9.2 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Ο Συμεών Σολταρίδης για το Σχολείο του Ορφανοτροφείου Πριγκήπου

ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΣΧΟΛΕΙΟ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟΥ ΠΡΙΓΚΗΠΟΥ

του  Δρ. Συμεών Σολταρίδη

Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στην ίδρυση Ορφανοτροφείων στην Πόλη, στην μεταφορά τους στα Πριγκηπόννησα, στην ίδρυση σχολείων μέσα στα Ιδρύματα αυτά, στην συνένωση όλων των μεμονωμένων Ορφανοτροφείων των Θηλέων του Συμεών Σινιόσογλου στην Πρώτη, του Ορφανοτροφείου της Χάλκης,  με το ιδρυθέν Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου.

Μετά τη συγκέντρωση όλων των ορφανών στο κτίριο της Πριγκήπου η ανάγκη εκπαίδευσης των παιδιών καλύφθηκε από τη δημιουργία σχολείου και εργαστηρίων επαγγελματικής εκπαίδευσης μέσα στον χώρο του Ορφανοτροφείου. Το μεν σχολείο στεγάσθηκε σε ξεχωριστό κτίριο τα δε εργαστήρια σε αίθουσες μέσα στο κεντρικό οίκημα. 

Ο Δρ. Χρυσόστομος Καλαϊτζης, Μητροπολίτης Μύρων , στον τόμο Η’ του έργου του «Και ο λόγος περί Κανονισμών» στο κεφάλαιο  «Διοργανισμό του εν Κωνσταντινουπόλει Εθνικού Ορφανοτροφείου των Ορθοδόξων» γράφει:   

«Περί μαθημάτων και τεχνών»

Α) την ανάγνωσιν, την γραφήν, τας αναγκαιοτέρας πράξεις της Αριθμιτικής, στοιχειώδη Γεωγραφίαν και την Ιεράν Κατήχησιν.

Β) Χειρωνακτικάς τέχνας, οίον την ραπτικήν, την σκυτοτομικήν,την ξυλουργικήν και όσας ήθελον κριθή αρμοδιώτεραι προς πορισμόν και αποκατάστασιν των».

Όπως αναφέρει ο κ. Χρήστος Μαυροφρύδης, που διετέλεσε διευθυντής του σχολείου  το 1955, στο «Ιστορικό Λεύκωμα των Ορφανοτροφείων 1853-1958», «Με το νέο Οργανισμό του Ιδρύματος κατορθώθηκε η λειτουργία του να είναι περισσότερο συστηματική. Σκοπός του ιδρύματος ορίσθηκε η Χριστιανική ανατροφή. Ιδιαίτερη φροντίδα αποφασίσθηκε να λαμβάνεται για την πρακτική εκπαίδευση των ορφανών και την πρώτην αστικήν μόρφωσιν, την θρησκευτική διδασκαλία, την απόκτηση γνώσεων της νεοελληνικής πραγματολογίας, ιστορίας, γεωγραφίας, πρακτικών, και μαθηματικών και φυσικών μαθημάτων τεχνικής ιχνογραφίας, φυτολογίας και η εκπαίδευση αυτή γίνεται εις έξι τάξεις».

Και συνεχίζει «στις επαγγελματικές σχολές της ραπτικής και υποδηματοποιίας προστέθηκαν η λειτουργική, επιπλοποιία και σιδηρουργική. Η μουσική διδάσκονταν σε όλους από την πρώτη τάξη. Από το τέταρτο έτος η μουσική και τα επαγγέλματα μαζί με την εκπαίδευση γίνονται με ιδιαίτερη διδασκαλία στους τροφίμους. Μπορούσαν όμως μετά την αποφοίτηση για την καλύτερη τελειοποίηση των τροφίμων στα επαγγέλματα  να εξασκηθούν για δύο τρία χρόνια».

Το σχολείο ανήκε στην Ρωμαίικη μειονότητα κάτι το οποίο αποδεικνύεται όχι μόνο από την διδακτέα ύλη, το πρόγραμμα ή τα απολυτήρια αλλά και από το γεγονός ότι είχε διοριστεί Τούρκος υποδιευθυντής από το σχολικό έτος 1936-1937. Στην συνέχεια καταργήθηκε ο θεσμός και επανέρχεται εκ νέου και πάλι από το 1950 μέχρι το 1962.

Στο Λεύκωμα με τίτλο «Το εθνικόν μας Ορφανοτροφείον  1853-1978» και με υπότιτλο «η μητέρα σχολή των ορφανών» διαβάζουμε ότι από τις 52 Ρωμαίικες κοινότητες της Πόλης εστάλησαν από τις 34 παιδιά στο Ορφανοτροφείο που ταυτόχρονα σπούδασαν στο σχολείο. Είχαν σταλεί από την Ανατολική πλευρά της Πόλης 1, από την Αλεξάνδρεια 8, από την Αντιόχεια 6, από την Άγκυρα 3, από την Αττάλεια 1, από το Χατάϊ 1, από την Ίμβρο 11 και την Νικομήδεια 1.

