Του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση
«Τον μη κατ᾿επίγνωσιν ζηλωτήν χαρακτηρίζει μίσος προς τους ετεροθρήσκους ή ετεροδόξους, ο φθόνος και ο επίμονος θυμός, η εμπαθής αντίστασις προς το αληθές πνεύμα του θείου νόμου, η παράλογος επιμονή εν τη υπερασπίσει των ιδίων φρονημάτων, ο παράφορος ζήλος προς κατίσχυσιν εν πάσιν, η φιλοδοξία, η φιλονικία, η έρις, και το φιλοτάραχον. Ο μη κατ᾿επίγνωσιν ζηλωτής εύχεται τω Θεώ να ρίψη πυρ εξ ουρανού και να κατακαύση πάντας τους μη δεχομένους τας αρχάς και πεποιθήσεις αυτού».
Μη νομισθεί πως οι ως άνω αφορισμοί προέρχονται από την γραφίδα κάποιου αιρετίζοντος σύγχρονου Φαναριώτου, Αλεξανδρινού, Αθηναίου, Κυπρίου ή Ρουμάνου «οικουμενιστού»! Είναι στοχασμοί του εν Αγίοις Πατρός ημών Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως του Θαυματουργού (Βλ. «Το Γνώθι σαυτόν, ήτοι μελέται θρησκευτικαί και ηθικαί», Αθήναι 1962, σελ. 179. Πρβλ. και «Το γνώθι σαυτόν-Κείμενα αυτογνωσίας», Εκδόσεις Άθως, Αθήνα 2012, σελ. 322 εξ.). Είναι ρήσεις του δημοφιλέστερου Αγίου της Ορθοδόξου Ελλάδος κατά τον εικοστό αιώνα, ο οποίος φαίνεται πως επ΄εσχάτων λησμονήθηκε από τους ποικίλους αυτόκλητους «αμύντορες»» της Ορθοδοξίας του Ελλαδικού χώρου, αφ΄ης στιγμής εμφανίσθηκαν νεοφανείς οσιακές μορφές από την Σερβία και την Ελλάδα, τα αντιδυτικά αποφθέγματα των οποίων προβάλλονται πλέον οιωνεί ως «δόγματα» της Ορθοδόξου Εκκλησίας και χρησιμοποιούνται ως τροχοπέδη σε οποιαδήποτε Πανορθόδοξη προσπάθεια καταλλαγής των χριστιανών. Ευεξήγητη η λησμοσύνη αυτή, μιας και φαίνεται πως απαρέσκει στους ζηλωτές η ανεκτική και φιλάδελφη συμπεριφορά του πράου αυτού εκλεκτού σκεύους του Θεού. Ο οποίος, σημειωθήτω, παρ΄όλον ότι στηλίτευε το κοσμικό φρόνημα των Ρωμαιοκαθολικών της εποχής του, δεν δίσταζε να ομιλεί περί «Παπικής Εκκλησίας» και περί «Εκκλησίας της Ρώμης» (Βλ. Αγίου Νεκταρίου, «Περί Ανεξιθρησκείας», Εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλου, Αθήναι 2000, σελ. 70 και 73).
Αναγινώσκοντας τα ανωτέρω, δεν απέφυγα τον πειρασμό να σκεφθώ πως οι μύδροι αυτοί του Αγίου Νεκταρίου φωτογραφίζουν ως άριστα τους σύγχρονους «ου κατ΄επίγνωσιν» ζηλωτές και θεμελιοκράτες, οι οποίοι επ΄εσχάτων, ιδίως δε μέσα στα γενικώτερα πλαίσια της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ενέσκηψαν ως σμήνος ακρίδων στο εκκλησιαστικό προσκήνιο, επιχειρούντες παντοιοτρόπως να εκβάλουν εις το «σκότος το εξώτερον ….» (Ματθ. 25,41) όχι μόνο ετεροδόξους και ετεροθρήσκους, αλλά και τους μετ΄αυτών διαλεγομένους Ορθοδόξους.
