ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΙΣ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΠΑΝ ΡΩΜΗΣ ΠΑΥΛΟΝ ΣΤ’
ΕΠΙ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΗΡΙΔΙ ΤΗΣ ΑΡΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΝΑΘΕΜΑΤΩΝ
Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος
Ελέχθη εν Βατικανώ, τη 14η Δεκεμβρίου 1975
Αγιώτατε,
Μνήμη και λήθη υφαίνουν την ιστορίαν, η δε θεία πρόνοια και οικονομία κατευθύνει και ανακεφαλαιώνει αυτήν. Ως ενθυμούμαι καλώς, την 7ην Δεκεμβρίου του έτους 1965, μετά την εν Βασιλική του Αγίου Πέτρου μνημειώδη τελετήν της άρσεως των αναθεμάτων μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, κατά την επίσημον ακρόασιν της Αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρά τη Υμετέρα Αγιότητι εν τη αιθούση των αμφίων, εις απάντησιν προσφωνήσεώς μου προς Αυτήν, η Αγιότης Αυτής ανέφερε, μεταξύ άλλων, το ακόλουθον ανέκδοτον, ότι ποτέ άνθρωπός τις προσήλθεν Έλληνι τινι σοφώ και προέτεινεν αυτώ μεγάλην αμοιβήν εις το διδάξαι αυτόν την τέχνην του ενθυμείσθαι, ο δε σοφός απήντησεν ότι ήτο έτοιμος να χορηγήση διπλασίαν αμοιβήν, εαν ο αιτών θα ηδύνατο να διδάξη εις αυτόν την τέχνην του λησμονείν. Και προσέθεσε τότε η Υμετέρα Αγιότης, προ ολίγων λεπτών εις τον Άγιον Πέτρον ετελέσαμεν μίαν πράξιν λήθης θλιβερού γεγονότος του παρελθόντος.
Σήμερον, Αγιώτατε, επανερχόμεθα ίνα τελέσωμεν, την φοράν ταύτην, μίαν πράξιν μνήμης, μνήμης της λήθης του παρελθόντος. Όχι όλου του παρελθόντος, αλλά του παρελθόντος εκείνου μόνον, το οποίον πρέπει να μείνη στο παρελθόν. Αι Εκκλησίαι της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως τιμώσαι σήμερον την δεκαετηρίδα της άρσεως των μεταξύ αυτών αναθεμάτων, καλούνται εκ μεν του παρελθόντος να επαναλάβωσι παν ό,τι κοινόν μεταξύ αυτών, κοινόν τη μία αγία Εκκλησία του Χριστού, να αποβάλωσι δε παν ό,τι διαιρεί, και, εν τοιαύτη αξιοποιήσει του παρελόντος να οικοδομήσωσι το παρόν διά την εν ενότητι ολοκλήρωσιν του μέλλοντος. Και ταύτα, η σημερινή επετηρίς ενέχει, διά τας δύο ημών αγίας Εκκλησίας και επέκεινα τούτων, δι’ αυτών, διά την εν γένει Εκκλησίαν του Χριστού επι της γης, μίαν νέαν έννοιαν της Οικουμενικής κινήσεως, την φοράν ταύτην εδραζομένης επί εκκλησιολογικής βάσεως, εκπορευομένης από του παρελθόντος διά της οδού της μιάς ενοποιού παραδόσεως, συνεχιζομένης εν τω παρόντι και οδευούσης προς την αύριον του Χριστού, προς την ορατήν επι της γης Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν.
Εν τοιούτω ιερώ οράματι, εν τοιαύτη υπακοή εις το θείον θέλημα, εν τοιαύτη αποτιμήσει της περί ημάς Χριστιανικής πραγματικότητος, αλλά και της πραγματικότητος του κόσμου όλου, ερχόμεθα σήμερον εξ Ανατολών εις Δύσιν. Έχομεν το ιερόν προνόμιον ημείς οι ταπεινοί απεσταλμένοι της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως να μεταφέρομεν τη Υμετέρα γερασμιωτάτη Αγιότητι τον ασπασμόν του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ..κ. Δημητρίου του Α’ και να επιδώσωμεν ταις σεπταίς Υμών χερσί τα εκείνου τίμια αδελφικά Γράμματα, διά των οποίων εξαγγέλλονται δύο συγκεκριμένα γεγονότα, ήτοι η κατόπιν πανορθοδόξου διαβουλεύσεως σύστασις Διορθοδόξου Τεχνικής Θεολογικής Επιτροπής, προς προετοιμασίαν απο ορθοδόξου πλευράς του μετά της αγίας Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας θεολογικού διαλόγου, ως επίσης, και η σύστασις εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον μιάς ειδικής Συνοδικής Επιτροπής επί του θεολογικού διαλόγου μετά της Ρώμης. Τοιουτοτρόπως είμεθα ευτυχείς, διότι κατά την συμπλήρωσιν δεκαετίας απο του ιστορικού γεγονότος της άρσεως των αναθεμάτων, διά μιάς τοιαύτης θετικής προόδου, δυνάμεθα να διερμηνεύσωμεν την θέλησιν της καθ’ ημάς Χριστιανικής Ανατολής, όπως, ομού μετά της Χριστιανικής Δύσεως, δώσωμεν προς τον κόσμον κοινήν μαρτυρίαν, ότι Είς Κύριος, μία πίστις, Έν βάπτισμα, μία Εκκλησία και εν αυτή Είς ο κόσμος του Θεού.
Αγιώτατε,
Επιτρέψατέ μοι να καταλήξω με τους ιδίους περίπου λόγους, με τους οποίους κατέληξα προσφωνών Υμάς προ δεκαετίας. Εντός ολίγου όλοι οι επι γης Χριστιανοί θα εορτάσωμεν Χριστούγεννα. Ας αναλογισθώμεν το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού ενανθρωπιζομένου δια να υπάρξη η Εκκλησία Του επί της γης. Ας αναλογισθώμεν την ευθύνην ημών διά να μη μένη πλέον ο αγγελικός ύμνος των Χριστουγέννων μία ειδυλλιακή φυγή από της πραγματικότητος, αλλά να είναι πραγματικότης, ήτοι πράγματι από της γης να ανέρχηται δόξα τω εν Υψίστοις Θεώ, πράγματι να είναι εδραιωμένη επί της γης η ειρήνη, πράγματι να υπάρχη εν ανθρώποις ευδοκία, εν τη μιά Εκκλησία, τη βασιλεία του Θεού επί της γης, ήτις έλθοι εφ’ ημάς. Αμήν.