Επί πλέον σημειώνεται ότι από το 1955-1958 τρόφιμοι ήταν 108 αγόρια, 73 κορίτσια και 10 στα Γυμνάσια της Πόλης όπου στέλνονταν οι καλοί μαθητές συνοδεία επιμελητών και διέμεναν σε οικοδομή που διατέθηκε από την Ομογένεια.

Αριθμητικά οι τρόφιμοι του Ορφανοτροφείου αν και κάποιες σημειώσεις και λογοδοσίες δεν ανεβάζουν τον αριθμό πάνω από 150 ο κ. Καλαμάρης, εκπαιδευτικός  που διετέλεσε δάσκαλος από το 1955 μέχρι το 1964, χρονιά που έκλεισε όλο το Ίδρυμα, δήλωσε ότι «το 1955 ήταν 197, το 1956 ήταν 192, το 1957 ήταν 187, το 1958 ήταν 181, ενώ για τα επόμενα χρόνια υπήρξε από περίπου 155-160 μαθητές και μαθήτριες μέχρι το 1964».

Για το μεγαλείο του σχολείου έγραψε ένα ποίημα ο Πριγκηπιανός Γεράσιμος Κούγιας στις 6 Σεπτεμβρίου 2002 όπου μεταξύ άλλων σημειώνει «είναι ένα ίδρυμα τρανό γεμάτο μεγαλείο και όχι ένα ασήμαντο τυχαίο μικρό σχολείο».

Όταν λοιπόν το 1964 οι Τουρκικές αρχές απαγόρευσαν την λειτουργία του Ορφανοτροφείου  τα παιδιά υποχρεώθηκαν να εγκατασταθούν αφενός μεν τα αγόρια στην Μονή του Αγίου Νικολάου, αφετέρου τα κορίτσια στην Μονή του Χριστού για δύο χρόνια και στην συνέχεια έμειναν όλα τα παιδιά στον Άγιο Νικόλαο. Πήγαιναν στο σχολείο του νησιού της Πριγκήπου και παρακολουθούσαν τα μαθήματα τις απογευματινές ώρες μετά την λήξη των μαθημάτων της Αστικής Σχολής Πριγκήπου. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το σχολικό έτος 1973-1974. Από το επόμενο σχολικό έτος 1974-1975 το σχολείο της Πριγκήπου είχε αποδυναμωθεί από παιδιά του νησιού. Έτσι παρά το ότι στην πραγματικότητα ήταν δύο διαφορετικά σχολεία, το Rum Yetimhane Okulu  (Ρωμαίκιο Σχολείο Ορφανοτροφείου) και Buyukada Rum Okulu (Ρωμαίικο Σχολείο Πριγκήπου) συνενώθηκαν και τα παιδιά διδάσκονταν από κοινού.

Το επιβεβαιώνουν οι ιστορικές πηγές, το επιβεβαιώνει όμως και ο Κωνσταντινουπολίτης δάσκαλος Γιάννης Καλαμάρης. Όπως λέει «τα αγόρια εγκαταστάθηκαν στην Μονή του Αγίου Νικολάου και τα κορίτσια στην Μονή του Χριστού». Τα κορίτσια για δύο χρόνια από το 1964-1966 μεταφέρθηκαν στα σπίτια της Μονής του Χριστού και αργότερα στην συνέχεια όλα τα παιδιά έζησαν  από κοινού στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Στην αρχή τα μαθήματα τα διδάσκονταν τις απογευματινές ώρες στην Αστική Σχολή Πριγκήπου ώστε το πρωί να διδάσκονται τα παιδιά του νησιού. Αργότερα όλα τα παιδιά του νησιού της Πριγκήπου και της Μονής του Αγίου Νικολάου ενσωματώθηκαν σε μία ομάδα και διδάσκονταν από κοινού σε ολοήμερο σχολείο αφού το γεύμα το έπαιρναν όλα τα παιδιά στο σχολείο. Αυτό συνεχίσθηκε μέχρι του 1976. Στον Άγιο Νικόλαο επίσης κατοίκησαν και μαθητές από την Ίμβρο όταν οι Τουρκικές αρχές έκλεισαν τα σχολεία των νησιών Ίμβρου και Τενέδου.

