8.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ Μ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΕΤΣΗ ΣΤΟ “ΦΩΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ”

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ 
ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟ 
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ 
π. ΓΕΩΡΓΙΟ ΤΣΕΤΣΗ
Επιμέλεια: Ηρακλής Αθ. Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος) 
Για το Φως Φαναρίου
Λίγα λόγια για τον π. Γεώργιο Τσέτση
Ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Γεώργιος Τσέτσης γεννήθηκε στο Πικρίδιο Κωνσταντινουπόλεως τό 1934. Eίναι απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής Χάλκης. Φοίτησε στο Οικουμενικό Ινστιτούτο του Bossey, το δε 1988 αναγορεύθηκε Διδάκτωρ από το Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. 
Τον Μάϊο του 1961 χειροτονήθηκε στον διακονικό βαθμό από τον Μητροπολίτη Πριγκηποννήσων Δωρόθεο, του οποίου διετέλεσε Αρχιδιάκονος, τον δε Αύγουστο του 1964 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και με έγκριση του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα μετέβη στη Γενεύη, όπου ανέλαβε διακονήματα σε διάφορες επιτελικές θέσεις του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών-ΠΣΕ (1964-1984). 
Το 1985, με απόφαση της Αγίας και Ι. Συνόδου, διεδέχθη τον Μητροπολίτη Σηλυβρίας Αιμιλιανό στη θέση του Μονίμου Αντιπροσώπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο ΠΣΕ, όπου παρέμεινε μέχρι την συνταξιοδότησή του το 1999. 
Το πρώτο διάστημα της διακονίας του στο ΠΣΕ και προ της ιδρύσεως της Ιεράς Μητροπόλεως Ελβετίας το 1982, διηκόνησε την Ελληνορθόδοξο ενορία Γενεύης ως άμισθος εφημέριος και Αρχιερατικός Επίτροπος του Μητροπολίτου Αυστρίας και Εξάρχου Ελβετίας Χρυσοστόμου (1966-1982). 
Κατά τις περιόδους 1970-1982 και 1991-2000 υπήρξε Γραμματεύς του Διοικητικού Συμβουλίου του εν Σαμπεζύ Γενεύης «Ορθοδόξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου». Το 2001 διετέλεσε Προϊσταμενεύων του Κέντρου αυτού και Κοσμήτωρ του παρ΄ αυτώ λειτουργούντος «Ινστιτούτου Μεταπτυχιακών Σπουδών Ορθοδόξου Θεολογίας». 
Από το 1968 και εξής μετέσχε σε Γενικές Συνελεύσεις και Συνέδρια του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (ΚΕΚ), κυρίως δε του ΠΣΕ, είτε ως επιτελικό στέλεχος, είτε ως μέλος της Κεντρικής και Εκτελεστικής του Επιτροπής, εκπροσωπών το Οικουμενικό Πατριαρχείο. 
Μετέσχε των εργασιών της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (τα έτη 1986, 2009 και 2016), όπως και της Τρίτης (1986), Τετάρτης (2009) και Πέμπτης Πανορθοδόξου Προσυνοδικής Διασκέψεως (2016). 
Δίδαξε κατά περιόδους στό Οικουμενικό Ινστιτούτο του Bossey, στο Ρωμαικαθολικό Θεολογικό Ινστιτούτο της Λυών και στο Ινστιτούτο Ορθοδόξου Θεολογίας του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι.
Δημοσίευσε στην ελληνική, γαλλική, και αγγλική βιβλία, ποικίλες μελέτες και άρθρα θεολογικού, λειτουργικού, αγιολογικού, ποιμαντικού, οικουμενικού, ιστορικού και κοινωνικο-πολιτικού ενδιαφέροντος. 
Μεταξύ των ετών 1999 και 2013 ηχογράφησε σε 13 ψηφιακούς δίσκους (CD) παλαιά και νεώτερα λειτουργικά μέλη κατά την ερμηνευτική παράδοση του Πατριαρχικού Ναού στην Κωνσταντινούπολη, στις μουσικο-φιλολογικές σειρές «Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής» και «Σύμμεικτα Εκκλησιαστικής Μουσικής» του «Κέντρου Ερευνών και Εκδόσεων» (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών). 
Το 1971 ο Πατριάρχης Αθηναγόρας του απένειμε το οφφίκιο του Μεγάλου Πρωτοπρεσβυτέρου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας εις αναγνώρισιν της προς τον Οικουμενικό Θρόνο διακονίας και αφοσιώσεώς του. Τιμήθηκε ωσαύτως από τα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία Αντιοχείας και Ιεροσολύμων και τις Εκκλησίες Ρωσσίας, Βουλγαρίας και Πολωνίας. 
Τον Μάϊο του 2018, με ομόφωνη απόφαση της Θεολογικής Σχολής και της Συγκλήτου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αναγορεύθηκε Επίτιμος Διδάκτωρ του Τμήματος Θεολογίας της εν λόγω Σχολής. 
ΗΡΑΚΛΗΣ ΦΙΛΙΟΣ: Π. Γεώργιε, καλησπέρα. Σας καλωσορίζουμε σ’ έναν οικείο χώρο, στο ΦΩΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ και χαιρόμαστε που βρίσκεστε κοντά μας. Είναι μεγάλη η χαρά και η τιμή, καθώς συνδέεστε με τον κοινό μας φίλο Παναγιώτη Ανδριόπουλο, ο οποίος με αγάπη και πίστη προβάλλει μέσα από το ΦΩΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ τον πλούτο και το μεγαλείο της κοινής μας πνευματικής μήτρας, του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου. 
Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ: Δική μου τιμή και χαρά το να φιλοξενούμαι σήμερα στο «Φως Φαναρίου». Tο αξιόλογο αυτό ιστολόγιο που δημιούργησε ο κ. Παναγιώτης Ανδριόπουλος, ένα πιστό τέκνο της Μεγάλης Εκκλησίας και «εραστής» της Μητρόπολης του Γένους που λέγεται Κωνσταντινούπολις, προκειμένου να ενημερώνει τον κόσμο σχετικά με την πολυδιάστατη και πολλές φορές άγνωστη (ή και παρεξηγημένη) διακονία τού Οικουμενικού Θρόνου, όχι μόνο στην Πόλη και την καθ΄ ημάς Ανατολή, αλλά και σε άπασα την οικουμένη. 
