βαρβάκης (88), Δράμας Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης
(89), Δυρραχίου Ιάκωβος (90-91), Βελεγράδων Ιωακείμ Μαρτινιανός (96-98),
Φιλαδελφείας Χρυσόστομος Χατζησταύρου (99), Αγκύρας Γερβάσιος Σαρασίτης (101),
Ικονίου Προκόπιος Λαζαρίδης (102), Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Αλεξιάδης (102), Ιωαννίνων
Σπυρίδων Βλάχος (103), Τραπεζούντος Χρύσανθος Φιλιππίδης (105), Αμασείας
Γερμανός Καραβαγγέλης (105) και Παραμυθίας και Φιλιατών Νεόφυτος Κατζαμανίδης
(106). Στο τέλος (107) δημοσιεύεται Συνταγμάτιο του Οικουμενικού Θρόνου και αναδημοσιεύονται
οι επισκοπικοί κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου του Άνθιμου Αλεξούδη.
Μετά δημοσιεύεται άρθρο με τίτλο «Τίνες των υπέρ πίστεως και πατρίδος νεωτέρων εθνομαρτύρων της
Εκκλησίας». Παρουσιάζονται βιογραφικά με φωτογραφίες των
μητροπολιτών Μελενίκου Κωνσταντίνου Ασημιάδη, Σερρών Απόστολου Χριστοδούλου,
Ιωακείμ Φορόπουλου, Κορυτσά Φώτιου Καλπίδη, Γρεβενών Αιμιλιανού Λαζαρίδη,
Ελευθερουπόλεως Γερμανού Σακελλαρίδη (112-115), των αρχιμανδριτών Κωνσταντίου
Αλατόπουλου ιερατικού προϊσταμένου Πριγκήπου, Αθανάσιου Παντορινού, Πλάτων
Σταματάκη και Βασίλειου Παπαδόπουλου (115-117). Κληρικοί της διασποράς: οι αρχιμανδρίτες
Μιχαήλ Κωνσταντινίδης και Ιερόθεος Σταύρου, ο Γεώργιος Γροπέτης προϊστάμενος
της Οροθοδόξου Εκκλησίας Λυών, ο Γ. Βασιλάκης, ο Νικηφόρος Γιαννούλης της
ελληνικής κοινότητας Λίβερπουλ, ο Πατρίκιος Κωνσταντινίδης προϊστάμενος της
κοινότητας Αμβέρσης, ο οικονόμος Κώστας Δημητρίου προϊστάμενος της κοινότητας
Σικάγου (Αμερικής), οι αρχιμανδρίτες Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης του ναού της Αγίας
Τριάδος Βιέννης, Γεννάδιος Θέμελης προϊστάμενος της κοινότητας Κάρδιεφ
(Αγγλίας), Γεράσιμος Ηλίας της κοινότητας Παρισίων, Κωνσταντίνος Βαλιάδης
προϊστάμενος της κοινότητας Λωζάννης, Βαρθολομαίος Καραχάλιος προϊστάμενος της
κοινότητας Portland
Oregon των Η.Π.Α. και ο οικονόμος Ιωάννης
Παπανικολάου της κοινότητας Buffalo Αμερικής (117-126).
Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Δημοσιεύεται
άρθρο για τους πατριάρχες Αλεξανδρείας: Θεόφιλο (1805-1825), Ιερόθεο Α΄
(1825-1845), Ιερόθεο Β΄ (1847-1857), Καλλίνικο (1858-1861), Ιάκωβο Β΄
(1861-1885), Νικάνωρ (1866-1869), Σωφρόνιο (1870-1899) και Φώτιο (1900-1925)
(127-131), καθώς και βιογραφικά των μητροπολιτών Τριπόλεως Θεοφάνη (132),
Μέμφιδος Νεκτάριου (133), Λεοντοπόλεως Χριστόφορου (134) και Νουβίας Νικόλαου
(135).
