Χρῆστος Κ. Τσούβαλης,
Ἄρχων Ὀστιάριος τῆς Μ.τ.Χ.Ε., Θεολόγος
Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον
Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης
Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης
καί ἡ παραχώρησις αὐτοκεφάλου καθεστῶτος
εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας
Ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει συνελθοῦσα Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, (381), μέ τόν 3ον Κανόνα της, ὁρίζει, ὅτι «Τόν μέν τοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετά τόν τῆς Ρώμης ἐπίσκοπον, διά τό εἶναι αὐτήν νέαν Ρώμην.» Γεγονός τό ὁποῖον, κατά τόν σχολιαστήν Ζωναρᾶν, ἐνισχύθηκεν καί ὑπό τοῦ Ἰουστινιανοῦ, (527-565), μέ τήν 131 Νεαράν, κατά τήν ὁποίαν ὥριζεν «Θεσπίζομεν κατά τούς τῶν ἁγίων συνόδων ὅρους,… τόν δέ μακαριώτατον ἐπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, δευτέραν τάξιν ἐπέχειν μετά τόν ἀποστολικόν θρόνον τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης τῶν δέ ἄλλων πάντων προτιμᾶσθαι. … Ἀνάγκη γάρ ἐν ταῖς ἀναφοραῖς τῶν ὀνομάτων τῶν προϊσταμένων αὐτῶν, τόν μέν προτερεύειν, τόν δέ δευτερεύειν καί ἐν καθέδραις ὅτε συνέλθοιεν, καί ἐν ὑπογραφαῖς, ὅτε τούτων δεήσει.»
Κατά δέ τόν Μητροπολίτην Σάρδεων Μάξιμον, ὁ 3ος Κανών τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δέν ὑπῆρξεν προϊόν αὐθαιρεσίας, ἀλλ’ ἀποτέλεσμα τῆς ἐξελίξεως 50 ἐτῶν καί «ὥριμος καρπός τῆς ἱστορικῆς συνειδήσεως τῶν ἐκκλησιῶν» τῆς Ἀνατολῆς καί τῶν νέων συνθηκῶν τῆς αὐτοκρατορίας.
Ἡ τοιαύτη ἐκκλησιαστική ἀναγνώρισις, τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ὑπό τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὑπεράνω τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς, ὁδήγησεν τήν Ἐκκλησίαν ταύτην καί εἰς τήν ἄσκησιν δικαιοδοσίας ἐπί τῶν πλησιοχώρων διοικήσεων Πόντου, Θράκης καί Ἀσίας, μολονότι δέν ἔθιξε τό καθεστώς τῆς ἀνεξαρτησίας αὐτῶν. Γεγονός, τό ὁποῖον πραγματοποιήθηκεν ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον (451) καί διά τοῦ 28ου Κανόνος αὐτῆς. Οὕτω ὁ Ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καί Νέας Ρώμης «…τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ρώμη, καί ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ ἐκείνην ὑπάρχουσαν. Καί ὥστε τούς τῆς Ποντικῆς, καί τῆς Ἀσιανῆς, καί τῆς Θρακικῆς διοικήσεως μητροπολίτας μόνους, ἔτι δέ καί τούς ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς ἐπισκόπους τῶν προειρημένων διοικήσεων χειροτονεῖσθαι ὑπό τοῦ προειρημένου ἁγιωτάτου θρόνου τῆς κατά Κωνσταντινούπολιν ἁγιωτάτης ἐκκλησίας…». Ἀλλά καί διά τῶν Κανόνων 9 καί 17 τῆς αὐτῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καθορίζεται ἡ ἐξουσία τῶν «’Εξάρχων» τῆς διοικήσεως, οἱ ὁποῖοι ἀργότερον ἐκλήθησαν Πατριάρχαι καί πρός τούς ὁποίους ἀπονέμεται τό προνόμιον τῆς ὑπερτάτης δικαστικῆς ἐξουσίας, ὄχι μόνον εἰς τήν κανονικήν περιφέρειάν τους, ἀλλά καί εἰς τάς δικαιοσίας τῶν λοιπῶν Πατριαρχείων.