ΗΡΑΚΛΗΣ ΦΙΛΙΟΣ: Παρακολουθώντας τη διακονία σας, οφείλω να σας εξομολογηθώ πως απολαμβάνω τον λόγο σας. Πάντοτε σταθερός, επίκαιρος, τολμηρός, διεισδυτικός, έτοιμος να υπερασπιστεί την αλήθεια των πραγμάτων, αλήθεια την οποία πολλοί αυτόκλητοι σύγχρονοι σωτήρες, διεκδικούν για λογαριασμό τους. Είμαι, λοιπόν, σίγουρος πως η σημερινή μας επικοινωνία θα είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Ακόμη, θεωρώ πως είστε ένας άνθρωπος, που σε πολλά καίρια και σύγχρονα θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα, έχετε πολλά συνεισφέρει και συνεισφέρετε. Επίσης, μεγάλη είναι και η προσφορά σας στο εξωτερικό όπου διαμένετε, δίνοντας την μαρτυρία του θεολογικού λόγου μέσα από το Φως που εκπέμπει στους αιώνες το Φανάρι. 
Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ: Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Είναι αλήθεια ότι πολλάκις δεν διστάζω να διατυπώνω απόψεις ως προς τα τρέχοντα Εκκλησιαστικά πράγματα, που ίσως δεν είναι πάντοτε αρεστές σε κύκλους υπεράγαν συντηρητικούς. Αν η «ξύλινη γλώσσα» αποτελεί συνήθη πρακτική στον πολιτικό χώρο, δεν έχει θέση στην Εκκλησία, η οποία δέον να κηρύττει αλήθεια. Ο κόσμος άλλαξε και οι πιστοί δεν πείθονται πλέον όταν τους μιλάμε με γλώσσα και με επιχειρήματα εκτός τόπου και χρόνου. Πρέπει να τους παρουσιάζουμε τα πράγματα όπως έχουν σήμερα και όχι με κομπασμούς τύπου «η Ορθοδοξία θριαμβεύει»! 
Θα θυμάστε ενδεχομένως ότι περί τα τέλη του 20ου αιώνα, ο Ράνσιμαν, απογοητευμένος από την αποτελμάτωση του χριστιανισμού και την φθίνουσα πνευματική κατάσταση του κόσμου, είχε «προφητεύσει» πως ο 21ος αιώνας θα ήταν «αιώνας της Ορθοδοξίας» μιας και ήταν ταγμένη αυτή να διαδραματίσει ρόλο καίριο στην παγκόσμια κονίστρα, διότι, καθώς έλεγε «από τις μεγάλες ιστορικές Εκκλησίες, στον επόμενο αιώνα θα επιβιώσει μόνον η Ορθόδοξη, γιατί δεν θα έχει αποτινάξει την ιδέα ότι η θρησκεία είναι μυστήριο». 
Δυστυχώς τα αδιέξοδα των τελευταίων ετών αποδεικνύουν ότι η φιλτάτη Ορθοδοξία μας δεν είναι έτοιμη να διαδραματίσει οποιονδήποτε ρόλο στην παγκόσμια κονίστρα, απλώς διότι νοσεί. Βαρύτατα μάλιστα. Διά τούτο, περιττεύουν οι θριαμβολογίες. Αποστολή των κληρικών δεν είναι να θωπεύουν τα ώτα του λαού, αλλά να τον διαφωτίζει όσον αφορά στην πραγματική κατάσταση της Εκκλησίας, και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει αυτή στην σύγχρονη εποχή. Η Εκκλησία μας σήμερα έχει, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, απόλυτη ανάγκη ενός ειλικρινούς ενδορθοδόξου διαλόγου και μιας έντιμης αυτοκριτικής. Μ’ αυτόν και μόνο τον τρόπο, με γνώμονα δε την Ορθόδοξο κανονική τάξη και παράδοση, θα είναι σε θέση να βγει από τα αδιέξοδά της και να αντιμετωπίσει συντονισμένα και υπεύθυνα τα ποικίλα υπαρξιακά της προβλήματα, τα οποία παρουσιάζονται μπροστά της ολονέν οξύτερα και πολυπλοκότερα. Αυτά πρέπει να λέγονται. 
ΗΡΑΚΛΗΣ ΦΙΛΙΟΣ: Θα σας πάω στο 1965 και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του έτους αυτού. Εγκατασταθήκατε στη Γενεύη και με έγκριση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπηρετήσατε σε επιτελικές θέσεις στο Π.Σ.Ε. (Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών). Η ορθόδοξη Εκκλησία, μπορεί στη σύγχρονη εποχή να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις συζητήσεις που διεξάγονται στο Π.Σ.Ε.; 
Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ: Είναι αναντίρρητο γεγονός ότι στα εβδομήντα χρόνια που κύλησαν στη ζωή του ΠΣΕ έπειτα από την ιδρυτική του Συνέλευση στο Άμστερνταμ (1948), σύμπασα η Ορθόδοξος Εκκλησία εργάσθηκε πολυμερώς και πολυτρόπως για την προώθηση των σκοπών της Οικουμενικής Κινήσεως και του κυριότερου θεσμικού της οργάνου, του ΠΣΕ, τόσο στον κοινωνικό, όσο και στον θεολογικό τομέα, δίνοντας μια μοναδική μαρτυρία, μάλιστα ως προς το καίριο θέμα της χριστιανικής ενότητος, έτσι όπως ερμηνεύεται αυτό από την Ορθόδοξο Εκκλησία. 