Το τρίτο μέρος είναι αφιερωμένο στο Πατριαρχείο Αντιοχείας. Περιέχει
άρθρο του Παύλου Καρολίδη με τίτλο «Πατριαρχείο Αντιοχείας», το οποίο αναφέρεται στην εκκλησιαστική ιστορία του Πατριαρχείου Αντιοχείας
(136-141). Συνεχίζει κείμενο με τίτλο «Μητροπολίται και επίσκοποι της Εκκλησίας Αντιόχειας» και παρατίθενται κατάλογος των αρχιεπισκόπων
του Αντιοχειανού Θρόνου (141). Ακολουθούν τα άρθρα των ιεροδιακόνων Σέργιου Σεμνού
για τον Μητροπολίτη Εμέσσης Αθανάσιο Ατάλλαχ (141-142) και του Παύλου Χουρή με
τίτλο «Ιερατική
Σχολή του Θρόνου Αντιοχείας»,
που αναφέρεται στην ιστορία της Μπελεμεντίου Σχολής, κείμενο με τα αρχικά γράμματα
Σ. Σ. για τον διευθυντή της Μπελεμεντίου Σχολής Ανανία Κασσάμπ (142-143) και
βιογραφικά των ιεροδιακόνων του Πατριαρχείου Αντιοχείας Σέργιου Σεμνού και
Παύλου Χούρη (143-144).
Το τέταρτο μέρος παρουσιάζει το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Πρώτη θέση κατέχει το άρθρο του Γεωργίου
Δεληγιάννη με τίτλο «Πατριαρχείον
Ιεροσολύμων», το οποίο αναφέρεται
στην ιστορία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων από τις αρχές του 19ου
αιώνα έως τις αρχές του 20ού αιώνα και στους πατριάρχες: Πολύκαρπο (1808-1827),
Αθανάσιο Α΄ (1827-1845), Κύριλλο Β΄ (1845-1872), Προκόπιο Β΄ (1873-1875), Ιερόθεο
(1875-1882), Νικόδημο Α΄ (1883-1890), Γεράσιμο Α΄ (1891-1896) και Δαμιανό Α΄
(1897-1931) (145-150). Στη συνέχεια υπάρχει κείμενο με αρχικά γράμματα Ι. Χ. Χ.
με τίτλο «Τα ιερά
προσκυνήματα. Πάσχα του 1912 25 Μαρτίου». Περιγράφει προσκυνηματική εκδρομή από την Κύπρο στους Αγίους
Τόπους. Συγκεκριμένα γίνεται λόγος για το Ναό της Αναστάσεως, για το Άγιο
Κουβούκλιο, για το Πραιτώριο, για το Όρος των Ελαιών, για τη Μονή του Προφήτη
Ηλία, για την Βηθλεέμ, για την Βηθανία, για τις μονές Χουζιβά, Αββά Γερασίμου,
Τιμίου Προδρόμου Ιερουσολύμων, Αββά Θεοδοσίου, για το φρέαρ του Ιακώβου και της
Σαμαρείτιδος, για τη Ναζαρέτ, για το Όρος Θαβώρ και για την Τιβεριάδα (150-160).
Ακολουθεί βιογραφικό του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δαμιανού Α΄, του αρχιεπισκόπου
Ιορδάνου Τιμόθεου Θέμελη, του αρχιμ. Παντελεήμων, του Μέγα Σκευοφύλακα Γεράσιμου,
των αρχιμανδριτών Ειρήναρχου Λεοντίδη, Δαμασκηνού Σμυρνόπουλου, Σιλβέστρου
Φραγκούλη και του έξαρχου του Παναγίου Τάφου στην Κύπρο Δαμασκηνού Σμυρνόπουλου
(161-163).
Το πέμπτο μέρος μελετά την Αρχιεπισκοπή Κύπρου. Γράφει ο Χ. Ι.
