13.4 C
Athens
Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου, 2024

Η ΑΝΤΙΦΩΝΗΣΗ ΤΟΥ ΔΑΦΝΟΥΣΙΑΣ ΣΜΑΡΑΓΔΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΟΥ (19-7-2020)

Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Γέρον Χαλκηδόνος κ. Ἀθανάσιε, 
Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖται Καλλιουπόλεως καὶ Μαδύτου κ. Στέφανε, καὶ Κυδωνιῶν κ. Ἀθηναγόρα, 
Θεοφιλέστατε Ἐπίσκοπε Τράλλεων κ. Βενιαμίν, 
Σεβαστοὶ Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ἀγαπητοὶ Χριστιανοί, 
Ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ἡ στιγμὴ τῆς ὑψίστης τιμῆς δι’ ἐμὲ τὸν ἐλάχιστον, τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας μου ἐπὶ τῷ ψιλῷ τίτλῳ τῆς πάλαι ποτὲ διαλαμψάσης Ἁγιωτάτης Ἐπισκοπῆς Δαφνουσίας, καὶ ἔτι προσπαθῶ νὰ προσλάβω ὅλην αὐτὴν τὴν εὐλογίαν ποὺ μοῦ ἔλαχε. Συγκλονίζομαι ψυχῇ, σώματι τε καὶ πνεύματι λόγῳ τῆς αἰφνιδίας πνεύσεως τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου, Τελεταρχικοῦ καὶ Ζωαρχικοῦ Πνεύματος. 
Ὅσας εὐχαριστίας καὶ ἂν θὰ προσέφερα πρὸς τὴν Αὐτοῦ Θειοτάτη Παναγιότητα, δὲν θὰ ἦτο παρὰ ψήγματα, καὶ οὔτε κἄν ψήγματα χρυσοῦ ἀλλὰ ἄμμου, μέσα εἰς τοὺς ὠκεανοὺς τῶν εὐεργεσιῶν ποὺ μοῦ ἐπεφύλαττε. 
Παναγιώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα, 
“Ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς, ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν” (20ὸς Οἶκος [Υ] Ἀκαθίστου Ὕμνου). 
Τῇ εὐλογίᾳ τοῦ στοργικοῦ Πατρὸς ὅλων ἡμῶν, τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, τῇ συνεπικουρίᾳ τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου καὶ τῇ προσωπικῇ Σας προτροπῇ καὶ προτάσει Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Γέρον Χαλκηδόνος κ. Ἀθανάσιε, ἔρχεσθε καὶ μοῦ προτάσσετε χεῖραν ἀνατάσεως καὶ ἀναστάσεως τραβώντας με ἀπὸ τὸν γνόφον καὶ τὸ ἔρεβος τοῦ Ἅδου τρόπον τινά, μὲ ἀνορθώνετε καὶ μὲ ἑλκύετε εἰς τὰ μυστήρια καὶ τὸ ἐκθαμβωτικὸν φῶς τῆς κατὰ Χριστὸν τελειώσεως. Ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καθεύδοντας συντρίβει τὴν φυλακὴν τοῦ Ἅδου, προτάσσοντας χεῖραν ἀναστάσεως εἰς τὸν ἔκπτωτον Ἀδάμ, τὸν ἀνασύρει μὲ φοβερὴ καὶ ἀνίκητον δύναμιν καὶ τὸν ζωοποιεῖ προσφέροντάς του τὴν προπτωτικὴν Παραδεισίαν ἀπόλαυσιν καὶ τελειότητα, εἰς τὴν περίφημον τοιχογραφίαν τῆς Καθόδου εἰς τὸν Ἅδην εἰς τὴν κόγχην τῆς ἁψῖδος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοῦ Παρεκκλησίου τῆς Μονῆς τῆς Χώρας, τῆς ἀριστουργηματικοτέρας ἴσως εἰκόνος Ἀναστάσεως τῆς Βυζαντινῆς Ἁγιογραφίας. 

Καὶ ἐξ αἴφνης “ἐγένετο φῶς” (Γέν. 1, 3). Καὶ ἰδού, ἡ ἐλαχιστότης μου, ὁ ἐξ υἱοθεσίας υἱὸς τῆς Χαλκηδόνος, τῆς “πόλης τῶν τυφλῶν” τοῦ χρησμοῦ τῆς Δελφικῆς Πυθίας, ἀνέβλεψα! 