Οι σύγχρονοι «ζηλωταί» και οι συνοδοιπορούντες με αυτούς θεμελιοκράται, δεν αποτελούν ομοιογενή μάζα. Προέρχονται από διάφορα στρώματα του Εκκλησιαστικού σώματος, κινούνται δε από διαφορετικά, ο καθείς, ελατήρια. Κάποια υποτυπώδη οργάνωση φαίνεται να είχε η ούτω καλουμένη «Σύναξις Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών», η οποία, ενεργώντας ενίοτε και ως ομάδα κρούσεως του εν Πειραιεί «Σανχεδρίν», είχε αναλάβει ανηλεή αγώνα στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια, την Ανατολική Ευρώπη και τον Καύκασο, με σκοπό την διαβολή και ει δυνατόν την ακύρωση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, την οποία, λαϊκιστικώ τω τρόπω, προεδίκαζε ως «αντικανονική», «οικουμενιστική» «ανορθόδοξη» και «ληστρική»! Η οποία «Σύναξις», διελύθη αδόξως λίγο μετά την λήξη των εργασιών της Συνόδου, λόγω της ιταμής και επικίνδυνης για την ενότητα της Εκκλησίας συμπεριφοράς του ηγήτορός της.
Το φάσμα των περί ων ο λόγος ζηλωτών και των ποικίλης φύσεως «υπερμάχων στρατηγών» που ανέλαβαν την άμυνα της δήθεν «κινδυνεύουσας από την Δύση Ορθοδοξίας» περιλαμβάνει, εν πρώτοις, μια δράκα αυτονομημένων (ελέω Προεδρικού Διατάγματος;) Ιεραρχών, που δραστηριοποιούνται ανεξέλεγκτα και χωρίς καμιά αναφορά στο Συνοδικό Σώμα της Εκκλησίας στην οποία κανονικώς ανήκουν, και καταλαμβάνουν ευκαίρως-ακαίρως το προσκήνιο, προκειμένου να δώσουν την εντύπωση ότι μεταξύ των 80 και πλέον Αρχιερέων της Εκκλησίας της Ελλάδος που Θεοφιλώς και αθορύβως ποιμαίνουν τους πιστούς των, αυτοί μόνον μάχονται για να περιφρουρήσουν την Ορθοδοξία από την λύμη του οικουμενισμού, ευφραινόμενοι προφανώς με τις επιδοκιμασίες των οπαδών τους (fan) και τα «πες τα Δεσπότη μου» που τους απευθύνουν οσφυοκάμπτες υποτελείς τους. Παρ΄αυτοίς υπάρχει μια μαχητική ομάδα παροπλισμένων πανεπιστημιακών, οι οποίοι είχαν ενδεχομένως την εντύπωση πως θα διεδραμάτιζαν κεντρικό ρόλο την Εκκλησία και θα ρύθμιζαν τα Διορθόδοξα και Διαχριστιανικά δρώμενα, αλλά μείναντες έξω του νυμφώνος, εκδικούνται σήμερα αυτούς που θεωρούν υπαίτιους του παραμερισμού των. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που ορέγονται υψηλά εκκλησιαστικά αξιώματα και οι οποίοι με καταιγισμό συγγραμμάτων και πραγματειών επιχειρούν να εμφανίσουν τους τυχόν αντιπάλους των αθεολόγητους και «σκάρτους». Υφίστανται, όμως, και αδέσποτοι Καλόγηροι, που αντί να μονάζουν στη Μονή της μετανοίας των προσευχόμενοι για την σωτηρία της ψυχής των, περιφέρονται ανά τας ρύμας και τας αγυιάς των Βαλκανίων και της Εσπερίας προκειμένου να πείσουν ανίδεους ορθοδόξους χριστιανούς ότι αιρετικά και ανορθόδοξα είναι όσα εθέσπισε η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος˙ όπως υπάρχουν και μέλη του Εφημεριακού κλήρου, που αντί να διακονούν το ποίμνιό τους (να μη λησμονείται ότι γι΄αυτό ακριβώς το λειτούργημά τους μισθοδοτούνται από το Ελληνικό Δημόσιο!) αναλίσκουν τον χρόνο τους σε «διαφωτιστικές» εξορμήσεις εκτός Ελλάδος ή στη συγγραφή αντιαιρετικών βιβλίων, με την φιλοδοξία να αποκτήσουν φήμην μεγάλου Θεολόγου! Στο φάσμα, όμως, αυτό των ζηλωτών συγκαταλέγονται και νεήλυδες προσήλυτοι, οι οποίοι αφού διήλθαν από διάφορες Δικαιοδοσίες όπου δεν ρίζωσαν, κατέληξαν στην Ελλάδα και, παρουσιαζόμενοι «βασιλικότεροι του βασιλέως», επιχειρούν να δίδουν μαθήματα Ορθοδόξου Θεολογίας σε Πατριάρχες, Αρχιερείς και καταξιωμένους Πανεπιστημιακούς. Όπως δεν λείπουν και κύκλοι ευσεβιστικοί, οι οποίοι επί δεκαετίες ολόκληρες προέβαλλαν Δυτικότροπες πιετιστικές αρχές ως πρότυπα «χριστιανικής ζωής» του Έλληνα, αλλά σήμερα λοιδορούν αυτούς που κάποτε «θαύμαζαν» και σπεύδουν να προσκομίσουν διαπιστευτήρια Ορθοδοξίας. Φυσικά στην ενορχηστρωμένη αντι-Συνοδική αυτή εκστρατεία βρέθηκαν παρόντες ουκ ολίγοι αρθρογράφοι και εκδόται ορισμένων εντύπων «εκκλησιαστικής επικαιρότητος», για τους οποίους η κριτική κατά της Εκκλησίας και ειδικώτερα κατά του Οικουμενικού Θρόνου, κατέληξε να είναι βιοποριστικό επάγγελμα.