Παπαϊωάννου με τίτλο «Εκκλησία
Κύπρου» για τους
αρχιεπισκόπους Κύπρου από την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, για τον Αρχιεπίσκοπο
Κυπριανό (1810-1821), που απαγχονίστηκε στις 6 Ιουλίου του 1821 και για τους μητροπολίτες
Πάφου Χρύσανθο, Κιτίου Μελέτιο και Κερυνείας Λαυρέντιο, που καρατομήθηκαν στην
πλατεία Σεραγίου στη Λευκωσία. Στη συνέχεια γράφει για τους αρχιεπισκόπους
Κύπρου Ιωακείμ (1821-1824), Δαμασκηνό (1824-1827), Πανάρετο (1827-1840)
Ιωαννίκιο (1840-1849), Κύριλλο Α΄ (1849-1854), Μακάριο Α΄ (1854-1865), Σωφρόνιο
(1865-1909) και Κύριλλο Β΄ (1909-1916) (164-166). Ακολούθως υπάρχει ανώνυμο
άρθρο με τίτλο «Αρχιεπίσκοποι
και μητροπολίται Κύπρου 1821-1921» στο οποίο παρατίθενται κατάλογος των αρχιεπισκόπων Κύπρου και αναφέρονται
οι μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κερυνείας (1821-1921). Επίσης δημοσιεύονται
φωτογραφίες των μητροπολιτών Πάφου Ιάκωβου και Κιτίου Νικόδημου Μυλωνά (167-168).
Στο έκτο μέρος γίνεται λόγος για την Εκκλησία της Ελλάδος. Το
πρώτο άρθρο είναι του Δημήτριου Μπαλάνου με τίτλο «Εκκλησία της Ελλάδος», ο οποίος αναφέρεται στην ιστορία της πριν
το 1821, για το αυτοκέφαλο, για την υπαγωγή της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και
την αναγνώρισή της το 1850. Στους ικανούς επιστήμονες θεολόγους, όπως στον
Κωνσταντίνο Οικονόμο ο εξ Οικονόμων (1780-1857), στον Θεόκλητο Φαρμακίδη (1784-1860),
στα εκκλησιαστικά ζητήματα της Εκκλησίας της Ελλάδας και στις σχέσεις Εκκλησίας
και πολιτείας (169-173). Ακολουθούν βιογραφικά κληρικών της Εκκλησίας της
Ελλάδας, όπως του Αρχιεπισκόπου Ζακύνθου (174), του Μεσσηνίας Μελετίου (177), του
Θηβών και Λεβαδείας Συνέσιου (178), του Δημητριάδος Γερμανού Μαυρομμάτη (179), του
Λαρίσης Αρσένιου Αφεντούλη (180) κ.ά. Τις σσ. 183-185 καταλαμβάνουν η συνέχεια
των επισκοπικών καταλόγων του Άνθιμου Αλεξούδη. Ακολουθεί το άρθρο του
Χρυσόστομου Παπαδόπουλου μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών με τίτλο «Οι νεομάρτυρες», ο οποίος αναφέρεται στους μάρτυρες μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης
(1453), όπως στο νεαρό ιερέα Πέτρο που μαρτύρησε στην Τραπεζούντα, στον άγιο
Κοσμά και στον Ιωάννη Τραπεζούντιο τον 15ο αιώνα. Στον Ιάκωβο με
τους μαθητές του διάκονο Ιάκωβο και μοναχό Διονύσιο που απαγχονίστηκαν με
διαταγή του σουλτάνου στις 1 Νοεμβρίου του 1520, στην αγία Φιλοθέη Βενιζέλου
στις 19 Φεβρουαρίου του 1589 κ.ά. (187-200). Παρακάτω υπάρχει άρθρο με τα αρχικά
γράμματα Α. Κ. με τίτλο «Εκκλησιαστική
διαίρεσις της Ελλάδος», που
παρουσιάζει την ίδρυση της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1833 και τον Πατριαρχικό και
Συνοδικό Τόμο του 1850 που την ανακήρυξε αυτοκέφαλη Εκκλησία. Βιογραφικά
μητροπολιτών Αθηνών από το 1820-1921 και βιογραφικά του Επισκόπου Αργολίδος
Αθανάσιου Λάσκαρη και του αρχιμ. Χρυσόστομου Παπαδόπουλου (205). Μετά δημοσιεύεται
