13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Ο Αριστείδης Πανώτης για την Εκκλησία της Τσεχίας και Σλοβακίας

Του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη

Άρχοντος Μ.Ιερομνήμονα της Μ.τ.Χ.Ε

Ο μεγάλος ρήτορας της αρχαιότητος Δημοσθένης χαρακτήριζε «ανοητότατους τους λογοποιούντας» δηλαδή εκείνους που επινοούν ψεύδη για να συσκοτίσουν την αλήθεια.

Η διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας στον εκκλησιαστικό χώρο είναι εξαιρετικά επικίνδυνη γιατί υποκρύπτει κάποια πονηρή σκοπιμότητα ιδεοληψίας, όταν δεν γίνεται από ημιμάθεια στα της Εκκλησίας που είναι χειρότερη από την αμάθεια, αφού συντροφεύεται από το θράσος και την αναισχυντία. Τότε τα ψεύδη ξεπερνούν την «ανοητότητα» του Δημοσθένους και επειδή προσβάλλουν και την ηθική τάξη γίνονται αισχρότατα, γιατί δηλητηριάζουν την Συνείδηση της Εκκλησίας.

Αυτές τις σκέψεις έκανα διαβάζοντας περί της Εκκλησίας της πάλαι ποτέ Τσεχοσλοβακίας – που σήμερα έχει την ευθύνη διαποίμανσης του πιστού Ορθοδόξου λαού που διαβιεί στα δύο πλέον κράτη της Τσεχίας και της Σλοβακίας – και ανατρέχοντας στο πλούσιο αρχείο μου βρήκα σημαντικές πληροφορίες που θα ήθελα να μοιραστώ με το αναγνωστικό κοινό του πάντοτε φιλόξενου Φως Φαναρίου.

Η περιοχή της παλαιάς Τσεχοσλοβακίας από τον 6ο αιώνα και κατά τη διάρκεια των μέσων χρόνων γίνεται χωνευτήρι πολλών και διαφόρων λαών που γέννησαν εκεί διάφορες μειονότητες οι οποίες διεκδικήθηκαν από διάφορους όμορους γείτονες με συνέπεια η εθνική ενότητα να δοκιμαστεί μέσα στην Ιστορία της Ευρώπης. Έτσι, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε με ασφάλεια πως δεν υπήρχαν προ του 9ου αιώνα νησίδες ευαγγελισμού και πέραν του ποτάμιου δρόμου του Δουνάβεως. Η αρχαιολογική έρευνα ήδη έδωσε και επιφυλάσσει και στο μέλλον εκπλήξεις.

Ο ηγεμόνας της Μεγάλης Μοραβίας Ραστισλάβος όταν κατάλαβε τις βλέψεις των Γερμανών γειτόνων του εναντίον του κράτους του ζήτησε την συμμαχία του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ και τη θεσμική σύνταξη τοπικής Εκκλησίας από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φώτιο. Εκείνος απέστειλε το 863 τους Θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο οι οποίοι ευαγγελίστηκαν την καινούργια πίστη και λατρεία στους αλλόγλωσσους εκεί λαούς την εποχή που ο συγκεντρωτισμός της λατινόφρονης πλέον Παλαιάς Ρώμης αποστρεφόταν τις τοπικές πολιτιστικές και γλωσσικές διαφορές γιατί δεν ελέγχονταν απ’ αυτήν. Έτσι η αυτοκρατορική παράδοση του Βυζαντίου προικισμένη με την ελληνορθόδοξη παράδοση κλήθηκε για την εκεί ιεραποστολή. Ακολούθως οι μαθητεύσαντες στο πνεύμα της, δίδαξαν το Ευαγγέλιο στους Βουλγάρους και τους Ρώσους οι οποίοι στηρίχθηκαν στη ροή του χρόνου αδιάκοπα από την πηγή της ευσεβείας της Αποστολικής Καθέδρας της Νέας Ρώμης. Όμως η περιοχή αυτή πέρασε στην λατινίζουσα γερμανική επιρροή που κατακερμάτισε εκκλησιαστικά τον γηγενή λαό. Την Ιστορία της Ορθοδοξίας στην Τσεχοσλοβακία από τον 9ο μέχρι τον 20 αιώνα την κατέγραψε ο Κ. Ποσπίσιλ το 1958 αλλά και πολλοί άλλοι.