Η διεύρυνση του Βασικού Άρθρου του Καταστατικού του ΠΣΕ πάνω στην ορθή Τριαδολογική ορολογία, η αποσαφήνιση της θεολογίας της ιεραποστολής ως βασικού σκοπού της Εκκλησίας, η ρητή καταδίκη του προσηλυτισμού, η ένταξη στα πλαίσια του διαχριστιανικού διαλόγου ορισμένων βασικών θεολογικών αρχών βασιζομένων στην θεολογία των Πατέρων της αδιαιρέτου Εκκλησίας, καθώς και η ενασχόληση με ουσιώδη θεολογικά και εκκλησιολογικά θέματα, ως λ.χ. η φύση και τα γνωρίσματα της Εκκλησίας, το Βάπτισμα, η Θεία Ευχαριστία, η Ιερωσύνη, όλα αυτά, αποτελούν δείγματα της θετικής παρουσίας των Ορθοδόξων στο ΠΣΕ. 
Aυτά από το 1948 και εξής. Να μη λησμονούμε, όμως, ότι καί ευθύς μετά την εξαπόλυση το 1920 της γνωστής Εγκυκλίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου που πρότεινε την σύσταση μιας «Κοινωνίας των Εκκλησιών», και την επακολουθήσασα ίδρυση των διαχριστιανικών κινήσεων “Πίστις και Τάξις” και “Ζωή και Εργασία”, -από την συγχώνευση των οποίων προέκυψε εκ των υστέρων το ΠΣΕ-, όλες οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Κύπρου, Ελλάδος, Γεωργίας, Πολωνίας, Αλβανίας, όπως και της Ρωσικής διασποράς, με εξαίρεση την συνεπεία της Οκτωβριανής επαναστάσεως του 1917 εμπερίστατη τότε και αποκομμένη από τον λοιπό κόσμο Εκκλησία της Ρωσίας, είχαν ενεργή συμμετοχή στην νεοεμφανισθείσα Οικουμενική Κίνηση, ενώ πολλοί κορυφαίοι ορθόδοξοι ιεράρχες και κληρικοί ή λαϊκοί θεολόγοι των Εκκλησιών αυτών είχαν μεγάλη επιρροή επί της Κινήσεως αυτής. Όπως δήλωνε ο κορυφαίος ρώσος θεολόγος Γεώργιος Φλωρόφσκυ, “ο ρόλος της Ορθοδοξίας στην διαμόρφωση της Οικουμενικής Κινήσεως υπήρξε σημαντικός, ενίοτε δε και αποφασιστικός”. 
Συμμετέχοντας ενεργά στην Οικουμενική Κίνηση και στα διάφορα παγκόσμια, περιφερειακά ή τοπικά θεσμικά όργανά της, οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν κάμουν τίποτε άλλο, παρά να μετουσιώνουν σε πράξη την μακραίωνα θεολογική και λειτουργική παράδοση τους, αποβλέποντας σ΄ ένα και μόνο σκοπό, την ειρήνευση της Εκκλησίας και την αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητος. 
ΗΡΑΚΛΗΣ ΦΙΛΙΟΣ: Πρόσφατα (19 – 20 Απριλίου 2018), στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. συνεκλήθη Διεθνές Συνέδριο με θέμα «Αθηναγόρας και Οικουμένη: 70 χρόνια από την εκλογή του Πατριάρχη Αθηναγόρα και από την ίδρυση του Π.Σ.Ε.». Από την εισήγηση σας, θέλω να σταθώ σε έναν όρο, τον οποίο θεωρώ όρο – κλειδί στον θεολογικό διάλογο που διεξάγεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι ο όρος «αλληλοκοίταγμα», όρο που έχει χρησιμοποιήσει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, τα λόγια του οποίου αναφέρατε στην εισήγηση σας. Αυτό, λοιπόν, το αλληλοκοίταγμα, πώς το μετέφρασε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας; 
Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ: Ο μακαριστός Πατριάρχης Αθηναγόρας, αναφερόμενος κάποτε στα χρόνια της Αρχιδιακονίας του στο Μοναστήρι της Μητροπόλεως Πελαγωνίας στις αρχές του 20ου αιώνα, διηγιόταν ότι εκτός από τις θλιβερές εμπειρίες του στην ταρασσόμενη τότε από εθνοφυλετικές διαμάχες Μακεδονία, είχε και ουκ ολίγες ωραίες στιγμές σχέσεων με απλούς ανθρώπους της περιοχής. «Άνοιξα, έλεγε, μια προσωπική επικοινωνία και επαφή με τους εκεί χωρικούς για να τους έχω κάθε μέρα στο γραφείο μου. Και όταν έρχονταν και τους ερωτούσα για ποιά δουλειά ήλθαν, μου απαντούσαν ʺγια να αλληλοκοιταχθούμεʺ». Ακριβώς, από το «αλληλοκοίταγμα» αυτό είχε δημιουργηθεί στην καρδιά του Αθηναγόρα το αίσθημα να αγαπά τον διάλογο με τους ανθρώπους, διότι, καθώς έλεγε, εν τω προσώπω αυτών έβλεπε αυτόν τον Θεό. 
Γι΄ αυτό και συχνά παρατηρούσε ότι οι Χριστιανοί ηγέτες όφειλαν να βγουν από τα χαρακώματα της χθες, προκειμένου να αγωνισθούν για την εκπλήρωση του αιώνιου σχεδίου του Θεού, που είναι αγάπη, οικοδομή και ενότητα. Σε μια εποχή, έλεγε, όπου αυξάνονται τα αντιχριστιανικά ρεύματα, υπάρχει ανάγκη εμφανίσεως ενός ενωμένου Χριστιανικού κόσμου, προσθέτοντας ότι η προσέγγιση και η συνεργασία των Εκκλησιών αποτελεί υποχρέωση ιερή και καθήκον άγιο. Και στην προσπάθεια αυτή της προσέγγισης ο Πατριάρχης ήθελε την Ορθοδοξία να διαδραματίζει ρόλο ηγετικό εν ενί στόματι και μιά καρδία. 