«Τα χρόνια εκείνα που είμασταν με τα παιδιά του Ορφανοτροφείου στο Δημοτικό της Πριγκήπου ήταν όμορφα» μας λέει η επί τριάντα χρόνια εκπαιδευτικός στην Πόλη κ. Αγνή Νικολαίδου. Πριγκηπιανή στην καταγωγή συγκινημένη σημειώνει «είμασταν όλοι δεμένοι συναισθηματικά. Ήμασταν μια παρέα» όσο για τους δασκάλους της εποχής συμπληρώνει «θυσίαζαν την προσωπική τους ζωή και πρόσφεραν το καλύτερο, το ομορφότερο».

Αυτή η σύμπτυξη συνεχίστηκε και στο επόμενο σχολικό έτος οπότε το 1976-1977 όταν έκλεισε το Ορφανοτροφείο του Αγίου Νικολάου όπου διέμεναν τα παιδιά. Αρκετά από τα παιδιά αποφοίτησαν από την Αστική Σχολή και συνέχισαν στα Γυμνάσια της Πόλης άλλα άρχισαν να εργάζονται σε διάφορα επαγγέλματα σαν μαθητευόμενα τσιράκια και άλλα πήγαν στις οικογένειες τους. 

Τα σχολικά έτη 1975-1976 και 1976-1977 συνεχίσθηκαν με προβλήματα ενώ το 1976 τέθηκε από τις Αρχές μετά από δώδεκα χρόνια θέμα «στέγασης του σχολείου του Ορφανοτροφείου». Τονίσθηκε ότι «δεν μπορεί ένα βακούφι να συστεγάζεται μαζί με ένα άλλο στον ίδιο χώρο». Στις 19 Αυγούστου 1977 γνωστοποιείται έγγραφο στην Διεύθυνση του σχολείου  ότι «δύναται η εφορεία να προβεί σε ενέργειες έναντι της απόφασης για μη λειτουργία του σχολείου», οπότε  και παραδίδονται τα δημόσια έγγραφα του σχολείου και η σφραγίδα.

H Μαρίκα Χάτσου, τελευταία διευθύντρια του σχολείου του Ορφανοτροφείου σημειώνει: «Με έντονο συναισθηματισμό επιστρέφω στο ίδρυμα (μετά την παράδοση εγγράφων και σφραγίδας)  γεμάτη φόβο, με κακή προαίσθηση για τη λειτουργία του Οικοτροφείου, αφού δεν έγινε  καμία ενέργεια για την συνέχιση του έργου του». Οι Αρχές δεν είχαν δώσει την άδεια ένα μέρος του κτιρίου να λειτουργήσει ως μαθητικό οικοτροφείο.

Έτσι κλείνει και το σχολείο, τα παιδιά πλέον δεν μπορούν να μείνουν στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Αποτέλεσμα είναι το να κλείσει και να τερματιστούν οι διδασκαλίες στα μικρά παιδιά.

Το μεγάλο πρόβλημα όμως στη λειτουργία του σχολείου, όσο και εν γένει σε ολόκληρο το συγκρότημα του Ορφανοτροφείου της Πριγκήπου ήταν το οικονομικό. Σχετικά με αυτό και τις επιπτώσεις του στα παιδιά  σημειώνεται «Συνέπεια των υλικών δυσχερειών είναι η επιδείνωσις των παιδαγωγικών και ψυχολογικών όρων διαβιώσεως των τροφίμων και του εσωτερικού προσωπικού του Ιδρύματος. Ευθύς αμέσως εγένετο δηλ. αντιληπτόν, ότι το έμψυχον υλικόν του Ορφανοτροφείου υπέφερεν από τας νοσηράς συνεπείας του λεγομένου «ιδρυματισμού» γράφει ο Ηλίας Βιγγόπουλος στην μελέτη του με  τίτλο «Το παιδαγωγικόν πρόβλημα των Ορφανοτροφείων Πριγκήπου» που δημοσιεύθηκε στο Δελτίο της Εταιρείας Μελέτης της καθ ημάς Ανατολής στον πρώτο τόμο το 2004.

