Αναρτούμε άρθρο των καθηγητών Γιώργου Δημακόπουλου και Αριστοτέλη Παπανικολάου, Συν-διευθυντών του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Fordham της Νέας Υόρκης, για το επίκαιρο θέμα της φυλετικής βίας στην Αμερική και τη θαρραλέα στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ειδικότερα του Αρχιεπισκόπου Ελπιδοφόρου.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε χθες (20 Ιουνίου) στην εφημερίδα “Τα Νέα” και βασίζεται σε επίκαιρη ανάρτηση των δύο καθηγητών στην πύλη κειμένων θεολογικού και εκκλησιαστικού προβληματισμού “Public Orthodoxy” (Δημόσια Ορθοδοξία).
Γιώργος Δημακόπουλος και Αριστοτέλης Παπανικολάου
Όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος στάθηκε δίπλα στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ στη Σέλμα το 1965, κατηγορήθηκε από πολλούς Ελληνοαμερικανούς, οι οποίοι ένιωσαν προσβεβλημένοι που ο Αρχιεπίσκοπός τους « θα συντασσόταν με τους υποκινητές των πολιτικών δικαιωμάτων ». Πενήντα πέντε χρόνια αργότερα, οι απόψεις έχουν αλλάξει δραματικά. Η πορεία του Ιακώβου μαζί με τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ θεωρείται γενικώς ως μία από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της Ορθοδοξίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν όχι παγκοσμίως. Σήμερα, προτιμούμε να αγνοούμε ή να ζητούμε συγγνώμη για εκείνη τη γενιά των Ορθόδοξων που δεν κατάλαβαν την ηθική αναγκαιότητα του κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων.
Σήμερα, ζούμε μία παρόμοια στιγμή. Θα πρέπει άραγε τα εγγόνια μας να απολογούνται για μάς επειδή βρισκόμασταν στη λάθος πλευρά της ιστορίας ή θα δεχτούμε το κριτικό πνεύμα του κινήματος «Οι Μαύρες ζωές έχουν σημασία» (Black Lives Matter), επειδή είναι από ηθική και θεολογική άποψη επιβεβλημένο;
Το σύνθημα «Οι μαύρες ζωές έχουν σημασία» εμφανίστηκε μετά από τη δολοφονία πολλών άοπλων μαύρων από αστυνομικούς. Ο αρχικός του σκοπός ήταν να αποκαλύψει τον συστημικό ρατσισμό που υπάρχει μέσα στις θεσμικές υποδομές που συγκροτούν την κοινωνία μας: την αστυνομία, την κυβέρνηση, την οικονομία και τις εκκλησίες, για να αναφέρουμε μόνο μερικές.
Το σύνθημα αυτό αποτελεί μία προέκταση του αιτήματος του κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων ότι, σύμφωνα με τα λόγια του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να γίνουν «συνεπείς με αυτά που γράφουν στα χαρτιά». Ο ρατσισμός, ωστόσο, έχει σήμερα διαφορετικό χαρακτήρα από εκείνον που είχε στη δεκαετία του 1960: δεν είναι πλέον προκλητικά φανερός στα λεωφορεία, στις επιγραφές στη βιτρίνα των καταστημάτων, στα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια, στα εργοστάσια, στις εταιρείες, στη δημόσια εκπαίδευση, στα πανεπιστήμια, στον στρατό και στην κυβέρνηση· εξακολουθεί, ωστόσο, να υπάρχει σε αυτούς τους τομείς κατά τρόπο συστημικό, πράγμα που σημαίνει ότι είναι βαθιά ριζωμένος μέσα στην ίδια την υποδομή όλων αυτών των θεσμών – αλλά τώρα είναι πολύ πιο εκλεπτυσμένος, κρυμμένος και ασυνείδητος. Όποιος αρνείται αυτόν τον συστημικό ρατσισμό οφείλει να δώσει απαντήσεις για την υπάρχουσα ανισότητα στα εισοδήματα μεταξύ των μαύρων και των λευκών, για τα σημαντικά υψηλότερα ποσοστά φυλάκισης των μαύρων , για την απουσία των μαύρων από την πανεπιστημιακή ιεραρχία και τις αίθουσες διδασκαλίας, για τη δημιουργία φυλετικού προφίλ επειδή απλά περπατάει κανείς στον δρόμο, για τη δυσανάλογη έλλειψη πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη ή την οικονομικά προσιτή στέγαση, και, πρόσφατα, για την εμπειρία των υψηλότερων ποσοστών μόλυνσης από τον COVID-19 – η λίστα μπορεί να συνεχιστεί ασταμάτητα.