Εὐχαριστῶ πρωτίστως σήμερον, τὸν προεξάρχοντα καὶ χειροτονοῦντα ἐμὲ τὸν ἐλάχιστον, τῇ ἐντολῇ τοῦ Γέροντος Χαλκηδόνος, Σεβασμιώτατον ἅγιον Καλλιουπόλεως καὶ Μαδύτου κ. Στέφανον, καὶ τοὺς συλλειτουργούντας καὶ συγχειροτονούντας με, τὸν Σεβασμιώτατον ἅγιον Κυδωνιῶν κ. Ἀθηναγόραν καὶ τὸν Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον Τράλλεων κ. Βενιαμίν, ὧντινων τὰς εὐχὰς καὶ εὐλογίας ἐξαιτοῦμαι διὰ τὴν καλλίκαρπον περαιτέρῳ ἀρχιερατικήν μου πορείαν. 
Εὐχαριστῶ τοὺς γεννήτοράς μου, τὴν ἐν ζωῇ προβεβηκυΐα μητέρα μου Βασιλικήν πρωτίστως, ἡ ὁποία μὲ ὄνυχας καὶ ὀδόντας ἀνέθρεψε μία πολύτεκνη οἰκογένεια, μὲ τὶς καταβολὲς τῆς Ρωμαίας (Ποντίας) γυναικὸς εἰς τὴν Νέαν Ἀμισὸν Δράμας, τὰ πέντε ἀδέλφια μου μὲ τὰ ὁποῖα, καίτοι πολλοί, ἐμεγάλωσα εὐτυχισμένα καὶ ἐν ὁμονοίᾳ, τὸν ἀναπληρωτὴ καθηγητήν μου εἰς τὸ Θεολογικὸν Τμῆμα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τὸν ὀποῖον ἀκόμη “ταλαιπωρῶ (!)” μὲ τὰ ἀκαδημαϊκά μου, κ. Ἠλίαν Εὐαγγέλου, καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα τὸν ἄρτι ἀναφερθὲν ὑφ΄ Ὑμῶν Σεβασμιότατε Γέροντα, τὸν Στρατηγὸν κ. Γέωργιον Οἰκονόμου, ὁ ὁποῖος μὲ ἀνέλαβε ὡς πνευματικὸς πατὴρ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων καὶ μὲ εἰσήγαγε καὶ ἐμύησε εἰς τὰ μυστήρια καὶ τὰ μυστικὰ τῆς Ρωμηοσύνης. Τῆς Πονεμένης Ρωμηοσύνης, τοῦ Φωτίου Κόντογλου, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ λογοτέχνου, ζωγράφου καὶ ἁγιογράφου ἀπὸ τὸ Αϊβαλί, τὶς Κυδωνίες, τὴν Μητρόπολιν δῆλα δὴ τοῦ σήμερον συλλειτουργοῦντος καὶ συγχειροτονοῦντος με, ἁγίου Κυδωνιῶν κ. Ἀθηναγόρου. Τοῦ Φωτίου Κόντογλου εἰς τὸν ὁποῖον Σεβασμιώτατε Γέρον ἅγιε Χαλκηδόνος, εἴχατε τὴν εὐκαιρία, τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐτυχία νὰ μαθητεύσετε καὶ νὰ μυηθεῖτε εἰς τὰ μυστικὰ τῆς ἱερᾶς τέχνης τῆς ἁγιογραφίας, εἰς τὰ μετεφηβικά Σας χρόνια, τέλη τῆς δεκατίας τοῦ 1950. 
Ὁ δὲ Στρατηγὸς κ. Γεώργιος Οἰκονόμου, προέβλεψε ὅτι ἡ μαθητεία μου δίπλα Σας θὰ εὐοδώσῃ καὶ θὰ εὐδοκιμήσῃ, καὶ μὲ ἐνεχείρισε διακριτικὰ εἰς τὰς πατρικάς Σας ἀγκάλας, ξέροντας ὅτι, ἡ σχέσις αὕτη θὰ ὁδηγήσῃ εἰς προσεδρείαν παρὰ τὸ πλευρό Σας. Καὶ ἀπὸ μέρους μου ἡ προσεδρεία αὐτὴ ἦτο καὶ εἶναι ἐθελουσία, συνειδητή, θυσιαστικὴ καὶ ἀφιερωματική, βασιζομένη εἰς τὴν σχέσιν Γέροντος – ὑποτακτικοῦ, ἡ ὁποία σχέσις μὲ τὴν σειράν της θέτει ἰσχυρὰ θεμέλια καὶ ἀνθίσταται εἰς τὰ ὅποιας δυσκολίας, ἐμπόδια καὶ δυσχερεῖς καταστάσεις, ξεπερνώντας ὅλα ἐτοῦτα μὲ τὴν ὀλιγοτέραν τὸ δυνατὸν φθορὰν καὶ ἐν ταὐτῷ κτίζει δυνατὰς καὶ ἐποικοδομητικὰς σχέσεις πρὸς περεταίρῳ τελείωσιν εἰς Χριστόν. 