Για να επουλωθεί το δεινό πρόβλημα υπήρξε μεγάλη προσπάθεια της Εφορίας. Όπως διαβάζουμε  στην λογοδοσία  των πεπραγμένων της εφορείας από 1 Ιουνίου 1908 μέχρι τις 31 Μαΐου 1909 του Εθνικού Ιδρύματος αν και υπάρχουν  δίδακτρα στους υποτρόφους που διαμένουν και μορφώνονται στο Ίδρυμα έναντι χρημάτων, καθώς επίσης και δωρεές ή τόκοι των μεγάλων ευεργετών, εν τούτοις «Η οικονομική κατάσταση του ιδρύματος δεν επέτρεψε στην εφορεία να αυξήσει τον αριθμό των ορφανών, οπότε προσέλαβε μόνο 12, απολύθηκαν στο σχ.έτος 18 και το 1909 ήταν συνολικά 144. Οι αιτήσεις για πρόσληψη ήταν 288». Επίσης σημειώνει «Τα τέσσερα εργαστήρια απασχόλησαν 96 ορφανά, 25 στο ξυλουργείο, 27 στο σιδηρουργείο, 26 στο ραφείο και 18 στο υποδηματοποιείο. Η οργανική μουσική απασχόλησε 33 παιδιά». Σημειώνεται ότι τα οικονομικά του Ιδρύματος δεν ήταν ανθηρά οπότε το 1903  ζητήθηκε εγγράφως από το Φανάρι να αποδοθούν τα ακίνητα και τα εξαπτέρυγα της παραδίπλα Μονής του Χριστού υπέρ του Εθνικού Ορφανοτροφείου, εκτός από ένα τμήμα που θα γράφονταν στην  Ιερά Θεολογική Σχολή, κάτι που αποδέχθηκε ο Οικουμενικός  Πατριάρχης και η περί αυτόν Αγία και Ιερά Σύνοδος. Τα οικονομικά του Ιδρύματος δεν ήταν καλά από την περίοδο ίδρυσης του  μέχρι το τέλος, διότι οι υποχρεώσεις του ήταν πολλές. Αυτό φαίνεται και από το σημείωμα που στέλνει ο Μ. Πρωτοσύγκελλος Αγάπιος στις 29 Μαρτίου 1966 σε όλους τους Ναούς της Αρχιεπισκοπής και στις παρακείμενες Μητροπόλεις. Αφού τονίζει ότι για την κάλυψη κατά το δυνατό των αναγκών των Ορφανοτροφείων αποφασίσθηκε από την Σύνοδο και εγκρίθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη «να περιέρχεται δίσκος κάθε Κυριακή και τις μεγάλες εορτές υπέρ των αναγκών των Ιερών τούτων Ιδρυμάτων της Ομογένειας».

Διαβάζουμε επίσης ότι στις 21/12/1927 υπάρχει εγκύκλιος Πατριαρχική για να περιέλθει δίσκος για τα Χριστούγεννα υπέρ των Ορφανοτροφείων Πριγκήπου και Χάλκης. Ενώ στο αρχείο υπάρχει ευχαριστήρια επιστολή της εφορείας των Ορφανοτροφείων με ημερομηνία 17/1/1944 των Ορφανών Αρρένων και Θηλέων προς την επιτροπή Παναγίας του Πέρα «για το επιδειχθέν ενδιαφέρον υπέρ των Ορφανών του Γένους εξ αφορμής των εορτών του Δωδεκαημέρου»  .

Και ενώ γίνονταν υπεράνθρωπες προσπάθειες για λόγους πολιτικούς τον Αύγουστο του 1926 μέχρι τον Οκτώβριο του 1932 το σχολείο του Ορφανοτροφείου έκλεισε και μαζί τα εργαστήρια. Όταν και πάλι άρχισε το σχολείο να λειτουργεί σαν εξατάξιο δεν λειτούργησαν τα εργαστήρια παρά μόνο του ραφείου και υποδηματοποιείου για να εξασφαλιστούν οι ανάγκες των τροφίμων.

Τα οικονομικά προβλήματα και η μη λειτουργία του σχολείου επέφεραν κτηριακά προβλήματα με αποτέλεσμα να λειτουργεί στην συνέχεια μόνο ο πρώτος και ο δεύτερος όροφος ενώ ακατοίκητη πτέρυγα ήταν ο τρίτος όροφος. Οι φθορές ήταν εμφανείς. Οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν στο διάβα του χρόνου.

Αποτέλεσμα όσο το κεντρικό επιβλητικό κτίριο του Ορφανοτροφείου όσο και το μικρότερο κτίριο του σχολείου να έχουν υποστεί μεγάλες ζημιές από τη φθορά των δεκαετιών που μένουν εγκαταλελειμμένα. Το ελπιδοφόρο μήνυμα όμως ήρθε πριν από λίγο καιρό με την πρόσφατη απόφαση της Υπηρεσίας Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού της Τουρκίας η οποία ενέκρινε τα σχέδια αναστήλωσης του σχολικού κτιρίου του Ορφανοτροφείου. Είναι μια αρχή για το μεγαλόπνοο σχέδιο της αποκατάστασης ολόκληρου του συγκροτήματος. Καθώς όμως οι αποφάσεις και οι κινήσεις σε τέτοια θέματα γίνονται με αργούς ρυθμούς η αποκατάσταση του μικρότερου οικοδομήματος του σχολείου είναι μια καλή αρχή.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