Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ
Καθηγητής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Άρχων Προστάτης των Γραμμάτων της Α.Μ.τ.Χ.Ε.
Ο εορτασμός της μνήμης του Πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέα αποτελεί, ως γνωστό, την Θρονική Εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ως αποστολική εκκλησία ανάγει την ίδρυσή της στο κήρυγμά του. Και εορτάστηκε και φέτος (Νοέμβριος 2020) η μνήμη του με ιεροπρέπεια και τάξη, με την συμμετοχή αντιπροσωπειών άλλων Εκκλησιών και λαού, αλλά και με την τήρηση των μέτρων που ισχύουν σχετικά με την πανδημία της Covid-19 στη γειτονική χώρα. Ελήφθη η απόφαση για τις λεπτομέρειες του εορτασμού και ακολουθήθηκε, χωρίς αντιρρήσεις και πολυγνωμία.
Αποτελεί αυτό μια πρώτη απάντηση σε όσους, κληρικούς και λαϊκούς σε άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες μακαρίζουν δήθεν εαυτούς επειδή ανήκουν σε μια Εκκλησία που κατά την άποψή τους δεν υπάρχει κυριαρχική η γνώμη του προκαθημένου. Ας δούμε όμως τις συνέπειες, ιδίως στο ζήτημα των έκτακτων συνθηκών που βιώνουμε τους τελευταίους μήνες: πολυγλωσσία, ουσιαστική αμφισβήτηση των συνοδικών αποφάσεων, λοιδωρίες, φονταμενταλιστικές κορώνες, αντεγκλήσεις και αντιδικίες, απέναντι στο φαινόμενο η Εκκλησία, δια της Ιεράς Συνόδου και του Αρχιεπισκόπου να έχουν εκφράσει λόγο ποιμαντικής σύνεσης και πνευματικής στήριξης, λόγο συνετό και λόφο φροντίδας, και ορισμένοι, που ωστόσο φωνασκώντας προσπαθούν να επιβληθούν και ενίοτε το καταφέρνουν, λαϊκοί αλλά και κληρικοί όλων των βαθμίδων, να αμφισβητούν όχι μόνο στα λόγια αλλά και στις πράξεις τις αποφάσεις αυτές. Γιατί παρά την μόνιμη επωδό «με την τήρηση όλων των υγειονομικών μέτρων», που υπήρχε σε όλες τις σχετικές με τις κατά τόπους πανηγύρεις ειδήσεις, τόσο οι φωτογραφίες που κατά περίπτωση συνόδευαν, όσο και η εμπειρία βοούν ότι συχνά καταβαλλόταν προσπάθεια τα μέτρα αυτά να μην εφαρμοστούν, ακριβώς επειδή ερμηνεύονταν ως δήθεν προσπάθεια του «Καίσαρα» να επιβληθεί στην Εκκλησία.
Η Θρονική Εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε και να διατυπώσουμε ορισμένες σκέψεις: πρόκειται για την Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία δικαιώνοντας αυτόν τον χαρακτηρισμό συμπεριφέρεται μέσα στο σώμα της Ορθοδοξίας ως πραγματική μητέρα. Δηλαδή, φροντίζει για την πνευματική και εκκλησιαστική υγεία των παιδιών της, τα νουθετεί αλλά και τα συγκρατεί, θεραπεύει τις όποιες ασθένειές τους χωρίς να τους δημιουργεί ενοχικά συμπλέγματα, και μετέρχεται κάθε τρόπο ώστε να βρίσκονται τα παιδιά της πνευματικά υγιή στον σωστό δρόμο της πίστης. Μια Μητέρα Εκκλησία που αναγνωρίζει τη συγγνώμη, που δεν διακατέχεται από ευσεβιστικά σύνδρομα λάθους – τιμωρίας προτεσταντικής ηθικής, και που ξέρει πως η μετάνοια πρέπει να χρησιμοποιείται ως στοιχείο ενότητας και αναγέννησης, όχι ως όπλο καταδίκης, απαξίωσης και απομάκρυνσης, από τους «καθαρούς».