Εὐχαριστῶ τὸν πατέρα μου Νικόλαον, κεκοιμημένον ἀπὸ εἰκοσιπενταετίας, ὁ ὁποῖος μὲ “ἀτσάλωσε” εἰς τὰ τοῦ βίου. Δὲν τὸ καταλάβαινα τότε, καὶ ἀντιδροῦσα. Τὸ συνειδητοποίησα ὅμως ἀργότερα, ὅταν ἀνοίχθηκα εἰς τὸν στίβον τῆς ζωῆς, τὸν δικαίωσα καὶ τὸν μνημονεύω ἐσαεί. Τέλος ὀφείλω ἀπείρους εὐχαριστίας εἰς τὴν κεκοιμημένην ἀπὸ τριετίας Ρωμηὰ νοικοκυρά μου, τὴν μακαριστὴ Ἀρχόντισσα εἰς τὸ ἦθος καὶ τὴν ψυχὴν κ. Μελπομένη–Στυλιανὴ Δερμιτζόγλου, τὴν ἐξ υἱοθεσίας μητέρα μου, τὴν μεγάλη μου ἀδελφὴ καὶ φίλη, ἡ ὁποία σίγουρα θὰ ἀγάλλεται ἀπὸ ἐκεῖ ἐπάνω.
Ἅπαντες, ἡ οἰκογένειά μου, οἱ φίλοι καὶ οἱ γνωστοί μου ἐξ Ἑλλάδος εὑρίσκονται σήμερον σωματικῶς μὲν ἀπόντες, λόγῳ τῆς γνωστῆς καὶ ἐπαράτου πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ, ψυχικῶς δὲ καὶ πνευματικῶς λογίζονται καὶ εἶναι ὡσεὶ παρόντες. 
Εἰς τὴν σημερινὴν δὲ αὕτη ὅπως καὶ σὲ κάθε εὐχαριστιακὴν σύναξιν, ἡ “ζῶσα” στρατευομένη Ἐκκλησία, ἑνώνεται μὲ τήν “κεκοιμημένην” ἀλλὰ θριαμβεύουσα εἰς τοὺς οὐρανοὺς Ἐκκλησίαν, καὶ συντάσσονται “ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό” (Πράξ. 2, 1), “ἵνα ὦσιν ἕν” (Ἰω. 17, 11), πρὸς εὐχαριστίαν καὶ δόξαν τῆς Τρισηλίου Θεότητος. 
Ἰδίᾳ δὲ ἐν τῇ εὐσήμῳ αὕτη ἡμέρᾳ τῆς μνήμης καὶ ἑορτῆς τῶν Ἁγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων τῆς ἐν Χαλκηδόνι Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὸ 451 μ.Χ., σημαδιακῆς διὰ τὴν Χαλκηδόνα καὶ διὰ τὴν ἱστορίαν τῆς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἀδιαιρέτου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία Σύνοδος διὰ τοῦ ἐκδοθέντος Τόμου αὐτῆς, διεσφάλισε τὴν Ὀρθὴν Χριστιανικὴν Πίστιν ἀπὸ τὰς κακοδοξίας καὶ τὰς αἱρέσεις. Τόμον τὸν ὁποῖον ἐπεκύρωσε διὰ θαύματος καὶ ἡ Ἁγία Μεγαλομάρτυς καὶ Πανεύφημος Εὐφημία, κόρη τῆς Χαλκηδόνος, τὴν μνήμην τῆς ὀποίας ἑορτάσαμεν πανηγυρικῶς πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν, τόσον εἰς τὸν ὁμώνυμόν της Ἱερὸν Μητροπολιτικὸν Ναὸν ἐδῶ εἰς τὴν Χαλκηδόνα, ὅσο καὶ εἰς τὸν Πάνσεπτον Πατριαρχικὸν Ναόν, ὅπου καὶ τεθησαύρισται ἡ λάρναξ τῆς Ἁγίας μὲ τὸ πάνσεπτον σκήνωμά της, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἐτελέσθη τὸ θαῦμα τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Τόμου τῶν Ὀρθοδόξων, ἔναντι αὐτοῦ τῶν κακοδόξων. 