Μεταξύ των Ορθόδοξων χριστιανών, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, συχνά ακούμε την ακόλουθη απάντηση: «Όλες οι ζωές έχουν σημασία». Δεν διαφωνούμε, ότι ένα βασικό χριστιανικό αξίωμα, είναι ότι όλοι οι άνθρωποι είναι απερίσταλτα μοναδικοί ενώπιον του Θεού. Όμως, εάν ένας γονιός έχει δύο παιδιά και το ένα ασκεί εκφοβισμό στο άλλο, ο γονιός αυτός σίγουρα θα έτρεχε να υπερασπιστεί το θύμα, ακόμη και αν συνέχιζε να αγαπάει τον δράστη. Γι’ αυτό η αγάπη του Θεού δεν έρχεται σε αντίθεση με την συνειδητή επιλογή του Θεού να είναι με τους καταπιεσμένους.
Ακούμε επίσης ότι και «Οι ‘μπλέ’ ζωές (δηλ. οι ζωές των αστυνομικών) έχουν σημασία». Και πάλι, δεν το αρνούμαστε, άλλωστε και εμείς, προσωπικά, έχουμε φίλους και μέλη των οικογενειών μας που υπηρετούν στην αστυνομία. Η καταπολέμηση του συστημικού ρατσισμού δεν θα πρέπει να κατανοηθεί ως επίθεση εναντίον της αστυνομίας. Αυτό είναι ένα ψευδές δίλημμα. Ωστόσο, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι το πρόβλημα δεν είναι απλά μερικοί κακοί αστυνομικοί. Το πρόβλημα είναι ότι ο ρατσισμός διατρέχει συστημικά την ίδια τη λογική της αστυνόμευσης: την εκπαίδευση, τη στρατηγική και την εφαρμογή. Οι αξιολόγηση με βάση τη φυλή και η αστυνόμευση που στηρίζεται στις στατιστικές είναι δύο βασικά παραδείγματα.
Τέλος, ακούμε τους ανθρώπους να αντιτίθενται σε οποιαδήποτε σχέση με το κίνημα «Οι μαύρες ζωές έχουν σημασία», επειδή θεωρείται ότι κάτι τέτοιο συνεπάγεται υποστήριξη θεμάτων που είναι αντίθετα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Η άποψη αυτή, ωστόσο αποτυγχάνει να αναγνωρίσει την ποικιλομορφία εκείνων που υποστηρίζουν το κίνημα αυτό, ενώ προβάλλει την πιθανότητα μιας αμιγούς πολιτικής που απλά είναι αδύνατη. Εκείνοι που υποστηρίζουν το κίνημα «March For Life» κατά των εκτρώσεων συχνά διαδηλώνουν μαζί με άλλους που έχουν απόψεις αντίθετες με τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Επιπλέον, η Ορθόδοξη Εκκλησία θα έπρεπε πραγματικά να αναλάβει σημαντικότερο ρόλο σε ό,τι αφορά στα κοινωνικά ζητήματα παρά απλώς να συμμετάσχει στις πορείες υπέρ της ζωής. Οι Πατέρες της Εκκλησίας αγωνίζονταν διαρκώς ενάντια στη φτώχεια και την καταπίεση, ενώ η μονομερής πολιτική πολλών Ορθόδοξων Εκκλησιών σήμερα είναι όνειδος.
Για τους Ορθόδοξους χριστιανούς, το πιο σημαντικό κέρδος από το κίνημα «οι μαύρες ζωές έχουν σημασία» είναι ότι εξαναγκάζει σε μία αναδιάρθρωση του φυλετικού φαντασιακού, όπου οι λευκοί όλων των εθνών προκαλούνται να φανταστούν πώς είναι να ζει κανείς σε ένα μαύρο σώμα, πώς αισθάνεται σε αυτό το σώμα όταν μάλιστα ζει σε μία χώρα με μεγάλο ιστορικό στη σκλαβιά των μαύρων, να ζει σε ένα σώμα που είναι πιο πιθανό να διαθέτει φάκελο στην αστυνομία, να ζει σε ένα σώμα που είναι λιγότερο πιθανό να βρει δουλειά, να ζει σε ένα σώμα που έχει περιορισμένη –ή δεν έχει καθόλου– πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, να ζει σε ένα σώμα που δεν βρίσκει ικανοποιητική στέγαση, να ζει σε ένα σώμα που φοβάται ότι μπορεί να σκοτωθεί αθώα από την αστυνομία, να ζει σε ένα σώμα που θα πρέπει να περπατά στη μέση του δρόμου για να είναι πιο σίγουρο ότι θα γλυτώσει από κάποιο πυροβολισμό. Αυτό η φαντασιακή βίωση είναι το χριστιανικό μας κάλεσμα. Ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί, αυτό έχουμε ως πνευματική μας πρόκληση, ως μοίρα μας που οδηγεί στη θέωση.
