Του ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΠΑΝΩΤΗ
Πρεσβυγενούς Άρχοντος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας
Πολλές φορές η «Ιστορία», έγραφε ο γνωστός Βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν, «έχει συσκοτισθεί από εχθρότητα, προκατάληψη και αμάθεια». Στις ημέρες μας επιδιώκεται κάτι το δαιμονικό και φρικτότερο: να διαψευστεί ο λόγος του Κυρίου προς τον εκπρόσωπο του Καίσαρα Πιλάτο ότι: «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου… ουκ εστιν εντεύθεν… αλλά ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία» (Ιω. ιθ΄36).
Η βασιλεύουσα Εκκλησία του Χριστού στην Ρωσία αλώθηκε από ανθρώπους αφιλόχριστου καίσαρα και υπό την «κουκούλα» της Μοσχόβιας Σατραπείας και τον βρώμικο υβριδικό πόλεμο της πολιτικής εξουσίας της, εξελίσσεται σε παρασυναγωγή «αυτομανίας πεπληρωμένη» κατά τους Πατέρες, για να παραπλανήσει την συνείδηση της Εκκλησίας με ορμαθό ύβρεων και ψευδολογιών κατά του πάνσεπτου ιερού θεσμού του των Ελληνορθοδόξων, γιατί στέκεται βράχος στα ρωσικά εθνοφυλετικά θελήματα που ανατρέπουν την κρατούσα Τάξη στην Ορθοδοξία. Η Παύλεια αποστολική αρχή τα πάντα «κατά τάξιν γινέσθω» (Α΄ Κορ. ιδ΄. 40) στην Εκκλησία δεν ενδιαφέρει όσους αδίστακτα υπερόρια αυθαιρετούν γιατί επιδιώκουν με κάθε πανουργία να σφετεριστούν τα κανονικά προνόμια του Οικουμενικού Θρόνου που είναι αποστολοπαράδοτα και ιδού η ιστορία τους.
Στον ιερό θεσμό της Εκκλησίας η ευαγγελική αλήθεια απετέλεσε την πλέον τιμαλφή διαχρονική παρακαταθήκη. Η ευθύνη για τη στήριξη και διάδοση της αληθείας της πίστεως ανατέθηκε από τον Ιησού Χριστό στους μαθητές Του, οι οποίοι και ενδεικτικά αναφέρονται από τον Απόστολο των Εθνών «στύλοι της πίστεως» προκειμένου να δηλωθεί στην πρώτη χριστιανική γενεά ότι αυτοί είναι οι αυθεντικοί υποστηρικτές και εκφραστές της αληθείας της νέας πίστεως. Αυτοί τότε ήταν οι Απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης και μετά το πρώϊμο μαρτύριο Ιακώβου του Ζεβεδαίου (43-44 μ.Χ,) την θέση του ακριβούς γνώστη του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού κλήθηκε να καλύψει στα Ιεροσόλυμα ο έτερος Ιάκωβος ο λεγόμενος «Αδελφόθεος»που ήταν ο πρεσβύτερος γιός του μνήστορα Ιωσήφ. Η εγκυρότητα της μαρτυρίας αυτών των αυτοπτών και αυτήκοων μαθητών του Ιησού στήριξε την γενεά των πιστών και μετά την Πεντηκοστή και στερεώθηκε στα πρώτα χρόνια η οικοδομή της Εκκλησίας της Αγίας Σιών.