Εκφράζοντας τα ανωτέρω, ο Αθηναγόρας δεν καινοτομούσε. Απλώς συνέχιζε μια μακραίωνα παράδοση της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, η οποία ανέκαθεν είχε επιχειρήσει τον διάλογο καταλλαγής δίνοντας το σύνθημα της καταργήσεως του μεσότοιχου σχίσματος και της αποκαταστάσεως της χριστιανικής ενότητος στον κόσμο, ακολουθώντας την προτροπή του Μ. Βασιλείου ότι «ψυγείσης εν πολλοίς της αγάπης… το επαναγαγείν προς ένωσιν τας Εκκλησίας, τας πολυμερώς και πολυτρόπως απ΄ αλλήλων διατμηθείσας», ήταν επιτακτικό καθήκον εκείνων που «γνησίως και αληθινώς δουλεύουσι τω Κυρίω». 
ΗΡΑΚΛΗΣ ΦΙΛΙΟΣ: Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος. Ένας πνευματικός άνδρας με πολλά θεία χαρίσματα. Μέσα από τη γνωριμία και συνεργασία σας, πώς σκιαγραφείτε το πρόσωπο του; 
Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ: Με τον Παναγιώτατο Πατριάρχη μας γνωριζόμαστε από το 1954, το έτος που ήλθε να εγγραφεί στο Γυμνασιακό τμήμα της Θεολογικής Σχολής. Οι μεγαλύτεροι στην ηλικία φοιτητές («Ιεροσπουδαστές» μας αποκαλούσαν τότε), μεταξύ των οποίων και εγώ, είδαν να προστίθεται στην Χαλκίτιδα οικογένεια ένα συνεσταλμένο Ιμβριωτάκι με φωτεινό πρόσωπο, με απαστράπτοντα μάτια και με ένα αφοπλιστικό χαμόγελο, κυρίως δε με μια σπάνια για την ηλικία του κοινωνικότητα. Κοινωνικότητα που τήρησε καθ΄ όλη την διάρκεια των λαμπρών σπουδών του στην Χάλκη και την Εσπερία, κατά την μακρόχρονη θητεία του στο Ιδιαίτερο Πατριαρχικό Γραφείο επί Πατριαρχίας Δημητρίου, κατά την ποιμαντορία του στην Γεροντική Μητρόπολη Χαλκηδόνος και επί τέταρτον και πλέον αιώνος στον Πατριαρχικό Θρόνο. 
Ο Πατριάρχης μας είχε την τύχη να μαθητεύσει παρά τους πόδας μιάς σπάνιας Εκκλησιαστικής μορφής, του Μητροπολίτου Γέροντος Χαληδόνος Μελίτωνος. Από αυτόν μυήθηκε στον, (υπό την ορθή έννοια), Φαναριωτικό τρόπο του σκέπτεσθαι και ενεργείν, από αυτόν έμαθε το πώς να προασπίζει με θάρρος τα δίκαια της Πολίτικης Ρωμιοσύνης, να περιφρουρεί τα από Οικουμενικές Συνόδους κατοχυρωμένα προνόμια της Πρωτοθρόνου Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, και πώς να ενεργεί προκειμένου να διασφαλίσει την ενότητα της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τυχαίο ότι ευθύς μετά την ανάρρησή του στον Θρόνο Κωνσταντινουπόλεως, είχε θεσπίσει τον, άγνωστο μέχρι τότε, θεσμό της Συνάξεως των Ορθοδόξων Προκαθημένων. Και τούτο για δοθεί στον κόσμο το μήνυμα πως οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες αποτελούν «Μία» Εκκλησία, και όχι 14 χωριστά απ΄ αλλήλων «καπετανάτα»! Όπως έλεγε ο Παναγιώτατος κατά την πρόσφατη Σύναξη της Ιεραρχίας του Θρόνου στην Πόλη, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει χρέος να υπενθυμίζει σε όλους την καθολικότητα και οικουμενικότητα της Εκκλησίας, προβάλλοντας το πνεύμα της καταλλαγής και της υπερβάσεως των αντιθέσεων, και διακονώντας την ενότητα της Ορθοδοξίας, και τούτο διότι στον κόσμο που έρχεται, η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν μπορεί να δώσει τη μαρτυρία της κατατεμαχισμένη, αλλά «εν ενί στόματι και μια καρδία». 
Δυστυχώς, όσα ελέχθησαν και γράφηκαν, και γράφονται ακόμη, σχετικά με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, μαρτυρούν πως η περί «καπετανάτων» θεωρία καλά κρατεί! Διότι, καθώς διαπιστώνουμε, οι Ορθόδοξοι εδώ και χρόνια δεν διαλέγονται μεταξύ τους, αλλά μονολογούν! Δεν ενδιαφέρονται πλέον για την οικοδομή και το συμφέρον της Μιάς και αδιαιρέτου Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά κινούνται υπό το πρίσμα των δικών της η κάθε μια «στρατηγικών» σχεδίων, εδαφικών διεκδικήσεων ή, ακόμη, πολιτικών βλέψεων και συμφερόντων. Συμφερόντων, που σε τελευταία ανάλυση πλήττουν την συνοχή και την ενότητα της Ορθοδοξίας. 
ΗΡΑΚΛΗΣ ΦΙΛΙΟΣ: Υπήρξατε μαθητής των μεγάλων Δασκάλων Κωνσταντίνου Πρίγγου και Θρασύβουλου Στανίτσα, οι οποίοι προσέφεραν πολλά στην Πατριαρχική παράδοση. Τί αποκομίσατε από εκείνους και σε τί συνίσταται το πατριαρχικό ύφος; 
Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ: Ναι, είχα το προνόμιο να προσληφθώ σε ηλικία 10 ετών στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό ως κανονάρχης και να θητεύσω στα αναλόγιά του μεταξύ των ετών 1945-1949. Πρώτα και για μερικούς μήνες, δίπλα στον θρυλικό Πρωτοψάλτη Κωνσταντίνο Πρίγγο και στη συνέχεια παρά τους πόδας του ηδύμολπου Λαμπαδαρίου Θρασύβουλου Στανίτσα, ο οποίος στερούνταν τότε κανοναρχών. Έτσι προτού εγγραφώ στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, είχα την σπάνια τύχη να μυηθώ στο πατριαρχικό ύφος και ήθος επί μια πενταετία, σιγοψάλλοντας με τον Στανίτσα και ακούοντας Πρίγγο. Τον οποίο βρήκα ακολούθως καθηγητή Εκκλησιαστικής Μουσικής στην Χάλκη. 