Ως Ελληνοαμερικανοί εμείς οι ίδιοι, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε σε όλους, το πόσο υπέφεραν οι πρόγονοί μας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πόσο σκληρά εργάστηκαν σε αυτήν τη χώρα, ενώ συχνά υπέστησαν διακρίσεις, προκειμένου να διαμορφώσουν καλύτερες προϋποθέσεις για τις επόμενες γενιές. Κανείς δεν αρνείται αυτήν την ιστορία και θα πρέπει πάντοτε να την έχουμε κατά νου, όμως, την ίδια στιγμή, η στάση αυτή παραβλέπει το γεγονός ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι Έλληνοαμερικανοί είχαν δυνατότητες προόδου σε αυτήν τη χώρα, εκτός από τη σκληρή δουλειά, ήταν ότι ήταν λευκοί (αυτός είναι ένας από τους λόγους, όχι ο μόνος). Και οι περισσότεροι ήρθαν σε αυτήν τη χώρα τη δεκαετία του 1950 και του 1960, όταν ο ρατσισμός ήταν διάχυτος. Εάν θα θέλαμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, πολλοί Έλληνες Ορθόδοξοι εκείνη την εποχή ήταν ρατσιστές. Έτσι εξηγείται και η κατακραυγή, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος συμμετείχε στην πορεία της Σέλμα. Η άποψη αυτή ξεχνά επίσης ότι το προπατορικό αμάρτημα αυτής της χώρας είναι η δουλεία, ότι δηλαδή οικοδομήθηκε πάνω στη δουλεία και ότι οι Αφροαμερικανοί έπρεπε πάντα να διαπραγματεύονται τη ζωή τους, σε ένα χώρο όπου αναγκάστηκαν να κατοικήσουν και στον οποίο δεν ένιωθαν ποτέ ευπρόσδεκτοι – ακόμη και σήμερα.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αμερικής τα καταλαβαίνει όλα αυτά και αυτός είναι ο λόγος που αισθάνθηκε ως καθήκον του να αντισταθεί στη φυλετική αδικία. Δεν θέλει να είναι ένας από εκείνους τους πάστορες προς τους οποίους ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έγραψε την Επιστολή από μια φυλακή του Μπέρμιγχαμ, οι οποίοι επέπλητταν τον Κινγκ πως προκαλεί προβλήματα και είναι ανυπόμονος. Ως χριστιανός που μεγάλωσε στην Τουρκία, ο Ελπιδοφόρος γνώρισε τη δομική καταπίεση με τρόπους που οι περισσότεροι Αμερικανοί μονάχα να φανταστούν μπορούν.
Το πρόβλημα είναι ότι πάρα πολλοί Αμερικανοί –πάρα πολλοί Ορθόδοξοι Αμερικανοί– δεν θέλουν καν να το φανταστούν. Προτιμούμε να αποστρέφουμε το βλέμμα μας, να αρνούμαστε και να αγνοούμε την κατάσταση, γιατί φοβόμαστε ότι η πραγματική ισότητα για τους μαύρους θα έχει αναγκαστικά κόστος για μας.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος κατανοεί την κρισιμότητα της παρούσας συγκυρίας. Η ιστορία έδειξε ότι ο Ιάκωβος είχε δίκιο όταν έλαβε μέρος στην πορεία στη Σέλμα. Το ίδιο θα αποδειχθεί και με τη συμμετοχή του Ελπιδοφόρου στην πορεία στο Μπρούκλιν.
Πενήντα χρόνια από τώρα, πώς θα βλέπουν άραγε τα εγγόνια μας τον τρόπο που αντιδράσαμε σήμερα;