Του Σταύρου Σ. Φωτίου
Καθηγητή Πανεπιστημίου Κύπρου
Ιδρυτικού Μέλους της Κυπριακής Ακαδημίας
Για να κατανοήσει κάποιος τον ανθρωπολογικό τύπο κάθε εποχής οφείλει να κατανοήσει την κυρίαρχή της κοσμοθεωρία. Διότι κάθε κοσμοθεωρία προάγει μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, τον εαυτό του, τον συνάνθρωπό του και τη φύση. Πράγμα που συνεπάγεται αντίστοιχη νοηματοδότηση της πολιτικής και της οικονομίας, της τέχνης και της αγωγής, της εργασίας και του δικαίου, και κάθε άλλης πτυχής της ανθρώπινης ζωής.
Τη σημερινή εποχή της Ύστερης Νεωτερικότητας χαρακτηρίζει, μεταξύ άλλων, η αποθέωση του αυτοαναφερόμενου εγωκεντρικού ατόμου, του οποίου πρώτιστη επιδίωξη είναι η αυτοπραγμάτωση. Η ηδονιστική κατάφαση της ζωής ανάγεται σε πρώτιστο σκοπό, επικουρούμενη από τη μαζική δημοκρατία και ένα τεχνικό σύστημα που υπόσχεται την άρση κάθε περιορισμού. Ο ναρκισσιστικός εαυτός θεωρεί ότι πρέπει να ικανοποιείται άμεσα κάθε του επιθυμία, γι᾽ αυτό και ρευστοποιεί ανάλογα την ταυτότητά του, ώστε να ταιριάζει σε πολλούς συνδυασμούς και να αυξάνεται έτσι η δυνατότητα διαρκούς απόλαυσης. Κάθε αυτοπεριορισμός χάριν του συνανθρώπου, κάθε αναβεβλημένη απόλαυση χάριν ενός μελλοντικού στόχου, απορρίπτεται. Η λύτρωση του ανθρώπου συμπίπτει με το πέρασμά του από την έλλειψη αγαθών στην αφθονία τους.
Βεβαίως η εκδοχή της ζωής ως συσσώρευσης και κατοχής πραγμάτων διέκρινε τους ανθρώπους σε κάθε εποχή, αφού αυτή αποτελεί υπαρξιακό ιδίωμα της πτωτικής συνθήκης ζωής. Πλην όμως είναι μοναχά η νεώτερη εποχή που δικαιολογεί και ανυψώνει την πλουτοκρατία σε υπέρτατη στοχοθεσία. Είναι μόνο στην εποχή μας που επιδοκιμάζεται ανερυθρίαστα η αποδόμηση του κοινωνικού και η αποενοχοποίηση του ατομισμού. Σύγχρονοι ιεροφάντες του μετανεωτερισμού υμνούν την ιδιοτέλεια ως κοινωνική αρετή, αφού κατ᾽ αυτούς η ύπαρξη και η καλλιέργειά της επιφέρει ατομική και συλλογική ανάπτυξη. Η οικονομία αυτονομείται από την πολιτική και μετατρέπεται σε ρυθμιστή κάθε πτυχής της ανθρώπινης ζωής. Σε συνθήκες μηδενισμού του χωρόχρονου στην παγκόσμια επικοινωνία, η οικονομία υπερβαίνει τα κάθε λογής σύνορα και καθορίζει τις συνθήκες διαβίωσης ανθρώπων και λαών. Η λογική του κεφαλαίου για συνεχή γιγάντωση και για διαρκή επέκταση, για αέναη ανάπτυξη και ατέλεστο κέρδος, δημιουργεί έναν κόσμο όπου τα πάντα εκλαμβάνονται ως εμπορική συναλλαγή. Υιοθετημένη μέσω των μηχανισμών διαμόρφωσης της κοινής γνώμης ως ψυχική κοσμοθέαση, η χρηματιστική αυτή εκδοχή της ζωής επεκτείνεται στον έρωτα, στην εκπαίδευση, στην τέχνη και σε κάθε άλλη έκφανση του βίου, αποψιλώνοντας τον άνθρωπο από εμπειρίες σχέσεων χάριτος και δωρεάς.
Έτσι, σε μια αντιμαχία όλων με όλους, η ανισότητα πλουσίων και φτωχών ολοένα και μεγεθύνεται, η τεχνολογία αντί να συντελεί π.χ. στη μείωση του χρόνου εργασίας καταλήγει στην αύξηση της ανεργίας, η ιδιωτικοποίηση των πάντων αναδεικνύεται σε πανάκεια. Σε όσους δε βιώνουν τις αρνητικές παρενέργειες των πιο πάνω, μία είναι η απάντηση: να προσαρμοσθούν. Διότι το τέλος της ιστορίας έφτασε, καλύτερη κοινωνική οργάνωση από την επικρατούσα δεν υπάρχει. Πρόκειται για μια συγκεκριμένη θεϊστική αντίληψη του κόσμου, που διαψεύδει όσους νομίζουν ότι η εκκοσμίκευση έδιωξε το ιερό από την κοινωνική ζωή. Όπως ο Ωρολογοποιός Θεός του θεϊσμού δημιούργησε τον κόσμο ως ένα μεγάλο ωρολόγιο που λειτουργεί με σταθερούς και απαράβατους μηχανισμούς, έτσι η νέα θεότητα, η θεά Αγορά, εναπόθεσε στην οικονομία συγκεκριμένους ρυθμιστικούς νόμους, τους οποίους αποτελεί ματαιότητα να αντιστρατεύεται κάποιος. Αυτό που οφείλει να κάνει ο άνθρωπος είναι να τους κατανοήσει και να προσαρμοσθεί σε αυτούς. Βέβαιος ότι σε κάθε κρίση, το αόρατο χέρι της Αγοράς θα προσφέρει τη λύση.