Και βέβαια, η ποιμαντική αυτή φροντίδα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας συναντά εμπόδια και αμφισβητήσεις – πάντα συναντούσε στο διάβα των αιώνων – που με τη βοήθεια του Θεού και την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που πάντα βρίσκεται ενεργό μέσα στην Εκκλησία, πάντα και ξεπερνιούνται. Του Θεού που δέχθηκε να υποστεί από το πλάσμα Του τόσα μαρτύρια, με μοναδικό σκοπό να του προσφέρει ελπίδα και τρόπο σωτηρίας και αναστάσεως, παρατώντας την ρομφαία της παλαιοδιαθηκικής τιμωρίας, την οποία οι οπαδοί του ευσεβισμού που προανέφερα επισείουν, αφού πρώτα ο ίδιος είχε δημόσια πει ότι είχε έρθει να συμπληρώσει το Νόμο με την εντολή της αγάπης, από την οποία εξάρτησε όλες τις υπόλοιπες εντολές. Την εντολή που ορισμένοι λοιδωρούν σήμερα και έμμεσα αμφισβητούν, ξεχνώντας ότι «παρήλθε η σκιά του νόμου της Χάριτος ελθούσης».
Είναι νομίζω όλα αυτά πασιφανή στην περίπτωση του ουκρανικού εκκλησιαστικού ζητήματος. Αν κανείς δει όσους αντιδρούν επίμονα και συστηματικά στις αποφάσεις του Οικουμενικού Θρόνου περί αυτοκεφαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, θα διαπιστώσει ότι κατά κανόνα είναι οι ίδιοι που με παρόμοιο τρόπο αντέδρασαν και στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης, το κυριότερο επίτευγμα της σύγχρονης ποιμαντικής δράσης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, που απαίτησε χρόνο, κόπο, προσυνεννοήσεις και προετοιμασία δεκαετιών, και που έδειξε ότι η Ορθοδοξία μπορεί στον πολυδιασπασμένο κόσμο μας να διαλέγεται, να συναντάται, να συναποφασίζει. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να παίξει τον ρόλο της στον σύγχρονο κόσμο, ρόλο φωτισμού συνειδήσεων, αγιασμού των ανθρώπων και σωτηρίας των ψυχών, μέσα από την γνωριμία τους με τον Ιησού Χριστό και το Ευαγγέλιο, μέσα από την λειτουργική και πνευματική ζωή και τα μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και βέβαια είναι σχεδόν οι ίδιοι που αντιδρούν με διαφόρων τάξεων επιχειρήματα και στην στάση της Εκκλησίας απέναντι στην πανδημία και στα υγειονομικά μέτρα που η Πολιτεία λαμβάνει και συνιστά.
Είναι κληρικοί και λαϊκοί από τα κείμενα των οποίων φαίνεται ότι δεν έχουν πλήρως κατανοήσει τον ρόλο τους, που θέλουν να λειτουργούν ως «φόβητρα του Θεού» και που ουσιαστικά τα κείμενά τους αμφισβητούν την αγάπη του Θεού για τους ανθρώπους, παίζοντας κάποτε με τις λέξεις και ορίζοντας στα γραφόμενά τους την αγάπη, όπως εξυπηρετεί τις δικές τους ιδέες. Είναι αυτοί των οποίων τα κείμενα αμφισβητούν την επιστήμη και προσπαθούν να δείξουν στους πιστούς έναν δρόμο «υπερβατικού παραλογισμού», τον οποίο ταυτίζουν με την πίστη, ξεχνώντας ότι η Εκκλησία μας μιλά για τον άχρονο, αιώνιο και αμετάβλητο Θεό και την επίσης αμετάβλητη στους αιώνες διδασκαλία του, αλλά ο τρόπος, και μόνο αυτός, με τον οποίο το κάνει υπόκειται αναγκαία στις χρονικές τροπές και μεταβολές. Μια περιήγηση στην διαδικτυακή αρθρογραφία των τελευταίων μηνών, θα αποδώσει πολλά σχετικά ευρήματα.