Το Πατριαρχικό ύφος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας απλός και απέριττος τρόπος του ψάλλειν, στην εδραίωση του οποίου συνέβαλε μεγάλως Πέτρος ο Πελοποννήσιος. Ο τρόπος αυτός του ψάλλειν είναι μια συνεπής υπακοή στο γράμμα και το πνεύμα του 75ου Κανόνος της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, που ορίζει πως οι ψάλλοντες δεν πρέπει να εκστομίζουν άτακτες κραυγές κατά τρόπο απρεπή και ανάρμοστο στην Εκκλησία, αλλά να αναμέλπουν ύμνους και ωδές με προσοχή και κατάνυξη. Γι’ αυτό, ακριβώς, το Πατριαρχικό αυτό ύφος διακρίνεται για τον σωστό τονισμό των λέξεων, την σεμνότητα, την λιτότητα και την σοβαρότητά του και, πάνω απ’ όλα, για την εκκλησιαστική του ιεροπρέπεια, «μεταδιδόμενο διά ζώσης και μόνο στον Πατριαρχικό Ναό» κατά την ρήση του Πρίγγου. 
Και μια παράκληση στους ψάλλοντες από «παρτιτούρες» των δύο αυτών ανεπανάληπτων Πρωτοψαλτών. Να εκτελούν τα μαθήματά τους όπως αυτοί τα συνέθεσαν και με τον τρόπο που τα έψαλλαν (ευτυχώς υπάρχουν ηχητικά ντοκουμέντα), και να μη τα «εκτελούν», (με την έννοια του δολοφονείν!), προσθέτοντας περιττά ψιμύθια, «κορώνες» και εξεζητημένες αναλύσεις, κυρίως της πεταστής, που παραπέμπουν σε καινοφανείς και οθνείες θεωρίες.
 
ΗΡΑΚΛΗΣ ΦΙΛΙΟΣ: Λειτουργική αναγέννηση ή επανακατήχηση; Μήπως, τελικά, πρόκειται για το ίδιο πράγμα; 
Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ: Οι δύο έννοιες είναι αλληλένδετες. Διότι οποιαδήποτε λειτουργική αναγέννηση ή, ορθότερα, επιστροφή στις πηγές και «αναβάπτιση» στην λειτουργική απλότητα της πρωτογενούς Εκκλησίας, είναι ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα χωρίς την κατάλληλη λειτουργική επιμόρφωση των πιστών, το οποίο ενδέχεται να προκαλέσει σκανδαλισμό και να οδηγήσει στον κατακερματισμό του εκκλησιαστικού σώματος. Το απέδειξε η απόπειρα τον 17ο αιώνα του Μόσχας Νίκωνος να διορθώσει τα γεμάτα από πλάνες λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας της Ρωσίας. Απόπειρα που τάραξε την Εκκλησία και κατέληξε στο διαιωνιζόμενο σχίσμα των Παλαιοπίστων, των γνωστών και ως Ρασκολνίκων. 
Το ερώτημα είναι αν μπορεί να επιχειρηθεί σήμερα κάποια «λειτουργική αναγέννηση» με επιστροφή στις πηγές, χωρίς τον κίνδυνο να εμφανισθούν στο ορθόδοξο στερέωμα ποικίλων ειδών «νεο-ρασκόλνικοι», έτοιμοι να δημιουργήσουν ταραχές και σχίσματα στο σώμα της Εκκλησίας. Το ερώτημα είναι αν ένας Ορθόδοξος, είτε Έλληνας είναι αυτός, ή Άραψ, ή Γεωργιανός, που είναι εξοικειωμένος με τον τωρινό λειτουργικό τύπο, (ο οποίος, σημειωτέον, έλαβε την σημερινή του μορφή μόλις το 15ο αιώνα) και έχοντας ίσως την εντύπωση ότι τα σήμερον τελεσιουργούμενα αποτελούν πανάρχαια Παράδοση, θα ήταν διατεθειμένος να δεχθεί την εισαγωγή στην λατρεία στοιχείων ειλημμένων από την αρχαία λειτουργική πράξη, χωρίς να θεωρήσει ότι αυτά αποτελούν καινοτομίες νεωτεριζόντων κληρικών και λειτουργιολόγων. Όπως παρατηρούσε πριν χρόνια η Καίτη Χιωτέλλη, το ερώτημα είναι πώς η Εκκλησία θα μπορούσε σήμερα «να μετακινήσει τον ογκόλιθο της άγνοιας, των προλήψεων, των συνηθειών των εκκλησιαζομένων, που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν με καχυποψία κάθε προσπάθεια που θα τολμούσε να ξυπνήσει την καθησυχασμένη τους συνείδηση». 
Είναι ηλίου φαεινότερον ότι «Λειτουργική αναγέννηση» δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την κατάλληλη διαφώτιση-κατήχηση του ευσεβούς μεν, αλλά στην πλειοψηφία του λειτουργικά απαίδευτου πληρώματος, το οποίο είναι καιρός πλέον να συνειδητοποιήσει ότι λατρεία δεν σημαίνει «τυπολατρία», αλλά συνειδητή συμμετοχή στα Μυστήρια της Εκκλησίας. 
Το «πώς» και «σε τι» ακριβώς πιστεύει σήμερα ο απανταχού της γης Ορθόδοξος, είναι ένα ουσιώδες και επίκαιρο ερώτημα, το οποίο πρέπει να προβληματίσει σοβαρά την ανά την οικουμένην Ορθόδοξο Εκκλησία. 