κείμενο με τα αρχικά γράμματα Σ. Σ. με τίτλο «Καθυστερούμενα άρθρα μέρος Α΄». Παρατίθενται βιογραφικά με φωτογραφίες των μητροπολιτών Βηρυτού
Γεράσιμου Μασαρρά (205-207), Αμίδης και Μεσοποταμίας Μελέτιου Καττίνη (206-207),
του Επισκόπου Πατρών Αντωνίου Παράσχη, του αρχιμ. Ευμένιου Φανουράκη, του Επισκόπου
Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος Γερμανού Τρωϊάνου, του αρχιμ. Θαλλέλαιου
Δημητριάδη προτοσυγκέλλου της Μητροπόλεως Αίνου, του Επισκόπου Θήρας
Αγαθάγγελου Γεωργιάδη, των επισκόπων Γυθείου-Οιτύλου Διονυσίου Δάφνου, Τρίκκης
και Σταγών Πολύκαρπου Θωμά, Φωκίδος Αμβρόσιου, του Μεγάλου Αρχιδιακόνου του
Οικουμενικού Πατριαρχείου Νεόφυτου Κωνσταντινίδη και του Μέγα Εκκλησιάρχη του
Οικουμενικού Θρόνου Κύριλλου Αφεντουλίδη (207-212). Στη συνέχεια καταλαμβάνει
το άρθρο του Ν. Καταλανού με τίτλο «Το Αρχιεπισκοπικό ζήτημα εν τη Εκκλησία Κύπρου», το οποίο αναφέρεται μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου
Κύπρου Σωφρονίου το 1900 στα προβλήματα που δημιουργήθηκαν για μία δεκαετία στη
διαδοχή του αρχιεπισκοπικού θρόνου (212-213). Ακολουθεί το άρθρο του
Κωνσταντίνου Παπαμιχαλόπουλου με τίτλο «Η Μονή του Σινά», στο οποίο παρουσιάζεται η ιστορία της μονής, η διοίκησή της, οι μοναχοί, ο αρχιεπίσκοπό
της, η διαδικασία της εκλογής του, η χειροτονία του από τον Πατριάρχη
Ιεροσολύμων, η βιβλιοθήκη της με τα πολύτιμα χειρόγραφα κ.ά. (213-217). Παρακάτω
παρουσιάζεται το Σιναϊτικό Μετόχι της Μονής Αγίας Παρασκευής της Κύπρου, που
ιδρύθηκε πριν το 1480 και οι αντιπρόσωποί του (1821-1921). Στη συνέχεια υπάρχει
το άρθρο με τίτλο «Το Άγιον
Όρος» που παρουσιάζει
την ιστορία της Μονής Οσίου Γρηγορίου από την ίδρυση σπηλαίου από τους μαθητές
του Γρηγορίου του Σιναΐτου το 1310
και τους αδελφούς της Μονής: Γρηγόριο (1780-1841), καθηγούμενο Νεόφυτο
(1840-1848), ηγουμενεύων Συμεών Αγγελίδη (1859-1905) και ηγούμενο Ιάκωβο
Γιαννούλη (1905-1910). Ακολουθούν η Μονή Ζωοδόχου Πηγής Άνδρου και η Πατριαρχικής
και Σταυροπηγιακής Μονή Ζάροβα (228-231). Παρακάτω δημοσιεύονται με τίτλο «Καθυστερήσαντα άρθρα Β΄», βιογραφικό του Μητροπολίτου Λιβάνου Παύλου, των
αρχιμανδριτών του Πατριαρχείου Αντιοχείας Θεοδόσιου και Φωτίου, βιογραφικά των
επισκόπων Παροναξίας Ιερόθεου Παρασκευοπούλου και Άρτης Σπυρίδωνος, του αρχιμ. Θεοφάνη
Κατωπόδη, του ιεροκήρυκα της Ζακύνθου Νικόλαου Αβούρη, του οικονόμου
Κωνσταντίνου Χιόνη, του αρχιμ. Χρυσοστόμου Δημητρίου εφημέριου της κοινότητας
Μονάχου, του πρωθιερέως Γ. Βλάχου, του αρχιμ. Χριστόφορου Ζωνά, του πρεσβύτερου
Δημητρίου Μαρινάκη, του αρχιμ. Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου, του πατριαρχικού
διακόνου Ιακώβου Παπαπαϊσίου μετέπειτα Μητροπολίτου Δέρκων, του Επισκόπου Σύρου
και Τήνου Αθανασίου Λεβεντόπουλου και του καθηγουμένου της Μονής Πετράκη
Θεοδωσίου. Επίσης ιστορικό της επισκοπής Ύδρας και Σπετσών και επισκοπικός
κατάλογός της. Ακολουθούν κατάλογοι των μητροπολιτών, αρχιεπισκόπων και
επισκόπων Ευβοίας και της επισκοπής Θηβών και Λεβαδείας κατά τα έτη 1821-1921 (231-242).