Είναι επίσης κληρικοί και λαϊκοί που ακολουθούν για διάφορους λόγους πιστά τις θέσεις που κατά καιρούς εκφράζει η Εκκλησίας της Ρωσίας. Που δεν βλέπουν την αναβίωση του πανσλαβισμού και του ρωσικού «αυτοκρατορικού ιδεώδους» πίσω από όλα αυτά, αναβίωση βέβαια που όπως συνήθως συμβαίνει όταν επαναλαμβάνεται η ιστορία καταντά καρικατούρα, και που επιτίθενται στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως με διάφορα επιχειρήματα, πίσω από τα οποία όμως κατά κανόνα βρίσκεται η διάθεση να στηρίξουν την ρωσική πολιτική. Αν δούμε τις υπογραφές των σχετικών άρθρων που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, θα βρούμε τα ίδια ονόματα κληρικών και λαϊκών, που δεν υπερβαίνουν την αρίθμηση με τα δάκτυλα των χεριών μας, ίσια πάντα, αλλά και επιμόνως τραγικά επαναλαμβανόμενα. Δεν έχω στοιχεία να αμφισβητήσω ή να προσδιορίσω τις όποιες προθέσεις τους, θεωρώ όμως ότι οι πράξεις και τα κείμενά τους δεν συμβάλλουν θετικά στο σύγχρονο εκκλησιαστικό έργο, στο πνευματικό έργο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Είναι επίσης κληρικοί και λαϊκοί που διαμαρτύρονται συνεχώς επειδή η Εκκλησία αποφάσισε να μην αντιπαρατεθεί με την Πολιτεία για τα υγειονομικά μέτρα που αφορούν την αντιμετώπιση της Covid-19, και καλούν διαρκώς σε ανυπακοή, με ποικίλων ειδών «θεολογικά», «ποιμαντικά», ιστορικά, κοινωνικά, πνευματικά κ.λπ. επιχειρήματα. Ένας λόγος που, κατ’ εμέ κριτή, έχοντας συσπειρώσει ανθρώπους διαφορετικών προϋποθέσεων και σπουδών, μπορεί να εκκινεί από αγαθές προαιρέσεις, αυτές δεν έχω στοιχεία να τις αμφισβητήσω, αλλά καταλήγει ενίοτε σε σκοταδιστικές διατυπώσεις, σε κραυγαλέες υπερβολές, κάποτε μάλιστα και σε συκοφαντίες και ύβρεις ή προσβολές, που βέβαια δεν έχουν σχέση με τον ήρεμο και νηφάλιο πνευματικό λόγο της Εκκλησίας του Χριστού. Κι ας μην ξεχνούμε ότι αυτά τα θέματα συνήθως κρίνονται εκ του αποτελέσματος.
Κατά την άποψή μου, πράγματι μετά την επάνοδο στην λεγόμενη «κανονικότητα» οι ναοί μας πιθανότατα θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα καθώς πολλοί πιστοί, και μάλιστα οι πλέον μορφωμένοι και σκεπτόμενοι συνειδητοί πιστοί, θα έχουν απομακρυνθεί και δεν θα επανέλθουν στην συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή, ή θα αργήσουν να το πράξουν. Αυτό όμως καθόλου δεν θα οφείλεται στην συνεργασία της Εκκλησίας με την Πολιτεία για την αντιμετώπιση του παρόντος λοιμού, τουναντίον θα είναι αποτέλεσμα, κατά την άποψή μου, του καταγγελτικού και ενίοτε φονταμενταλιστικού λόγου που συχνά διατυπώνεται, ο οποίος δεδομένων των συνθηκών της εποχής έχει αντίστροφη της επιθυμητής λειτουργικότητας: δεν τρομάζει ούτε νουθετεί, αλλά δημιουργεί αποστροφή, αντίδραση και αντιπάθεια, και δείγμα αυτής είναι η αντιμετώπιση της συντριπτικής πλειοψηφίας του τύπου, ελληνικού και ξένου, που νομίζουν ότι την ακυρώνουν καταγγέλλοντάς την ως δήθεν ξενοκίνητη και υποκινούμενη.
Όπως φαίνεται από τα σχετικά άρθρα που έχουν δημοσιευθεί, ιδίως στο διαδίκτυο, οι εκπρόσωποι των τριών αυτών τάσεων εν πολλοίς ταυτίζονται, είναι τα ίδια πρόσωπα. Και τα βέλη τους κατά κύριο λόγο συγκεντρώνει η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία για τη στάση της. Τα κείμενά τους δείχνουν ότι αυτό εδράζεται στην έλλειψη κατανόησης του έργου και του ρόλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και στην πολυαρχία ή στην άναρχη πολυφωνία που πιστεύουν ότι αποτελεί την ουσία της Ορθοδοξίας. Στηρίζεται σε αδικαιολόγητη καχυποψία απέναντι στον πρωτοκορυφαίο θρόνο της Ορθοδοξίας, η πορεία του οποίου δείχνει ότι πρόσφερε – και συνεχίζει να προσφέρει – περισσότερο από κάθε άλλο εκκλησιαστικό θεσμό στην διαφύλαξη της Ορθοδοξίας και στην ανά τον κόσμο διάδοσή της, μέσω του ευαγγελισμού των λαών.