Αὔται αἱ δύο ὑπερόριαι ἁρμοδιότητες, ἤτοι ἡ δικαιοδοσία ἐπί τῆς διασπορᾶς καί ἡ ὑπάτη δικαστική ἐξουσία μέ τόν θεσμόν τοῦ ἐκκλήτου προβάλλουν, τόν Πρῶτον ἐν ἴσοις, Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως καί Νέας Ρώμης, ὡς αὐθεντικόν ἐκφραστήν τῆς οἰκουμενκότητος τοῦ Εὐαγγελίου, μέ τό προνόμιον νά συναντῶνται καί νά διακονῶνται εἰς τόν Θρόνον του, ὅλαι αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι.
Τό οἰκουμενικόν κῦρος καί τά προνόμια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως καί Νέας Ρώμης διατυπώνει καί ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος τό 691. Διά τοῦ 36ου Κανόνα της μάλιστα δεικνύει, ὅτι δέν εἰσάγεται νεώτερὀν τι εἰς τά Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας. Καί τέλος ἡ Ζ΄Οἰκουμενική Σύνοδος (787) ἐστήριξεν τό κανονικόν κῦρος τῶν ἀποφάσεων ὅλων τῶν προηγηθεισῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί παγίωσε τήν Κανονικήν Τάξιν τῆς Ἐκκλησίας μας.
Κατά τόν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεον, «Το Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἶναι φύλαξ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, τήν ὁποία κατοχυρώνουν καί περιφρουροῦν οἱ ἱεροί Κανόνες πού θεσπίσθηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Οἱ ἱεροί Κανόνες δέν εἶναι πολιτικά κείμενα, ἀλλά κατ’ ἐξοχήν ἐκκλησιαστικά, πού ἀποβλέπουν στήν ἑνότητα τὴς Ἐκκλησίας. … Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἔχει διπλή ἰδιότητα. Ἡ πρώτη ἰδιότητά του, ὅτι εἶναι Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης καί τῆς εὐρύτερης περιοχῆς, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἐθνοφυλετική προέλευση τῶν μελῶν της, καί σέ Ἑπισκοπές σέ ὅλη τήν Οἰκουμένη καί ἀσκεῖ ποιμαντική καί διοικητική ἐξουσία σέ αὐτήν. Ἡ δεύτερη ἰδιότητά του, ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος μεταξύ ἴσων τῶν Πατριαρχῶν καί Ἀρχιεπισκόπων ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, προεδρεύει καί συντονίζει διακονικά ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὁσάκις ἀναφύονται ἐκκλησιαστικά προβλήματα, χωρίς βεβαίως νά ἐνεργεῖ διάφορες διοικητικές πράξεις σέ αὐτές, δηλαδή χωρίς νά παρεμβαίνῃ στήν ἐσωτερική ζωή κάθε Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Μέ αὐτήν τήν δεύτερη ἰδιότητά του ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μέ σύνεση, διάκριση καί σοφία προβαίνει, κατά καιρούς, σέ ἐνέργειες γιά τήν καλή λειτουργία τῆς ἀνά τόν κόσμον Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.»
«Ἡ προνομιακή αὕτη θέσις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στηριζομένη εἰς ρητάς κανονικάς διατάξεις, κατέληξεν ἐν τῇ ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πέραν τῆς νομικῆς θεμελιώσεως, εἰς φυσικόν αὐτῆς γνώρισμα. … Κατά τήν περίοδον αὐτήν τῆς ἰσχύος καί τῆς ἀκμῆς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐπρωτοστάτησεν εἰς τήν διατύπωσιν καί διαμόρφωσιν τῶν δογμάτων, εἰς τήν σύγκλησιν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, εἰς τήν ἀνάπτυξιν τοῦ Μοναχισμοῦ,… Ἤσκησεν ἐπίσης ἐπιτυχέστατον ἱεραποστολικόν ἔργον ἤδη ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τό ὁποῖον ἐκορυφώθη κατά τούς 9ον καί 10ον αἰῶνας διά τῆς ἱεραποστολικῆς ἐξορμήσεως πρός τόν σλαβικόν κόσμον. … Διά τῆς ἱεραποστολικῆς αὐτῆς δράσεως κατέστη Μήτηρ Ἐκκλησία πάντων τῶν προσελθόντων δι’αὐτῆς εἰς τήν χριστιανικήν πίστιν.»
Ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανική Ἐκκλησία ἀπαρτίζεται ἀπό 14 Αὐτοκεφάλους Ἐκκλησίας, αἱ ὁποῖαι συνδέονται μεταξύ των εὐχαριστιακά. Ἡ πρώτη, κατά τάξιν, Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἱστορικῶς Προκαθημένη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία λειτουργεῖ τήν ἔνθεον αὐτῆς διακονίαν ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ οἰκουμένῃ, πιστή εἰς τάς ἀμεταθέτους ἐκκλησιολογικάς καί κανονικάς ἀρχάς τῆς Παραδόσεως τῶν Πατέρων. Δι’ αὐτό ἔχει χρέος νά ὑπενθυμίζῃ εἰς ὅλους τήν καθολικότητα καί τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας, προβάλλουσα τό πνεῦμα τῆς καταλλαγῆς καί τῆς ὑπερβάσεως τῶν ἀντιθέσεων, καί διακονοῦσα τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐπίσης ἔχει τό ἀποκλειστικόν προνόμιον νά παραχωρῇ, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχουν κανονικοί λόγοι καί διοικητικαί ἀνάγκαι, τήν λεγομένην Ἁὐτοκεφαλίαν, δηλαδή τήν δυνατότητα μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας νά εἶναι αὐτοδιοικουμένη καί νά ἐκλέγῃ τόν προκαθήμενόν της. Εἶναι γνωστόν ἄλλωστε, ὅτι ὅλα τά Αὐτοκέφαλα τῶν νεωτέρων Πατριαρχείων καί αἱ λοιπαί Αὐτοκέφαλαι Ἐκκλησίαι, ἔχουν Πατριαρχικόν καί Συνοδικόν Τόμον ἱδρύσεώς των, εἰς τόν ὁποῖον ἡ δικαιοδοσία τῆς κάθε αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας εἶναι καθορισμένη καί καταγεγραμμένη μέ τήν ὑπογραφήν τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὡς ἐκ τούτου, οἱ Οὐκρανοί καθώς καί ὅλοι οἱ λαοί, οἱ καταγόμενοι ἐκ τῶν ἀρχαίων Ρώς, ὀφείλουν τήν χριστιανικήν πίστιν καί τήν Ὀρθοδοξίαν των εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, τό ὁποῖον ἀποτελεῖ τήν μητέρα Ἐκκλησίαν ὁλοκλήρου τοῦ Οὐκρανικοῦ λαοῦ, ὅπως καί ὅλων τῶν Ρώσσων, Λευκορρώσων καί ἄλλων λαῶν τῆς εὐρυτέρας περιοχῆς.
Ἡ Μητρόπολις Ρωσσίας ἀναγράφεται εἰς τά ἀρχαῖα ἐπίσημα συνταγμάτια τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, … (11ος αἰ.), ὡς ἑξηκοστή ἐπαρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Μετά τήν ἀνύψωσιν τῆς Μητροπόλεως Μόσχας εἰς Πατριαρχεῖον ἐπί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β΄ (1589), ἡ δέ Μητρόπολις Κιέβου ἐξακολουθοῦσε νά τελῇ ὑπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον. Ἐάν ἀνατρέξωμεν εἰς τό Χρυσόβουλον, τό ὁποῖον ἔλαβεν τό Πατριαρχεῖον τῆς Μόσχας τό 1590 ἀπό τήν Κωνσταντινούπολιν, θα διαπιστώσωμεν ὅτι μέσα είς τάς δικαιοδοσίας της δέν συμπεριλαμβάνεται ἡ Μητρόπολις Κιέβου. Ὅταν τό 1654 ἡ Οὐκρανία ἑνώθηκε πολιτικῶς μέ τήν Ρωσσίαν, ἤρχισεν νά ὑποκινεῖται ζήτημα καί ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως τῆς περιοχῆς αὐτῆς μέ τό Πατριαρχεῖον Μόσχας. Οἱ μητροπολῖται, ὅμως οἱ ἐπίσκοποι, ὁ κλῆρος, οἱ εὐγενεῖς καί ὅλος ὁ λαός τῆς Οὐκρανίας ἀπέκρουον ἐντόνως τήν ἕνωσιν.
