ὑπὸ
Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
Ἐκεῖ εἰς τὴν πανέμορφην καὶ ἱστορικὴν περιοχὴν τῶν Ἀγράφων, ὅπου καὶ ἡ Μονὴ τοῦ ἅη-Γιώργη Καραϊσκάκη-Μουζακίου, ἐγνώρισε πέρυσι ὁ γράφων τὴν ρωσικῆς καταγωγῆς μοναχὴν Ἡσυχίαν, ἀνήσυχον εἰς τὸ πνεῦμα καὶ τὴν τέχνην, καὶ ἐντυπωσιάσθη ἀπὸ τὸ πρόσωπον καὶ τὸ ἔργον της. Ὁπότε μὲ τὴν βοήθειά της ἄρχισε νὰ τὸ μαζεύει συστηματικά. Βεβαίως εἰς τὸ Μοναστήρι ἐτοῦτο ὑπάρχουν καὶ ἄλλαι καλλιτέχνιδες, ὅπως ἡ ἀξιόλογος ἁγιοφράφος, ἑβραία παρακαλῶ, Ἐσθήρ, ἡ καὶ ὀψοποιὸς βοτανικῶν ἀλοιφῶν, αἱ γλύπτριαι Διοδώρα καὶ Θαβωρία, μὲ σπουδὰς εἰς Βερολῖνον, δυστυχῶς ὅμως ἀνενεργαί, κ.ἄ..
Ἡ ἀδελφὴ ἐγεννήθη τὸ 1945. Ὁ πατὴρ αὐτῆς ἔφυγε εἰς τὴν Εὐρώπην, ὅπου καὶ ἀπέθανε. Μετὰ τριετία ἡ μήτηρ της ὑπανδρεύθη ἐκ νέου καὶ ἀπέκτησε τρία παιδιά. Μεταπολεμικὰ παρὰ τὴν δύσκολην ἐποχήν, ἐπέρασαν γενικῶς καλά.
Δέκα ἐτῶν ἔπαιρνε μαθήματα ζωγραφικῆς ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Ντόμπρισεφ, ἀξιόλογον ἄνθρωπον καὶ καλλιτέχνην. Τὸ 1962 εἰσῆλθε εἰς τὴν Σχολὴν Ζωγραφικῆς καὶ ἔλαβε μετὰ πενταετίαν τὸ πτυχίον. Εἰργάσθη εἰς ἀρχιτεκτονικὸν ἐργαστήριον, καὶ μετὰ εἰς τὰς βιομηχανικὰς γραφικὰς τέχνας, δι’ αὐτὸ καὶ τὸ μεγάλο σκιτσογραφικὸν ἔργον της, καθὼς ἐπίσης σὲ ἀναστηλώσεις ναῶν. Τὸ 2002 βοηθοῦσε ἕναν ἱερομόναχον, μετὰ δὲ δύο χρόνια ἐκάρη Μικρόσχημος μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἀλυπία, εἰς μνήμην τοῦ ἁγιογράφου Ἁγ. Ἀλυπίου. Τέλος μετὰ ταλαιπωρίας, κατέληξε εἰς τὴν Μονὴν Πέτρας τὸ 2006.
Ἡ Ἡσυχία εἶναι μία συμπαθὴς μοναχὴ μὲ γυαλάκια, ἁπλῆ, μακρὰν ἀπὸ κάθε προβολὴν καὶ ἐπίδειξιν. Δι’ αὐτὸ καὶ ἔμεινε ἄγνωστη. Διαρκῶς ὅμως ἐργάζεται καὶ εἶναι παραγωγική. Τὸ ἔργον της εἶναι μᾶλλον θρησκευτικὸν ὑπὸ αὐστηρὰν ἢ εὐρυτέραν ἔννοιαν.
Τὸ πρῶτον περιλαμβάνει μεμονωμένας μορφάς, συνήθως ὁλόσωμους, μετωπικάς, καὶ στηθάρια, ὅπως Ἀγγέλους, Προφήτας, τοὺς Ἅγ. Ἀθανάσιον, Ἰωάννην τὸν Νηστευτὴν καὶ Σανχάϊα, Γεώργιον, Βησσαρίωνα κ.ἄ., ἀλλὰ καὶ συνθέσεις ὅπως τὸν Ἀναστάντα Κύριον, τὴν Θεοτόκον μετὰ τοῦ Κυρίου (Γλυκοφιλοῦσαν), τὴν Θεοτόκον προστάτιδα τοῦ Πόντου κ.ἄ..
