Ὑπό Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ
Ἴσως λίγοι ἀπό τούς ἀνά τόν κόσμο Ὀρθοδόξους γνωρίζουν, ὅτι ὁ Σεπτέμβριος δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ ἔνατος μήνας τοῦ χρόνου, ἀλλά κυρίως εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἡ ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, ὅπως λέγεται στή γλώσσα τῶ Βυζαντινῶν προγόνων μας. Γι’ αὐτό, τήν 1η Σεπτεμβρίου γίνεται, ἀκόμη καί σήμερα, μεγάλος καί ἐπίσημος ἑορτασμός στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο (Πατριαρχική καί Συνοδική Χοροστασία, προσφωνήσεις καί ἀντιφωνήσεις μεταξύ Συνόδου καί Πατριάρχου, ὑπογραφή τῆς σχετικῆς Πράξεως στόν Κώδικα κ.ἄ.). Μέσα στά πλαίσια αὐτοῦ τοῦ πανηγυρικοῦ χαρακτήρα πού ἔχει γιά τήν Ἐκκλησία ὁ Σεπτέμβριος, ἡ «παγκόσμιος ὕψωσις τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ», πού ἑορτάζεται στή μέση τοῦ μήνα, ἀποκτᾶ ριζική καί ἀξιωματική σπουδαιότητα. Ἔτσι, ἕνας ἱερός συμβολισμός – καί στήν Ἐκκλησία ὁ συμβολισμός εἶναι ὁ ἰσχυρότερος ρεαλισμός – μᾶς βοηθᾶ νά δοῦμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ σάν τήν καρδιά τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὅτι «τά φαινόμενα πάντα δεῖται Σταυροῦ». Αὐτή τήν κεντρική καί θεμελιώδη λειτουργία τοῦ Σταυροῦ στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν πιστῶν, θά μπορούσαμε νά τήν ἐκφράσουμε ἐπιγραμματικά, λέγοντας ὅτι τρία ἐπίθετα χαρακτηρίζουν ἀποφασιστικά τήν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας: σταυρώνυμη, σταυρόσχημη, σταυρόφρων. Ἄς δοῦμε λίγο ἀναλυτικότερα τά τρία αὐτά ἐπίθετα:
1. Εἶναι σταυρώνυμη ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μονάχα γιατό τό ὄνομά της τό παίρνει ἀπό τόν Χριστό (καί τό Χ, βέβαια, εἶναι Σταυρός), ἀλλά καί γιατί ἀκόμη καί ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» πού σημαίνει σύναξη, συνάντηση, κοινωνία, ἔχει μέσα του τήν ἔννοια τοῦ Σταυροῦ. Τό σημεῖο συναντήσεως τῶν διαφόρων δρόμων δέν τό λέμε «σταυροδρόμι»; Ἀκόμη καί τή συνάντηση τῶν δύο φύλων γιά διαιώνιση τοῦ εἴδους δέν τήν ὀνομάζομε «διασταύρωση»; Ὁ Σταυρός λοιπόν εἶναι συνάντηση, καί κάθε συνάντηση εἶναι κι’ ἕνα εἶδος σταυροῦ καί σταυρωμοῦ.
2. Εἶναι σταυρόσχημη ἡ Ἐκκλησία, γιατί ὅλα τά τελούμενα καί δρώμενα μέσα στήν ἐκκλησιαστική ζωή, καθαγιάζονται ἀπό τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ. Δέν ἀρχίζομε μόνο τήν ἡμέρα μας σταυροκοπούμενοι, δέν κάνουμε μόνο τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ πρίν καί μετά ἀπό κάθε σοβαρή ἐνέργειά μας –οἱ Ἁγιορεῖται δέν πίνουν μηδέ ἁπλό ποτήρι νερό χωρίς νά σταυροκοπηθοῦν!-, ἀλλά τόν Σταυρό ἔχομε καί ὡς σημεῖο διακρίσεως στά κτίσματα, στά ἄμφια, στίς λειτουργικές μας κινήσεις καί στά σκεύη τά ἐκκλησιαστικά: Σταυρός δέν εἶναι μόνο ὁ «σταυροειδής Ναός μετά τρούλλου», ἀλλά σταυρό σχηματίζουν καί τά ὀργανικά μέρη τοῦ Ναοῦ, πού εἶναι «μορφῆς βασιλικῆς», ἐφ’ ὅσον τό κύριο παραλληλόγραμμο σῶμα διακλαδίζεται λειτουργικά σέ ἱερό Βῆμα, δεξιό κι’ ἀριστερό Χορό, καί Νάρθηκα. Ἐπίσης, τόν Σταυρό δέν βλέπομε μόνο στά γνωστά «πολυσταύρια» ὑφάσματα τῶν ἱερῶν ἀμφίων, ἀλλά καί στή ζεύξη καί συναρμογή τους, ἀπό τό ὀράριο τοῦ Διακόνου ὥς τά ὠμοφόρια τά ἀρχιερατικά. Μήπως καί τά δικηροτρίκηρα σταυρό δέν σχηματίζουν; Ὅταν τά δάκτυλα τοῦ Ἱερέως ἤ Ἀρχιερέως ἑνοῦνται γιά νά εὐλογήσουν, σταυρό δέν σχηματίζουν; Σταυρόσχημη λοιπόν ἡ δομή καί ἡ κίνησή μας μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅπως σταυρόσχημο εἶναι ἐκ φύσεως καί τό ἴδιο τό σῶμα μας, ὅταν ἐκτείνουμε τά χέρια. Γι’ αὐτό, τελικά, κι’ ὁ ὕπνος μας μέσα στόν τάφο φρουρεῖται ἀπό ἕνα ὄρθιο Σταυρό, πού ἀγρυπνεῖ σάν στρατιώτης μέ «ἐφ’ ὅπλου λόγχη».
3. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σταυρόφρων, δηλαδή δέν ἔχει μόνο τό ὄνομα καί τό σχῆμα σταυρικό, ἀλλά καί τό φρόνημα. Ἐάν ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ὁ Θεός οἰκονόμησε τήν καταλλαγή τοῦ ἀνθρώπου, τότε δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τά πάντα μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας στήν καταλλαγή αὐτή, ἀποβλέπουν καί ἀπό αὐτήν ὑπαγορεύονται. Ἔτσι κατανοοῦμε γιατί στήν Καινή Διαθήκη παίρνει τόσο κεντρική θέση τό ἔργο πού ἐπιγραμματικά χαρακτηρίζεται ὡς διακονία τῆς καταλλαγῆς (Β΄Κορ. 5,1 8). Σταυρός λοιπόν καί καταλλαγή, εἶναι σχεδόν ταυτόσημες ἔννοιες, γι’ αὐτό καί τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ σταυρικό. Αὐτή ὅμως ἡ θεμελιώδης ἀλήθεια, ἐκφράζεται ἄριστα στό ἀπολυτίκιο τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπου ὁ «λαός τοῦ Θεοῦ» καί τό «πολίτευμά» του, ἔρχονται σέ ἄμεση συνάρτηση μέ τή δύναμη τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ:
Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν Σου
καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν Σου,
νίκας τοῖς βασιλεῦσι
κατά βαρβάρων δωρούμενος
καί τό Σόν φυλάττων
διά τοῦ Σταυροῦ Σου πολίτευμα.
Ἀναλύοντας ὅσο γίνεται πιό ἁπλά καί ἀνεπιτήδευτα τίς θεμελιώδεις ἀλήθειες πού ἐκφράζονται σ’ αὐτό τό ἀπολυτίκιο, παρατηροῦμε τά ἑξῆς ἀξιοσημείωτα:
1. Ὅτι ὁ λαός εἶναι τοῦ Θεοῦ καί δέν ἀνήκει σέ κανένα ἄλλο, μήτε καί στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, Καί εἶναι τοῦ Θεοῦ ὁ λαός, ὄχι μονάχα ἀπό τήν πράξη τῆς Δημιουργίας, ἀλλά καί ἀπό τήν πράξη τῆς υἱοθεσίας. Ἡ πρώτη καθιστᾶ τόν λαό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἡ δεύτερη τόν καθιστᾶ κληρονομία Του.
2. Ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει καί σέβεται τήν ἰδιαίτερη ἀποστολή τῶν Ἀρχόντων, γι’ αὐτό καί προσεύχεται ξεχωριστά καί ἐπίσημα ὑπέρ αὐτῶν.
3. Τό «πολίτευμα» γιά τούς χριστιανούς, δέν εἶναι μορφή διακυβερνήσεως (ἡ δημοκρατική, ὀλιγαρχική, ἀπολυταρχική κ.ἄ.), ἀλλά προπάντων τρόπος σκέψεως καί ζωῆς, φρόνημα δηλαδή πού προδικάζει «βίο καί πολιτεία» τοῦ καθενός μας.
Ἀπό τίς τρεῖς αὐτές θεμελιώδεις παρατηρήσεις προκύπτει, ὅτι ὁριοθετοῦνται σαφέστατα οἱ στοιχειώδεις δικαιοδοσίες ἀρχόντων καί ἀρχομένων ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιά τόν Ὁποῖον ὅλοι συναποτελοῦμε τόν λαό Του καί κληρονομία Του. Μέ ἄλλα λόγια, στή χριστιανική Πολιτεία, πού εἶναι νέα τάξη πραγμάτων («τῇ ἐπωνύμῳ Σου καινῇ πολιτείᾳ»), οἱ Ἄρχοντες, διαθέτοντας τόν Σταυρόν ὡς «ὅπλον εἰρήνης», γίνονται σταυροφόροι καταλλαγῆς βαθύτερης καί οὐσιαστικότερης ἀπ’ ὅ,τι μπορεῖ νά ὑπόσχεται ὁ ὁποιοσδήποτε οἰκονομολόγος, πολιτειολόγος ἤ πολιτικός τοῦ κόσμου. Σέ μιά τέτοια τάξη πραγμάτων, μήτε οἱ Ἄρχοντες μήτε οἱ ἀρχόμενοι ἔρχονται νά κλονίσουν θεμέλια ἤ νά θέσουν θεμέλια νέα, ἐκεῖ πού ἀπό καταβολῆς κόσμου μοναδικό θεμέλιο καί λίθος ἀκρογωνιαῖος, εἶναι ὁ Χριστός (πρβλ. Ἐφεσ. 2, 20).
Αὐτά ὅλα, εἶναι πολύ ἐπίκαιρα γιά τόν πιστεύοντα λαό μας, πού εἶναι ἡ εὐλογημένη «κληρονομία» τοῦ Θεοῦ, ἰδιαιτέρως τά τελευταῖα χρόνια, πού λόγῳ ἐντάξεως στήν Εὐρωπαϊκή Οἰκονομική Κοινότητα καί πολλῶν ἄλλων συναφῶν κοινωνικοπολιτικῶν πειραματισμῶν, πρέπει νά θυμᾶται ὅτι τό «πολίτευμά» του εἶναι θεόσδοτο καί θεροφρούρητο. Γι’ αὐτό, δέν θά παύσουμε νά προσευχόμαστε διαπύρως:
Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν Σου
…………….
τό Σόν φυλάττων διά τοῦ Σταυροῦ Σου
πολίτευμα.
Πηγή: ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΟΥΣΙΑ, Ἀθῆναι 1999