Η πλέον ενδιαφέρουσα περίοδος είναι αυτή που προέκυψε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την διάλυση της αυτοκρατορίας της Αυστροουγγαρίας και την επακόλουθη ίδρυση το 1919 του νέου κράτους της Τσεχοσλοβακίας. Η νέα κρατική οντότητα απήλλαξε την εκκλησιαστική ζωή των Τσέχων από την κηδεμονία των Ρωμαιοκαθολικών Αψβούργων και τα σκληρά τους μέτρα κατά των Ορθοδόξων. Έτσι, το διασωθέν μικρό ορθόδοξο πλήρωμα του νέου κράτους της Τσεχοσλοβακίας που μπόρεσε να ξεφύγει τους διωγμούς των Αψβούργων περιεπλάκη στο ενδιαφέρον της εθνικιστικής κηδεμονίας των όμορων λαών. Για να αποφύγουν οι Ορθόδοξοι τις νέες περιπέτειες επιδίωξαν την ανανέωση των αρχαίων δεσμών τους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την ανάκτηση εκκλησιαστικής συγκρότησης από το θεσμικό κέντρο των Ορθοδόξων λαών της Ανατολικής Ευρώπης.

Το Φανάρι με πατριαρχική και συνοδική απόφαση αποκατέστησε με Τόμο τα εν Τσεχοσλοβακία εκκλησιαστικά πράγματα κατά το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας. (* Εκκλ. Αλήθεια, 1923, σσ., 69-72). Η τοπική Εκκλησία των Ορθοδόξων καταστάθηκε «Αυτόνομη» με μια αρχιεπισκοπή και με δύο ακόμη επαρχιούχες επισκοπές στη Μοραβία και στην Καρπαθορωσία. Τους πρώτους επισκόπους τους πρότεινε ο τοπικός κλήρος και ο λαός και τους ψήφισε η Πατριαρχική Ιερά Σύνοδος, για να συγκροτηθεί τοπική Σύνοδος. Στη συνέχεια η εκλογή νέων επισκόπων επικυρωνόταν από τον Αρχιεπίσκοπο, ενώ τη δική του εκλογή επικύρωνε ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Το όνομα του Προκαθημένου της Πρωτόθρονης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως μνημόνευαν ο αρχιεπίσκοπος αλλά και οι άλλοι δύο ιεράρχες. Ως πρώτος αρχιεπίσκοπος προτάθηκε από την κοινότητα της Πράγας ο αρχιμ. Σαββάτιος. Αυτός πρώτος κανονικά εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο του Φαναρίου και χειροτονήθηκε εκεί από τον Πατριάρχη Μελέτιο ο οποίος έθεσε επί των ώμων του το ωμοφόριο και στο τέλος κατά την τάξη του παρέδωσε την ποιμαντορική ράβδο ως Εξάρχου του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε μια περιοχή που η Ορθοδοξία δοκιμαζόταν από το σκάνδαλο της Ουνίας. Η αρχιεπισκοπή Πράγας τότε ανυψώθηκε ως η 21η μητρόπολη της Τάξεως του Θρόνου, μετά από εκείνες της Αμερικής, των Θυατείρων και της Αυστραλίας και με αποστολή στην Τσεχοσλοβακία να τηρεί «την μέσην οδόν» μεταξύ των εκεί Ρωμαιοκαθολικών και των Προτεσταντών και να προασπίζεται τα δίκαια της Ορθοδοξίας και της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.