Δεν είναι όμως έτσι, όπως από τα κείμενα αυτά παρουσιάζονται, τα πράγματα. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ο ρόλος της Μητέρας Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου: στον συντονισμό και στη ρύθμιση θεμάτων. Αρκεί να τα δούμε όλα αυτά απαλλαγμένοι από ιδεοληψίες και συμφέροντα που ηθελημένα ή άθελά μας υπηρετούμε. Στην περίπτωση της Ουκρανίας για παράδειγμα, υπερτονίζεται η πρώην σχισματική ιδιότητα ορισμένων κληρικών, λησμονείται όμως ότι με την αυτοκεφαλία επικυρώθηκε μια νέα εκκλησιαστική δομή, στην οποία εκλήθησαν να ενταχθούν όσοι ήθελαν, δεν επικυρώθηκαν οι προϋπάρχουσες σχισματικές δομές, οι οποίες και διαλύθηκαν. Αν κάποιοι επέλεξαν να μην ενταχθούν, είναι δικό τους ζήτημα, και ας ετοιμάσουν την σχετική απολογία τους στο «φοβερό βήμα», όπου πρέπει να εξηγήσουν ποια ελατήρια τους ώθησαν. Και φυσικά το ίδιο ισχύει και για όσους τους υποστηρίζουν, παντοιοτρόπως.
Και βέβαια υπό το πρίσμα αυτό καταφαίνεται ότι τόσο η ενέργεια του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Χρυσοστόμου Β΄ για αναγνώριση και μνημόνευση του Μητροπολίτη Κιέβου και Πάσης Ουκρανίας Επιφανίου ως Προκαθημένου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, όσο και η απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου που την επικύρωσε – τα περί πλειοψηφίας και μειοψηφίας είναι εκ του πονηρού, αφού στο συνοδικό μας σύστημα ισχύει απαράβατα η αρχή «Η των πλειόνων γνώμη κρατείτω» – βρίσκονται στον δρόμο της υπηρεσίας της ενότητας της Ορθοδοξίας και είναι από κάθε άποψη σωστές. Και βέβαια όλα αυτά δεν αναιρούν ούτε αμφισβητούν την κανονικότητα της νέας εκκλησιαστικής δομής, που θα παραμείνει ακόμη και όταν τα σημερινά πρόσωπα θα έχουν αποχωρήσει από τον μάταιο αυτό κόσμο.
Οι παραπάνω σκέψεις διατυπώθηκαν με αφορμή την Θρονική Εορτή της Μητέρας Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μιας Εκκλησίας που ασκεί την διακονία της θυσιαστικά και μαρτυρικά, δεχόμενη ανά τους αιώνες βέλη από οικείους και οθνείους, από αντιπάλους και «φίλους», από ομοδόξους και αλλοπίστους. Και βέβαια μιας Εκκλησίας που συνεχίζει, με τη χάρη του Θεού, να ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας και να φεγγοβολεί το φως της Ορθοδοξίας στα έθνη και τον κόσμο.
Χρόνια πολλά στην Α.Θ.Π. τον Οικουμενικό πατριάρχη μας κ.κ. Βαρθολομαίου, στους ιεράρχες, τους κληρικούς και τους λαϊκούς συνεργάτες του, αλλά και στο πλήρωμα της Μητέρας Εκκλησίας μας. Ας μην νιώθουν μόνοι τους στον αγώνα που δίνουν. Τους συντροφεύει η προσευχή εκατομμυρίων πιστών σε όλο τον κόσμο, και τους επιστέφει η χάρη και η ευλογία του Κυρίου μας, του Δομήτορος της Εκκλησίας, που χαριτώνει το έργο τους και στηρίζει τα βήματά τους.