Αὐτὴν τὴν Πίστιν καλούμαστε σήμερον ὡς καὶ ἡ ἐλαχιστότης μου, νὰ διασφαλίσωμεν. Νὰ φροντίσωμεν νὰ μείνωμεν εἰς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἂς μὴν κατέχωμεν γνώσεις, δόγματα καὶ ἄλλα πολλά. Ὅσο μένωμεν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν κινδυνεύομεν ἀπὸ προβατόσχημους λύκους τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς ἀπωλείας. 
Κάποτε, εἰς τὴν ὑπὸ ἀλλοτρίαν κατοχὴν Ἑλλάδα, κάποιος ξένος περιηγητής, εἶδε ἕναν βοσκὸ πού ἔβοσκε τὰ πρόβατά του. Ὅταν ὁ βοσκὸς ἐκάθισε εἰς τὸ πεζοῦλι ἑνὸς ἐξωκκλησίου ποὺ εὑρισκόταν ἐκεῖ κοντὰ γιὰ νὰ ξεκουραστῇ παίζοντας τὴν φλογέρα του, ὁ περιηγητής τὸν ἐπλησίασε καὶ τὸν ἐρώτησε μὲ περιέργεια: Τί πιστεύεις ἐσύ; Ἀγράμματος καθὼς ἦτο ὁ βοσκός, δὲν ἐδύνατο νὰ ἐκφράσῃ τί ἀκριβῶς ἐπίστευε. Δείχνοντάς του ὅμως τὸ ἐξωκκλῆσι καὶ κτυπώντας τὸν τοῖχο του μὲ τὴν γκλίτσα του, ἔδωσε ἐν τῇ ἁπλότητί του τὴν εὔστοχον καὶ σωστὴν ἀπάντησιν: Ὅ,τι πιστεύει τούτη! Ἡ Ἐκκλησία δῆλα δή. Καί τί πιστεύει τούτη; τὸν ξαναρωτᾶ ὁ ξένος. Ὅ,τι πιστεύω ἐγώ! τοῦ ἁπαντᾶ ὁ ἀγράμματος καὶ ἁπλοϊκὸς ἐκεῖνος βοσκός, ταυτίζοντας τὴν Πίστιν του μὲ τὴν Πίστιν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐδῶ παίρνει σάρκα καὶ ὀστὰ ἡ περίφημος ρῆσις “οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ” παράφρασις τῆς ρήσεως “οὐκ ἐν τῷ μεγάλῳ τὸ εὖ κείμενον εἶναι, ἀλλὰ ἐν τῷ εὖ τὸ μέγα” ἀπὸ τοὺς Δειπνοσοφιστάς (Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 14, 629a-b) τοῦ πολυπράγμονος ρήτορος, συγγραφέως καὶ γραμματικοῦ Ἀθήναιου τοῦ Ναυκρατίτου, ἐξ Αἰγύπτου, τοῦ τέλους τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ. 
Περαίνοντας, θὰ ἤθελα νὰ κλείσω τὰ λόγια αὐτὰ καρδιᾶς μὲ τοὺς πρώτους στίχους τοῦ ποιήματος “Μάρτιαι Εἰδοί” τοῦ μεγάλου Ἀλεξανδρινοῦ ποιητοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη. Τοῦτο δὲ τὸ ἀναφέρω εἰς μνήμην καὶ ἐγρήγορσιν διηνεκῆν: 
“Τὰ μεγαλεῖα νὰ φοβᾶσαι, ὦ ψυχή. 
Καὶ τὲς φιλοδοξίες σου νὰ ὑπερνικήσεις ἂν δὲν μπορεῖς, 
μὲ δισταγμὸ καὶ προφυλάξεις νὰ τὲς ἀκολουθεῖς. 
Κι ὅσο ἐμπροστὰ προβαίνεις 
τόσο ἐξεταστική, προσεκτικὴ νὰ εἶσαι”. 
“Καὶ τὰ νῦν, Σεβασμιώτατε Γέροντά μου, παρατίθεμαι ἑμαυτὸν καὶ ἅπαντα τὰ κατ’ ἐμὲ τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ…” (Πράξ. 20, 32). 
Γένοιτο.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