Η νέα μητρόπολη του θρόνου με αρχιεπίσκοπο τον Σαββάτιο απέκτησε υψηλό κύρος στο νέο κράτος και απετέλεσε πυρήνα έλξεως στην Ορθοδοξία εκείνων που αναζητούσαν μια τοπική και συνάμα ιστορική ταυτότητα στα εκκλησιαστικά πράγματα της χώρας. Έτσι το 1924 προσήλθε στην Εκκλησία των Τσέχων με τους οπαδούς του ο πρώην Ρωμαιοκαθολικός ιερεύς Ματθαίος Παύλικ, μετονομασθείς σε Γεράρδο (Gorazd) και ήδη χειροτονηθείς σε επίσκοπο από τους Σέρβους . Αυτός έδειξε μεγάλο ζήλο ως επαρχιούχος αρχιερεύς και επιδόθηκε στο μεταφραστικό έργο λειτουργικών και κατηχητικών βιβλίων στην τσεχική γλώσσα και πλούτισε την υμνολογία με μουσικά έργα. Αναδείχθηκε άξιος ποιμένας στην επαρχία του διδάσκοντας προσωπικά την ορθόδοξη κατήχηση. Οι Ορθόδοξοι της Τσεχίας το 1931 ανήρχοντο σε 145.583 πιστούς ενώ μετά την κατοχή της χώρας του από τους ναζί το 1945, απέμειναν περίπου 40.000 ψυχές.

Στο διάστημα της Κατοχής ο επίσκοπος Γεράρδος θεωρήθηκε μέλος της Αντιστάσεως και εκτελέστηκε από τους Ναζί στις 4 Σεπτεμβρίου 1942 μαζί με δύο ιερείς και άλλους Τσέχους. Ο Αρχιεπίσκοπος Σαββάτιος κλείστηκε επί τρία χρόνια σε ναζιστική ειρκτή στη Γερμανία ενώ οι κατακτητές διέλυσαν την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Τσεχία. Μετά την συντριβή των Ναζιστών, τον Μάιο του 1945, ο Σαββάτιος απελευθερώθηκε και επέστρεψε στην Πράγα. Με επιστολή του στον Οικουμενικό Πατριάρχη Μάξιμο τον ενημέρωνε για τα παθήματα του αλλά και για τα εκκλησιαστικά πράγματα στη χώρα του, η οποία είχε καταληφθεί από τους Σοβιετικούς. Σημειώνεται ότι εκείνην ακριβώς την περίοδο οι ρωσόφωνοι που ζούσαν στα ΒΑ της χώρας κίνησαν το ενδιαφέρον του Μοσχοβίτικου Πατριαρχείου που έστειλε τον Ορλόβου Φώτιο για να τους ξεσηκώσει μαζί με τους σλαβόφωνους Σέρβους της ΝΔ πλευράς προκειμένου να παραδοθεί η εκκλησιαστική επαρχία τους στους απεσταλμένους του Μόσχας Αλεξίου. Κάτι στο οποίο συνέβαλε και ο Πρεσόβου Βλαδίμηρος, της Εκκλησίας της Σερβίας.

Είναι πολυδιήγητες οι μεταλλάξεις του status στις εκκλησιαστικές επαρχίες της Ανατολικής Ευρώπης με υπόδειξη του Σταλινικού αθεϊστικού καθεστώτος προς το Μοσχοβίτικο Πατριαρχείο προκειμένου να αποψιλωθούν τα κανονικά δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί των θυγατρικών Εκκλησιών του. Στόχος, προφανώς, ήταν να αποκοπούν αυτές οι εκκλησιαστικές διοικήσεις από την αξία του θεσμικού κέντρου της Νέας Ρώμης και να υπαχθούν στην σφαίρα επιρροής και ελέγχου της Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία παρακολουθώντας την επέκταση του Σταλινικού μοντέλου Σοβιετικής επικυριαρχίας, επαναανακάλυπτε το όραμα της δημιουργίας της «Τρίτης Ρώμης». Ιδεοληψία που δυστυχώς φαίνεται να είναι ενδημούσα ακόμη σε πρόσωπα του Ρωσικού Πατριαρχείου.