Ἡ ὑπαγωγή τῆς Μητροπόλεως Κιέβου εἰς τόν Πατριάρχην Μόσχας ἔγινε μέ τήν Πατριαρχικήν καί Συνοδικήν Πρᾶξιν Ἰουνίου τοῦ 1686 τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου τοῦ Δ΄, ὁ ὁποῖος ἀπεφάνθη, «ἵνα ἡ ἁγιωτάτη ἐπαρχία Κιέβου εἴη ὑποκειμένη ὑπό τοῦ ἁγιωτάτου πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς μεγάλης καί θεοσώστου πόλεως Μοσχοβίας, χειροτονεῖσθαι δηλαδή μητροπολίτην Κιέβου ἐν αὐτῇ ἡνίκα παρεμπέσῃ χρεία», δηλαδή ὁ Πατριάρχης Μόσχας δύναται νά χειροτονῇ τόν μητροπολίτην Κιέβου ἐξ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί μόνον «διά τήν κατέχουσαν τυραννίδα, ἕως ἡμέρας ἐπισκέψεως θείας» δηλαδή ἄχρι καιροῦ. Τό ὅτι δέν ἐκχώσησε τήν ἐπαρχίαν Κιέβου εἰς τόν Πατριάρχην Μόσχας, εἶναι ἐμφανές ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ Πρᾶξις δέν τοῦ δίδει τό δικαίωμα νά ἐκλέγῃ τόν Μητροπολίτην Κιέβου, καί ὑποχρεώνει ἐπί πλέον τόν ἑκάστοτε Μητροπολίτην Κιέβου νά μνημονεύῃ πρῶτον τόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως καί μετά νά μνημονεύῃ τό ὄνομα τοῦ Πατριάρχου Μόσχας «ἐν πρώτοις» κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν.
Τό Πατριαρχεῖον Μόσχας οὐδέποτε ἐτήρησε τούς ὅρους τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς «Πράξεως», τόσον ὡς πρός τόν τρόπον ἐκλογῆς τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου (ἀπό τόν κλῆρον καί τόν Λαόν τῆς περιοχῆς του), ὅσον καί ὡς πρός τήν μνημόνευσιν «ἐν πρώτοις» τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἀπό τόν ἑκάστοτε Μητροπολίτην Κιέβου κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν.
Εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας ὑφίσταται ἐδῶ καί 27 χρόνια μία διάσπασις, ἡ ὁποία προκαλεῖ τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησιαστικήν συνείδησιν. Μάλιστα μετά τήν προσάρτησιν τῆς Κριμαίας ἀπό τήν Ρωσσικήν Ὀμοσπονδίαν καί τόν συνεχιζόμενον πόλεμον εἰς τά ἀνατολικά τῆς Οὐκρανίας, ὑπάρχουν ἐνορίαι ὑπαγόμεναι εἰς τό Πατριαρχεῖον Μόσχας, εἰς τάς ὁποίας δέν μνημονεύεται οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Μόσχας. Σήμερον λειτουργοῦν τρεῖς παράλληλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες: Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ὑπό τό Πατριαρχεῖον Μόσχας «Οὐκρανική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία» μέ ἐπίκεφαλῆς τόν Μητροπολίτην κ. Ὀνούφριον, ὁ ὁποῖος κατηγορεῖται ὅτι ηὐνόησεν τάς ἐπιχειρήσεις διά τήν προσάρτησιν τῆς Κριμαίας ἀπό τήν Ρωσσίαν καί τήν ἀπόσχισιν τῆς Ἀνατολικῆς Οὐκρανίας. Ἡ δευτέρα εἶναι τό Πατριαρχεῖον Κιέβου μέ ἐπικεφαλῆς τόν Πατριάρχη κ. Φιλάρετον, ὁ ὁποῖος ἔχει καταθέσει τό αἴτημα Αὐτοκεφαλίας εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον. Τό Πατριαρχεῖον Κιέβου θεωρείται ἀπό τούς Ρώσ-σους «σχισματικόν», διότι ἀποσχίσθηκε τήν δεκαετίαν τοῦ 1990 ἀπό τό Πατρι-αρχεῖον τῆς Μόσχας. Ἡ τρίτη εἶναι ἡ «Οὐκρανική Αὐτοκέφαλος Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», μέ ἐπικεφαλῆς τόν Μητροπολίτην κ. Μακάριον.