Εκείνο που κάμει εντύπωση στην όλη αντι-Δυτική κινητοποίηση των ζηλωτών και των συνοδοιπόρων τους είναι ότι ενώ καταγγέλλουν τις κακοδοξίες των ετεροδόξων και «μάχονται» για την προστασία της Ορθοδοξίας από την λαίλαπα της «Παναιρέσεως του Οικουμενισμού», δεν φαίνεται να αρθρώνουν με τον ίδιο ζήλο και μαχητικότητα κάποιο θεολογικό ή ποιμαντικό λόγο, προκειμένου να ελέγξουν και αναχαιτίσουν τις αιρετίζουσες συμπεριφορές του «Ορθόδοξου» Έλληνα.
Την αξιοπιστία και εγκυρότητα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (την οποία, σημειωτέον, δεν θεωρούν ούτε Αγία, ούτε Μεγάλη, ούτε καν Σύνοδο) θα την κρίνει, ισχυρίζονται, ο πιστός λαός. Ποιός λαός αδελφοί; Αυτός που βρίσκεται σε βαθύ σκότος σε ό,τι αφορά την πίστη την οποία λέγει ότι πρεσβεύει; Αυτός που έχει μετατρέψει τα Μυστήρια της Εκκλησίας σε φιέστα και κοσμικίζουσα κοινωνική εκδήλωση; Αυτός που μετά την περιφορά του Επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή στρώνει φαγοπότια δίκην «μακαριάς» στον ενταφιασθέντα Χριστό; Αυτός που υποδέχεται μεν με φανφάρες και τιμές Αρχηγού Κράτους το Άγιο Φως που μας έρχεται από τον Πανάγιο Τάφο Εκείνου που είπε ότι «η βασιλεία η εμή ου εστιν εκ του κόσμου τούτου», αλλά εξαφανίζεται «ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός» μόλις ηχήσει το «Χριστός Ανέστη» και απαξιοί να συμμετάσχει στην Πασχάλια Θεία Λειτουργία προκειμένου να μεταλάβει Σώμα Χριστού, να γίνει σύσσωμος και όμαιμος του Αναστάντος Κυρίου;
Μήπως αδελφοί με την λέξη «λαός» εννοείτε μόνο τους οπαδούς και θαυμαστάς σας!! Συγγνώμην που θα το είπω, αλλά ο «αντιαιρετικός» αγώνας σας, όζει Δονκιχωτισμού!
Οι Ζηλωτές ήθελαν και την εποχή του Χριστού έναν Μεσσία με οπλοπολυβόλο να θερίζει τους Ρωμαίους. Δεν πρόκειται για ειρωνεία της Ιστορίας αλλά για βαθιά ριζωμένες στην ανθρώπινη ύπαρξη ανεπάρκειες. Όπως ο Τελώνης είναι δούλος του χρήματος, ο Φαρισαίος δούλος του ανθρώπινου νόμου, έτσι και ο Ζηλωτής είναι δούλος του φόβου του άλλου. Πρότυπο Ζηλωτή οι δονατιστές, αλλά ο ζηλωτισμος διαλαθει δυστυχώς σε μεγάλο μέρος κλήρου και λαού στην Ελλάδα (και λοιπα Βαλκάνια φαντάζομαι) και επηρεάζει ολόκληρη την κοινωνία. Είναι κατά βάση έκφραση ανωριμότητας λαών που ζητούν διώκτη για να νοηματοδοτησουν την ιστορική τους ύπαρξη, λαϊκώς "σφαξε με πάσα μου να αγιασω".