Πλην όμως, το πρότυπο ζωής που η καταναλωτική Δύση διαφήμισε παντού, αποδεικνύεται ότι δεν είναι καθολικό. Η οικολογική κρίση έδειξε ότι η καταναλωτική ευωχία δεν μπορεί να βιωθεί από όλους τους ανθρώπους. Συνεπώς απαιτείται μια άλλη πρόταση ζωής πανανθρώπινης εμβέλειας;
Έτσι, η ορθόδοξη θεολογία καταθέτει τη δική της πρόταση ζωής για τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και, κατ᾽ επέκταση, με τον εαυτό του, τον συνάνθρωπό του και τη φύση. Ο Θεός είναι πατέρας, οι άνθρωποι αδελφοί, η φύση μέγας οίκος: ιδού οι ερμηνευτικές εξισώσεις της ύπαρξης. Πέραν της ατομικιστικής και της κολλεκτιβιστικής συμβίωσης, υπάρχει η χριστιανική θεώρηση του ανθρώπου και της κοινωνίας. Πρόκειται για τη διαρκή προσπάθεια μεταμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας σε κοινότητα ζωής, στην οποία βιώνονται βαθείς υπαρξιακοί δεσμοί. Εδώ προάγεται η μετάβαση από την εγωπαθή κλειστότητα στην καθολική ενότητα, ο άλλος συνιστά ιδρυτική πράξη της ζωής.
Η θεολογία θυμίζει την ανέκπτωτη ευθύνη για τον οποιονδήποτε συνάνθρωπο, ανεξαρτήτως χρώματος, φυλής, φύλου, θρησκείας, γλώσσας, έθνους, χαρακτηριστικών. Πράγμα που σημαίνει ότι η αντίστοιχη βιοτή συνεπάγεται δύο ιδιώματα: μαρτυρία και διαμαρτυρία. Διαμαρτυρία για ό,τι αλλοτριώνει τον άνθρωπο και ευτελίζει την κοινωνία· ενάντια σε όποιο θεσμό δεν υπηρετεί συγκεκριμένες ανάγκες συγκεκριμένων ανθρώπων. Διαμαρτυρία για την εκμετάλλευση των αδυνάτων· ενάντια στη διάκριση σε οικείους και ξένους, στο δίκαιο της ισχύος. Ταυτόχρονα τη ζωή του πιστού διακρίνει η μαρτυρία για αυθεντικές ανθρώπινες σχέσεις, μέσα στις οποίες καταφάσκεται η μοναδικότητα και η ενότητα, η ελευθερία και η δικαιοσύνη. Μαρτυρία ότι πλούσια είναι η κοινωνία εκείνη που τη χαρακτηρίζει συλλογικό όραμα ζωής, συνεκτικοί δεσμοί που προάγουν την πνευματική καλλιέργεια, όπου π.χ. η ανάγνωση και η μουσική ακρόαση είναι καθημερινές απολαύσεις. Μαρτυρία ότι αληθινός πλούτος μιας κοινωνίας είναι η ελευθεροποιός αγωγή, η χρηστή διοίκηση, οι λειτουργικοί θεσμοί, η επαγγελματική ακεραιότητα. Η ύπαρξη συλλογικής ταυτότητας και πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας αποτρέπει τον πολιτικό αμοραλισμό και την κομματική επεκτατικότητα, την έκπτωση των θεσμών και την ατροφία των αξιών, τη διαφθορά και τη διαπλοκή, την αναξιοκρατία και τον νεποτισμό, τον υπερδανεισμό και την υπερκατανάλωση.
Στην προσπάθεια για έναν πιο ανθρώπινο κόσμο η ορθόδοξη θεολογία απορρίπτει, αφενός, την παθητική αποδοχή των πραγμάτων, τη μοιρολατρία, την αίσθηση ότι δεν υπάρχει ελπίδα για κάτι καλύτερο, και, αφετέρου, καταδικάζει τον μεσσιανισμό, την αντίληψη ότι θα υπάρξει επίγειος παράδεισος μέσα στην ιστορία. Την ίδια στιγμή η χριστιανική πίστη, έχοντας έντονη εσχατολογική συνείδηση, δηλαδή έσχατο κριτήριο ζωής την παγκόσμια εν Χριστώ αδελφική κοινότητα, θεωρεί ότι η ιστορία είναι ανοικτή στην ελευθερία των ανθρώπων, συνεπώς απορρίπτει κάθε αντίληψη για καταναγκαστικούς νόμους της φύσης ή της ιστορίας. Τούτο σημαίνει ότι το κυρίαρχο σήμερα οικονομικό σύστημα είναι ανθρώπινη επιλογή, συνεπώς, είναι δυνατόν να καλλιεργηθεί μια άλλη υπαρξιακή στοχοθεσία, που κρατώντας όσα θετικά κατέκτησε η ιστορία, να εμπνεύσει νέο ανθρωπολογικό υπόδειγμα. Αληθινή κρίση διέρχεται ένα αξιακό πρότυπο μόνο όταν ένα άλλο αρχίζει να το παραμερίζει. Η συνεισφορά στην ανάδειξη αυτού του προτύπου πρέπει να αποτελεί διαρκές μέλημα για όσους δεν ξεχνούν ότι η μέριμνα για τους εμπερίστατους είναι ένα από τα καίρια μηνύματα που ο Χριστιανισμός κόμισε στους ανθρώπους.