Ἡ μέριμνα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἦταν καί εἶναι ἡ ἐπίλυσις τοῦ χρονίζοντος ἐκκλησιαστικοῦ προβλήματος εἰς τήν Οὐκρανίαν. Ἡ οὐκρανική ἐκκλησιαστική ἐπικράτεια, ἀντιστοιχεῖ εἰς τό ἥμισυ σχεδόν τῶν ἐνοριῶν καί κληρικῶν τῆς Ρωσσίας. Εἶναι ἡ κοιτίδα τῆς πνευματικότητός της. Κατά τόν Ἀνδρέαν Λουδᾶρον, «Ἡ Λαύρα τῶν Σπηλαίων στό Κίεβο εἶναι γιά τούς Ρώσους ὅ, τι γιά ἐμᾶς ἡ Ἁγία Σοφία. Καί ὁ Δνείπερος ποταμός, ὁ ὁποῖος περνᾶ ἀπό Ρωσία, Λευκορωσία καί Οὐκρανία εἶναι ὁ δικός τους Ἰορδάνης ποταμός μιᾶς καί ἐκεῖ, βαφτίστηκαν οἱ Ρώς καί ὁ πρίγκηπας τους ὁ Βλαδίμηρος …πρίν κἄν ὑπάρξει ἡ Ρωσία».
Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἀνταποκρίθηκε, ἔπειτα ἀπό 27 χρόνια ἀνεξαρτησίας τοῦ οὐκρανικοῦ κράτους, εἰς τάς 20 Ἀπριλίου 2018, εἰς τό αἴτημα ἱκανῆς μερίδος τοῦ πιστοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ, τῆς Ὁλομελείας τοῦ Κοινοβουλίου καί τοῦ Προέδρου τῆς Χώρας διά τήν ἐκχώρησιν τῆς Αὐτοκεφαλίας εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας. Ἡ ἐκχώρησις Αὐτοκεφάλου δέν εἶναι ἀπειλή, τήν ὁποίαν ἐκτοξεύει ἡ Μητέρα Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπάντησις εἰς τό δίκαιον αἴτημα μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ὅσον συντρέχουν κανονικοί λόγοι καί διοικητικαί ἀνάγκαι.
Διά τόν λόγον αὐτόν, τήν 7ην Σεπτεμβρίου τοῦ 2018, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, προκειμένου νά ἐπιτευχθῇ ἡ ἐκκίνησις τῶν συζητήσεων, αἱ ὁποῖαι θά καταλήξουν εἰς τήν διαμόρφωσιν τῆς τελικῆς προτάσεως διά τήν Αὐτοκεφαλίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας καί ἀφοῦ ἐνημερώθη-σαν οἱ Προκαθήμενοι τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀπό τριμελῆ ἐξ Ἀρχιερέων Ἐπιτροπῆς, ἀπέστειλεν τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον εἰς τό Κίεβον ὡς Ἐξάρχους: τόν Πανιερ. Ἀρχιεπίσκοπον Παμφίλου κ. Δανιήλ, ἀπό τήν Οὐκρανικήν Ἐκκλησίας τῶν Η. Π. Α. καί τόν Θεοφ. Ἐπίσκοπον Ἔντμοντον κ. Ἰλαρίωνα, ἀπό τήν Οὐκρανικήν Ἐκκλησίαν τοῦ Καναδᾶ, προκειμένου νά ἐπι-τευχθῇ ἡ ἐκκίνησις τῶν συζητήσεων, αἱ ὁποῖαι θά καταλήξουν εἰς τήν διαμόρφωσιν τῆς τελικῆς προτάσεως διά τήν αὐτοκεφαλίαν.
Ἄλλωστε εἶναι γνωστόν, ὅτι ὁ Τόμος Αὐτοκεφαλίας διά τήν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας, θά πρέπει νά ἐγκριθῇ ἀπό τήν Ἱεράν Σύνοδον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί νά ἐπικυρωθῇ ἀπό τήν μέλλουσαν Πανορθόδοξον καί Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ὅπως συνέβη καί μέ τάς Ὀρθοδόξους Σλαυικάς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀρνητική στάση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἐφ’ ὅσον συνεχισθῇ καί μετά τήν ἔκδοσιν τοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου, περί παραχωρήσεως αὐτοκεφάλου καθεστῶτος εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας, συνιστᾶ Κανονικόν παράπτωμα, καί μάλιστα αὐτό τῆς ἀνυπακοῆς εἰς Συνοδικήν Ἀπόφασιν, διά τό ὁποῖον προβλέπει ὁ ς΄ Κανών τῆς 3ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τήν ποινή τῆς καθαιρέσεως διά τούς κληρικούς καί τόν ἀφορισμόν διά τούς λαϊκούς. «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου»!