Οι εντεταλμένοι προς τούτο Απόστολοι ονομάστηκαν με το ουσιαστικό «Στύλοι» για το υποστυλωτικό έργο που επιτελούσαν για την στερέωση της πρώτης Εκκλησίας. Ο ίδιος Απόστολος Παύλος μαθητεύει όλο το διάστημα της παραμονής του στα Ιεροσόλυμα στην ευλογημένη «τριανδρία» του Πέτρου, του Ιωάννη και του «Αδελφόθεου» Ιακώβου και αυτοί οι «Στύλοι» συμφώνησαν και αναγνώρισαν την χάρη και το κύρος της αποστολικότητος του Παύλου και με αυτή την αυθεντία έγραψε στους «Γαλάτες» που τότε ζούσαν περί τη σημερινή Άγκυρα της Ανατολίας τα περί των «δοκούντων είναι Στύλους» (Γαλ. β΄ 9). Σε άλλη πάλι επιστολή του προς τον μαθητή του Τιμόθεο αποκαλύπτει την αξία και χρησιμότητα αυτού του λειτουργήματός του μέσα στην Εκκλησία που είναι «η εδραίωση της αληθείας» (Α΄Τιμ. γ΄ 15). Αλλά και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επιβεβαιώνει στην Αποκάλυψη του ότι αυτός που αναγορεύεται σε «στύλο» είναι «εκείνος που κρατεί αυτό που κατέχει» (Αποκ. γ΄,12). Εξ αυτών των λίγων αποστολικών δεδομένων αποδεικνύεται ότι «στύλος» αναγνωρίζεται εμβληματικά ο ακλόνητα κατέχων την αποκάλυψη ποιος πραγματικά είναι ο Ιησούς Χριστός και με την αποστολική του ιδιότητα αποτελεί το ζωντανό και «γενναίον υπόδειγμα» της πίστεως σφραγιζόμενο με την αναδοχή του λειτουργήματός του και μετά τον θάνατόν του, διά των καθιερωμένων διαδόχων του. Αυτό μας το βεβαιώνει στα τέλη του πρώτου αιώνα με την Α΄ Επιστολὴ προς Κορινθίους ο αποστολικός άνδρας και επίσκοπος Ρώμης Κλήμης (V.1-5) ότι δια της δυάδος του Πέτρου και Παύλου συνεχίζεται η εξ αυτών προερχόμενη έγκυρα και κανονικά μαρτυρία τους από την πρώτου μεγέθους πόλη της αυτοκρατορίας, τη Ρώμη, και από τους άλλους τόπους δράσεως, χειροτονίας και ταφής τους από τους διαδόχους τους, που καταστάθηκαν ευθύς και περιβλήθηκαν οι τάφοι τους υπό των διαδόχων τους με διαχρονική τιμή. Έτσι περί το 200, ο Ρωμαίος πρεσβύτερος Γάϊος για να αποδείξει την ακρίβεια και την ορθοδοξία της πίστεως, καταδεικνύει στον αιρετικό Πρόκλο ότι εκείνος έχει την ζωντανή παρουσία δια της ταφής των Πρωτοκορυφαίων, ενώ οι δοξασίες του δεν έχουν αντίκρισμα ιερών προσώπων, αλλά είναι ίδιες κακοδοξίες. Και τούτο επειδή η κανονική αποστολική διαδοχή παρέμενε ζωντανή, ως διαρκής πηγαία παρουσία και συντελεί στη στήριξη των πιστών των λοιπών Εκκλησιών με την κανονική τέλεση του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, με εντολή του κανονικού επισκόπου της τοπικής Εκκλησίας. Το ίδιο ακριβώς συνέβη με την μακρά παραμονή του Αποστόλου Παύλου στη τότε μεγαλούπολη της Εφέσου της Μικράς Ασίας. Εκεί στα τέλη του α΄ αιώνα και μέχρι τις αρχές του β΄ αιώνα παραμένει ο τελευταίος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης ο του Ζεβεδαίου, διδάσκων και μεταδίδων δια των χειρών του το χάρισμα της ιερωσύνης και την τιμήν της Αποστολικότητος. Την κληρονομία του βεβαιώνει η διαδοχή και η συνεχής φροντίδα του για την ανάδειξη του τάφου του μέχρι που το αποστολικό κύρος του απλώθηκε σε όλη την Ασιανή και Θρακική Εκκλησία και τελικά εγκαταστάθηκε από την Έφεσο στην Πόλη του Κωνσταντίνου, η οποία καταστάθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους η ζωοδόχος πηγή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Ο καθορισμός της ακρίβειας της αποστολικής πίστεως αρχίζει οριστικά μετά τους διωγμούς των τριών αιώνων με την συγκρότηση στη Νίκαια