Ευτυχώς που τα «γραπτά μένουν». Διάβαζα αυτές τις ημέρες στο περιοδικό «Ορθοδοξία» του Πατριαρχείου (τόμος ΚΓ 1948 σ. 243-244) το δραματικό επίσημο γράμμα του αρχιεπισκόπου Σαββατίου προς τον πατριάρχη Μάξιμο Ε , με ημερομηνία 14 Μαΐου 1948, περί της επισκέψεως στην Πράγα του Ρώσου «Εξάρχου» Ελευθερίου που του διαβίβαζε την εντολή του Μόσχας Αλεξίου να ζητήσει να απολυθεί από την ιεραρχία του Οικουμενικού Θρόνου και να ενταχθεί στην ρωσική ιεραρχία. Κάθε γραμμή του δείχνει την πικρία και την αγωνία του σεβάσμιου αυτού μάρτυρα που βίωνε μια νέα δοκιμασία προκειμένου να επιτευχθεί η κατάργηση του Πατριαρχικού Τόμου της «αυτονομίας» του 1923 και να χορηγηθεί ένα άθεσμο «ρωσικό αυτοκέφαλο». Μάλιστα ο πρόσφατος δήθεν εορτασμός εκείνου του δήθεν «αυτοκεφάλου» έγινε αφορμή αναξέσεως παλαιών πληγών μεταξύ Μητρός και θυγατρός Εκκλησίας. Είναι ενδιαφέρον όμως το τι επακολούθησε τότε. Ο κατηγορηθείς μετά ταύτα ως ρωσόφιλος πατριάρχης Μάξιμος Ε’ κατάπληκτος απέρριψε το αίτημα ως «μηδοπωστιούν» και ανευλόγητον γιατί κατέλυε την από αιώνων κανονική τάξη της Εκκλησίας και επεδίωκε την επέκταση της δικαιοδοσίας της Εκκλησίας της Ρωσίας πέραν των καθορισμένων ορίων της αυτοκεφαλίας της. Φυσικό το λόγω απερρίφθη κάθε σκέψη και με συνοδική απόφαση κατέστη σαφές πως κάθε αντικανονική ενέργεια θα επέσειε συγκεκριμένα μέτρα προς τους παραβάτες. Ο Σαββάτιος εξαφανίστηκε κυριολεκτικώς όπως και πολλοί άλλοι ταγοί των εξαρτώμενων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Εκκλησιών οι οποίες γνώρισαν την λαίλαπα του Στάλιν. Αλλοίμονον, όσοι Πατριάρχες, Αρχιεπίσκοποι και Επίσκοποι δεν αναγνώριζαν τη νέα Σοβιετική Τάξη πραγμάτων αντικαταστάθηκαν πάραυτα με πρόσωπα της εγκρίσεως της Μόσχας η οποία είχε ως στόχο τη συγκρότηση μιας ΚΟΜΙΝΤΕΡ των Ορθοδόξων. Μάλιστα, κατά τον εορτασμό των 500 χρόνων της Αυτοκεφαλίας της Ρωσικής Εκκλησίας, που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα από τις 8 έως 18 Ιουλίου 1948, σε Ορθόδοξο Συνέδριο που συνεκλήθη τότε, επιχειρήθηκε να καταστεί ορατή η νέα «Ιερή Συμμαχία» και οι νέοι συσχετισμοί δυνάμεων εντός της Ορθοδοξίας.

Η κανονική τοπική Εκκλησία των Τσέχων αλλοτριώθηκε τον Δεκέμβριο του 1951 με μια νόθη αυτοκεφαλία παρουσία αντιπροσώπων καταδυναστευόμενων τότε Ορθοδόξων Εκκλησιών της Βαλκανικής! Έκτοτε την Εκκλησία της Τσεχοσλοβακίας διοικούσαν Ρώσοι επιβάτες αρχιερείς, μέχρι τις ημέρες του Πράγας Δωροθέου που ζήτησε και πάλι επανασύνδεση με το θεσμικό κέντρο της Εκκλησίας, τον Οικουμενικό Θρόνο, και έλαβε την κανονική πλέον αυτοκεφαλία.

Αυτήν προσπάθησαν τώρα οι Μοσχοβίτες να αποσβέσουν εν «χορδαίς και οργάνοις», γεγονός που μας έκανε να θυμηθούμε μερικά από τα παλαιά κατορθώματά τους. Και σαν να μην έφθαναν αυτά θέλησαν να μας υπενθυμίσουν με δικολαβίστικη αδολεσχία την δήθεν κανονική τάξη. Αυτή την αναίδεια δεν την κατάλαβαν οι ημέτεροι που «θεολογούν», γι’ αυτό απευθυνόμενος στους ενταύθα και στους μακράν τους λέγω: οι «ψεύτες πρέπει να έχουν δυνατή μνήμη» γιατί αν σκαλίσουμε τα πεπραγμένα τους θα γελοιοποιηθούν. 

Α.Π.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