ΗΡΑΚΛΗΣ ΦΙΛΙΟΣ: Μεικτοί γάμοι. Ένα άλλο σημαντικό θέμα. Η τέλεση ενός μεικτού γάμου, ποιες εκκλησιολογικές συνέπειες έχει και σε ποια φάση διαλόγου βρίσκεται, πλέον, το θέμα αυτό; 
Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ: … Το ολονέν και περισσότερο εξαπλούμενο φαινόμενο των μεικτών γάμων, όχι μόνο στον χώρο της λεγόμενης Διασποράς, αλλά και στις κατά παράδοσιν ορθόδοξες χώρες, πρέπει να τύχει Πανορθοδόξου αντιμετωπίσεως το ταχύτερο δυνατόν. Δυστυχώς, τα Διορθόδοξα Σώματα που επί τρεις ολόκληρες δεκαετίες ήταν επιφορτισμένα με την προπαρασκευή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου δεν έκριναν σκόπιμο να εντάξουν στην ημερησία διάταξη της Συνόδου αυτής το φλέγον και καίριο θέμα των Μεικτών γάμων, και δη της ποιμαντικής αντιμετωπίσεως αυτών. Απλώς αρκέσθηκαν στο να δώσουν έμφαση στα «Κωλύματα Γάμου». Τα οποία είναι σε όλους γνωστά από τις μέρες των σπουδών μας στις Θεολογικές Σχολές. Ενώ άγνωστα, μετέωρα και άλυτα παραμένουν τα εκ των μεικτών γάμων δημιουργούμενα ποικίλα ποιμαντικά, ψυχολογικά καί κοινωνικά προβλήματα, στα οποία δέον να δώσουμε προτεραιότητα. 
Να μη λησμονούμε ότι το φαινόμενο της μεταναστεύσεως από τα δυτικά διαμερίσματα της Ευρώπης προς ανατολάς, πλήθους εμπόρων, επιχειρηματιών και χιλιάδων ετερόδοξων ή και ετερόθρησκων εργατών (βλέπε σήμερα στην Ελλάδα την παρουσία χιλιάδων Ρωμαιοκαθολικών πολωνών καί Φιλιππινέζων, σε ρόλο που είχαν κάποτε έλληνες και ελληνίδες στην Γερμανία ή το Βέλγιο), αλλά και η κατάργηση των συνόρων στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και η λαομειξία που ακολούθησε με τις συμβάσεις του Σέγκεν καί του Μάαστριχτ, όπως καί η διεύρυνση της ΕΕ προς τα Βαλκάνια, όλα αυτά συνετέλεσαν όπως ο ορθόδοξος πιστός, που μέχρι πρόσφατα ζούσε απομονωμένος μέσα στο «ορθόδοξο οχυρό» του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον «ξένο». Όχι όμως με τον εφήμερο παραθεριστή, αλλά με τον «ευρωπαίο πολίτη», ο οποίος πλέον ζει δίπλα του. Η νέα πραγματικότητα είναι η παρουσία του αλλοδαπού ετερόδοξου, εκείνου που μετοικεί σε κατά παράδοση ορθόδοξες χώρες για λόγους επαγγελματικούς. Ποιά κοινωνική συνέπεια θα έχει στην καθ΄ ημέραν ζωή η συμβίωση του «ευρωπαίου» ορθόδοξου με τον ωσαύτως «ευρωπαίο» ετερόδοξο; Αργά ή γρήγορα, η μετοικεσία αυτή θα συντελέσει στην απώλεια του ομοιογενούς χαρακτήρος μιας παραδοσιακά ορθόδοξης χώρας, όπως καί στων δημιουργία μιας πολυεθνικής-διαθρησκειακής κοινωνίας σε χώρες όπου ο αλλοδαπός ήταν κάποτε όντως ξένος και πάροικος. 
Η νέα αυτή πραγματικότητα θα δημιουργήσει νέες ισορροπίες και σχέσεις, που αναπόφευκτα θα οδηγήσουν στην σύναψη μεικτών γάμων, όπως συνέβη στην Αμερική στις αρχές του 20ου αιώνα, ή στην Γερμανία, την Γαλλία, την Ελβετία ή το Ηνωμένο Βασίλειο μετά την δεκαετία του 1950. Σύναψη όχι μόνο μεικτών-διαχριστιανικών γάμων, αλλά και διαθρησκειακών. Το φαινόμενο άρχισε προ πολλού στη Διασπορά και στην καθ΄ ημάς Ανατολή. Να μη λησμονούμε δε πως η νέα γενεά προ πολλού πήρε τον δικό της δρόμο, απορρίπτοντας πλέον καταστάσεις «ταμπού» που επέβαλλε κάποτε στην κοινωνία μας η ανάγκη της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής αυτοσυντήρησης!
ΗΡΑΚΛΗΣ ΦΙΛΙΟΣ: Π. Γεώργιε, έχετε ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα της αγιοκατάταξης. Σε ειδικό σας πόνημα, μάλιστα, χρησιμοποιείτε τον όρο «συνείδηση». Είναι θέμα συνείδησης των πιστών, η αναγνώριση ενός προσώπου ως αγίου; Υπάρχουν κάποια κριτήρια; 
Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ: Ναι, η εναίσιμος επί πτυχίω διατριβή μου στη Σχολή της Χάλκης το 1960 έφερε τον τίτλο: «Η ένταξις των Αγίων εις το Εορτολόγιον της Εκκλησίας πάλαι και νυν» και, μεταξύ άλλων, αναφερόταν στην διεύρυνση του Εορτολογίου και τον τρόπο με τον οποίο ένα πρόσωπο αναγνωριζόταν από την Εκκλησία ως Άγιος. 
Από τις πρώτες μέρες της συστάσεως της Εκκλησίας, η απόδοση τιμών μεταθανατίως σ’ ένα μάρτυρα, ομολογητή, επίσκοπο, σ’ ένα όσιο ή μια οσία, δεν προϋπέθετε οποιουσδήποτε προκαθορισμένους όρους. Η προς αυτούς τιμή αποτελούσε μια αυθόρμητη πράξη, όταν στη συνείδηση των πιστών ένα πρόσωπο περιβαλλόταν με το φωτοστέφανο της δόξης. 