της Βιθυνίας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325) και το πρώτο θέμα που την απασχόλησε ήταν ο καθορισμός της πίστεως στον ένα Θεόν Πατέρα και η σχέση της θεότητος του Ιησού Χριστού με Αυτόν. Μετά λόγω της εκτάσεως της Εκκλησίας βασικό θέμα ήταν η οργάνωση των δικαιοδοσιών της σύμφωνα με το «τα αρχαία ήθη κρατείτω» επειδή αυτό επικρατεί και στον επίσκοπο της Ρώμης και με τον 6ον κανόνα ακολουθεί ο εν Αλεξανδρεία επίσκοπος και με τον 7ον κανόνα απλώνεται η τιμή στον Ιεροσολύμων και με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδος μνημονεύεται η τιμή των πρεσβείων στην Αντιοχέων Εκκλησία ενώ με τον 2ο και με τον 3ο κανόνα τιμάται με την «Αρχή της Προγενέσεως» που λέγεται και «πρεσβεία» μετά τον Ρώμης, ο επίσκοπος της Κων/πόλεως που πλέον λέγεται και Νέα Ρώμη. Στις διοικήσεις αυτές οι Πρωτοκάθεδροι ιεράρχες της πρωτεύουσας πόλεως φέρουν διευρυμένη με τα αποστολικά δίκαια την ευθύνην του «Πρώτου» και εξ αυτού είναι εφάμιλλα και ισάξια σε τιμητική σύγκριση με το αρχαίο αποστολικό αξίωμα του «Στύλου» του κατέχοντος πάντα τα αποστολικά δικαιώματα ρυθμίσεως των διακονιών μέσα στην κατά τόπους Εκκλησία, όπως του κρίνειν, του ελέγχειν, του τιμωρείν, του απαιτείν υπακοήν εις τον ποιμένα, αλλά και του γινώσκειν κατά Χριστόν οικονομείν και διαχειρίζεσθαι τα δικαιώματά του και παραμένειν παράδειγμα πίστεως και εν Χριστώ ζωής.1 Αυτά τα προνόμια εφαρμόζοντο ως υποχρεώσεις στους καθιστάμενους «Πρώτους» των πέντε Δικαιοδοσιών, όταν από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 451 επικράτησε το σύστημα της συνοδικής «Πενταρχίας». Από τότε το βασικό καθήκον των πέντε Πατριαρχών-Στύλων είναι «το μη τρέχειν εις τι καινόν» που προκαλεί τις διαιρέσεις στην Εκκλησία.
Συνεχής είναι η πανούργος διάθεση των Μοσχοβιτών για έμπρακτες καινοτομίες στα εκκλησιαστικά ζητήματα και η Σατραπεία της Μόσχας επεκτείνει αντικανονικά τα όρια της πατριαρχίας της στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Όμως η μοναδική «υπερόριος δικαιοδοσία» που χορηγήθηκε είναι εκείνη που προέκυψε από τον 28ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου στην Εκκλησία Κωνπόλεως για τους προσήλυτους εκ τοις Βαρβαρικοίς», μεταξύ των οποίων είναι όλοι οι σλαβογενείς πληθυσμοί. Όμως όταν η Ρωμιοσύνη καταδυναστευόταν από την εχθρότητα του σουλτάνου και απειλείτο από εξισλαμισμό τον 16ο αιώνα, ο Τσαρισμός αξίωσε την πατριαρχία της Μόσχας και όταν αυτή «ενόρια» χορηγήθηκε επιχειρείται η καταδολίευσή της και ο σφετερισμός των κανονικών προνομίων του Οικουμενικού Θρόνου. Η δοτή αυτή πατριαρχία και εκείνες που την ακολούθησαν είναι όμως υπό την εκκρεμότητα της εγκρίσεως της «Πενταρχίας», όταν αυτή πλήρως αποκατασταθεί. Τι λέτε σε αυτή θα συμφωνήσει κάποτε ο ορθόδοξος πλέον επίσκοπος της Ρώμης μετά τα όσα υφίσταται η Ορθοδοξία σήμερα;
Οι σημερινοί επιβάτες της ρωσικής πατριαρχίας με συναλλαγές και δωροδοκίες εξωθούν σε συνωμοσία κατά της Εκκλησίας διαπράττοντες ακόμη και «φατρία και τηρεία».2 Όμως ζεί Κύριος ο Θεός που υπεραμύνεται της κληρονομίας Του. Σύντομα θα φανεί το ανίερο τέλος των πολεμίων της κληρονομίας των «Στύλων»!
Α.Π.
__________________
1. Πρβ. Α΄.Κορ.ε΄,3 εξ. θ΄,19 και ια΄34. ιδ΄37 και Β΄Κορ.ι, 13-16. Β΄Θεσ. γ΄, 4. Ρωμ.ιε΄, 18, και Α.Τιμ.α΄, 20 κ.τ.λ.
2. Αποστ.λα΄31,Δ΄/ιη΄18, Πενθέκτη΄/λδ΄34,ΑΒ΄13,14,15, Αντ/ 5, Καρθ/10 και 62.