Ἔχουν ἐκτελεσθεῖ ἐπὶ ξύλου ἢ πέτρας μὲ τέμπερα (αὐγόν). Σχηματικὰ αἱ εἰκόνες εἶναι ὀρθογώνιοι, ὠοειδεῖς ἢ ἀσύμμετροι καὶ ἔχουν ἑλληνικὰς ἢ ρωσικὰς ἐπιγραφὰς. Τὰς διακρίνει μία λεπτὴ καὶ φίνα τεχνικὴ καὶ γλυκύτης. Τεχνοτροπικὰ ἀκολουθοῦν τὴν ρωσοβυζαντινίζουσαν ἢ ναζαρινὴν τοιαύτην. Ἡ καλλιτέχνις ἔχει ἐκτελέσει καὶ μερικὰς grisailles χρώματος ἀνοικτοῦ κυανοῦ μὲ φυλλο-καὶ ἀκανθοειδῆ διάκοσμον.
Τὸ σχεδιαστικό της ἔργο εἶναι πλούσιον, περὶ τὰ 290 σκίτσα, ἐκτελεσθέντα ἐντὸς δύο πιθανῶς ἐτῶν καὶ ἐν πολλοῖς εἰκονολογικῶς δυσερμήνευτον. Εἰκονογραφικῶς εἶναι θρησκευτικὸν ὑπὸ τὴν εὐρυτέραν ἔννοιαν καὶ ἀπαρτίζεται ἀπὸ μεμονωμένας μορφάς καὶ κυρίως συνθέσεις, πολλὰς ὅμως φορὰς ἐμπλεκομένας, αἱ ὁποῖαι περιλαμβάνουν ἀνθρώπους καὶ ζῶα μαζὶ ἢ ἀνεξαρτήτως. Οὕτως βλέπει τις ἄνδρας, γυναῖκας, παιδία καὶ νήπια, πολεμιστάς, ἀλυσσοδεμένους (ἐκ τοῦ Pushkin) ζωγράφους, ὀργανοπαίκτας κ.ἄ.. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ θρησκευτικαὶ σκηναὶ ὑπὸ τὴν στενοτέραν ἔννοιαν, παριστῶσαι τὸ ὄναρ τοῦ Ἰωσήφ, τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, τοὺς ἀγραυλοῦντας ποιμένας, τὴν Περιτομήν, τὸν Ἰησοῦ Χριστὸν εἰς τὴν θάλασσαν τῆς Τιβεριάδος, τὴν Ἀποκαθήλωσιν, τὴν Φιλοξενίαν τοῦ Ἀβραάμ,, τὴν Θείαν Λειτουργίαν καὶ Μετάληψιν, τὴν μετάδοσιν φαρμάκων, Λιτανείας, τὸν Ἀμνόν “Ἐγὼ εἰμὶ ὁ Ὤν”, τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, τὴν Θεοτόκον μετὰ τοῦ Κυρίου, τὸν Μωϋσῆν, τὸν Ἰούδαν, τὸν Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελον, Ἀγγέλους, τὸν Χάροντα, Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, ἡγουμένους, μοναχούς, μοναχάς, τὸν θάνατον παιδιῶν, μοναχῶν, πλουσίων, βασιλέων, δημίους κ.ἄ..
Πολυάριθμα εἶναι καὶ τὰ εἰκονιζόμενα ζῶα: Λέοντες, ἄρκτοι, δράκοντες, πίθηκοι, (συκοφαντία), ἀλώπεκες, λύκοι, ὄφεις, σαῦραι, ἔλαφοι, χελῶναι, σκίουροι, μύες, χοῖροι, ἀρνία (πνευματικὰ τέκνα τοῦ Ἡγουμένου Πέτρας), κῦνες γαλαῖ, νῆσσαι, ἀετοί (Ἡγούμενος), περιστεραί (Ἅγιον Πνεῦμα) κ.ἄ.. Ἐνταῦθα προσθετέα καὶ τὰ ὡραῖα της λογότυπα.
Βεβαίως κυριαρχοῦν συντριπτικῶς οἱ λέοντες (σύμβολον τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου), οἱ ὁποῖοι παρίστανται σχεδὸν παντοῦ –πρᾶγμα τὸ ὁποῖον πάντως προκαλεῖ ἀνίαν καὶ δυσφορίαν λόγῳ τῆς συνεχοῦς ἐπαναλήψεως–, συμβολίζουν ὅμως ἐδῶ ἀσφαλῶς τὸν Ἡγούμενον τῆς Ἱ. Μονῆς Πέτρας, ἱδρυτὴν καὶ μέντορα δώδεκα περίπου Ἱ. Μονῶν εἰς Καρδίτσαν, Η.Π.Α., Νορβηγίαν, Γερμανίαν κ.ἀ., οὕτως ὥστε τὸ ὅλον ἔργον τῆς μοναχῆς νὰ εἶναι τρόπον τινά μία “ἀγαπητική-παθολογική”, παραστατικὴ καὶ οἱονεὶ διαφημιστικὴ μαρτυρία ἐκφάνσεων τοῦ βίου καὶ τῶν ἀγώνων αὐτοῦ, καθὼς καὶ τὸν σύνδεσμον τῶν ἀδελφῶν πρὸς αὐτόν.