Ο τόμος κλείνει με παράρτημα που περιέχει βιογραφικά και
φωτογραφίες των οικουμενικών Πατριαρχών Γερμανού Ε΄ και Μελετίου Μεταξάκη και
με τα παροράματα (242-246).
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, ο βασικός στόχος ήταν η
συγκέντρωση επιλεγμένου αξιόλογου αρχειακού υλικού και η παρουσίαση του τόμου με
την ευκαιρία του εορτασμού των εκατό χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης. Αποτελεί
σπουδαία συμβολή στην έρευνα και μελέτη της εκκλησιαστικής ιστορίας και
παρουσιάζει σημαντικές πτυχές της ιστορικής περιόδου 1821-1921. Το περιεχόμενό
του παρέχει ιδιαίτερα πολύτιμες πληροφορίες και παρακινεί για παραπέρα έρευνα
θεμάτων. Δίνει ικανοποιητική εικόνα για την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας,
για τη διοίκηση της Εκκλησίας, για τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε στα
δύσκολα χρόνια και για πρόσωπα που την υπηρέτησαν με πίστη και αφοσίωση.
Παρατίθενται βιογραφικά πατριαρχών, αρχιεπισκόπων, μητροπολιτών, επισκόπων,
ιερέων, διακόνων και μοναχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, των πρεσβυγενών πατριαρχείων
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, των αυτοκεφάλων Εκκλησιών Κύπρου και
Ελλάδος και επισκοπικοί κατάλογοι. Επίσης αναφορά γίνεται για το Άγιο Όρος, για
τον μοναχισμό, για τις μονές της Κύπρου, της Ελλάδος και για τις ελληνορθόδοξες
κοινότητες της διασποράς.
Ο τόμος εκδόθηκε σε μία πολύ κρίσιμη περίοδο του Ελληνισμού, όταν
ο ελληνικός στρατός βρισκόταν στη Μικρά Ασία και κρινόταν η τύχη και το μέλλον
του. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα υπήρχε διάθεση να εορταστούν τα εκατό χρόνια της
Ελληνικής Επανάστασης, το 1921 και να εκδοθούν αναμνηστικά μετάλλια, επετειακά
βιβλία και λευκώματα. Έτσι αποφασίστηκε να εκδοθεί ο ευχάριστος τόμος-λεύκωμα αφιερωμένος
στην Εκκλησία και στον κλήρο για την προσφορά του στο Γένος.
Ο διακεκριμένος και γνωστός εκδότης της Θεσσαλονίκης Χαράλαμπος
Μπαρμπουνάκης αξίζει πολλούς επαίνους και πολλά συγχαρητήρια που ανέλαβε να
επανεκδώσει έναν σπάνιο τόμο σε μία πολύ δύσκολη εποχή της οικονομικής κρίσης
και της πανδημίας του κορονοϊού. Οφείλω από τη θέση αυτή να τον ευχαριστήσω
θερμά που δέχθηκε πρόθυμα την πρότασή μου να δει ξανά το φως της δημοσιότητα μετά
από εκατό χρόνια ο εν λόγω τόμος. Τέλος, πιστεύω ότι ο τόμος αποτελεί
μνημειώδες αξιόλογο και διαχρονικό έργο και είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τους
ιστορικούς.