Ως τις αρχές του τετάρτου αιώνος, τον μόνο παράγοντα βάσει του οποίου θεσπιζόταν η τιμή ενός αγίου, αποτελούσαν οι εκ μέρους των πιστών αυθόρμητες εκδηλώσεις τιμών προς ένα κεκοιμημένο πρόσωπο. Το προαναφερθέν έθος της συνάξεως επισκόπου και πληρώματος γύρω από τον τάφο ενός μάρτυρος κατά την επέτειο του θανάτου του, την λεγόμενη “γενέθλιο ημέρα”, αποτελούσε την μόνη πράξη της Εκκλησίας διά της οποίας ένα πρόσωπο αναγνωριζόταν ως άγιος. Με αυτόν τον τελεσίδικο τρόπο ορίσθηκε π.χ. η επέτειος μνήμη του Αγίου Πολυκάρπου στη Σμύρνη, του Αγίου Κυπριανού στην Καρθαγένη, όπως και πολλών άλλων μαρτύρων και αγίων της πρωτογενούς Εκκλησίας. 
Με την πάροδο του χρόνου, κυρίως δε έπειτα από τον ενδέκατο αιώνα, διαπιστώνουμε ότι, ενώ συνεχίζεται η αρχαία αυτή πράξη της Εκκλησίας, Πατριάρχης και Σύνοδος παίρνουν πρωτοβουλίες να θεσπίζουν κατά επισημότερο τρόπο την υπό των πιστών εορταζόμενη μνήμη ενός αγίου. Ωστόσο, η πράξη αυτή δεν καθιερώθηκε ως επίσημη διαδικασία της Εκκλησίας. Τουναντίον, πλήθος αγίων και οσίων ανδρών και γυναικών της περιόδου αυτής, όπως και πάμπολλοι Νεομάρτυρες των Κάτω Χρόνων εντάχθηκαν στο Εορτολόγιο χωρίς καμία κανονική πράξη, αλλά με μόνη βάση την ετυμηγορία των πιστών μιας τοπικής Εκκλησίας σύμφωνα με την αρχαία παράδοση. Και τούτο διότι δεν υπήρχε καμία εν προκειμένω διαδικασία ή Ιερά Ακολουθία. Πράγμα το οποίο μαρτυρείται και από την παντελή περί τούτου παρασιώπηση του Ευχολογίου και του Τυπικού. 
Την Ορθόδοξη αντίληψη περί τιμής και αναγνωρίσεως αγίων, ερμηνεύει εύγλωττα η Πράξη αγιοκατατάξεως του Οσίου Ευγενίου του Αιτωλού (1982), η οποία τονίζει ότι «… της κοινής ωφελείας προνοούμενοι των πιστών, εξ αρχής πεποιθότων περί της οσιότητος αυτού και τιμώντων την ιεράν αυτού μνήμην εν Ευρυτανία και τη ομόρω Αιτωλία, έγνωμεν την κοινήν των πιστών συνείδησιν, κατά το ανέκαθεν κρατούν έθος, εις Εκκλησιαστικήν Πράξιν και απόφανσιν μετουσιούντες, την προσήκουσαν τοις θείοις ανδράσι και τούτω απονείμαι τιμήν». 
Με μια και μόνο φράση, η σαφέστατη αυτή διατύπωση ερμηνεύει το νόημα της παρεμβάσεως της Εκκλησιαστικής Αρχής στην διαδικασία εντάξεως ενός προσώπου στο Εορτολόγιο. Ότι δηλαδή ο ρόλος της επίσημης Εκκλησίας δεν είναι να «κατασκευάζει» και να “αναδεικνύει” αγίους, πολύ δε περισσότερο να “αγιοποιεί” κάποιο πρόσωπο, αλλά να μετουσιώνει ένα βίωμα των πιστών σε επίσημη Εκκλησιαστική Πράξη. 
ΗΡΑΚΛΗΣ ΦΙΛΙΟΣ: Σε κάποιο κείμενο σας, κάνετε λόγο για «ζηλωτές» και «υπέρμαχους στρατηγούς». Αναφέρετε, συγκεκριμένα, τα εξής: «…δεν φαίνεται να αρθρώνουν με τον ίδιο ζήλο και μαχητικότητα κάποιο θεολογικό ή ποιμαντικό λόγο, προκειμένου να ελέγξουν και αναχαιτίσουν τις αιρετίζουσες συμπεριφορές του ‘’Ορθόδοξου’’ Έλληνα». Σε ποιους αναφέρεστε και τί εννοείτε με την παραπάνω σας πρόταση; 
Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ: Αναφέρομαι στους ζηλωτικούς εκείνους κύκλους που τηρούν μια αρνητική στάση έναντι της Δύσεως, του Διαχριστιανικού διαλόγου και της Οικουμενικής κινήσεως γενικά. Και το ερώτημά μου είναι πώς μια διαχριστιανική κίνηση, η οποία με βάση την επιταγή του Κυρίου «ίνα πάντες εν ώσι» αποσκοπεί στην προώθηση της χριστιανικής ενότητος, είναι δυνατόν να θεωρηθεί «παναίρεση». Ως η χειρότερη μάλιστα «αίρεση» που αντιμετώπισε ποτέ η Εκκλησία κατά τον ρου της δισχιλιετούς ιστορίας της. 