Οἱ εἰκονιζόμενοι μοναχοὶ καὶ μοναχαὶ καθὼς καὶ τὰ ζῶα μόνα των ἢ μετ’ ἄλλων, ἐκτελοῦν διαφόρους ἐργασίας σχετιζομένας μετὰ τῆς Μονῆς ἢ ἄλλας.
Τὰ σκίτσα τῆς Ἡσυχίας ἔχουν ἐκτελεσθεῖ πρῶτον μὲ μολύβι καὶ εἶτα μὲ μαρκαδόρον, καὶ εἶναι συνήθως λευκομέλανα, μερικὰς ὅμως φορὰς ὁλόκληρα ἢ τμηματικὰ εἶναι ἔγχρωμα, καλύπτοντα τελείως ὅλην τὴν ἐπιφάνειαν αὐτῶν ἢ ἔχοντα ἴχνη τοῦ πινέλου, καὶ δὴ μέλανα ὅπως τὰ λογότυπα, κίτρινα, πορτοκαλιά, ἐρυθρά, καστανά καὶ κυανᾶ.
Διακρίνονται διὰ τὸν ρεαλισμόν, τὴν φινέτσαν, τὴν “σεισμογραφικήν” εὐλυγυσίαν των ἀλλὰ καὶ τὴν τραχύτητα. Αὕτη ἴσως νὰ προέρχεται καὶ ἐκ τῆς καταγωγῆς τῆς μοναχῆς (λεοντοποιήσεως τῆς συνήθους ἐν Ρωσίᾳ ἄρκτου, καθὼς καὶ ἐκ τῆς ἰδιότητος αὐτῆς). Ἐνίοτε εὑρίσκονται ἐντὸς λεπτῶν πλαισίων, δίκην ρωσικῶν “κιβωρίων”. Ἡ Ἡσυχία ἐργάζεται μὲ μεγάλην ταχύτητα καὶ εὐχέρειαν ἀριστοτεχνικήν. Τὰ ἔργα της παρουσιάζουν πλουσίαν εἰκονογραφικὴν εὑρηματικότητα καὶ γεωμετρικὴν ἀκρίβειαν, ἰδίᾳ τὰ λογότυπά της, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον σχετίζεται μὲ τὴν προτέραν ἐνασχόλησίν της εἰς τὰς γραφικὰς τέχνας. Ἐνίοτε τὰ σκίτσα της παρουσιάζουν μεγεθύνσεις εἰς τμήματα τοῦ σώματος, πρᾶγμα ἀσφαλῶς σημαδιακὸν εἰκονολογικῶς.
Ἡ τέχνη της εἶναι ἐν ταὐτῷ συμβολική. Πολλὰς φορὰς χρησιμοποιεῖ ὡς “κράκτας” τὰ ζῶα, ὅπως λέγει, ἀντὶ τῶν ἀνθρώπων, διότι εἶναι λεπτότερα. Ἀφουκράζεται τὴν φωνὴν τῆς καρδίας της. Ἐκφράζει καὶ καταγράφει τὰς ἀντιδράσεις της εἰς τὰ περὶ αὐτὴν δρώμενα, λαμβάνουσα ἀφορμὰς καὶ ἐναύσματα ἀπὸ τὰ ζῶα, τὰ ὁποῖα ὁμιλοῦν οὐχὶ σπανίως ἐναργέστερον καὶ εἰλικρινέστερον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ αὐτούς. Ἐνίοτε δανείζεται ἰδέας καὶ ἀπὸ τὴν ποίησιν, ὅπως τοῦ Pushkin, διὰ νὰ εἰκονίσει συμβολικῶς προσωπικότητας μὲ ἓν λεπτὸν μάλιστα χιοῦμορ, τὸ ὁποῖον διαχέεται εἰς τὸ ἔργον της συχνάκις.
Ἡ μοναχὴ Ἡσυχία ἀποτελεῖ ἓν unicum, ἕναν “κρυμμένον θησαυρόν”, διότι ὡς μοναχὴ κατεπιάσθη μὲ τὴν σκιτσογραφίαν καὶ οὐχὶ ἁπλῶς μὲ τὴν συνήθως ἀντιγραφικὴν ἁγιογραφίαν, καὶ συνιστᾶ ἕνα παράδειγμα πρὸς μίμησιν, σὲ ὅσους ἐννοεῖται ἔχουν τὰς ἱκανότητας αὐτῆς.
Νὰ τὴν χαιρόμαστε λοιπὸν καὶ νὰ ἔχει ὑγείαν διὰ νὰ συνεχίζει ὡς μία “διὰ Χριστὸν παραστατικὴ σαλή” τὸ ἔργον της.