Πηγαί καί Βοηθήματα
1. Ράλλη Γ. καί Ποτλῆ Μ., Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων τῶν τε ἁγίων καί πανευφήμων Ἀποστόλων καί τῶν ἱερῶν οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν Συνόδων καί τῶν κατά μέρος ἁγίων Πατέρων, 1-6, Ἀθῆναι 1852-1859,
2. Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου, Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Θεσσαλονίκη 1972,
3. John Meyendorff, Η βυζαντινή παράδοση μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Υπήρξε ποτέ «Τρίτη Ρώμη»;, Αθήνα 1994, σελ, 69-77,
4. Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, Ἐπετηρίς ἔτους 2018, Σύντομον ἱστορικόν σημείωμα περί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, 577-582,
5. Αριστείδης Πανώτης, Η Οικουμενικότητα τῆς Μεγάλης Εκκλησίας, 03.07.2018,
6. Ανδρέας Λουδάρος, Στο Κίεβο θα «χτιστεί» ή θα «γκρεμιστεί» η Τρίτη Ρώμη,10.09.2018,
7. Ἀρχιμ. Τιμόθεος Ἡλιάκης, Εκκλησία Τσεχίας: Όταν οι Ρώσοι επέβαλαν με βία το «Αυτοκέφαλο», 12.09.2018,
8. Αναστάσιος Βαβούσκος, Η παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος και η «θεωρία του Σχίσματος» του Πατριαρχείου Μόσχας, 12.09.2018,
9. Ἐπίσκοπος Χριστουπόλεως Μακάριος, Μια άλλη προσέγγιση του εκκλησιαστικού Ουκρανικού ζητήματος, 14.09.2018,
10. Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Αμφιλόχιος, Αρνούμενος το Οικουμενικό Πατριαρχείο αρνείσαι την πηγή της ύπαρξής σου,15.09.2018,
11. Ἀρχιμ., Ἀγαθάγγελος Σῖσκος, Το 1686 οι Ρώσοι άρπαξαν την Εκκλησία της Ουκρανίας. Το 1710 οι Ουκρανοί αγωνίζονται για επιστροφή στο Οικ. Πατριαρχείο, 15.09.2018,
12. Αἰμίλιος Πολυγένης, Παμφίλου σε Πρόεδρο της Ουκρανίας: «Είμαστε στην τελική ευθεία για την αυτοκεφαλία», 17.09/2018,
13. Παναγιώτης Αντ, Ανδριόπουλος, Αυτοκεφαλία της Ουκρανίας: από το 2008 στο 2018. 21.09.2018,
14. Theodor Petrov, «Ἁσκήσεις πανικού» από την Εκκλησία τῆς Μόσχας-Όταν δεν βγαίνουν τα «κουκιά» για την Ουκρανία, 26.09.2018,
15. Αρχιμ. Τιμόθεος Ηλιάκης, Δέν ὑφίσταται θέμα Σχίσματος γιά τό Οὐκρανικό. Προσοχή στήν ἐπικοινωνιακή προπαγάνδα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, 26.09.2018,
16. Γιώργος Βλαντής, Τρία νεότερα σχόλια για το εκκλησιαστικό ζήτημα της Ουκρανίας, 27.09.2018,
17. Δρ. Ἀθανάσιος Μουστάκης, Ο Λαός της Ουκρανίας και το Αυτοκέφαλο με αναφορά στη Δωδεκάνησο, 27.09.2018,
17. Δρ. Ἀθανάσιος Μουστάκης, Ο Λαός της Ουκρανίας και το Αυτοκέφαλο με αναφορά στη Δωδεκάνησο, 27.09.2018,
18. Αριστείδης Πανώτης, Η αντικανονική και αυθάδης «ακοινωνησία» χρεώνεται στους εἰσηγητές της, 28.09.2018,
19. Ανδρέας Λουδάρος, Οι διάλογοι των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας στην συνάντηση στο Φανάρι, 28.09.2018,
20. Σωτήρη Μ. Τζούμα, Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος μετρά το … μπόι των φίλων του!, 29.09.2018.