Παρακολουθώντας την πολυδιάστατη κινητικότητα των εν λόγω κύκλων, εύλογα θα μπορούσε κανείς να θέσει ένα διπλό ερώτημα: Λύθηκαν άραγε τα χρονίζοντα κρίσιμα διοικητικά και ποιμαντικά προβλήματα της Εκκλησίας μας, διά να έχουμε την πολυτέλεια και τον καιρό να ασχολούμαστε, με υπερβάλλοντα ζήλο και εμπάθεια, με το τι συμβαίνει εκτός του Οίκου ημών; Δεν θα ήταν ωφελιμώτερο για την ζωή και μαρτυρία της Εκκλησίας, αντί να τυρβάζουμε περί τα «παραπατήματα των «ορθοδόξων οικουμενιστών» ή με την πίστη των ετεροδόξων, να ασχολούμασταν πρωτίστως με το τι πιστεύει σήμερα ο σύγχρονος έλληνας; Να μην υπάρξει παρεξήγηση. Με τον όρο «σύγχρονος έλληνας» δεν αναφέρομαι στους ολίγους συνειδητά πιστούς, που εκκλησιάζονται τακτικά και βιώνουν το μυστήριο τη Εκκλησίας ως μέλη του Σώματος του Χριστού. Αναφέρομαι στην μάζα εκείνη του λαού της «Ορθόδοξης» Ελλάδας, που εγκαυχόμαστε ότι αποτελεί την συντριπτική (95%) πλειοψηφία της χώρας˙ σ΄ εκείνους πού δηλώνουν μεν μέλη της Εκκλησίας, αλλ’ έχουν μετατρέψει την Ορθοδοξία σε ιδεολογία και πολιτισμικό μόρφωμα˙ σ΄ αυτούς που μετέβαλαν τα Μυστήρια σε «φολκλόρ» και σε «κοσμικά γεγονότα», όπου «λειτουργοί» κατάντησαν να είναι πλέον φωτογράφοι και βιντεοσκόποι, και όχι οι ευλογούντες το Μυστήριο κληρικοί! Αναφέρομαι σ΄ αυτούς που υποδέχονται μεν με τιμές «Αρχηγού Κράτους» το Άγιο Φως που μας έρχεται από τον Πανάγιο Τάφο [τον Τάφο Εκείνου που είπε «η Βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. 18, 36)], αλλά μόλις ακούσουν το «Δεύτε λάβετε Φως…», και το «Χριστός Ανέστη..», «τήκονται ωσεί κηρός από προσώπου πυρός», αφήνοντας σύξυλους λειτουργούς και ψάλτες να τελέσουν την «Πανήγυρη Πανηγύρεων», την Πασχαλινή Θεία Λειτουργία! Τι σημασία έχουν οι κάθε λίγο διαφημιζόμενες από εκκλησιαστικά ΜΜΕ «κοσμοπλημμύρες» που σπεύδουν να προσκυνήσουν αντίγραφα θαυματουργών εικόνων, εμβάδες και ενδύματα οσίων ή ακόμη και «ιερά» κάστανα αγιασμένα από τα χέρια συγχρόνων Αγίων, όταν τα πλήθη αυτά απαξιώνουν να γευθούν του «Συμποσίου της Πίστεως», όπως χαρακτηρίζει στον Κατηχητικό του Λόγο ο Ιερός Χρυσόστομος την Πασχαλινή Θεία Λειτουργία, την απαρχή αυτή και πρότυπο κάθε Ορθόδοξης Ευχαριστιακής Συνάξεως; Μ’ αυτές τις ανορθόδοξες και όντως αιρετικές συμπεριφορές του λαού μας πρέπει να ασχοληθούν πρωτίστως οι ποιμένες και διδάσκαλοι, και όχι με το τι πρεσβεύουν οι αιρετικοί της Δύσης και της Ανατολής και πώς πολιτεύονται οι «Ορθόδοξοι Οικουμενισταί». 
Η Ορθοδοξία δεν κινδυνεύει ούτε από τον Παπισμό, ούτε από τον Προτεσταντισμό, ούτε από τον Μονοφυσιτισμό, ούτε από την διατυμπανιζόμενη από τους ζηλωτές «παναίρεση του Οικουμενισμού». Κινδυνεύει από μας τους ίδιους. Από το κοσμικό πνεύμα που ριζώθηκε βαθμιαία και στην Εκκλησία μας και στην κοινωνία μας, «ημών, των κληρικών, κοιμωμένων»! 
ΗΡΑΚΛΗΣ ΦΙΛΙΟΣ: Π. Γεώργιε, σας ευχαριστούμε για την παρουσία σας στο ΦΩΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ. Έγινε μία πολύ καλή συζήτηση πάνω σε θέματα που αφορούν το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, της ορθόδοξης Εκκλησίας, του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου και της θεολογίας (ποιμαντική, λειτουργική) της ορθόδοξης Ανατολής. Ο Θεός να σας δίνει υγεία και δύναμη να ανταποκρίνεσθε σε κάθε πρόσκληση που σας απευθύνει το Φανάρι και ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, τον οποίο αγαπάμε πραγματικά και σεβόμαστε. 
Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ: Εγώ σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δώσατε να διατυπώσω, από τις φιλόξενες σελίδες του «Φως Φαναρίου» μερικές σκέψεις σχετικά με τα σημερινά Εκκλησιαστικά δρώμενα. Αλλά και τα μη δρώμενα!! Ή τα χρήζοντα δράσεως. Εδώ και 19 χρόνια ευρίσκομαι σε εφεδρία, μιας και απεχώρησα από την ενεργό υπηρεσία το 1999, σύμφωνα με την ελβετική νομοθεσία. Ωστόσο, δεν παύω να είμαι ενεργό μέλος της Εκκλησίας μου, στην αγκαλιά της οποίας γαλουχήθηκα και μεγάλωσα και την οποία διακόνησα επί δεκαετίας και συνεχίζω να διακονώ το κατά δύναμιν, ανταποκρινόμενος στα κελεύσματα του κάποτε νεώτερου ομογάλακτου Χαλκίτου αδελφού μου, νυν δε πεφιλημένου Σεπτού Πατριάρχου μου.

Από τον ψηφιακό δίσκο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΤΩΝ ΣΥΝΘΕΤΩΝ
ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΕΡΟΣ Α’ – Β’, που επιμελήθηκε ο Μανόλης Χατζηγιακουμής και εξέδωσε το Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